- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Παντελής Φραντζής παρουσιάζει το ντοκιμαντέρ «Λυαίος»
Ένα ασπρόμαυρο φιλμ σε αφήγηση της Χριστίνας Μαξούρη για ένα ασυνήθιστο έθιμο σε ένα μικρό νησί των Κυκλάδων
Παντελής Φραντζής: Ο σκηνοθέτης μιλά για το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους «Λυαίος» που προβάλλεται απόψε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης αλλά & online
Ο χρόνος που τελειώνει και οι θυσίες που κάνουν τους ανθρώπους να στέκονται πιο γενναίοι απέναντί του. Αυτό είναι το θέμα του ποιητικού ντοκιμαντέρ «Λυαίος» σε σκηνοθεσία του Παντελή Φραντζή, το οποίο προβάλλεται απόψε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Πρόκειται για το πρώτο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους του σκηνοθέτη που μεγάλωσε στην Αθήνα, σπούδασε Διεθνή και Ευρωπαϊκά Οικονομικά και τώρα ζει και εργάζεται στις Βρυξέλλες όπου ασχολείται με τα digital media και τη δημιουργία οπτικοακουστικών παραγωγών. Το φιλμ είναι ασπρόμαυρο και διαρκεί 8 λεπτά και 30 δευτερόλεπτα. Η περιγραφή έχει ως εξής: Σε ένα μικρό χωριό των Κυκλάδων, πλάι στις πηγές ενός ναού που ίσως κάποτε να ανέβλυζε για άλλους θεούς, παλιοί ναυτικοί συνεχίζουν μία παράδοση αίματος, καθώς προετοιμάζονται για τη νέα εποχή που έρχεται. «Οι άνδρες του χωριού -κατά κύριο λόγο παλιοί ναυτικοί- συνοδεύουν στη μικρή πλατεία δύο γουρούνια. Μαζί με τις γυναίκες του χωριού και για τρεις μέρες, προετοιμάζουν αδιάκοπα το κρέας του χειμώνα που θα ρθει. Αυτές οι εικόνες -σκληρές αλλά και αινιγματικές στα μάτια ενός μικρού παιδιού- με συνόδευαν για δεκαετίες», μας εξηγεί ο δημιουργός για το περιεχόμενο της δουλειάς του, το οποίο συνδέεται κατά κάποιο τρόπο και με τη θρησκεία. Την αφήγηση κάνει η ηθοποιός Χριστίνα Μαξούρη.
Λίγο πριν ταξιδέψει στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Δρέσδης και μετά από προβολή στην Αθήνα, ο «Λυαίος» κάνει στάση στη Θεσσαλονίκη με μία φυσική προβολή στις 25 Ιουνίου στον θερινό Κινηματογράφο Άλεξ, στο πλαίσιο της ενότητας «Ανοιχτοί Ορίζοντες» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Όμως θα έχουμε την ευκαιρία να το παρακολουθήσουμε και με on demand προβολές στην ιστοσελίδα του φεστιβάλ από τις 26 Ιουνίου μέχρι και τις 4 Ιουλίου 2021.
[[{"fid":"883975","view_mode":"default","fields":{"format":"default","alignment":""},"type":"media","field_deltas":{"1":{"format":"default","alignment":""}},"link_text":null,"attributes":{"class":"media-element file-default","data-delta":"1"}}]]
Λίγο πριν την αποψινή προβολή στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ο Παντελής Φραντζής μιλά για το ντοκιμαντέρ, τις επιρροές στην τέχνη του και τη σχέση του με τη Θεσσαλονίκη.
