- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Φίνος Φίλμς: Γιατί οι ταινίες του Φίνου λατρεύονται ακόμα;
Αυτή είναι η υπέροχη ιστορία της Φίνος Φιλμ και του Φίνου
Η ομάδα της Finos Film, η Χριστίνα Σιγάλα και ο Στάθης Καμβασινός, συγγενείς της Τζέλλας Φίνου, μιλούν στην Athens Voice για τον Φιλοποίμενα Φίνο
Τον Ιανουάριο του 1953 ο «Προοδευτικός φιλελεύθερος» επευφημεί τον «Φιλοποίμενα Φίνο, τρομερό παιδί, 43 ετών που έχει σπουδάσει νομικά, έχει ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία, τη φυσική, τη μηχανική, την ακουστική και την οπτική, τη λογοτεχνία, τη Φιλολογία και την ηλεκτροτεχνία». Ο ίδιος απαντά σε ερώτημα σε άλλη εφημερίδα «Σαν ιδιώτης χαίρομαι το “Χιροσίμα αγάπη μου” αλλά αρνούμαι το “Πέρσι στο Μάριενμπαντ”, απολαμβάνω τον “Δράκο” του Κούνδουρου αλλά δεν μου αρέσει η "Μέδουσα" του ιδίου. Μου άρεσαν ακόμα και γυμνοί στον δρόμο που δεν δούλεψαν».
Ο Φιλοποίμην Φίνος γεννήθηκε το 1908 στην Τιθορέα Λοκρίδος, ήταν παιδί καλής οικογένειας. Ο πατέρας του Γιάννης ήταν γιατρός αλλά και κινηματογραφικός επιχειρηματίας. Είχε δύο αίθουσες στην Αθήνα, εκ των οποίων και το θρυλικό θερινό σινεμά Αλκαζάρ στον σταθμό Λαρίσης, το οποίο λειτούργησε στην Κατοχή και ως βαριετέ με τον Ορέστη Λάσκο και τον θίασό του. Ο Φίνος μπήκε εσωτερικός στην Ιόνιο σχολή αλλά αποφοίτησε από δημόσιο Γυμνάσιο. Ήταν συμμαθητής του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η φιλία τους διήρκεσε πολλές δεκαετίες αλλά ο ίδιος ποτέ δεν την εκμεταλλεύτηκε, παρά τις καλοπροαίρετες πιέσεις, όπως δεν εκμεταλλεύτηκε και καμία πολιτική εξουσία.
Σπούδασε νομικά, πολιτικές επιστήμες, ήξερε τρεις γλώσσες και ήταν ένα άτομο ιδιαίτερα μορφωμένο, καλλιεργημένο και ενημερωμένο. Πολύ νωρίς φάνηκε ότι η κλίση του ήταν το σινεμά και ιδιαίτερα η τεχνική του, η οποία προπολεμικά στην Ελλάδα βρισκόταν σε εμβρυακή κατάσταση.
Όταν τελείωσε τις σπουδές προτίμησε να ασχοληθεί με τις κινηματογραφικές επιχειρήσεις του πατέρα του. Εγκατέστησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, προηγμένο ηχοληπτικό μηχάνημα, με σύγχρονη εγγραφή του ήχου πάνω στο φιλμ, αρχίζοντας από το Αλκαζάρ. Λόγω αναγκών, έλλειψης χρημάτων και των περιορισμένων δυνατοτήτων της εποχής, από το 1930 έως το 1960, κάθε φορά που δεν υπήρχε το κατάλληλο μηχάνημα για την εγγραφή του ήχου ή για σωστό φωτισμό, ο Φίνος έφτιαχνε μόνος του ό,τι χρειαζόταν. Το 1938 έχοντας τα βασικά μηχανήματα, ίδρυσε τα ελληνικά κινηματογραφικά στούντιο στο Καλαμάκι και άρχισε να πειραματίζεται. Τον Απρίλιο του 1940 έβγαλε την πρώτη ελληνική ομιλούσα ταινία, γυρισμένη στην Ελλάδα. Ήταν το «Τραγούδι του χωρισμού» σε σκηνοθεσία δική του, για πρώτη και τελευταία φορά, μια ταινία που σήμερα έχει ιστορική αξία.
