Κινηματογραφος

Κριτική για τις νέες ταινίες της εβδομάδας (4 - 10 Ιουλίου)

Spider-Man: Μακριά από τον τόπο του, McQueen, Γκλόρια, Διακοπές στη Βενετία κι ακόμη 6 ταινίες

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Κωνσταντίνος Καϊμάκης κάνει την κριτική του για τις ταινίες που κυκλοφορούν αυτή την εβδομάδα (4 - 10 Ιουλίου)

Spider-Man: Μακριά από τον τόπο του (Spider-Man: Far from Home) (***)
Σκηνοθεσία: Τζο Γουάτς
Πρωταγωνιστούν: Τομ Χόλαντ, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, Ζεντάγια, Κόμπι Σμάλντερς, Τζον Φαβρό, Μαρίσα Τομέι, Τζέικ Τζίλενχαλ

Αν και τα σχέδια του Πίτερ είναι να αφήσει για λίγο πίσω του τις υπέρ-ηρωικές του ενασχολήσεις προκειμένου να απολαύσει με τους συμμαθητές του ξέγνοιαστες διακοπές στην Ευρώπη, τα πάντα θα ανατραπούν όταν εμφανιστεί απροειδοποίητα μπροστά του ο Νικ Φιούρι. Ο αρχηγός της ΑΣΠΙΔΑΣ θα του ζητήσει να ξεσκεπάσει το μυστήριο επιθέσεων περίεργων πλασμάτων που προκαλούν το χάος στη Γηραιά ήπειρο.

Πριν από δύο χρόνια γράφαμε από αυτήν εδώ τη στήλη για την επανεκκίνηση του Spider-Man ότι είναι ένα αυθεντικό χρονικό ενηλικίωσης και εσωτερικής αναζήτησης που δείχνει όχι μόνο τον δρόμο αλλά και τον τρόπο που πρέπει να κινηθεί πλέον το κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel. Η συνέχεια εκείνης της ταινίας ευτυχώς δεν παρεκκλίνει της θετικής πορείας καθώς ο σκηνοθέτης Τζο Γουάτς διατηρείται στη θέση του, ενορχηστρώνοντας με στιλ και δεξιοτεχνία και τη νέα περιπέτεια του Πίτερ. Όμως ο 16χρονος ήρωας, παρότι έρχεται όλο και πιο κοντά στο πεπρωμένο του, δείχνει να... κλωτσά. Ο Πίτερ πριν και πάνω από όλα είναι ένας έφηβος. Ένα ανασφαλές αγόρι με όλες τις αμφιβολίες, τις αδυναμίες και την ελαφρότητα της ηλικίας του που περισσότερο τον ενδιαφέρει να περάσει καλά στη σχολική εκδρομή με τους φίλους του και να βρει το θάρρος να πει επιτέλους στο κορίτσι που ερωτεύτηκε αυτό που νιώθει. Φυσικά, η στάση αυτή έχει σοβαρό αντίκτυπο στην πλοκή της ιστορίας με αποκορύφωμα το απογοητευτικό επεισόδιο στην Πράγα που ο Σπάιντερ «μεταμορφώνεται» σε... νυχτερινή μαϊμού που γίνεται στόχος των ΜΜΕ και φτάνει ένα βήμα πριν από το να τα παρατήσει όλα. Δεν είναι τυχαίο πως σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του έργου ο Νικ Φιούρι τον κοιτάει με... μισό μάτι (!), διατηρώντας σοβαρές ενστάσεις αν είναι όντως ικανός να διαδεχτεί τον Σταρκ στις ηγετικές θέσεις των Εκδικητών. Μάλιστα ο κυνικός Φιούρι δείχνει να εμπιστεύεται περισσότερο τον αινιγματικό αλλά έμπειρο Mysterio(ο Τζέικ Τζίλενχαλ στον ρόλο) που συνδράμει στις προσπάθειές τους για να σταματήσουν την επέλαση των εξωγήινων απειλών. Αν στο «Επιστροφή στον τόπο του» το ζητούμενο ήταν να μάθουμε τα βασικά από την προσωπική ζωή του Πάρκερ –και της σέξι θείας του–, εδώ η πλοκή του «Μακριά από τον τόπο του» –με αποκορύφωμα τη θαυμάσια σεκάνς στο Λονδίνο– παρουσιάζει το χτίσιμο του χαρακτήρα (που γίνεται ταυτόχρονα με το φτιάξιμο μιας εντυπωσιακής νέας στολής) εν όψει της επόμενης μέρας. Παράλληλα το ειρωνικό σχόλιο του σκηνοθέτη για τη διάλυση των ψευδαισθήσεων –αυτά τα εφετζίδικα drones που προκαλούν έφεση στην αλαζονεία και την «τρέλα του μεγαλείου» για κάποιους σούπερ ήρωες– είναι από τα βασικά στοιχεία του σεναρίου σε συνδυασμό με μια ελαφριά ειρωνεία για κάποιους ανερχόμενους και αλαζόνες σταρ (ο Mysterio είναι ο ψωνισμένος σταρ της διπλανής πόρτας) που παθαίνουν ίλιγγο μόλις «ψηλώσουν» λίγο.


