- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τα θερινά σινεμά της παιδικής μου ηλικίας
Τις βραδιές με αγιόκλημα και γιασεμιά στα επαρχιακά σινεμά τις εκτιμούσα και τις έχω πολύ ψηλά πάντα
Κινηματογραφικές ιστορίες από επαρχιακούς θερινούς κινηματογράφους παιδικής ηλικίας.
Τα καλοκαίρια της δεκαετίας ’60 τα περνούσαμε οικογενειακώς στη Θάσο, σε σπιτάκι που νοίκιαζαν οι γονείς μας στον Ποτό, στο νότιο μέρος του νησιού. Το χωριό είχε τριάντα-σαράντα σπίτια όλα κι όλα, ένα μπακάλικο, πολλές παραλίες και ένα θερινό σινεμά: δεν το περίμενες, σε τόσο μικρό μέρος, το θερινό σινεμά, αλλά υπήρχε και μάλλον λεγόταν «Σινεμά». Από τις πρώτες κινηματογραφικές αναμνήσεις μου είναι να βλέπω ασπρόμαυρη ταινία με την Δέσποινα Στυλιανοπούλου σε πάνινη, παλλόμενη στο αγέρι οθόνη, καθισμένη μαζί με την μικρότερη αδερφή μου σε στενό ξύλινο πάγκο. Οι πάγκοι στηνόντουσαν στη σειρά πάνω σε χώμα και ψιλό χαλίκι – αν έπεφτες (επειδή έτρεχες γύρω γύρω στο διάλειμμα) τα γόνατά σου γινόντουσαν σαγρέ.
Όλοι μέσα στον κινηματογράφο τρώγαμε πασατέμπο ή μπατιρόσπορο και βρωμοκοπάγαμε ξύδι, το στάνταρ αντι-κουνουπικό της εποχής. Μια φορά έπεσε μια νυχτερίδα πάνω στην οθόνη κι άνοιξε τρύπα στο σεντόνι, ψηλά δεξιά, χωρίς να διακοπεί η προβολή – συνεχίσαμε να βλέπουμε την ταινία και απλώς χανόντουσαν τα κεφάλια των ηθοποιών που πηγαίνανε προς τα δεξιά (πολύ γέλιο). Μια άλλη φορά μια ζαλισμένη κουκουβάγια κάθισε στη μέση ακριβώς, στο πάνω μέρος του πανιού, σακουλιάζοντας την οθόνη. Οι θεατές φώναζαν, γελούσαν, έκλαιγαν, χειροκροτούσαν, γιουχάριζαν, συμμετείχαν στην προβολή με θέρμη και με την βεβαιότητα ότι «μας ακούνε αυτοί εκεί απάνω!», συγκεκριμένα η Δέσποινα Στυλιανοπούλου. Ή ο Κώστας Βουτσάς, ο Λάμπρος Κωσταντάρας, η Μάρω Κοντού, η Καίτη Λαμπροπούλου, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Νίκος Ρίζος, ο Γιώργος Κωνσταντίνου, η Μαίρη Χρονοπούλου, η Ζωή Λάσκαρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Τζένη Καρέζη, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Κώστας Καζάκος, ο Ορέστης Μακρής, η Μάρθα Καραγιάννη, η Έλενα Ναθαναήλ, ο Λάκης Κομνηνός, ο Νίκος Κούρκουλος, ο Νίκος Γαλανός, ο Νίκος Ξανθόπουλος και άλλοι εκατό ηθοποιοί που μεσουρανούσαν στην εποχή.
