Κινηματογραφος

H Βαβέλ στις Νύχτες Πρεμιέρας

Ήταν check point το βιβλιοπωλείο της «Βαβέλ». Ειδικά τα Σάββατα. Όλοι έκαναν τη βόλτα τους για να αγοράσουν βιβλία, να συναντήσουν γνωστούς. Ήταν σαν πάρτι.

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 754
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Μελέτης Μοίρας σκηνοθέτης της ταινίας «Βαβέλ-Από τη σιωπή στην έκρηξη» που θα δούμε στις Νύχτες Πρεμιέρας συζητά με τον Γ. Νένε για το ιστορικό περιοδικό

Η «Βαβέλ» ήταν το περιοδικό κόμικς που έσκασε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του ’81 και έφερε μια νέα εποχή, δημιούργησε ένα νέο κοινό, άλλαξε τη γλώσσα και το χιούμορ μας, έστησε φεστιβάλ, ανέδειξε έλληνες δημιουργούς, μας γνώρισε βιβλία, ταινίες, δίσκους, πρόσωπα, σχεδιαστές, εικαστικούς, λογοτέχνες, νέα ρεύματα. Μια παρέα, ένα μικρό γραφείο στη Ζωοδόχου Πηγής, μερικά γατιά, πολλά βιβλία, νέα άλμπουμ, ιδέες, πλάκα. Το περιοδικό έγραψε την ιστορία του και η ταινία «Βαβέλ» - Από τη σιωπή στην έκρηξη», του Μελέτη Μοίρα, καταγράφει τον τρόπο που ξεκίνησε αυτό και πώς επηρέασε επί 2,5 δεκαετίες τον πολιτιστικό ιστό της χώρας. 

Το ντοκιμαντέρ θα προβληθεί, μαζί με ένα ειδικό αφιέρωμα από τους συνεργάτες της «Βαβέλ», στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας και με αυτή την αφορμή, έγινε μία συζήτηση ανάμεσα στον σκηνοθέτη και τον Γιάννη Νένε, έναν από τους συνεργάτες της «Βαβέλ».

Μ.Μ. Η «Βαβέλ» με είχε επηρεάσει τόσο πολύ που ήταν αυτόματα το επόμενο πράγμα στο μυαλό μου, μετά το ντοκιμαντέρ «Διαμάντια στον νυχτερινό ουρανό» που είχα γυρίσει για τον Jazz FM και το οποίο μπορεί να δει κανείς στην πλατφόρμα του Cinobo. Ήθελα, λοιπόν, να κάνω ένα φιλμ για το περιοδικό αυτό. Εγώ ξεκίνησα να κάνω κινηματογράφο 20 χρόνια μετά, αφού τελείωσα τη σχολή μου. Τώρα, μέσα σε τρία χρόνια, έχω κάνει δύο ταινίες μικρού μήκους, το «Never again» και το «Silence» (που θα κάνει κι αυτό πρεμιέρα στις Νύχτες Πρεμιέρας) και δύο ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους. Γιατί είμαι πια σίγουρος για τις επιλογές μου. Σαν να συγκέντρωνα άγραφο υλικό όλα αυτά τα χρόνια. Μπαίνω στο μοντάζ και ξέρω τι θέλω.

Και η «Βαβέλ» ήταν στο μυαλό σου όλο αυτό τον καιρό;

Μ.Μ. Ναι. Με τον Jazz FM ήταν αλλιώς γιατί ήξερα τους ανθρώπους, συμμετείχα κι εγώ στο σταθμό, ένιωθα πιο οικεία, έλεγα: και να κάνω καμιά βλακεία, εντάξει, μωρέ, θα με συγχωρέσουν, όλοι φίλοι μου είναι. Αλλά με τη «Βαβέλ» ήταν ανάγκη μου. Ήθελα να γυρίσω πίσω αυτά που πήρα από τη «Βαβέλ», να αποτίσω φόρο τιμής. Με διαμόρφωσε η «Βαβέλ». Όλα αυτά που διάβαζα, που άκουγα, που έβλεπα, αυτά που μου πρότεινε το περιοδικό με διαμόρφωσαν.