Πώς αποφασίσατε να δημιουργήσετε το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους «Λυαίος»; Τι ήταν εκείνο που σας οδήγησε στην υλοποίησή του; Και ποιο είναι το περιεχόμενο του ντοκιμαντέρ;
Ο «Λυαίος» γεννήθηκε μέσα από προσωπικές αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας. Βρισκόμαστε στο χωριό των παππούδων, σε ένα κυκλαδονήσι: δροσερό, γεμάτο πυκνή βλάστηση και με πηγές που αναβλύζουν όλο το χρόνο -χαρακτηριστικά ασυνήθιστα για το ξηρό τοπίο των Κυκλάδων. Λίγο μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, όταν οι παραλίες έχουν αδειάσει και στο νησί έχουν απομείνει οι μόνιμοι κάτοικοι, συμβαίνει κάθε χρόνο το εξής έθιμο: οι άνδρες του χωριού -κατά κύριο λόγο παλιοί ναυτικοί- συνοδεύουν στη μικρή πλατεία δύο γουρούνια. Μαζί με τις γυναίκες του χωριού και για τρεις μέρες, προετοιμάζουν αδιάκοπα το κρέας του χειμώνα που θα ρθει. Την τρίτη μέρα μοιράζονται το κρέας με τους ντόπιους, αλλά και με όποιον επισκέπτη τυχαίνει να περνάει από το χωριό. Αυτές οι εικόνες -σκληρές αλλά και αινιγματικές στα μάτια ενός μικρού παιδιού- με συνόδευαν για δεκαετίες. Μέχρι τη μέρα που ένα ακαδημαϊκό εγχειρίδιο έπεσε στα χέρια μου κι έντυσε το έθιμο αυτό με ακόμα μεγαλύτερο μυστήριο. Το χωριό των παππούδων εικάζεται πως υπήρξε ένας από τους τελευταίους λατρευτικούς τόπους του θεού Διονύσου. Ή, αλλιώς, Λυαίου. Στις πηγές του χωριού λέγεται πως κάποτε ανέβλυζε κρασί. Κι η εκκλησία πάνω από τη μικρή πλατεία ίσως κάποτε φιλοξενούσε παλιότερους θεούς. Κάπως έτσι ο «Λυαίος» έπαψε να αποτελεί ανάμνηση κι άρχισε να γίνεται μία ταινία μικρού μήκους.
Ποιες ήταν οι προκλήσεις που αντιμετωπίσατε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και πώς τις διαχειριστήκατε;
Στον πυρήνα αυτού του εθίμου -κι αυτής της ταινίας- υπάρχει ένα γεγονός αδιαπραγμάτευτα και αφοπλιστικά σκληρό: μία στιγμή θανάτωσης, πέρα ως πέρα αληθινή. Με ποιον τρόπο λοιπόν μπορείς να καταγράψεις ένα τέτοιο γεγονός; Και πώς μπορείς μαζί με τους συνεργάτες σου να διανύσεις όλα τα βήματα που μεσολαβούν από το γύρισμα μέχρι την τελική διαμόρφωση μίας ταινίας, δίχως το ίδιο το θέαμα να σε καταβάλλει; Αυτή ήταν ουσιαστικά και η πρόκληση κατά τη δημιουργία του «Λυαίου». Η απάντηση ήρθε μέσα από την πίστη σε μία αλήθεια μεγαλύτερη από το θάνατο. Η αλήθεια αυτή ήταν προσωπική -και διαφορετική- για όσους εργάστηκαν σε αυτή την ταινία: για την Αντιγόνη Δαβάκη, έμπειρη κινηματογραφίστρια, που στήριξε κάθε βήμα της παραγωγής από το γύρισμα ως το post production. Για τον colourist Alex Grigoras που κατάφερε να αθωώσει το αίμα και να του δώσει την ειλικρίνεια ξεχασμένου φιλμ. Για τη Μαρία Παπαγεωργίου που αγκάλιασε τις πιο δύσκολες σκηνές της ταινίας με όλη την τρυφερότητα της μουσικής της. Και για τη Χριστίνα Μαξούρη που εμπιστεύτηκε αυτό το project και χάρισε την άχρονη κι αιώνια φωνή της στο μύθο του Λυαίου.
Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με τον κινηματογράφο και την παραγωγή βίντεο για άλλα πρότζεκτ;
Η σχέση μου με τον κινηματογράφο ξεκίνησε μάλλον στα χρόνια του Γυμνασίου. Τότε ακόμα υπήρχαν βίντεο κλαμπ κι οι άνθρωποι τα επισκέπτονταν συχνά, διάλεγαν ταινία από το εξώφυλλο στην πλαστική θήκη κι επέστρεφαν σπίτι τους με μία ή περισσότερες βιντεοκασέτες. Άρχισα λοιπόν να βάζω ταινίες στο βίντεο και να κρατάω σημειώσεις. Εξηγούσα στο χαρτί αυτό που συνέβαινε στην οθόνη της τηλεόρασης. Τα χρόνια του γυμνασίου έγιναν χρόνια λυκείου -και DVD- και κάπου εκεί άρχισα να δημοσιεύω στο διαδίκτυο κείμενα για τον κινηματογράφο. Άρχισα να επισκέπτομαι φεστιβάλ και να παίρνω συνεντεύξεις από σκηνοθέτες. Ακολούθησαν τα χρόνια του πανεπιστημίου κι ανάμεσα στα μαθήματα, μπαινόβγαινα σε σκοτεινές αίθουσες και δημοσιογραφικές προβολές σημειώνοντας ακόμα στο χαρτί. Ακολούθησαν σπουδές θεωρίας του κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργο και κάπου εκεί ήρθε ένα πειραματικό ταινιάκι, το «a18one» το οποίο είχε τη δική του, σύντομη φεστιβαλική ζωή. Μέσα από αυτό προέκυψε η φιλία μου με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο και ορισμένα πολύ γόνιμα χρόνια ως δημιουργού οπτικού υλικού για τις παραστάσεις της Νατάσσας Μποφίλιου. Ακολούθησαν πολύτιμες συνεργασίες όπως αυτή με τη Μαρία Παπαγεωργίου, το Φώτη Νικολάου, αλλά και με την Αντιγόνη Δαβάκη με την οποία τολμήσαμε να καταγράψουμε τους θησαυρούς του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Έτσι κάπως φτάνουμε στον «Λυαίο» ο οποίος αποτελεί και το πρώτο ουσιαστικό άλμα από τα ψηφιακά μέσα στον χώρο του ντοκιμαντέρ για τον κινηματογράφο.
