Κινηματογραφος

Κριτική για τις νέες ταινίες της εβδομάδας (18-24 Ιουλίου)

Οι νεκροί δεν πεθαίνουν, Ο Βασιλιάς των Λιονταριών, Anna, Η Ληστεία της Στοκχόλμης

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Κωνσταντίνος Καϊμάκης κάνει την κριτική του για τις ταινίες που κυκλοφορούν αυτή την εβδομάδα (18-24 Ιουλίου)

Οι νεκροί δεν πεθαίνουν (The dead don’t die)(***)
Σκηνοθεσία: Τζιμ Τζάρμους
Πρωταγωνιστούν: Μπιλ Μάρεϊ, Άνταμ Ντράιβερ, Κλόε Σεβινί, Τίλντα Σουίντον, Ντάνι Γκλόβερ, Στιβ Μπουσέμι, Τομ Γουέιτς, Ίγκι Ποπ

Κάπου στην κεντρική Αμερική υπάρχει μια πόλη με το ενδεικτικό όνομα Σέντερβιλ όπου όλα κυλούν ήρεμα και φαινομενικά ειδυλλιακά, με το γραφικό diner, το παραδοσιακό μοτέλ και το ησυχαστήριο-κοιμητήριο δίπλα στην τοπική εκκλησία.  Εκεί φτάνουν μια παρέα χιπστεράδων την ίδια στιγμή που κάποια ακραία φαινόμενα φτάνουν στην κορύφωση τους: το φεγγάρι είναι πιο κοντά από ότι συνήθως στη Γη, οι ώρες της νύχτας και της μέρας μπερδεύονται, τα ζώα είναι ανήσυχα και κάποιοι τάφοι έχουν ανοιχτεί. Τα πρώτα ζόμπι κάνουν την εμφάνιση τους και επιτίθενται στους κατοίκους του Σέντερβιλ, προκαλώντας πανικό ενώ ο ντόπιος αστυνόμος και οι βοηθοί του αδυνατούν να βρουν μια λύση. 

«Killthehead», λέει ο νεαρός βενζινοπώλης που έχει μυηθεί στις ταινίες τρόμου και ξέρει ότι μόνο έτσι σκοτώνονται τα ζόμπι, δίνοντας τις κατάλληλες οδηγίες στους αστυνομικούς. Εκείνοι όμως επιλέγουν να απέχουν και να εθελοτυφλούν, στρέφοντας το βλέμμα τους αλλού όταν το θέαμα γίνεται γκρανγκινιόλ κι αναλαμβάνοντας δράση μόνο όταν πλέον η κατάσταση δείχνει να μην αντιστρέφεται. Ο Τζάρμους παίζει διαρκώς με τα κλασικά φιλμ τρόμου και φαντασίας. Οι αναφορές του στους νεκροζώντανους γίνονται όχημα κριτικής για τους ζωντανούς. Το σχόλιο του περί ζόμπι αφορά κυρίως την καταναλωτική κοινωνία του σήμερα, προεκτείνοντας την προβληματική του Ρομέρο που πρώτος διατύπωσε περί «πολιτών-ζόμπι» στην αριστουργηματική «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» το 1968. Όμως το «Οι νεκροί δεν πεθαίνουν» δεν είναι μόνο ένα αιχμηρό κοινωνικοπολιτικό σχόλιο με σπλάτερ αισθητική (απόλαυση οι σκηνές με τα φαγοπότια των απέθαντων με τον ΙγκιΠοπ να δίνει σόου) αλλά και μια σοφιστικέ κωμωδία που τα χώνει αδιακρίτως. Η πονηρή ματιά του Τζάρμους πέφτει όχι μόνο στους εύκολους στόχους (o redneck ρατσιστής του ΣτιβΜπουσέμι που πυροβολεί όποιον πατήσει το πόδι του στην αυλή του ή οι μανιακοί καταναλωτές που ακόμη κι όταν βγαίνουν από τον τάφο τους «αναζητούν να έχουν αυτά που απολαμβάνουν όταν ήταν ζωντανοί») αλλά και σε πιο ανυποψίαστα θηράματα όπως οι μπλαζέ χιπστεράδες που ειρωνεύονται τα πάντα και τους πάντες ή οι αφελείς αλλά καλόκαρδοι συνωμοσιολόγοι που περιμένουν το τέλος της Γης. ΟΤζάρμους γίνεται κόλαφος για την υλιστική κοινωνία. Παίρνοντας ένα είδος που θεωρητικά είναι από τα πλέον ανάλαφρα και ψυχαγωγικά στο σινεμά, του προσδίδει βάρος ισομερές με ένα έργο γνήσιου προβληματισμού και υψηλής τέχνης, φτιάχνοντας ένα έργο που είναι 100%...Τζάρμους! Τα απαισιόδοξο σχόλιο του για τη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία δίνεται όχι μόνο με κωμικές αιχμές αλλά και με συνεχείς αναφορές στην ποπ κουλτούρα και το σινεμά του φανταστικού (από τον Νοσφεράτου, τον Ρομέρο και τον Τόκλιν μέχρι τον Πόλεμο των Άστρων ή  τον Χάρι Πότερ) διαθέτοντας σπέσιαλ καστ για πολλά όσκαρ, από το οποίο ξεχωρίζει η «εξωγήινη»ΤίλνταΣουίντον με την βαριά προφορά. «Πάντως είναι λίγο παράξενη» την σχολιάζει κάποιος και ο Μάρεϊ απαντά: «Ναι. Είναι σκοτσέζα»!