Ένα καλοκαίρι έπαιξαν μια ιταλική ταινία από τη σειρά «Τσίτσο-Φράνκο». Ενθουσιάστηκα παρόλο που κανένας άλλος δεν έδειξε να κόβεται (η αδερφή μου ήθελε να φύγουμε, ούτε ξέρω πόσα λευκοπλάστ της έταξα για να μείνουμε ως το τέλος – η εξτραβαγκάντζα μας ήτανε τα ολοκαίνουργια μίνι ρολά λευκοπλάστ που αγοράζαμε πριν την προβολή από το μπακάλικο, άγνωστο για ποιο λόγο. Τα κολλούσαμε παντού, αλλά γιατί ήτανε τόσο δημοφιλή στο τέλος της δεκαετίας του ‘60, δεν έχω ιδέα). Τσίμπησα το μικρόβιο του λαϊκού ιταλικού κινηματογράφου και συνέχισα να βλέπω Τσίτσο-Φράνκο, τρελές ιταλικές κωμωδίες με ήρωες τους δύο Σικελούς φίλους, Φράνκο Φράντσι (1928-1992) και Τσίτσο Ινγκράσια (1922-2003) – συνολικά οι δυο τους έκαναν 116 ταινίες, από το 1954 μέχρι τον θάνατο του Φράνκο. Παίζει να έχω δει τις μισές, μπορεί και περισσότερες.
Ο θερινός «σινεμάς» της Καβάλας λεγόταν «Ροδόπη» (1954-1980), πήγαινα συχνά, όπως και στον «Απόλλωνα» που είχε ένα σύστημα «θερινο-ποίησης» (=άνοιγε). Το δεύτερο κύμα ιταλικών ταινιών στην Ανατολική Μακεδονία ήταν τα Σπαγγέτι Γουέστερν, πρώτα η σειρά με τον Τέρενς Χιλ και τον Μπάντ Σπένσερ, πάνω από 20 ταινίες, έπειτα όσα καταπληκτικουάρ έκανε ο Σέρτζιο Λεόνε με τον Κλιντ Ίστγουντ.
Ο Τέρενς Χιλ λέγεται Μάριο Τζιρότι (23/3/1939) και ο συγχωρεμένος Μπαντ Σπένσερ γεννήθηκε Κάρλο Πεντερσόλι – άλλαξαν τα ονόματά τους για να τους δεχτούν πιο εύκολα οι Αμερικάνοι, μάλιστα ο Σπένσερ διάλεξε το «Μπαντ» από την μπίρα Μπαντβάιζερ, που του φαινόταν πολύ αμερικάνικη.
Στο θερινό της Καβάλας είδα το “Il mio nome e Nessuno”, «Το όνομά μου είναι Κανείς», στο οποίο μάλιστα έπαιζε και ο Χένρι Φόντα. Πολλά χρόνια αργότερα, σε συζήτηση σοβαρών ανθρώπων περί όπερας, καμάρωσα που το “Nessun Dorma”(από το “Tourandot” του Puccini) κάπως το καταλάβαινα σαν τίτλο χάρη στον Τέρενς Χιλ. Για την ακρίβεια, τα πέντε ιταλικά που ξέρω τα έχω μάθει από τον ίδιο τον Τέρενς και πριν από αυτόν, από τους Τσίτσο-Φράνκο, άντε κι από τον αγαπημένο Αντριάνο Τσελεντάνο. Ο Τέρενς ήτανε κούκλος αλλά ακόμα πιο κούκλος ήταν ο Μπαντ Σπένσερ στα νιάτα του – κολυμβητής και πολίστας, άμα τον πετύχετε σε παλιά φωτογραφία πριν πάρει τα έξτρα (εκατό) κιλάκια του, θα μείνετε με το στόμα ανοιχτό.
Πάμε στον Ποτό, τουριστικό θέρετρο σήμερα με μπιτς μπαρ, θαλάσσια σπορ, σνακ μπαρ, ταβέρνες και ξενοδοχεία στη σειρά, κι ας ήταν μια σταλιά χωριουδάκι στην δεκαετία του ΄60: εκεί βρισκόταν το ωραίο, πευκόφυτο Κτήμα Βασιλικού, της οικογένειας του Βασίλη Βασιλικού, δίπλα στο σπίτι που νοικιάζαμε – στην κορυφή της μικρής πλαγιάς, με θέα όλο το Αιγαίο. Μία φορά είδα και τον ίδιο τον συγγραφέα, δεν με πιστεύει κανείς όταν το λέω αλλά ήταν ΠΟΛΥ γεμάτος τότε, μου είχε φανεί ίδιος ο Μπαντ Σπένσερ… Νομίζω αδυνάτισε αργότερα, μετά το ΄70, ίσως στη διάρκεια της εξορίας, πάντως ως νέος «ήτανε βαρυκόκαλος», όπως έλεγε ευγενικά η γιαγιά μας.