Παλιός ελληνικός κινηματογράφος. Για κάποιους, η «χρυσή περίοδος». Για κάποιους άλλους, ο «κλασικός ελληνικός κινηματογράφος». Για τους ειδικούς και τους πιο ψαγμένους ισχύουν και τα δύο, αλλά πολλές φορές, αντί να ψάχνουν επίθετα και προσδιορισμούς για το σινεμά εκείνης της εποχής, λένε «Το σινεμά του Φίνου». Σωστά το αποκαλούν έτσι, αφού ο Φίνος ουσιαστικά θεμελίωσε τον κινηματογράφο στη χώρα μας και τον εξέλιξε, χτίζοντας τελικά μια κινηματογραφική βιομηχανία.
Το πάθος του ήταν η τεχνική και οι μηχανές. Οι συνεργάτες του τον αποκαλούσαν «κατσαβιδάκια», αφού η εικόνα του να επιδιορθώνει ένα μηχάνημα, έχοντας πάντα μαζί του το αγαπημένο του κατσαβίδι, ήταν από τις πιο συνηθισμένες. «Ο ίδιος ως επαγγελματίας ήταν ένα σύνθετο φαινόμενο, ένας συνδυασμός οξυδέρκειας, πάθους, αδιάλειπτης προσπάθειας για το τέλειο και αλάνθαστης σχεδόν διαίσθησης. Άγγιζε το θέμα της τεχνικής του κινηματογράφου στην ουσία του και στήριζε τις γνώσεις του σε στέρεα ερείσματα».
Η ευρυμάθειά του άλλωστε στην τεχνική του κινηματογράφου και η ευρηματικότητά του θα μπορούσαν να αποτελέσουν το διαβατήριό του για διεθνή καριέρα αναλαμβάνοντας μία από τις ηγετικές θέσεις που κατά καιρούς του πρότειναν μεγάλες κινηματογραφικές εταιρίες παγκόσμιας εμβέλειας, ακόμα και στο Χόλιγουντ… «Στο Χόλιγουντ δεν θα με άφηναν να σκαλίζω τις κάμερες με το κατσαβίδι μου, εκεί κάνουν σινεμά με το μυαλό, εδώ κάνουμε με την καρδιά». Με τις γνώσεις, το μεράκι και τις ανακαλύψεις του κατάφερνε να υπερκαλύψει τα κενά που δημιουργούνταν από την έλλειψη κινηματογραφικής παιδείας και σύγχρονου εξοπλισμού στην Ελλάδα. Και δεδομένων των αναλογιών, όσα πέτυχε, αποτελούσαν υπέρβαση. «Τα μηχανήματα που χρησιμοποιούσαμε ήταν αυτά που οι άλλες χώρες είχαν τοποθετήσει στα μουσεία τους. Δουλεύαμε από ένστικτο» έλεγε.
Το έργο του αποτελεί πρότυπο υγιούς και αξιοπρεπούς μαζικής ψυχαγωγίας, ενώ δεν θα ήταν υπερβολή να χαρακτηριστεί ως παγκόσμιο φαινόμενο, αφού κατάφερε να κατακτήσει τις γενιές που ακολούθησαν και να καταγραφεί στη συνείδηση κάθε Έλληνα ως ο καθρέφτης του «κλασικού ελληνικού κινηματογράφου».
