Κινηματογραφος

Ο Έντουαρτ Νόρτον σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στις «Σκιές του Μπρούκλιν»

Ο τρεις φορές υποψήφιος για Όσκαρ, δίνει σάρκα και οστά σε έναν ανορθόδοξο ντετέκτιβ, μαζί με τους Μπρους Γουίλις και Γουίλεμ Νταφόε.

Μάνος Νομικός
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στις 28 Νοεμβρίου κυκλοφορούν «Οι Σκιές του Μπρούκλιν», το νέο αστυνομικό noir δράμα με φόντο τη Νέα Υόρκη, που σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί ο Έντουαρτ Νόρτον.

Ο τρεις φορές υποψήφιος για Όσκαρ Έντουαρτ Νόρτον («American History X») σκηνοθετεί, γράφει το σενάριο και πρωταγωνιστεί στις «Σκιές του Μπρούκλιν» («Motherless Brooklyn»), μία συναρπαστική ταινία βασισμένη στο διάσημο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Λέθεμ.

Το ταξίδι άρχισε το 1996, όταν ο δημιουργός διέκρινε την κινηματογραφική δυναμική του βιβλίου με τον αξέχαστο κεντρικό χαρακτήρα. Από την αρχή, ο Νόρτον θέλησε να μεταφέρει τους σύγχρονους χαρακτήρες του βιβλίου σε μία διαφορετική περίοδο και πλοκή για να δώσει μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα στην ταινία, τοποθετώντας το δράμα τη δεκαετία του 1950, μία περίοδο μεγάλων αλλαγών στην πόλη της Νέας Υόρκης.

Με φόντο τη νουάρ ατμόσφαιρα του 1957 και με μουσική επένδυση τα τζαζ ακούσματα της εποχής, ο Έντουαρτ Νόρτον δίνει σάρκα και οστά σε έναν ανορθόδοξο ντετέκτιβ με σύνδρομο Τουρέτ, ενώ μαζί του εμφανίζονται οι Μπρους Γουίλις, Γουίλεμ Νταφόε, Άλεκ Μπάλντουιν, Γκούγκου Μπάτα-Ρο και Μπόμπι Μπόμπι Καναβάλε.

Σύνοψη
Νέα Υόρκη, 1957. Ο Λάιονελ Έσρογκ (Έντουαρντ Νόρτον), ένας μοναχικός ιδιωτικός ντετέκτιβ με σύνδρομο Τουρέτ, αναλαμβάνει να διαλευκάνει τον φόνο του μέντορα και μοναδικού φίλου του, Φρανκ Μίνα (Μπρους Γουίλις). Έχοντας λιγοστά στοιχεία και ένα ψυχαναγκαστικό μυαλό στη διάθεση του, ο Λάιονελ ανακαλύπτει τα καλά φυλαγμένα μυστικά που κρατούν σε ισορροπία τη μοίρα ολόκληρης της πόλης. Σε μία μυστηριώδη διαδρομή από τα ποτισμένα με τζιν τζαζ κλαμπ του Χάρλεμ ως τις σκληρές φτωχογειτονιές του Μπρούκλιν και τα πολυτελή σαλόνια των εμπόρων εξουσίας, ο Λάιονελ έρχεται αντιμέτωπος με κακοποιούς, διαφθορά και τον πιο επικίνδυνο άνδρα της πόλης για να τιμήσει τη μνήμη του φίλου του και να σώσει τη γυναίκα που μπορεί να αποδειχτεί σωτήρας του.

Η έμπνευση
Στην καρδιά αυτής της σχολαστικά δομημένης αστυνομικής ιστορίας βρίσκεται μία ξεχωριστή και αιχμηρή εκδοχή του νουάρ σινεμά -ένας άντρας οδηγείται στα πιο σκοτεινά μέρη της Νέας Υόρκης του 1957 από την ανάγκη να καταλάβει τον κόσμο που τον έχει αφήσει στο περιθώριο. Πρόκειται για τον Λάιονελ Έσρογκ, έναν ήρωα, του οποίου η διαταραχή θα τον είχε κανονικά αποκλείσει από τις κλασικές αστυνομικές ιστορίες, αλλά στην περίπτωση αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο και παλεύει με το χάος και την ευαισθησία.