McQueen (***1/2)
Σκηνοθεσία: Ίαν Μπονοτέ, Πίτερ Ετεντγκουί Σενάριο: Πίτερ Ετεντγκουί
Μοντάζ: Σίνζια Μπαλντεσάρι Μουσική: Μάικλ Νάιμαν

Μέσα από αρχεία, εικόνες, μουσική και κυρίως αποκλειστικές συνεντεύξεις του ίδιου (καθώς και από τους πιο στενούς φίλους ή μέλη της οικογένειάς του) παρακολουθούμε το πορτραίτο ενός από τους σημαντικότερους σχεδιαστές μόδας των τελευταίων δεκαετιών, του Σκοτσέζου Αλεξάντερ ΜακΚουίν.

Αν και ο κόσμος της μόδας δεν είναι στα ενδιαφέροντά μου, ομολογώ ότι το ντοκιμαντέρ των Ιαν Μπονοτέ και Πίτερ Ετεντγκουί κατάφερε να με συνεπάρει. Δίνοντας με έναν άρτιο, άμεσο και συγκλονιστικό τρόπο την πορεία του καταραμένου μόδιστρου από τη Σκοτία, το σκηνοθετικό δίδυμο πέτυχε να συνθέσει όχι μόνο ένα χορταστικό από κάθε άποψη πορτραίτο αλλά και ένα δυνατό σχόλιο για τον συγκεκριμένο χώρο. «Η μόδα είναι μια φούσκα» ακούγεται να λέει κάποια στιγμή ο ΜακΚουίν που δεν διστάζει να τα χώσει σε πρόσωπα και φίρμες (καταπληκτικό το επεισόδιο με τη συνεργασία του με διάσημο παρισινό οίκο) του χώρου. Η αντισυμβατική συμπεριφορά, το ασουλούπωτο στιλ και ο «ξένος» που κατάφερε να εισβάλλει στα σαλόνια της υψηλής ραπτικής σηματοδοτεί μια ασυνήθιστη και οπωσδήποτε μοναδική περίπτωση για τον κόσμο της μόδας. Ποιο ήταν λοιπόν το στοιχείο εκείνο που έκανε τον Αλεξάντερ ΜακΚουίν έναν από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του συγκεκριμένου κόσμου; Όλοι οι φίλοι και εχθροί του συμφωνούν: είχε το σπάνιο χάρισμα να φτιάχνει αριστουργήματα από το τίποτα ενώ η φαντασία του δεν γνώριζε όρια. Κάποιες από τις παρουσιάσεις νέων δημιουργιών του είχαν το στίγμα ενός οραματιστή καλλιτέχνη που αποκαλύπτουν ότι άνετα θα μπορούσε να μεγαλουργήσει στο θέατρο ή το σινεμά. Αυτός λοιπόν ήταν ο ΜακΚουίν. Το χοντρό, ατσούμπαλο αγόρι της εργατικής τάξης που δεν είχε λεφτά για να φάει κάποια εποχή, όμως με το ταλέντο του κατέκτησε τον κόσμο κι έφερε τον κόσμο της μόδας στην επόμενη εποχή. Εκείνης της εποχής δηλαδή που η μόδα ζει πιο έντονα από ποτέ την αμφισβήτηση και απομυθοποίησή της αλλά ταυτόχρονα μπορεί να βιώνει και μια από τις πιο χρυσές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας της. Αντίφαση θα πείτε, αλλά αυτό ακριβώς ήταν ο ΜακΚουίν. Μια ιδιοφυής αντίφαση.


