Κινηματογραφος

«Digger»: Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Τζώρτζη Γρηγοράκη

«Στο εξωτερικό ζητάνε συνεχώς να δουν νέες ελληνικές ταινίες. Εμείς, η νεότερη γενιά, το χρωστάμε σε όλους αυτούς που μας άνοιξαν τον δρόμο»

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
ΤΕΥΧΟΣ 790
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τζώρτζης Γρηγοράκης: Ο σκηνοθέτης της ταινίας "Digger" μιλάει στην Athens Voice.

Ο θριαμβευτής των βραβείων της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου μιλά για το εντυπωσιακό σκηνοθετικό ντεμπούτο του, το «Digger», που του χάρισε 10 βραβεία από τις συνολικά 14 υποψηφιότητες. Η ταινία είχε τις καλύτερες εισπρακτικά επιδόσεις (αναλογία αριθμού εισιτηρίων και αριθμού αιθουσών) το περασμένο τριήμερο και συνεχίζει την πετυχημένη πορεία της.

Το «Digger» χαρακτηρίστηκε ως ελληνικό γουέστερν με θέμα δύο συγκρούσεις. Μία εσωτερική και μια εξωτερική.
Αρχικά συναντάμε τον ήρωα που παλεύει να σώσει την περιουσία του αλλά και το δάσος στο οποίο ζει απομονωμένος, από το βιομηχανικό τέρας. Είναι ένας αγώνας Δαβίδ και Γολιάθ τον οποίο όμως ξέρει ότι δεν μπορεί να τον κερδίσει. Αυτή τη φορά ο Δαβίδ θα χάσει. Στη συνέχεια θα χρειαστεί να δώσει και δεύτερο αγώνα όταν το παρελθόν του επιστρέφει, με την μορφή του γιου του που έχει χρόνια να δει. 

Γιατί όμως να συγκρουστεί με τον γιο του;
Επειδή αυτή η σχέση πατέρα-γιου νομοτελειακά είναι συγκρουσιακή. Όχι όμως με την έννοια ενός οριστικού τέλους αλλά με εκείνη την συνέχισης και της αλλαγής ρόλων. 

Η ιστορία έχει ομοιότητες με τις Σκουριές Χαλκιδικής, έτσι δεν είναι;
Πρόκειται για ένα σχήμα που συναντάμε πάντα και παντού. Ίσως στις Σκουριές να είναι το φαινόμενο εντονότερο από αλλού επειδή είναι και μεγαλύτερης κλίμακας. Η συνταγή είναι η γνωστή. Του οικονομικού κολοσσού που έρχεται στο όνομα της ανάπτυξης και διχάζει μια τοπική κοινωνία. Με τη διαφορά ότι η ελληνική κοινωνία είναι ήδη διχασμένη.

Πάντως η ταινία παρά το σκληρό θέμα της διαθέτει ένα λυτρωτικό χιούμορ.
Αν ο άλλος γελάσει, θα χαλαρώσει. Άρα του πέφτουν λίγο οι άμυνες. Επομένως, αν στη συνέχεια του έρθει κάτι πιο δυνατό και συναισθηματικό επειδή θα έχει χαλαρώσει, θα τον εμπλέξει περισσότερο με το δράμα. 

Ποιο είναι το σινεμά που προτιμάς;
Μου αρέσουν πολλές και διαφορετικές ταινίες. Αλλά είμαι περισσότερο φαν του ευρωπαϊκού σινεμά και του ανεξάρτητου αμερικάνικου. Θαυμάζω τη δουλειά του Οντιάρ από την εποχή του «Προφήτη».

Επομένως, γουέστερν δεν βλέπεις.
Όχι, δεν είναι στις προτιμήσεις μου. Αλλά βλέπω σχεδόν τα πάντα. Και ασιατικό σινεμά βλέπω πολύ. Με ρώτησες πιο πριν για τις αναφορές μου. Μια αναφορά που είχαμε κάνοντας το «Digger» ήταν το «Winter’s bone» με την πρώτη καταπληκτική εμφάνιση της 18χρονης τότε Τζένιφερ Λόρενς. Η πορεία ενηλικίωσης που κάνει η ηρωίδα στο φιλμ αυτό είναι κάτι που μας απασχολούσε και στο δικό μας έργο. Όπως και το «Λεβιάθαν» του ρώσου Ζβιάγκιντσεφ. Τι φοβερός σκηνοθέτης που είναι αυτός! Επειδή και τα δύο αυτά φιλμ έχουν κάποιες κοινές θεματικές, με ενδιαφέρουν πάρα πολύ. Όμως σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να αντιγράψω κάτι από το ένα ή το άλλο φιλμ. Θέλω να είμαι ελεύθερος ως προς αυτό ώστε να μπορώ να κάνω τη δική μου ταινία, όπως ακριβώς την οραματίζομαι.

Με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πώς τα πας; Είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς σου, σωστά;
Ναι, ακριβώς. Πάντως προσπαθώ να προσαρμοστώ αλλά δεν είμαι πολύ φίλος. Τώρα τελευταία μπήκα στο Instagram, καθώς ήμουν μόνο στο Facebook που είναι πιο πολύ της γενιάς μου. 

