Κινηματογραφος

Κριτική για τις νέες ταινίες της εβδομάδας (22-28 Αυγούστου)

Κάποτε στο... Χόλιγουντ, Μια βροχερή μέρα στη Νέα Υόρκη, Μεσοκαλόκαιρο κι ακόμη 3 ταινίες

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Κωνσταντίνος Καϊμάκης κάνει την κριτική του για τις ταινίες που κυκλοφορούν αυτή την εβδομάδα (22-28 Αυγούστου).

Κάποτε στο... Χόλιγουντ (Once Upon a Time… in Hollywood) (***1/2)
Σκηνοθεσία: Κουέντιν Ταραντίνο
Πρωταγωνιστούν: Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, Μπραντ Πιτ, Μάργκο Ρόμπι, Κερτ Ράσελ, Αλ Πατσίνο

Διάσημος τηλεοπτικός αστέρας των 50s βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με την αφάνεια καθώς η μπογιά του φαίνεται να μην περνά πια (ο ατζέντης του προσπαθεί να τον πείσει να πάει να δουλέψει στη Ρώμη γυρίζοντας σπαγγέτι γουέστερν) και ο μόνος που τον στηρίζει είναι ο προσωπικός βοηθός και κασκαντέρ του για πολλά χρόνια. Βρισκόμαστε στις αρχές του 1969 και η Μέκκα του κινηματογράφου γνωρίζει την πιο βαθιά κρίση στην μέχρι τότε ιστορία της.

Όχι δεν είναι η καλύτερη ταινία του Ταραντίνο αφού με μια πρώτη εκτίμηση μπορούμε να βρούμε τουλάχιστον 2-3 ανώτερες του «Κάποτε στο… Χόλιγουντ» δημιουργίες, ξεκινώντας με τις πρώτες του και φτάνοντας έως το «Τζάνγκο ο τιμωρός», ενώ υπάρχουν και φιλμ όπως το «Άδωξοι Μπάσταρδη» με το οποίο η σημερινή ταινία έχει στενή σχέση στο κομμάτι του αναχρονισμού που συγκινεί τον σκηνοθέτη. Το εντυπωσιακό ντεμπούτο του Ταραντίνο στο «Reservoir dogs» το 1993 έγραψε ιστορία και γέννησε αμέτρητους μιμητές (τα κωδικοποιημένα ονόματα των ληστών στο «Casa de papel» για παράδειγμα μεταξύ άλλων) ενώ το ανεπανάληπτο και βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα «Pulp fiction» συνέδεσε μοναδικά την pop κουλτούρα με την κινηματογραφική τέχνη. Έκτοτε ο Ταραντίνο ουσιαστικά γυρνά την ίδια ταινία αποθεώνοντας τη μαγική ψευδαίσθηση που φέρνει το θαύμα στην καθημερινότητα και μεταμορφώνει τους χάρτινους ήρωες του σε σύμβολα, μέσα από εξωφρενικούς ρυθμούς που προσφέρουν απύθμενη ηδονή στο θεατή. Στην ένατη ταινία του όμως ο σκηνοθέτης βρίσκεται σε περίεργη διάθεση αν όχι βαθιά περισυλλογή. Η ιστορία του κακομαθημένου τηλεοπτικού αστέρα γίνεται όχημα για να ταξιδέψουμε στο Χόλιγουντ του 1969, σε μια εντυπωσιακή ανάπλαση της εποχής που προκαλεί μεν συγκίνηση αλλά και αμηχανία ως προς το τι «θέλει να πει ο ποιητής». Ο Ταραντίνο τιμά τα ιερά τοτέμ της παιδικής ηλικίας του και προβαίνει σε μια φανταχτερή ωδή στο παλιό σινεμά. Η τεχνική αρτιότητά του είναι ως συνήθως χωρίς αδυναμίες την οποία εδώ συνοδεύει με νωχελικό –κάποιοι θα το πουν cool– στιλάκι, βάζοντας το χέρι του ακόμη και στο ξαναδιάβασμα της ιστορίας προκειμένου να επιτευχθεί το ζητούμενο, χολιγουντιανό happy end. Σφιχτή αφήγηση, ανάπλαση μιας ρομαντικής εποχής μέσω μιας ανεξάντλητης παρέλασης συμβόλων, καλοδουλεμένοι διάλογοι, ψαγμένοι χαρακτήρες. Το γνωστό σινεμά του σκηνοθέτη δηλαδή. Όμως στην επιστροφή του στο παλιό Χόλιγουντ ο Ταραντίνο –που ταυτόχρονα στοχάζεται πάνω στο θέμα της βίας και της Τέχνης- επιλέγει να βασιστεί σε 3 πρόσωπα για να δείξει πώς οδηγηθήκαμε στο τέλος της αθωότητας και του παραδοσιακού, αναλογικού σινεμά. Τον ανασφαλή και εγωισταρά σταρ του Ντι Κάπριο, τον αφοσιωμένο υπηρέτη-κασκαντέρ του (ο Μπραντ Πιτ σε ρόλο ζωής), την αθώα και πανέμορφη θέα της Μάργκο Ρόμπι που υποδύεται την αδικοχαμένη Σάρον Τέιτ, σύζυγο του Πολάνσκι. Μπροστά από τα μάτια τους παρελαύνει όχι μόνο η ψευδαίσθηση της βιομηχανίας του θεάματος αλλά και ο πόλεμος του Βιετνάμ, οι χίπις, η συμμορία του Μάνσον, η ψυχεδέλεια, τα drugs και φυσικά η βία. Ο Ταραντίνο στέκει για πρώτη φορά άβολος απέναντι στη βία. Προσπαθεί να καταλάβει τι τον γοητεύει σε αυτή και μας βάζει για πρώτη φορά σε θέση συνένοχου. Όπως ηδονίζεται κι εκείνος, έτσι κι εμείς. Για πρώτη φορά νιώθει αμηχανία, αν όχι απέχθεια, στη σαδιστική βία. Την κριτικάρει και προσπαθεί να την ξορκίσει με ψυχολογικούς αλλά και ταξικούς όρους. «Πάμε να σφάξουμε τα γουρούνια στις βίλες τους για το κακό που μας έκαναν. Αυτοί μας μύησαν στη βία μέσω των ταινιών τους» λένε τα μέλη της συμμορίας του Μάνσον πριν εξαπολύσουν την οργή τους στο εξωφρενικό –από όποια γωνία και αν το δεις– και αιματοβαμμένο φινάλε. Στο «Κάποτε στο… Χόλιγουντ» ο Ταραντίνο σοβαρεύει αλλά δεν ωριμάζει. Η ωριμότητα αργεί ακόμη για τον 56χρονο σκηνοθέτη από το Τένεσι που δείχνει εδώ πάντως σημάδια υπαρξιακής κρίσης και βαθιάς περισυλλογής. Το είπαμε και στην αρχή. Η ταινία μπορεί να είναι η πιο προσωπική του (αυτές οι μνήμες) αλλά σε καμιά περίπτωση η καλύτερή του.