Όταν ο Λάιονελ προσπαθεί να βρει τον φονιά του μόνου ανθρώπου που νοιάστηκε για αυτόν, του αφεντικού του Φρανκ Μίνα, βυθίζεται βαθιά στο σκοτάδι της πόλης. Η παρόρμηση του να βάζει τάξη στο χάος, να συναρμολογεί ξανά ό,τι έχει διαλυθεί, τον οδηγούν στην ίδια τη δομή της Νέας Υόρκης. Η αναζήτηση για δικαιοσύνη γίνεται μία οδύσσεια που τον εμπλέκει με τις δυνάμεις όχι μόνο της φιλοδοξίας, της απληστίας, της μισαλλοδοξίας και της εξουσίας, αλλά και τη δύναμη της μουσικής και της συναισθηματικής σύνδεσης.

Πριν από δύο δεκαετίες, ο Νόρτον διάβασε το ευρηματικό, πρωτοποριακό βιβλίο του Λέθεμ και αγάπησε τον γεμάτο ενέργεια, αλλόκοτο αφηγητή του. Μπορεί να είναι ένα φρικιό, αλλά ο Νόρτον διέκρινε μέσα του την πανανθρώπινη ανάγκη να βρει τον εαυτό του και να αναδυθεί σε έναν χαοτικό κόσμο.

«Με συνεπήρε αυτό το ορφανό παιδί που μεγάλωσε στους κακόφημους δρόμους του Μπρούκλιν, που πάσχει από το σύνδρομο Τουρέτ και έχει ιδεοληπτική και ψυχαναγκαστική διαταραχή. Είναι, όμως, εξαιρετικά έξυπνος και έχει έναν μοναδικό τρόπο να βλέπει τον κόσμο» λέει ο Νόρτον. «Έχει μια πολύ θετική πλευρά η ψυχαναγκαστική του προσωπικότητα. Δεν μπορεί να αφήσει τα πράγματα ήσυχα, δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται πράγματα που δεν βγάζουν νόημα. Οπότε, σαν ντετέκτιβ, έχει την ακούραστη παρόρμηση να ανακαλύψει τι γίνεται γύρω του. Το βρήκα συναρπαστικό και συγκινητικό».

Ο Νόρτον συνεχίζει: «Ο Τζόναθαν δημιούργησε έναν χαρακτήρα αστείο και αιχμηρό, έναν χαρακτήρα που ενστικτωδώς συμπαθείς γιατί βλέπεις πώς είναι μέσα του. Πάντα με έλκυαν οι πιο αδύναμοι και αγάπησα τον Λάιονελ».

Μια διαφορετική εκδοχή
Όμως, όπως ο Λάιονελ έχει την τάση να διαλύει ό,τι τον αφορά, έτσι και ο Νόρτον ένιωσε την ανάγκη να παίξει με αυτόν τον χαρακτήρα, που τον μάγεψε.

Ο Νόρτον έκανε κάτι που ήξερε ότι είναι κόντρα στους κανόνες: φαντάστηκε τον Λάιονελ σε μία εντελώς διαφορετική χρονική στιγμή, με φόντο διαφορετικά γεγονότα από το βιβλίο. Συγχρόνως, ο Νόρτον ήθελε τον Λάιονελ να παραμείνει ένα ορφανό παιδί από το Μπρούκλιν, έναν ντετέκτιβ στα ίχνη του φονιά του μέντορα του, έναν λεκτικό βιρτουόζο και έναν άντρα που συντονίζεται με τα μυστήρια και τα πυροτεχνήματα του ανθρώπινου μυαλού. Ήθελε η ταινία, όπως και το βιβλίο, να είναι ένας φόρος τιμής στο νουάρ και μία διαφωτιστική, ενδοσκοπική ερωτική επιστολή στη Νέα Υόρκη με όλες τις φιλοδοξίες και το χάος της.

Όταν ο Νόρτον προσέγγισε τον Λέθεμ με αυτή τη ριζοσπαστική ματιά, βάζοντας τον διάσημο αφηγητή της ιστορίας σε νέο πεδίο, ήξερε ότι το ρίσκο ήταν μεγάλο και ότι ο συγγραφέας μπορεί να μη συμφωνούσε. Ο Νόρτον είπε ξεκάθαρα τις προθέσεις του, ότι δηλαδή στόχευε να αλλάξει την πλοκή.

