Κινηματογραφος

Σον Κόνερι: O αυθεντικός 007 «έφυγε» για πάντα

«Έχει σκληράδα, γοητεία και σεξ απίλ. Δηλαδή ό,τι χρειάζεστε»

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σον Κόνερι 1930-2020: Ο Κωνσταντίνος Καϊμάκης γράφει για τον ηθοποιό και άνθρωπο πίσω από τον μύθο του Τζέιμς Μποντ.

Ο άνθρωπος πίσω από τον μύθο του Τζέιμς Μποντ ήταν ένας σκωτσέζος, λαϊκής καταγωγής, με βαριά προφορά και μηδαμινή μόρφωση. Κι όμως κατάφερε να γίνει το απόλυτο σύμβολο στην κινηματογραφική κουλτούρα του 20ού αιώνα.

Λέγεται ότι η σύζυγος του παραγωγού Άλμπερτ Μπρόκολι όταν εκείνος έψαχνε να βρει ποιος θα υποδυθεί τον ήρωα του Ίαν Φλέμινγκ, άναψε το πράσινο φως για να του δοθεί ο ρόλος. Παρά τις αντιρρήσεις του συγγραφέα που δεν έβλεπε κοινά στοιχεία στον μυθιστορηματικό χαρακτήρα του και τον άκομψο ηθοποιό που του πρότειναν, η κυρία Μπρόκολι έβλεπε πιο καθαρά ξεχωρίζοντας το δάσος από το… δέντρο. «Έχει σκληράδα, γοητεία και σεξ απίλ. Δηλαδή ό,τι χρειάζεστε» είπε στον σύζυγό της κι όλα πήραν το δρόμο τους γράφοντας μια από τις πιο χρυσές και δημοφιλείς σελίδες στην ιστορία της έβδομης τέχνης

Ο γεννημένος στις 25 Αυγούστου 1930 σε μια φτωχική συνοικία του Εδιμβούργου Τόμας Σον Κόνερι, ούτε που φανταζόταν όταν ήταν παιδί τι θα του επιφύλασσε το μέλλον. Σε ένα δωμάτιο αντί για σπίτι που χωρούσε εκείνον, τον μικρό αδελφό του, την καθαρίστρια μητέρα και τον εργάτη πατέρα του, με κοινόχρηστη τουαλέτα με άλλες οικογένειες και χωρίς ζεστό νερό, ο Σον δεν είχε μεγάλα όνειρα. Αναγκάστηκε να παρατήσει το σχολείο στα 13 του και να κάνει αμέτρητες δουλειές του ποδαριού (από γαλατάς, βοηθός νεκροθάφτη έως μόνιμος υπαξιωματικός στο Βασιλικό Ναυτικό στα 16 του) για να επιβιώσει.

Η λύση του στρατιωτικού δεν ευδοκίμησε αφού ένα έλκος στο στομάχι τον οδήγησε μετά από 3 χρόνια σε απόλυση από το στρατό. Η εντυπωσιακή εμφάνιση του όμως τον έφερε στα εργαστήρια της Σχολής Καλών Τεχνών της πόλης του όπου έκανε το μοντέλο για τους υποψήφιους ζωγράφους, ενώ στα 22 του κέρδισε ένα τίτλο ως μποντιμπιλντεράς στο διαγωνισμό για τον mister Universe. Η συγκεκριμένη διάκριση θα τον φέρει στα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά σετ με μικρούς ρόλους, πριν η παραγωγή του BBC «Άννα Καρένινα» του δώσει την ευκαιρία να ανταπεξέλθει με επιτυχία σε ένα βασικό ρόλο. Όλοι αρχίσουν να ρωτούν ποιος είναι αυτός ο εντυπωσιακός σκωτσέζος και το σωστό τάιμινγκ έρχεται με την μορφή του «Dr No» όπου ο Κόνερι κερδίζει τον ρόλο του Μποντ από τον Ρίτσαρντ Μπάρτον που ήταν το φαβορί, τον Ντέιβιντ Νίβεν και τον Κάρι Γκραντ. 

Η πρωτοφανής επιτυχία του φιλμ θα τον κάνει διεθνή σταρ κυριολεκτικά σε μια νύχτα. Θα υποδυθεί τον Τζέιμς Μποντ άλλες έξι φορές – την τελευταία μάλιστα, το «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» σε προχωρημένη ηλικία το 1983 με την Κιμ Μπάσινγκερ να πέφτει θύμα της ώριμης γοητείας του- και φυσικά το στίγμα του βρετανού πράκτορα θα γίνει κάτι σαν ευχή και κατάρα στην καριέρα του.

Ο ίδιος έλεγε ότι δεν μετάνιωσε ποτέ για την επιλογή του αυτή και πως θα μπορούσε άλλωστε. «Ό,τι είμαι το χρωστώ στον Μποντ. Το πρόβλημα με την καριέρα μου στον κινηματογράφο εντοπίζεται αλλού και συγκεκριμένα στους περισσότερους σκηνοθέτες καθώς άλλος με έβρισκε κοντό για κάποιον ρόλο, άλλος υπερβολικά ψηλό, άλλος γέρο, άλλος νέο κ.ο.κ» 

Πολλοί θεωρούν ότι ήταν ο καλύτερος Τζέιμς Μποντ. Δεν είναι δυνατόν φυσικά να γίνει μια τέτοια σύγκριση αφού οι εποχές έχουν περάσει και οι περισσότερες ταινίες ξεθωριάζουν με τον χρόνο. Ο 007 του Σον Κόνερι είναι ένας αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας των 60s. Η αρρενωπότητα και ο μαγνητισμός προηγούνται του ρεαλισμού και του όποιου συναισθηματικού βάθους. Στοιχεία δηλαδή που ανέδειξε όχι τόσο ο χαρακτήρας του Ντάνιελ Κρεγκ αλλά η αναγκαιότητα της σύγχρονης εποχής και της απαίτησης να φορέσουν οι εμβληματικοί κινηματογραφικοί ήρωες περισσότερα ρούχα της κανονικής, καθημερινής ζωής.

Σον Κόνερι και Άλφρεντ Χίτσκοκ το 1964 στο Χόλιγουντ © Keystone / Hulton Archive / Getty Images / Ideal Image

Ο Κόνερι ήταν ο σταρ παλιάς κοπής. Για αυτό επιλέχτηκε και πάνω σε αυτό το μοντέλο λειτούργησε κυρίως χάρη στο ένστικτο κι όχι το ταλέντο του. Αν και δεν ήταν κανένας σπουδαίος ηθοποιός, κατάφερνε με τα χρόνια να γίνεται όλο και καλύτερος. Χωρίς να λείπουν οι σελίδες ντροπής (το ανεκδιήγητο «Zardoz» του Τζον Μπούρμαν) πέτυχε να δουλέψει με σπουδαίους δημιουργούς (Χίτσκοκ, Λιούμετ, Χιούστον) και να τα βγάλει πέρα σε απαιτητικούς ρόλους φτάνοντας μέχρι το βραβείο Όσκαρ Β' ανδρικού ρόλου για τους «Αδιάφθορους» του Μπράιαν Ντε Πάλμα.

Τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ επιλεκτικός στις κινηματογραφικές προτάσεις που του έκαναν («είμαι σε θέση πλέον να λέω όχι στα σκουπίδια του Χόλιγουντ») ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που χάριζε τις αμοιβές του σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Στις αρχές των 90s διαγνώσθηκε με καρκίνο στο λάρυγγα αλλά κατάφερε να τον νικήσει ενώ το 2000 η βασίλισσα Ελισάβετ τον έχρισε Σερ.