Τα γραφεία και τα εργαστήρια της Φίνος Φιλμ στεγάζονταν από το 1953 στην οδό Χίου 53 στο Μεταξουργείο. Ήταν το βασίλειο του Φίνου. Εκεί δεν έκανε μόνο τις δικές του ταινίες, αλλά παρείχε τα σύγχρονα για τα ελληνικά δεδομένα εργαστήριά του και σε άλλους δημιουργούς. Όπως έχει πει ο αείμνηστος Νίκος Κούνδουρος: «Αν δεν ήταν ο Φίνος, τα εργαστήριά του και τα μηχανήματά του, εμείς που θέλαμε να πειραματιστούμε με ένα διαφορετικό σινεμά δεν θα μπορούσαμε να έχουμε πετύχει τίποτα». Ο ίδιος ο Φίνος πειραματίστηκε αρκετές φορές επενδύοντας σε ταινίες των οποίων τα σενάρια και η σκηνοθεσία εντρυφούσαν σε πιο ενδοσκοπικά καλλιτεχνικά μονοπάτια. «Τελευταία αποστολή», «Νεκρή πολιτεία», «Οι παράνομοι», «Το τελευταίο ψέμα» είναι κάποιες από τις ταινίες αυτής της κατηγορίας. Η «Ηλέκτρα» του Κακογιάννη, στην οποία ήταν συμπαραγωγός, είναι η ελληνική ταινία με τα περισσότερα βραβεία, ενώ ο ίδιος βραβεύτηκε για την ηχοληψία. Ωστόσο στάθηκε άτυχος, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις έχασε σχεδόν όλα τα χρήματα που επένδυσε. Μυστήριο αποτελεί το γεγονός πως ενώ οι καλές εμπορικές ταινίες της Φίνος Φιλμ γέμιζαν τα ταμεία της εταιρείας, ο ίδιος κατέληγε στο τέλος χρεωμένος. Αφενός επένδυε τα κέρδη του στις επόμενες ταινίες, αφετέρου, όπως είχε δηλώσει με περισσή ειλικρίνεια και αυτογνωσία, «ως παραγωγός, πράγματι είμαι πετυχημένος. Ως επιχειρηματίας, όχι».
Τη δεκαετία του ’50, την περίοδο της εδραίωσης της Φίνος Φιλμ, τα σενάρια άγγιζαν τις ευαισθησίες μιας κοινωνίας δοκιμασμένης από τους πολέμους και τη φτώχεια και αντανακλούσαν την ανάγκη της για ένα καλύτερο αύριο. Τη δεκαετία του ’60, η βιομηχανοποίηση του σινεμά ήταν αναπόφευκτη από τον αυξημένο ανταγωνισμό. «Μέσα σε αυτό το κινηματογραφικό κλίμα, αυξάνει και ο Φίνος τον αριθμό των ταινιών του. Κρατά όμως ισχυρές αντιστάσεις και δεν παρασύρεται στην παραγωγή πρόχειρων ταινιών που άλλωστε, λόγω χαρακτήρα, άποψης και κινηματογραφικής ιδεολογίας δεν θα μπορούσε να γυρίσει. Ακολουθώντας τα ξένα πρότυπα και γνωρίζοντας τις θεματικές αδυναμίες των εμπορικών ταινιών, ο Φίνος δημιουργεί ή προβάλλει νέα είδωλα, προωθεί νέους ηθοποιούς που γίνονται σταρ. Ανοιχτός πάντα στις επιδράσεις του αμερικάνικου και ευρωπαϊκού κινηματογράφου, ξεκινά κοινωνικές ρεαλιστικές ταινίες, καθώς και μουσικές κωμωδίες, αλλά και καθαρόαιμα μιούζικαλ».