Όπως αποδείχθηκε, ο Λέθεμ ήταν ανοιχτός στην ιδέα. Για την ακρίβεια, του άρεσε πολύ. «Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται τη δεκαετία του ’90. Αλλά οι χαρακτήρες έχουν τη στόφα του 1950, μιλάνε και συμπεριφέρονται όπως τότε» σημειώνει ο Νόρτον. «Αυτό λειτουργεί υπέροχα σε λογοτεχνικό επίπεδο, αλλά ξεκαθάρισα στον Λέθεμ ότι σε μια ταινία μπορεί να φανεί ειρωνικό, αν μιλάνε σαν ήρωες νουάρ. Ευτυχώς, ο Τζόναθαν συμφώνησε. Είπε ότι η πλοκή ήταν δευτερεύουσα σε σχέση με τον χαρακτήρα στο μυαλό του και ότι αν ήθελα να στείλω τον Λάιονελ σε μια άλλη περιπέτεια, ήταν εντάξει με αυτό».

Ο Νόρτον ήξερε ακριβώς πού ήθελε να πάει τον Λάιονελ. «Πάντα με ενδιέφερε το τι συνέβαινε στο παρασκήνιο της ανάπτυξης της Νέας Υόρκης στο τέλος της δεκαετίας του 1950, όταν η παλιά Νέα Υόρκη έγινε μια μοντέρνα πόλη» εξηγεί. «Ήταν ένα φορτισμένο μέρος για τον Λάιονελ. Ευτυχώς, ο Τζόναθαν είναι ένας εξίσου παθιασμένος μελετητής της Νέας Υόρκης, όπως εγώ, και κατάλαβε ακριβώς τι έλπιζα να κάνω, οπότε δεν θα μπορούσα να σταθώ πιο τυχερός».

Παρά την τύχη του, όμως, ο Νόρτον δεν μπορούσε να επισπεύσει τη διαδικασία. Χρειαζόταν εκτενή έρευνα και μια πολυφωνική πλοκή. Ο Νόρτον εργάστηκε πάνω στο σενάριο μέσα στην επόμενη δεκαετία και μερικά χρόνια ακόμα για να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη.

Όμως καθώς ο χρόνος περνούσε, τα θέματα της ιστορίας γίνονταν πιο επίκαιρα με τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που σιγόβραζαν κάτω από την επιφάνεια της αμερικάνικης κουλτούρας. Όταν ξεκίνησε η παραγωγή, η Νέα Υόρκη του 1957 της ταινίας, αυτό το σταυροδρόμι ανάμεσα στην ανεξέλεγκτη φιλοδοξία και μία πιο δίκαιη πόλη, έμοιαζε με καθρέφτη της δικής μας εποχής.

Ένας αστικός λαβύρινθος
Όσο δούλευε πάνω στην ιστορία του Λάιονελ, ο Νόρτον επέτρεψε στο κυνηγητό για τον φονιά του Φρανκ Μίνανα τον οδηγήσει πιο βαθιά στον λαβύρινθο μιας πόλης που τότε σφυρηλατούσε την εκλεπτυσμένη ομορφιά της και την υπόγεια ανισότητα που επικρατεί ακόμα και σήμερα.

Ο Νόρτον πήγε τον Λάιονελ στα γεμάτα καπνό τζαζ στέκια, όπου βρίσκει κάτι που διαπερνά τη μόνιμη φλυαρία του μυαλού του και αγγίζει την ψυχή του. Αλλά μετατρέπει την αναζήτηση του φονιά του Φρανκ Μίνα στη μάχη με έναν γίγαντα: τον Μόουζες Ράντολφ, τον φιλόδοξο εργολάβο που ξαναφτιάχνει την πόλη, τον οποίο υποδύεται ο Άλεκ Μπάλντουιν. Στον Ράντολφ, ο Λάιονελ ανακαλύπτει ένα έγκλημα πιο βαρύ από οτιδήποτε του είχε μάθει ο Μίνα, αποκαλύπτοντας διαφθορά, διάκριση και ολοσχερή καταστροφή γειτονιών, που λάμβανε χώρα ανενόχλητη, καθώς η πόλη μεγάλωνε προς όφελος μερικών και σε βάρος άλλων.