Το 1967, άσχετα από τη Χούντα και τις καταστροφές στην Ελλάδα, η Δέσποινα Στυλιανοπούλου έπαιξε σε 12 ελληνικές ταινίες και η χρονιά ανακηρύχθηκε «έτος Δέσποινας Στυλιανοπούλου». Δεν ξέρω πώς ανακηρύχθηκε, ήμουν μικρή, δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα… παρά μόνο τις ταινίες της, το καλοκαίρι, τη μία μετά την άλλη, στο θερινό σινεμά του Ποτού. Τις βλέπαμε από δύο φορές, όταν τις έπαιζε σε συνεχόμενα βράδια – σιγά μη χάναμε την ταινία επειδή την είχαμε δει μόλις την προηγούμενη βραδιά. Η Στυλιανοπούλου, ηρωίδα της παιδικής μου ηλικίας, ήταν λαμπερή, ζωηρή, ζουμερή είναι η σωστή λέξη, με ενέργεια που της έτρεχε από τα μπατζάκια… Και σέξι, πράγμα που δεν παρατήρησα τότε ως εξάχρονο, παρά μια εικοσιπενταετία αργότερα, πετυχαίνοντας τυχαία κάποια ταινία της στην τηλεόραση. Υπήρξε μοντέρνα ηθοποιός, μπροστά από την εποχή της, σχεδόν στην ίδια κατηγορία του Γιώργου Κωνσταντίνου.
Στην δεκαετία ’70 η Κινηματογραφική Λέσχη Καβάλας έφερνε καταπληκτικές ταινίες σπουδαίων Ιταλών, Πολωνών, Ρώσων, Γάλλων και άλλων σκηνοθετών και τις βλέπαμε με μανία. Σε κλειστούς κινηματογράφους πια, παρα-τσακ μεγάλοι άνθρωποι, με αμπέχονα και στρατιωτικές τσάντες κατά τη μόδα της εποχής. Το 1978 κυκλοφόρησε ο δίσκος του Λουκιανού Κηλαηδόνη «Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι», με το υπέροχο τραγούδι «Θερινά σινεμά» να το τραγουδάει επίσης υπέροχα η Βίκυ Μοσχολιού. Το «υπέροχο» εδώ μπορώ να το επαναλάβω 500 φορές και δεν θα είναι υπερβολή, αν έχετε ακούσει έστω και μια φορά το δίσκο αποκλείεται να διαφωνείτε.
Τα θερινά σινεμά της παιδικής μου ηλικίας δεν μοσχοβολούσαν σαν του Λουκιανού, μύριζαν ξύδι, στεγνό καλοκαιρινό χώμα που γρατζουνούσε τα γόνατα, ιδρώτα, πευκοβελόνες, ρίγανη και ρετσίνι. Αλλά όταν άκουσα το τραγούδι ήταν σαν να μην είχε εξαφανιστεί το θερινό σινεμά του Ποτού σ’ ένα σύννεφο σκόνης, και σαν να ενώθηκαν τέλεια όλα τα θερινά της ζωής μου με στίχο και μουσική. Όχι ότι περίμενα το τραγούδι για να εκτιμήσω τις βραδιές με αγιόκλημα και γιασεμιά, τις εκτιμούσα, και τις έχω πολύ ψηλά πάντα. Το είπε όμως (ναι, ξανά:) υπέροχα ο Λουκιανός: «Εκείνο που βλέπω να μένει τελικά/ είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι/ μέσ’ τα θερινά τα σινεμά…»