Ποιες είναι οι επιρροές σας, από πού εμπνέεστε για την τέχνη σας και τι είδους παραγωγές επιθυμείτε να κάνετε;
Πιστεύω λιγότερο στην έμπνευση και περισσότερο στη σύνδεση με τη γλώσσα που μιλούν οι δημιουργοί με τους οποίους συνδεόμαστε. Για παράδειγμα, η γλώσσα της Ανιές Βαρντά -βαθιά εξομολογητική αλλά και επινοημένη- είναι μία κινηματογραφική γλώσσα που έχει εντυπωθεί βαθιά μέσα μου. Η αισθαντική γλώσσα πίσω από τα παλλόμενα neon του Στίβεν Αντονάκος. Η αναλυτική γλώσσα με την οποία ο Νιλ Γκέιμαν καταφέρνει να δέσει σε μία ιστορία όλους τους μύθους όλων των πολιτισμών. Νομίζω πως κάθε φορά που ένας νέος δημιουργός επιχειρεί να αρθρώσει τον δικό του λόγο, ασυνείδητα δανείζεται λέξεις από όλες τις γλώσσες που τον έχουν συγκινήσει ή του έχουν φανερώσει μία διαφορετική ματιά πάνω στη ζωή.
Ζείτε και εργάζεστε στις Βρυξέλλες. Τι είναι εκείνο που αγαπάτε περισσότερο στην πόλη και ίσως έχει αντίκτυπο στην τέχνη σας;
Οι Βρυξέλλες είναι ένας τόπος που δύσκολα μπορείς να εξηγήσεις. Είναι πόλεις μέσα σε πόλεις. Ο κοινός τόπος Βέλγων που μιλούν γαλλικά και Βέλγων που μιλούν φλαμανδικά, προσφύγων από τη Μέση Ανατολή, απογόνων όσων επέζησαν των αιματηρών αποικιών στο Κονγκό, οικονομικών μεταναστών που ονειρεύονται μία θέση στα ευρωπαϊκά όργανα, καλλιτεχνών, πολιτικών ανταποκριτών, φοιτητών, διπλωματών και περαστικών που τις επιλέγουν για να γίνουν η πόλη τους. Είναι μία πόλη που σου επιτρέπει να επινοήσεις τον εαυτό σου, που σε εμπεριέχει σαν κομμάτι του ασυνήθιστου μωσαϊκού της. Κι αυτό δεν μπορεί παρά να είναι βαθιά ανακουφιστικό και εμπνευστικό.
Τέλος, με αφορμή την προβολή στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, τι σημαίνει για εσάς η επιλογή της ταινίας από το φεστιβάλ;
Η Θεσσαλονίκη είναι ο τόπος στον οποίο επιστρέφω σε διαδοχικές φάσεις της ζωής μου. Και πάντα με αφορμή το Φεστιβάλ. Ως φοιτητής, για να δω ταινίες. Αργότερα για να καλύψω δημοσιογραφικά το πρόγραμμα του. Έπειτα, για να εργαστώ -για λίγο- στη διοργάνωση του Φεστιβάλ. Είναι λοιπόν η πρώτη φορά που επισκέπτομαι την πόλη ως καλεσμένος, με το δικό μου ντοκιμαντέρ. Αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά και ευγνωμοσύνη, γιατί προσθέτει ένα αναπάντεχο και υπέροχο κομμάτι στη σχέση μου με την πόλη και με το θεσμό του Φεστιβάλ.
Info. Λυαίος. Σκηνοθεσία Παντελής Φραντζής Μουσική Μαρία Παπαγεωργίου, Αφήγηση Χριστίνα Μαξούρη
25/6, 21:15, Κινηματογράφος Άλεξ (Ολύμπου & Αγ. Σοφίας, Θεσσαλονίκη), 26/6 – 4/7 σε on demand προβολές ΕΔΩ