Ο Βασιλιάς των Λιονταριών (The Lion King) (**1/2)
Σκηνοθεσία: Τζον Φαβρό
Με τις φωνές των: (στα αγγλικά) Ντόναλντ Γκλόβερ, Σεθ Ρόγκεν, Τσιουετέλ Ετζιόφορ, Μπιγιονσέ Νάουλς - Κάρτερ, Τζον Ολιβερ | (στα ελληνικά) Γιάννη Λάφη, Εύα Τσάχρα, Φοίβου Ριμένα, Βασίλη Μήλιου

Ο μικρός Σίμπα είναι ο διάδοχος του πατέρα του, Μουφάσα. Δεν είναι όλοι, όμως, χαρούμενοι στο βασίλειο με τον ερχομό του μικρού λιονταριού. Ο Σκαρ, ο αδερφός του Μουφάσα -και μέχρι πρότινος διεκδικητής του θρόνου- έχει άλλα σχέδια. Το μονοπάτι για τον θρόνο χαράζεται με προδοσία που οδηγεί τον Σίμπα στην εξορία.

Στην liveaction μεταφορά του κλασικού «Βασιλιά των λιονταριών» το θέαμα έχει τον πρώτο λόγο καθώς τα ψηφιακά εφέ κυριολεκτικά οργιάζουν αλλά η σκηνοθετική προσέγγιση του Φαβρό (που έχει το knowhow από την περίπτωση του επιτυχημένου «Μόγλι, το βιβλίο της ζούγκλας») δεν μένει μόνο στο επίπεδο της εικόνας. Μένοντας πιστός στηβασικήπλοκή του πρωτότυπου φιλμ κινουμένων σχεδίων, ο Φαβρό χτίζει μεθοδικά την ιστορία του «κύκλου της ζωής», ενισχύοντας κάπως την αίσθηση της τραγωδίας – καλογυρισμένη και συγκινητική η σκηνή του θανάτου του Μουφάσα- ενώ αναδεικνύει σε απόλυτα σύμβολα του Κακού τις τρομακτικές ύαινες. Όμως και το πιο ανέμελο ή κωμικό στοιχείο του φιλμ έχει τη δική του σημαντική μερίδα, που ενισχύεται τόσο από χαριτωμένο Σίμπα όσο κι από την σπαρταριστή εμφάνιση των δύο ελαφρόμυαλων φίλων του. Ειδικά ο αγριόχοιρος του ΣεθΡόγκεν είναι σκέτη απόλαυση (προτιμήστε την προβολή τηςαυθεντικής ταινία στα αγγλικά) καθώς καρπώνεται όλα τα πετυχημένα αστεία του σεναρίου. Πάντως δεν έχει την φρεσκάδα ή την δυναμική φαντασία του πρώτου «Βασιλιά των λιονταριών» που είχε κερδίσει 2 όσκαρ και είχε σαρώσει τα ταμεία το 1994. 


Anna (**)
Σκηνοθεσία: Λικ Μπεσόν
Πρωταγωνιστούν: Σάσα Λους, Ελεν Μίρεν, Λουκ Εβανς, Κίλιαν Μέρφι

H πανέμορφη Άννα Πολιάτοβα πίσω από την βιτρίνα του εύθραυστου μοντέλου που πραγματοποιεί σπουδαία καριέρα στο Παρίσι κρύβει το σκοτεινό πρόσωπο μιας υπερ-κατασκόπου που έχει αναλάβει τις πιο δύσκολες αποστολές των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών.