«Ζω άνετα κι αυτό μου φτάνει, δεν έχω απογόνους, κι όσα κερδίζω πάλι στη δουλειά τα τοποθετώ» είχε πει ο Φίνος. Τελικά τα παιδιά του ήταν οι ταινίες του. Πώς σώθηκε η «οικογένειά» του ενώ κάποιοι κολοσσοί εταιρείες του παρελθόντος καταστράφηκαν;
Χριστίνα Σιγάλα: Ως άνθρωπος, ο Φίνος ήταν ολιγαρκής και πλήρως αφοσιωμένος στις ταινίες του. Με την Τζέλλα, τη σύζυγό του, η οποία στάθηκε δίπλα του με απαράμιλλο τρόπο, μπορεί να μην είχαν παιδιά, αλλά θεωρούσαν οικογένειά τους την εταιρεία και τους συντελεστές της. Οι ταινίες επιβραβεύτηκαν από τον κόσμο στο πέρασμα του χρόνου, ακριβώς γιατί ήταν άρτιες και ποιοτικές παραγωγές, ενώ οι συντελεστές της είχαν επαγγελματισμό, ψυχισμό και αισθάνονταν ασφάλεια σε ένα περιβάλλον που τους παρείχε τα πάντα και με ένα αφεντικό, ο οποίος ναι μεν ήταν αυστηρός και τελειομανής με τη δουλειά, αλλά ταυτόχρονα φρόντιζε να μη λείπει τίποτα από κανέναν και ήταν εκεί για κάθε πρόβλημα που προέκυπτε.
Στάθης Καμβασινός: Είναι πράγματι εντυπωσιακό πως ποτέ δεν βρέθηκαν άνθρωποι, ούτε καν πολέμιοί του ή ανταγωνιστές του που να μην τον θεωρούν ηγεμόνα αυτού του χώρου. Και όλοι χωρίς καμιά εξαίρεση, παραγωγοί, σκηνοθέτες, σεναριογράφοι, τεχνικοί τον θυμούνται με αφάνταστη εκτίμηση, σεβασμό και νοσταλγία, γιατί γνωρίζουν ότι ήταν αυτός που με πίστη και πάθος εκπλήρωσε ένα χρέος δύσκολο χωρίς να λιποτακτήσει.
Υπάρχει κάποια κυβερνητική πολιτική απέναντι στις ταινίες σας; Είστε στη νέα εποχή της ψηφιακής εικόνας; Πώς διαχειρίζεστε το ευπαθές υλικό εγγραφής, το σελιλόιντ;
Η ομάδα που «τρέχει» σήμερα την εταιρεία είναι νέοι άνθρωποι με όραμα και μεράκι. Το πρώτο που κάναμε, όταν αναλάβαμε, ήταν η διάσωση του αρχείου μας, το οποίο κινδύνευε από τη φθορά του χρόνου και έπρεπε άμεσα να αποκατασταθεί ψηφιακά. Έτσι, το 2007 ξεκίνησε το γιγάντιο έργο της ψηφιακής αποκατάστασης όλου του αρχείου σε υπερ-υψηλή ανάλυση. Αξίζει να τονίσουμε εδώ οτι όπως ο Φίνος δεν δέχθηκε ποτέ κυβερνητική οικονομική ενίσχυση για τις ταινίες του, έτσι δεν λάβαμε και εμείς για τη διάσωση του αρχείου της Φίνος Φιλμ. Έγιναν όλα με ιδία κεφάλαια. Στη συνέχεια, επικεντρωθήκαμε στην εξωστρέφεια της εταιρείας. Μετά από τόσα χρόνια «απουσίας» από τις κινηματογραφικές παραγωγές, είχε έρθει η ώρα να επανεμφανιστεί το θρυλικό σήμα FF και να είναι προσβάσιμο στο κοινό. Έτσι, λανσάραμε τη νέα ιστοσελίδα της Φίνος Φιλμ, με ένα πραγματικά εντυπωσιακό database πληροφοριών, και χρησιμοποιήσαμε αποτελεσματικά τα social media, ώστε κάθε ανάρτηση να ψυχαγωγεί και να ενεργοποιεί δεκάδες χιλιάδες φίλους του ελληνικού κινηματογράφου.