Γκλόρια (Gloria Bell) (**1/2)
Σκηνοθεσία: Σεμπάστιαν Λέλιο
Πρωταγωνιστούν: Τζούλιαν Μουρ, Τζον Τορτούρο, Μάικλ Σέρα

Η Γκλόρια είναι μια διαζευγμένη μεσήλικη μητέρα (τα δύο ενήλικα παιδιά της έχουν φτιάξει τη ζωή τους μακριά από εκείνη) που εργάζεται σε μια ασφαλιστική εταιρεία και έχει απεριόριστο ελεύθερο χρόνο. Όταν επιθυμεί να διασκεδάσει πηγαίνει για χορό και ποτό σε κλαμπ με ρετρό μουσική που συχνάζουν μοναχικοί άντρες και γυναίκες. Εκεί γνωρίζει τον σχετικά πρόσφατα χωρισμένο Άρνολντ που όμως έχει ακριβώς την αντίθετη σχέση με τα παιδιά του.

Πριν από πέντε χρόνια ο χιλιανός Λέλιο μας πρωτοσύστησε τη θαυμάσια ηρωίδα του. Εκείνη η «Γκλόρια» με τους άγνωστους ερμηνευτές και τη δύναμη της πρωτότυπης ιστορίας σε κράταγε σε αγωνία ως προς τις εναλλαγές των συναισθηματικών δοκιμασιών και την τελική έκβαση (αυτό το υπέροχο φινάλε με την Γκλόρια να χορεύει το ομότιτλο τραγούδι) που θα είχε η ζωή της ηρωίδας. Στο αμερικανικό ριμέικ δεν μπορούμε να βρούμε σημαντικές διαφορές στη ματιά του Λέλιο –πιο ενισχυμένος ο ειρωνικός χαρακτήρας του σεναρίου γύρω από την ψυχανάλυση και ασχολίες τύπου γιόγκα– αφού σε μεγάλο βαθμό η ιστορία ακολουθεί την προδιαγεγραμμένη πορεία του πρώτου φιλμ. Είναι απλώς η ευκαιρία για να διαπιστώσουμε ξανά πόσο καλή ηθοποιός είναι η Τζούλιαν Μουρ, ενώ ο Τζον Τορτούρο έχει τη σπάνια ικανότητα να βγάζει ανθρωπιά και τρυφερότητα σε ό,τι κάνει: εννοείται πως ο ρόλος του Άρνολντ είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του. Όμως η «Γκλόρια», εκτός από τα θετικά της ως φιλμική, κατασκευή έχει κάποιες γκρίζες ζώνες σε σχέση με το ιδεολογικό κομμάτι της και κυρίως την προσωπικότητα της ηρωίδας που δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα στο αρχικό φιλμ. Πολλά από όσα κάνει η Γκλόρια θα προκαλέσουν την αντίδραση κάποιων χειραφετημένων γυναικών που θα αναρωτηθούν ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημά της. Και δεν εννοούν φυσικά μόνο τη μοναξιά...