Μια βροχερή μέρα στη Νέα Υόρκη (A rainy day in New York) (**1/2)
Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν
Πρωταγωνιστούν: Τίμοθι Σαλαμέ, Ελ Φάνινγκ, Λιβ Σράιμπερ, Τζουντ Λο

Ο νεαρός γόνος πλούσιας οικογένειας Μπάγκσι και η φοιτήτρια φίλη του Άσλι, που θέλει να γίνει δημοσιογράφος, σχεδιάζουν ένα ρομαντικό γουικέντ απόδρασης στη Νέα Υόρκη αλλά μια επαγγελματική υποχρέωση της κοπέλας (έχει καταφέρει να κλείσει συνέντευξη με γνωστό σκηνοθέτη) φέρνει συνεχώς εμπόδια στα σχέδιά τους.

Η ταινία που πέρασε από χίλια μύρια κύματα (η περίφημη διαμάχη του σκηνοθέτη με την παραγωγό Amazon λόγω της αρχικής απόφασης της εταιρείας να μη διανείμει την ταινία στις αίθουσες λόγω της αναβίωσης παλιού σεξουαλικού σκανδάλου που αναμειγνύεται το όνομα του Άλεν) είναι μια τυπική γουντιαλεντική δημιουργία. Νευρωτικοί χαρακτήρες, παλιομοδίτικος ρομαντισμός, αιχμηρές κωμικές ατάκες που κόβουν σαν ξυράφι, ρετρό αισθητική, αποθέωση της μούσας του που δεν είναι άλλη από την πανέμορφη για άλλη μια φορά Νέα Υόρκη που «στη βροχή δείχνει τέλεια». Ο 84χρονος δημιουργός έχει τη διαύγεια να βάζει στην ίδια ζυγαριά σημαντικά φιλοσοφικά ερωτήματα και παιδιάστικες απορίες ώστε το σύνολο να μη μοιάζει ποτέ υπερβολικό ή σοβαροφανές. Το σεξ, το σταρ σύστεμ, ο ρόλος της μοίρας, το κυνήγι της καριέρας ως φάρος ζωής, η σνομπ υψηλή κοινωνία, το δράμα ως συμπλήρωμα της κωμωδίας στο έργο της ζωής, η ρομαντική διάσταση του τζόγου (ο κυνικός ήρωας με το βαρύ όνομα που παραπέμπει στον Φιτζέραλντ είναι ένας λάτρης του τζόγου) είναι κάποια στοιχεία που συνδέονται ομαλά σε ένα λειτουργικό σύνολο, το οποίο όμως έχουμε δει άπειρες φορές στο παρελθόν από τον κάπως κουρασμένο εδώ αγαπημένο μας σκηνοθέτη.