H Νέα Υόρκη χτιζόταν μέσα από διεφθαρμένες συμφωνίες, ρατσιστικές τακτικές και αντιδημοκρατικές διαδικασίες.

Ο κτηματομεσιτικός τομέας είναι, κατά μία έννοια, στη μοίρα του Νόρτον. Ο παππούς του, Τζέιμς Ρους, ήταν ένας προοδευτικός εργολάβος και φιλάνθρωπος, ένας πρωτοπόρος και φιλόσοφος της αστικής ανανέωσης. Ο Νόρτον μεγάλωσε στην Κολούμπια, μία πόλη που είχε φανταστεί και χτίσει ο ίδιος ο παππούς του.

Οπότε, ο Νόρτον άρπαξε την ευκαιρία να φτιάξει το πορτρέτο ενός αλαζόνα, αχόρταγου πολεοδόμου που εκπροσωπεί ό,τι αποποιήθηκε ο παππούς του. Παρόλο που ο Ράντολφ δεν ήταν υπαρκτή προσωπικότητα, αντλεί στοιχεία από την έλλειψη ηθικής των νεοϋρκέζων διαπλεκόμενων των μέσων του προηγούμενου αιώνα και προκύπτει από ένα μείγμα χαρακτήρων της ιστορίας της πόλης.

«Η ιστορία του πώς η παλιά Νέα Υόρκη μεταμορφώθηκε σε μία μοντέρνα πόλη είναι σκοτεινή» επισημαίνει ο Νόρτον. «Υπάρχουν βιβλία και ντοκιμαντέρ σχετικά με αυτή την εποχή, αλλά δεν έχουμε δει κάποια σχετική ταινία. Πολλά από αυτά που έγιναν στην πόλη πραγματοποιήθηκαν μέσα από μεθόδους που ήταν αντίθετες με τη δημοκρατία, αφού θύμιζαν περισσότερο δικτατορία. Οι γέφυρες, οι δρόμοι και τα στεγαστικά έργα της Νέας Υόρκης κρύβουν τα πιο σκοτεινά μυστικά της πόλης».

Χάος, τρυφερότητα και τζαζ
Παρόλο που ο Λάιονελ είναι εξοικειωμένος με την ωμή πραγματικότητα της ζωής, η ακραία διαφθορά στην καρδιά της πόλης τον αφήνει άφωνο. Όμως, επειδή πρόκειται για έναν αποφασιστικό χαρακτήρα, δεν πρόκειται να μην βρει την άκρη του νήματος, καθώς αφορά τον μέντορα του Φρανκ Μίνα.

Καθώς ο Λάιονελ βυθίζεται στο σκοτάδι της πόλης, ανακαλύπτει μία απόδραση από τις κουραστικές σκέψεις που ταλαιπωρούν το μυαλό του: την τρυφερή σύνδεση με μία γυναίκα που δεν προσπαθεί να τον αλλάξει. O Λάιονελ δεν ήξερε μέχρι τότε πώς είναι να σε αγαπούν. Ο Νόρτον ήθελε αυτό να είναι ένας από τους μικρούς, αλλά αναζωογονητικούς θριάμβους στην πορεία επίλυσης ενός μεγαλύτερου μυστηρίου.

«Ο Λάιονελ έχει την ανάγκη και την επιθυμία να συνδεθεί. Νιώθει ότι δεν τον βλέπουν, γιατί δεν βλέπει πέρα από το πρίσμα της δικής του κατάστασης. Οπότε, ο χαρακτήρας της Λόρα Ρόουζ, που υποδύθηκε τόσο ωραία η Γκούγκου Μπάτα-Ρο, γίνεται ο συναισθηματικός πυρήνας της ιστορίας» λέει ο Νόρτον. «Είναι αυτή που εκφράζει την ιδέα ότι όλοι χρειαζόμαστε κάποιον να μας φροντίζει».

Είναι η Λόρα που οδηγεί τον Λάιονελ σε μία άλλη ανακάλυψη που του ανοίγει μία νέα διάσταση: τον ξεχωριστό και συναρπαστικό χώρο της τζαζ και της κουλτούρας της.