Διακοπές στη Βενετία (Venice Calling) (**)
Σκηνοθεσία: Ιβάν Καλμπερά
Πρωταγωνιστούν: Μπενουά Πελβούρντ, Βαλερί Μπονετόν, Ελί Τονά, Γιουτζίν Μαρκούς

Ο 14χρονος Εμίλ παλεύει να μεγαλώσει φυσιολογικά αλλά βρίσκεται εγκλωβισμένος σε ένα παλιό τροχόσπιτο, όπου ζει με τον μεγάλο αδελφό και τους ανορθόδοξους γονείς του, ένα εκκεντρικό ζευγάρι που βρίσκει πάντα τρόπο να τον φέρνει σε δύσκολη θέση. Όταν η Πολίν, ο μεγάλος του έρωτας από το σχολείο, τον προσκαλεί στο κονσέρτο της στη Βενετία, ο πατέρας ανακοινώνει ότι πρόκειται για την τέλεια ευκαιρία να κάνουν ένα οικογενειακό ταξίδι.

Παρά το κωμικό περιτύλιγμά της η ταινία δεν είναι και τόσο αστεία. Αν πάτε να τη δείτε ως τέτοια, πιθανότατα θα απογοητευτείτε. Αν όμως σταθείτε γύρω από την αγωνία του μικρού πρωταγωνιστή να κρύψει τη ντροπιαστική αλήθεια για την ταπεινή καταγωγή και κυρίως την αλλοπρόσαλλη οικογένειά του ίσως και να διασκεδάσετε. Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με ένα road movie εσωτερικής αναζήτησης και στοχασμού ως προς την ανάγκη να βρούμε την αλήθεια στη ζωή μας και να πάψουμε να ζούμε εθελοτυφλώντας. Στη διάρκεια του ταξιδιού βέβαια οι κωμικές στάσεις δεν είναι λίγες (ο αρχικός συνεπιβάτης που φρικάρει με την εκκεντρική συμπεριφορά της φαμίλιας) αλλά το κέντρο βάρους παραμένει στην τρυφερή καρδιά του δύσμοιρου Εμίλ που θέλει να κάνει το καλό, όμως με τέτοιους γονείς όλες οι προβλέψεις είναι εναντίον του. O σκηνοθέτης Ιβάν Καλμπεράκ διασκευάζει το διάσημο best-seller του (ανέβηκε με επιτυχία και στο θέατρο) έχοντας ως βασική μέριμνά του τη σωτηρία με κάθε τρόπο του νεαρού πρωταγωνιστή του. Δεν είναι και λίγο αυτό.


ΑΚΟΜΗ

»»» Η δεύτερη γαλλική κωμωδία διακοπών με τίτλο «Διακοπές στην Ίμπιζα» (Ibiza) (0) ποντάρει στις γκριμάτσες του Κριστιάν Κλαβέ και τους μουσικούς ρυθμούς του διάσημου νησιού αλλά στην ουσία είναι μια κάκιστη κωμωδία.
»»» Τα ισπανικά «70 πεντακοσάρικα» (**) του Κόλντο Σέρα θυμίζει κάπως Casa de Papel ως στήσιμο της αστυνομικής πλοκής έχοντας για πρωταγωνίστρια μια απελπισμένη μητέρα που πρέπει να βρει γρήγορα 35.000 ευρώ.
»»» Από τις επανεκδόσεις της εβδομάδας ξεχωρίζει σαφώς ο αριστουργηματικός «Κονφορμίστας» (*****), η πιο ριζοσπαστική ταινία στην καριέρα του Μπερτολούτσι, με τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν στο ρόλο ενός τραγικού ήρωα που γίνεται θύμα των πολιτικών επιλογών του.
»»» Το ίδιο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και για τον Μορέτι με το τρυφερό, αστείο και υπέροχο «Αγαπημένο μου ημερολόγιο» (*****)
»»» ενώ ο «Κύριος Βερντού» (****1/2) του Τσάρλι Τσάπλιν είναι η πιο αταίριαστη με την υπόλοιπη φιλμογραφία ταινία του σπουδαίου Σαρλό, αλλά ανήκει με βεβαιότητα στις πιο σημαντικές του.
»»» Κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση του Πέδρο Αλμοδόβαρ και του πρωτόλειου και κάπως ξεπερασμένου σήμερα «Μια ζωή ταλαιπωρία» (**) από το μακρινό 1984.