Πώς βλέπετε τη νέα γενιά κινηματογραφιστών που έμπρακτα υποστηρίξατε στη Θεσσαλονίκη ή σε άλλα φεστιβάλ;
Σαν εταιρεία, διατηρούμε χαμηλό προφίλ, όπως άλλωστε έκανε και ο Φίνος, και στόχος μας είναι αφενός να παραμείνει ζωντανή η παρακαταθήκη που άφησε ο μεγάλος μας ιδρυτής και αφετέρου να συνδράμουμε με ποικίλους τρόπους στην πολιτιστική ανάδειξη της χώρας μας. Για τον λόγο αυτό υποστηρίζουμε τα τελευταία τέσσερα χρόνια το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, ενώ από φέτος συνεργαζόμαστε και με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, χορηγώντας βραβείο σε νέους κινηματογραφιστές. Παράλληλα, δίνουμε βάση και στην εξωστρέφεια της χώρας μας, και με κάθε ευκαιρία συνεργαζόμαστε με αναγνωρισμένα Φεστιβάλ του εξωτερικού (π.χ. Φεστιβάλ Κινηματογράφου Γλασκώβης, Hellenic Film Festival Νέας Υόρκης κ.ά.), με ειδικές προβολές των ταινιών μας. Είμαστε ανοιχτοί στο ενδεχόμενο νέων παραγωγών, αλλά ο πήχης είναι πολύ ψηλά. Θεωρούμε καθήκον μας τη διασφάλιση της ποιότητας σε οτιδήποτε φέρει την υπογραφή FF, και για τον λόγο αυτό δεν έχουμε ανοίξει ακόμα αυτό το κεφάλαιο. Είμαστε όμως αισιόδοξοι ότι η νέα γενιά, έχοντας άλλες προσλαμβάνουσες και διαφορετικό τρόπο σκέψης, θα φέρει νέες ιδέες που ευελπιστούμε να μπορούμε να αγκαλιάσουμε και εμείς με τη σειρά μας.
Μες στην καραντίνα ο κινηματογράφος αποδεδείχθηκε η καλύτερη ασπίδα απέναντι στην κατάθλιψη. Για εσάς έκανε κάποια διάφορα στα κλικ θέασης;
Ο παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος πάντα ήταν αντίδοτο σε οποιαδήποτε στιγμή θλίψης ή μελαγχολίας. Ειδικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, είδαμε μεγάλη ζήτηση από το κοινό που διψούσε να ξεφύγει λίγο από τον βομβαρδισμό δυσοίωνων ειδήσεων. Μάλιστα, αυτός ήταν και ο λόγος που από το πρώτο lockdown, δημιουργήσαμε μια σειρά μικρών video με θέμα την καραντίνα, αξιοποιώντας –με κεντημένο μοντάζ– σκηνές από ταινίες της Φίνος Φιλμ. Τα βιντεάκια αυτά έγιναν ανάρπαστα στα social media, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά τη διαχρονικότητα αυτών των ταινιών.
Ποια είναι τα μελλοντικά σχέδιά σας για το σημαντικό αρχειακό υλικό που διαθέτετε; Υπάρχουν σημαντικές ταινίες στο αρχείο σας που παραμένουν «αδικημένες»;
Αυτό είναι ένα θέμα που μας απασχόλησε τα τελευταία χρόνια. Η προώθηση ταινιών που δεν προβάλλονται συχνά από τα κανάλια και αποτελούν «διαμάντια» της ελληνικής κινηματογραφίας, όπως «Η Άγνωστος» με την Κυβέλη, «Το ταξίδι» με έναν ασυνήθιστο ρόλο αλλά και εξαιρετική ερμηνεία από την Αλίκη Βουγιουκλάκη, οι «Εχθροί» και το «Αμαξάκι» του Ντίνου Δημόπουλου, αλλά και ιστορικές ταινίες όπως «Η Δίκη των Δικαστών», «Οι Σφαίρες Δεν Γυρίζουν Πίσω» και άλλες. Σίγουρα οι κωμωδίες και τα μιούζικαλ είναι στην κορυφή της προτίμησης του κοινού, αλλά παρατηρούμε μεγάλη ζήτηση και προσμονή από το κοινό και για ταινίες λιγότερο «εμπορικές».