Είχε δύναμη το περιοδικό. Γι’ αυτό και προσπάθησαν κάποιοι μεγάλοι εκδότες να το αγοράσουν. Ήταν και η εποχή που δεν είχε internet. Ο κόσμος είχε ανάγκη τέτοιες εκδόσεις. 

Μ.Μ. Εγώ ανακάλυψα τη «Βαβέλ» στα μέσα της εφηβείας μου και όλο αυτό το πράγμα μού ήρθε κατακούτελα. Φαπ, τι είπες τώρα ρε! Και, ξέρεις, δεν ήταν κάτι που το μοιραζόμουν με τους φίλους μου. Πιο πολύ μόνος μου την απολάμβανα.

Πώς την απολάμβανες; 

Μ.Μ. Εδώ ταυτίζομαι πολύ με τον Άγγελο Φραντζή που έχει μία ατάκα μέσα στην ταινία που λέει, παίρναμε τη «Βαβέλ» και δεν τη διαβάζαμε όλη. Τη διαβάζαμε κομμάτι-κομμάτι. Έτσι κι εγώ, ήθελα να το ευχαριστηθώ. Έμενα με την ώρα σε κάθε σελίδα, χάζευα, έλεγα θα κάνει καιρό να ξαναβγεί, άσε και λίγο για μετά. Ένα-ένα τα άρθρα.

Όσοι αγαπούν τα κόμικς, έτσι τα διαβάζουν. Μπορεί να κάθονται και να παρατηρούν ώρα, έστω και ένα καρέ. Ήθελε μελέτη, η «Βαβέλ». Γι’ αυτό και ήταν έντυπο «βιβλιοθήκης». Τη φύλαγες προσεκτικά. Ποιοι σχεδιαστές σου άρεσαν Μελέτη;

Μ.Μ. Εγώ ήμουν πολύ της γαλλικής σχολής. Edika, Reiser, Vuillemin. Και τα σκοτεινά, τα πιο βρώμικα, μου άρεσαν βέβαια. Του Bilal. Αλλά και ο Manara. Έκαναν απίστευτα πράγματα. Αλλά και τους Έλληνες αγαπούσα, θέλαμε να τους υποστηρίξουμε άλλωστε. 

Το σημαντικό ήταν ότι η «Βαβέλ», αυτό το εναλλακτικό προφίλ της και το ότι στηρίζει τους νέους σχεδιαστές, το διατήρησε μέχρι τέλους. Ακόμα και όταν έγινε «μεγάλο» περιοδικό.

Μ.Μ. Δεν έχασε ποτέ την εφηβεία της.

Εσύ σχεδίαζες ποτέ; 

Μ.Μ. Μπα όχι. Αλλά πάντα ήθελα να βρω έναν φίλο, να σχεδιάζει και να κάνω εγώ το σενάριο. Ακόμα και τώρα, όταν σκέφτομαι, στο μυαλό μου είναι σαν να βλέπω κόμικς. 

Είχες γνωρίσει κανέναν από εμάς, στην ομάδα; Στο περιβόητο βιβλιοπωλείο, στα γραφεία της Ζωοδόχου Πηγής ερχόσουν ποτέ;

Μ.Μ. Δεν είχα γνωρίσει κανέναν, όχι. Αλλά ναι, στο βιβλιοπωλείο ερχόμουν. Σας έβλεπα να κάνετε κάνετε πέρα δώθε, χαχαχα.