Περιέργως η ταινία πήγε άκλαυτη στις ΗΠΑ – μόλις 7,5 εκατομμύρια δολάρια εισπράξεις σε ένα μήνα- αφού ως τεχνικό κατασκεύασμα είναι μια υποδειγματική δουλειά από πλευράς Μπεσόν, ο οποίος τηρεί ευλαβικά όλα τα κλισέ της χορταστικής, σπιντάτης και εντυπωσιακής (απίστευτη η σεκάνς της πρώτης δοκιμασίας της Άννας στο εστιατόριο) περιπέτειας. Ο δε χαρακτήρας της ηρωίδας είναι υποδειγματικά δοσμένος από την πρωτοεμφανιζόμενη Σάσα Λους, το μοντέλα της Ντίορ που φαίνεται να το έχει με την υποκριτική. Όμως ο αμερικανός θεατής που δείχνει πόσο τιμωρός μπορεί να γίνει, προφανώς έθαψε το φιλμ λόγω της εμπλοκής του ονόματος του δημιουργού του σε μια σειρά σκανδάλων που φέρει 9 γυναίκες να κατηγορούν τον Μπεσόν για σεξουαλική παρενόχληση. Εκτός κι αν επηρέασε την κοινή γνώμη των ΗΠΑ ο παρακάτω διάλογος που λέγεται μεταξύ Μίρεν (υποδύεται την πιο-σκληρή-δεν-γίνεται προϊσταμένη της Άννα) και Λους μετά από την ανάκριση της τελευταίας από τον αμερικανό πράκτορα ΚίλιανΜέρφι: “Πώς σου φάνηκε;” “Όμορφος, γοητευτικός και λίγο μαλάκας”.  «Κατάλαβα. Ο τυπικός πράκτορας της CIA δηλαδή».


Η Ληστεία της Στοκχόλμης (Stockholm) (**)
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Μπουντρό
Πρωταγωνιστούν: Ιθαν Χοκ, Νούμι Ραπάς, Μάρκ Στρονγκ

Στοκχόλμη, 1973. O Λαρς, ένας Αμερικανός πρώην κατάδικος, εισβάλλει στη μεγαλύτερη τράπεζα της Σουηδικής πρωτεύουσας με σκοπό, όχι μόνο να αδειάσει το χρηματοκιβώτιο, αλλά και να απαιτήσει από τις αρχές να ελευθερώσουν τον φυλακισμένο φίλο του. Γοητεύοντας σταδιακά τους όμηρους υπαλλήλους της τράπεζας με την χαρισματική, ευαίσθητη, αλλά και λίγο ανισόρροπη προσωπικότητά του, θα τους κάνει, όχι μόνο να τον υπερασπιστούν, αλλά να θελήσουν να τον βοηθήσουν.

Η ιστορία είναι βασισμένη στα πραγματικά γεγονότα που συγκλόνισαν την παγκόσμια κοινή γνώμη το 1973, όχι μόνο για την φιλόδοξη απόπειρα του ήρωα να πετύχει με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια αλλά κυρίως με την επιλογή των ομήρων να στραφούν υπέρ των δραστών, σε σημείο που έκανε πολλούς ψυχολόγους να δηλώνουν με αυτοπεποίθηση ότι «προφανώς οι όμηροι έχουν δεχτεί πλύση εγκεφάλου από τους θύτες» κάτι που δεν ίσχυε σε καμία περίπτωση. Όμως το φιλμ παρά τη ζωντάνια του θέματος και τις συνεχείς ανατροπές (για όσους δεν γνωρίζουν την ιστορία), κυλάει κάπως άνευρα και δίχως τις μικρολεπτομέρειες που συνήθως κάνουν την κρίσιμη διαφορά σε φιλμ αυτού του είδους. Ελεγχόμενες και οι ερμηνείες (αστείος με την περούκα του ο Στρογκ χάνει αμέτρητο βάρος και πόντους από τη στιβαρή συνήθως παρουσία του, οριακά στο στυλ της καρικατούρας ο Χοκ, ενώ η πιο αξιόπιστη λύση είναι η πάντα αποτελεσματική Ραπάς) ενώ σαφώς πιο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εικόνα ενός κόσμου που πασχίζει να βρει τη γόνιμη ισορροπία του μεταξύ νομιμότητας, φαρσοκωμωδίας, πολιτικής σκέψης και ανεκτικότητας. Τα ίδια δηλαδή που ψάχνει κάπως άτσαλα και η ταινία του άνισου Ρόμπερτ Μπουντρό.


Ακόμη

»»» Στην ακαδημαϊκή αλλά εμπλουτισμένη από την μεστή ερμηνεία της Τζούντι Ντεντς «Κόκκινη Τζόαν» (**) η οσκαρική ηθοποιός υποδύεται τη βρετανίδα κατάσκοπο Τζόαν Στάνλεϊ που αποκάλυπτε κρατικά μυστικά στους Σοβιετικούς, εργαζόμενη σε μονάδα έρευνας του τρόπου κατασκευής της ατομικής βόμβας.
»»» Η επανέκδοση της βδομάδας είναι η θεσπέσια δημιουργία του Χίτσκοκ – προτελευταία ταινία της βρετανικής περιόδου του - «Η κυρία εξαφανίζεται» (****) με θέμα την εξαφάνιση μιας γηραιάς επιβάτισσας του Οριάν εξπρές που δεν έχει δει κανείς παρά μόνο μια νεαρή συνεπιβάτιδα που δεν μπορεί να πιστέψει πως είναι δυνατόν να μην την έχει προσέξει κανείς σε ολόκληρο το τρένο.