Το στούντιο στα Σπάτα, με τα μεγάλα πλατό, χρησιμοποιείται κατά καιρούς σε παραγωγές κυρίως τηλεοπτικές. Ποια νομίζετε ότι πρέπει να είναι η τύχη του;
Τα στούντιο της Φίνος Φιλμ στα Σπάτα, τα τελευταία χρόνια, νοικιάζονται σε τηλεοπτικό σταθμό. Πρόκειται για δύο μεγάλα πλατώ, με μεγάλη ιστορία, τα οποία από τη στιγμή που εμείς ως εταιρεία δεν δραστηριοποιούμαστε σήμερα στην παραγωγή, αξιοποιούνται τουλάχιστον για τα γυρίσματα αξιόλογων σειρών, όπως π.χ. οι «Άγριες Μέλισσες». Το μέλλον των Σπάτων είναι μεγάλο κεφάλαιο συζήτησης, καθώς θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σαν πολιτιστικό «hub» για γυρίσματα και post production όχι μόνο εγχώριων παραγωγών, αλλά και μεγάλων διεθνών πολιτιστικών projects. Κάτι τέτοιο, όμως, προϋποθέτει τη συνέργεια πολλών παραγόντων στον τομέα του πολιτισμού και δεν εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς.
Πώς ενισχύετε σήμερα τη συναισθηματική μνήμη της εταιρείας σας η οποία φημολογείται πως λειτούργησε με «δεσμούς αγάπης»; Μετά από τόσα χρόνια, οι σταρ που δημιούργησε ο Φίνος εξακολουθούν να υφίστανται και με ποια μορφή; Διατηρείτε επαφές ή φίλιες;
Διατηρούμε φιλικές σχέσεις με πολλούς συντελεστές της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, που πάντα θα ανήκουν στην ευρύτερη οικογένεια της Φίνος Φιλμ. Μάλιστα, πριν ένα χρόνο ξεκινήσαμε μια παραγωγή εκ βαθέων συνεντεύξεων πολλών καλλιτεχνών που συνεργάστηκαν με την εταιρεία, με τον Νίκο Καβουκίδη –που ανδρώθηκε επαγγελματικά στην Φίνος Φιλμ– να παίρνει τις συνεντεύξεις και να συζητά μαζί τους για το παρελθόν αλλά και για το μέλλον της κινηματογραφίας στη χώρα μας.
Αισθάνεστε ότι η Ιστορία έχει ανταμείψει τις ταινίες της Finos Films και τι φαντάζεστε να γίνεται στο μέλλον;
Η ιστορία έχει δείξει ότι οι ταινίες αυτές αρνούνται πεισματικά να γεράσουν. Δεν έχουν καταφέρει ακόμα να φθαρούν από τον χρόνο, ενώ οι ατάκες αναπαράγονται διαρκώς μέχρι σήμερα, σκορπώντας γέλιο ακόμα και στις νέες γενιές. Ένας από τους λόγους που συμβαίνει αυτό είναι γιατί οι ταινίες αυτές είναι σαν προέκταση της ταυτότητάς μας, σαν μέρος της ευρύτερης οικογένειας κάθε Έλληνα. Η δύναμη που έχουν είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Η καθολική αποδοχή τους από την πλειονότητα των Ελλήνων αλλά και η ακούραστη ζήτησή τους εδώ και τόσες δεκαετίες, αποδεικνύουν περίτρανα ότι θα είναι κοντά μας για πολύ καιρό ακόμα.