                               
Ήταν check point το βιβλιοπωλείο της «Βαβέλ». Ειδικά τα Σάββατα. Όλοι έκαναν τη βόλτα τους και περνούσαν για να αγοράσουν βιβλία και άλμπουμ από τη «Βαβέλ» και να συναντήσουν γνωστούς. Ήταν σαν πάρτι. Κι ανάμεσα να κυκλοφορούν και οι γάτες. Θυμάμαι την αγαπημένη της Νίκης Τζούδα, την Τσίντσια. Ήταν η αρχόντισσα των γραφείων. Πώς ήταν αλήθεια η πρώτη σου επαφή με τη «Βαβέλ» για το ντοκιμαντέρ;
 
Μ.Μ. Πριν ξεκινήσω ζήτησα να συναντηθώ με τη Νίκη. Έτσι έπρεπε. Ήθελα να μου δώσει την ευχή της, βρε παιδί μου. 

Βρήκες τη «Βαβέλ», με την ομάδα να έχει διαλυθεί πλέον, σε μία ιδιαίτερη κατάσταση που ήθελε και διακριτικότητα.

Μ.Μ. Δεν με ήξερε η Νίκη. Απλώς κάτι της είχε πει ο Ιλάν από τον παλιό Τζαζ FM, ότι «καλό παιδί, δικός μας» κλπ. Στην πορεία με εμπιστεύτηκε η Νίκη. Στην αρχή δεν ήθελε να μιλήσει. Μετά από 6-7 μήνες το πήρε απόφαση. Και με τον Γιώργο τον Σιούνα προσπάθησα να επικοινωνήσω πολλές φορές αλλά δεν ήθελε να μιλήσει. Σεβαστό. Εμένα άλλωστε, να σου πω την αλήθεια, με ενδιέφερε η ομάδα και το περιοδικό και το πώς επηρέασε όλους μας.

Άλλαξε τίποτα στο μυαλό σου για τη Βαβέλ στη διαδικασία του φιλμ, γνωρίζοντας τους ανθρώπους της;

Μ.Μ.: Ναι βέβαια! Κατάλαβα γιατί ακριβώς έγινε όλο αυτό. Όταν ξεκίνησα, η Νίκη και ο Κούλας δεν ήθελαν να μιλήσουν, αλλά τελικά όλα καλά.

Το είχαμε συζητήσει και μαζί. Υπήρχε μία διστακτικότητα. Αναρωτιόμασταν: έπρεπε να γίνει ένα ντοκιμαντέρ για τη «Βαβέλ»; Τελικά, φαίνεται ναι. Θα γινόταν αργά ή γρήγορα. Πάντα έπαιζε στο «περιθώριο» αλλά ήταν μεγάλο θέμα. Ειδικά τα φεστιβάλ της «Βαβέλ» ήταν πολιτιστικό γεγονός, έρχονταν οι πάντες. Με διεθνή εμβέλεια. Φιλοξενούσε μεγάλα ονόματα σχεδιαστών, δημιουργών. Έτσι γνώρισα κι εγώ και έκανα συνεντεύξεις με σπουδαίους κομίστες που αγαπούσα – εγώ είμαι οπαδός της ιταλικής σχολής. 

Μ.Μ. Πάντως τις απορίες που είχα τις έλυσα. Εγώ ήθελα να κάνω την ταινία σαν το περιοδικό. Σαν κόμικς. Να τελειώνει το ένα θέμα και να μπαίνω στο επόμενο. Και μετά να έχει ένα κοινωνικό βλέμμα, μια ιστορία. Αυτό που κατάλαβα ήταν ότι η Αγάπη το είχε φτιάξει όλο αυτό. Ήταν μια ιστορία Αγάπης. Το ήξερα, αλλά με την ταινία το είδα να φανερώνεται μπροστά μου. Κι εσύ, Γιάννη, πρέπει να είσαι από τους συνεργάτες με τη μεγαλύτερη διάρκεια εκεί, ε; 

Ναι, μπορεί. Πρέπει να ήμουν 8 με 10 χρόνια εκεί. Έχασα τον λογαριασμό γιατί με τα παιδιά είχαμε και έχουμε φιλική σχέση, δεν ένιωσα ότι σταμάτησα ποτέ. Το θέμα είναι ότι όταν τα κάναμε όλα αυτά, δεν είχαμε ιδέα πού θα πάει. Μπορεί και να γελούσαμε με αυτή τη σκέψη.    