«Αν υπάρχει μία μουσική έκφραση της αυτοσχεδιαστικής, άγριας, καταπληκτικής γλώσσας που μπορεί να εκφράσει το σύνδρομο Τουρέτ, είναι η τζαζ, οπότε μου άρεσε η ιδέα να βρίσκει ο Λάιονελ αυτόν τον κόσμο» λέει ο Νόρτον. «Απελευθερώνεται μέσα από τη μουσική, που, όπως και το μυαλό του είναι αναρχική, χαοτική, αλλά και όμορφη».

Η ενέργεια και ο αυθορμητισμός της τζαζ παρασύρει τον Λάιονελ σε μία άλλη πλευρά της πόλης που υπάρχει στα υπόγεια. «Η μουσική της ταινίας ήταν μία δίοδος όχι μόνο στη χρονική περίοδο και την ιστορία της Νέας Υόρκης, αλλά και μία προσέγγιση του εσωτερικού κόσμου του Λάιονελ» επισημαίνει ο Νόρτον.

Το καστ
Η επιλογή των ηθοποιών που θα ζωντάνευαν τον κόσμο που είχε στο μυαλό του ο Νόρτον για δύο δεκαετίες, ήταν μία κρίσιμη διαδικασία. Οι χαρακτήρες είχαν πολλές αποχρώσεις και ήθελαν κάτι ιδιαίτερο. Ο Νόρτον ήξερε ότι χρειαζόταν δυνατούς ηθοποιούς δεδομένου ότι θα πρωταγωνιστούσε ως Λάιονελ, ενώ θα σκηνοθετούσε και θα έκανε και την παραγωγή μιας τόσο απαιτητικής ταινίας.

«Το να σκηνοθετείς μια ταινία είναι σχεδόν εξ ορισμού ανταγωνιστικό με τη νοητική κατάσταση στην οποία θέλεις να βρίσκεσαι, όταν είσαι ηθοποιός» τονίζει ο Νόρτον. «Θέλεις να ζεις στον κόσμο σου όταν υποδύεσαι έναν ρόλο, ενώ έχεις πολλά στο μυαλό σου, όταν σκηνοθετείς. Αυτό σημαίνει ότι όταν τα κάνεις και τα δύο, πρέπει να κατακτήσεις τον χαρακτήρα πολύ πριν τον υποδυθείς. Σημαίνει επίσης ότι χρειάζεσαι έμπειρους συνεργάτες».

Βρήκε ακριβώς αυτό που έψαχνε στους Μπρους Γουίλις, Γουίλεμ Νταφόε, Άλεκ Μπάλντουιν, Γκούγκου Μπάτα-Ρο και Μπόμπι Καναβάλε.

Για τον Άλεκ Μπάλντουιν, που υποδύεται τον Μόουζες Ράντολφ, έναν αμφιλεγόμενο άντρα, η ιστορία λειτουργεί μόνο επειδή όλοι οι συμπρωταγωνιστές του έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Η Μπάτα-Ρο λέει σχετικά: «Ο Έντουαρτ ζωντανεύει μία ατμοσφαιρική, εκφραστική ερωτική επιστολή στη Νέα Υόρκη μαζί με ένα ασυνήθιστο προσωπικό ταξίδι. Υφαίνει παράλληλα διαχρονικά θέματα κουλτούρας, ανάπλασης περιοχών, φυλετικών διακρίσεων και την ιστορία των αμερικάνικων πόλεων, αλλά μέσα από τα μάτια ενός αουτσάιντερ».

Ο Νόρτον νιώθει υποχρέωση απέναντι σε αυτούς που συνεργάστηκαν στο τολμηρό του όραμα και τον υποστήριξαν μπροστά και πίσω από την κάμερα. «Αυτή η παραγωγή είχε μεγάλη κλίμακα και ποτέ δεν θα ολοκληρωνόταν από ψυχρούς επαγγελματίες» επισημαίνει. «Ένιωσα ότι είχα μία φοβερή ομάδα γύρω μου σε κάθε βήμα της ταινίας. Χωρίς αμφιβολία, ήταν μία από τις καλύτερες συνεργασίες σε όλα τα επίπεδα, που είχα τη χαρά να ζήσω στην καριέρα μου».

Στις 28 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους από την Tanweer