Πότε αποφάσισες να γίνεις σκηνοθέτης;
Έχω σπουδάσει κοινωνική ψυχολογία στην Αγγλία. Εκείνη την εποχή έτυχε να δω το «Amores Perros» (σ.σ. Χαμένες Αγάπες), την πρώτη ταινία νομίζω του Ινιαρίτου. Επειδή μου άρεσε πολύ η φωτογραφία που ήταν από τις αγαπημένες μου ασχολίες, όταν είδα το φιλμ είπα «ώπα, εδώ κάτι γίνεται». Καθώς δεν είχα κινηματογραφική παιδεία έπαθα πραγματικό σοκ γιατί είδα ένα φιλμ που τα είχε όλα. Αισθητική φοβερή, φωτογραφία, μουσική, ερμηνείες. Είχε όλες τις κοινωνικές τάξεις με ένα καταπληκτικό μπλέξιμο, είχε ένταση, είχε έρωτα. Τα είχε όλα και κυριολεκτικά έμεινα μαλάκας! Από τότε άρχισα να ασχολούμαι πιο έντονα και διεξοδικά με το σινεμά. Οι Μεξικάνοι πάντως έχουν κάτι φοβερό – άσε τον Ινιαρίτου που μετά το πήγε αλλού (Χόλιγουντ κλπ). Διαθέτουν μια βασική αφήγηση αλλά μέσα σε αυτήν βρίσκουν μια στιβαρή προσωπική φόρμα. Το «Roma» του Κουαρόν, για παράδειγμα, είναι το κάτι άλλο. Αλλά και οι Aσιάτες είναι μεγάλοι μάστορες. Τα «Παράσιτα», ας πούμε, είναι έτη φωτός μπροστά. Δηλαδή ήταν πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από όλους, μας περίμενε και μας την είχε στημένη. Γενικότερα μιλώντας, μου αρέσουν οι ταινίες εκείνες που έχουν ένα πρώτο επίπεδο προσβάσιμο στον θεατή και μετά να έχουν πολλά κρυμμένα επίπεδα, είτε στις καλλιτεχνικές τους αξίες είτε δραματουργικά, που όποιος θέλει να κάνει σκάψιμο ή να του εγείρει τη φαντασία, να σκεφτεί κ.οκ., να μπορεί να το κάνει. Μου αρέσουν οι ταινίες που έχουν ισορροπία. Που σε εμπλέκουν, αλλά μεγάλο ρόλο έχουν το πώς το κάνουν αυτό. Το πόσα δίνεις και πόσα κρύβεις ώστε να μπορεί να γίνει αμφίδρομη η σχέση θεατή - ταινίας.

Για ποιο λόγο ο Έλληνας θεατής έχει γυρίσει την πλάτη του στα σύγχρονα ελληνικά φιλμ; Και μάλιστα σε φιλμ που πάνε καλύτερα στις διεθνείς αγορές ή έχουν πληθώρα βραβεύσεων σε φεστιβάλ;
Ο βασικός λόγος είναι πως το καλλιτεχνικό κομμάτι των ταινιών αυτών του «Greek weird cinema» αποξενώνει κάπως τον Έλληνα θεατή. Μπορεί πάντως οι σκηνοθέτες μας (μαζί τους κι εγώ) να μην το καταλαβαίνουν απόλυτα αυτό το ομαδοποιημένο σύνολο, αλλά έχει και τα θετικά του. Το 2009-10 υπήρξε μια φουρνιά σκηνοθετών, ο Λάνθιμος, η Τσαγγάρη, ο Οικονομίδης, ο Κούτρας κ.ά. που έβγαλαν ταινίες που έκαναν αίσθηση. Ήταν πολύ προσωπικές οι ταινίες τους κι είχαν να πουν κάτι. Όλοι τους, με ένα πολύ ενδιαφέρον και ρηξικέλευθο τρόπο, με συνέπεια να γίνει κάτι σαν μόδα το νέο ελληνικό σινεμά, οπότε του κόλλησαν και την ταμπέλα του Weird, πράγμα που διευκόλυνε την πρόσβασή του στα διεθνή φεστιβάλ. Έκτοτε στο εξωτερικό ζητάνε συνεχώς να δουν νέες ελληνικές ταινίες. Αυτό είναι σίγουρα το θετικό της υπόθεσης και εμείς, η νεότερη γενιά, το χρωστάμε σε όλους αυτούς που μας άνοιξαν τον δρόμο. Αυτοί πρώτοι άνοιξαν την πόρτα. Δεν ήρθαν ξαφνικά οι προγραμματιστές των φεστιβάλ και είπαν για να στραφούμε τώρα στο ελληνικό σινεμά. Τώρα όλοι ψάχνουν 1-2 ταινίες Ελλήνων σκηνοθετών. Αυτό είναι το πιο θετικό και σημαντικό. Το αρνητικό είναι πως κάποιοι θεώρησαν ότι αυτός –το να κάνεις δηλαδή κάτι περίεργο– είναι ο σίγουρος τρόπος για να πετύχεις. Και το κοινό αντιδρά δικαιολογημένα σε τέτοια «κόλπα». 

Info: Το «Digger» του Τζώρτζη Γρηγοράκη προβάλλεται στις αίθουσες από τις 17 Ιουνίου σε διανομή Microcosmos