Μ.Μ. Και δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο τώρα πια. Ούτε σαν κίνηση, ούτε σαν ομάδα.

Με τη μορφή που ήταν η «Βαβέλ», όχι, δεν υπάρχει. Τότε, προ internet, το «μεγάλο» αντικείμενό μας ήταν το περιοδικό, το έντυπο. Που έχει μία ολόκληρη φιλοσοφία από πίσω του. Τώρα η πληροφορία έχει διασπαστεί και διογκωθεί. Μέσα σε ένα διαδικτυακό χάος πρέπει να αναζητήσεις τους όμοιούς σου και τους καλλιτέχνες που σε ενδιαφέρουν. Έχει αλλάξει το είδος της σχέσης που έχεις μαζί τους. Το internet δεν δημιουργεί παρέες. Τότε μαθαίναμε τι τρέχει και το μεταφέραμε με το περιοδικό στους αναγνώστες. Γι’ αυτό και τα γραφεία της «Βαβέλ» είχαν γίνει σαν πυρήνας και δημιουργούσαν και ανθρώπινες σχέσεις αναμεταξύ μας. Και χαιρόμασταν που το όπλο μας σε όλο αυτό, ήταν το χιούμορ. Αργότερα το καταλάβαμε. Στις εκθέσεις, εκεί πια που βλέπαμε όλο τον κόσμο μαζί. Και εκεί φαινόταν και όλη η σκληρή δουλειά του Γιώργου Σιούνα, της Νίκης, της Εύης, της Παυλίνας. Των ανθρώπων που πραγματικά έστηναν το περιοδικό. Γιατί εγώ τι, απλώς έδινα τα κείμενά μου. 

Μ.Μ. Θα ξαναγίνει άραγε κάτι τέτοιο;

Μέσα μου πιστεύω ότι πρέπει να ξαναγίνει. Όχι τόσο το φεστιβάλ, όσο το έντυπο. Πρέπει να υπάρξει ξανά. Όποτε το λέω βέβαια, η Νίκη μού κόβει τη διάθεση. Αλλά βλέπεις στην ταινία σου πώς είναι όλοι οι συνεργάτες που μιλάνε. Έτοιμοι να το ξανακάνουνε. Συντονισμένοι στο ίδιο μήκος κύματος.

Μ.Μ. Κι εγώ πήρα απίστευτο feedback για την ταινία και τη «Βαβέλ» και από φίλους, γνωστούς αλλά και από νεότερους που δεν την ήξεραν. Χαίρομαι πολύ που και οι Νύχτες Πρεμιέρας, με τη σειρά τους, θέλησαν να τιμήσουν τη «Βαβέλ» με αυτό το carte blanche αφιέρωμα που κάνουν. Όπως λέγανε στη συνέντευξη τύπου, και αυτοί στα νιάτα τους, όταν έστηναν τις Νύχτες Πρεμιέρας, την κοπανούσαν για να έρθουν στο φεστιβάλ που γινόταν την ίδια περίοδο.

Ας μην ξεχνάμε και ότι ο αξέχαστος Γιώργος Τζιώτζιος, ο άνθρωπος που ξεκίνησε τις Νύχτες Πρεμιέρας, ήταν ο κινηματογραφικός συντάκτης της «Βαβέλ», με το ψευδώνυμο Γιώργος Μπάριος. 

Μ.Μ. Η «Βαβέλ» επηρεάζει ακόμα. Όλοι όσοι ήταν το κοινό της τότε, τώρα είναι στην ακμή της δημιουργικότητάς τους και δεν ξεχνούν το αγαπημένο τους περιοδικό.

* Η ταινία ««Βαβέλ» - Από τη σιωπή στην έκρηξη» θα προβληθεί την Παρασκευή 25/9, στις 19.30, στο σινέ Άνεσις