Μεσοκαλόκαιρο (Midsommar) (**)
Σκηνοθεσία: Άρι Άστερ
Πρωταγωνιστούν: Φλόρενς Πιου, Τζακ Ρέινορ

Η Ντάνι, που περνά βαθιά κρίση μετά από τον αναπάντεχο χαμό των γονιών της, αποφασίζει να ακολουθήσει τον φίλο της (με τον οποίο επίσης δεν βρίσκεται και στο καλύτερο φεγγάρι της σχέσης τους) και την παρέα του σε ένα παγανιστικό φεστιβάλ που πραγματοποιείται σε απομονωμένο χωριό στα δάση της Σουηδίας.

Το θέμα του παγανιστικού τρόμου –κορυφαία ίσως στιγμή το «Καταραμένο σκιάχτρο» του Ρόμπιν Χάρντι με τον Κρίστοφερ Λι από το 1973 που γνώρισε ένα άθλιο ριμέικ με τον Νίκολας Κέιτζ πριν από 13 χρόνια– έχει κατά καιρούς απασχολήσει αρκετούς θιασώτες του φανταστικού αλλά στην περίπτωση του ταλαντούχου Άστερ που με την πρώτη ταινία του (η προ διετίας «Διαδοχή») έφερε τα πάνω κάτω στο φανταστικό, οι προσδοκίες ήταν σίγουρα μεγαλύτερες. Όμως ο νεαρός σκηνοθέτης δεν πετυχαίνει να τις επιβεβαιώσει με πειθώ παρά την άψογη τεχνική του κατάρτιση. Όλο το στόρι χτίζεται στη σύνθεση μιας φωταγωγημένης μυσταγωγικής ατμόσφαιρας και στην εύθραυστη ψυχολογική κατάσταση της ηρωίδας που αντιλαμβάνεται πιο έντονα από τους φίλους της την επιρροή των μελών της αίρεσης. Το φιλμ ξεκινά πειστικά και εντυπωσιακά αλλά σταδιακά χάνει μεγάλο μέρος της δύναμής του, ενώ με απογοήτευση διαπιστώνουμε ότι το πιο γοητευτικό σημείο της (η πολλά υποσχόμενη αφετηρία) δεν είναι παρά μια τρύπα στο νερό που δεν έχει καμιά λογική υπόσταση. Θεωρητικά ο Άστερ μιλά για την κρίση του ζευγαριού και κυρίως το τραύμα της απώλειας, αλλά από ένα σημείο και μετά υποψιαζόμαστε πως αυτή (η απώλεια δηλαδή) έχει να κάνει μόνο με την έμπνευσή του.


ΑΚΟΜΗ

Στις τρεις επανεκδόσεις της εβδομάδας ξεχωρίζει η μπεργκμανική αναμέτρηση της «Φθινοπωρινής σονάτας» (****) από το 1978. Ο σημαντικός σκηνοθέτης Ίνγκμαρ συνεργάζεται για μία και μοναδική φορά με τη διάσημη συνονόματή του ηθοποιό σε ένα στιβαρό δράμα δωματίου που αφορά στην επανένωση μετά από 7 χρόνια μιας διάσημης μουσικού με την κόρη της. Οι τρομεροί καβγάδες των δύο Μπέργκμαν στα γυρίσματα λέγεται ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν υλικό για το γύρισμα τουλάχιστον μιας ακόμη δραματικής ταινίας. Τα άλλα δύο φιλμ είναι ο κωμικός «Διαβολάκος» (***) του Ρομπέρτο Μπενίνι -η πρώτη ταινία που χάρισε στον ιταλό κωμικό τη διεθνή φήμη- που σκηνοθετεί και υποδύεται ένα σκανδαλιάρικο πνεύμα που μπαίνει στο σώμα του παπά Γουόλτερ Ματάου και σκορπά το χαμό γύρω του, και το φιλμ νουάρ του Κάρολ Ριντ «Ο τρίτος άνθρωπος» (****) με τους Τζόζεφ Κότεν και Όρσον Γουέλς που βασίζεται σε μια ιστορία του Γκρέιαμ Γκριν που ισορροπεί έντεχνα μεταξύ θρίλερ και δράματος.