Κινηματογραφος

Ο σκηνοθέτης Σωτήρης Γκορίτσας γράφει για το Νetflix και την ελληνική τηλεόραση

Οθόνη και Βιβλίο, Απιστίες και Αμαρτίες

Σωτήρης Γκορίτσας
ΤΕΥΧΟΣ 697
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μέχρι πέρσι δεν είχα δει ποτέ μου σειρά. Ούτε ελληνική, ούτε ξένη. Για τις μεν ελληνικές ο λόγος ήταν η ποιότητά τους, η γνωστή καρικατούρα μιας δήθεν καθημερινότητας, η ανυπαρξία σεναρίου, και αντ’ αυτού ακατάσχετη φλυαρία και υστερική ηθοποιία που προσπαθεί σώνει και καλά να «βγάλει γέλιο». Για τις δε ξένες, μου ήταν αδύνατον να προγραμματίσω και να περιμένω μια εβδομάδα για να δω τη συνέχεια του επεισοδίου. Όλα άλλαξαν πριν από έναν χρόνο που πιέστηκα από φίλους να δω το «Peaky Blinders». Το είδα ολοκληρωμένο στο Netflix μέσα σε τρεις ημέρες. Και έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Από τότε, ντρέπομαι να πω ότι πήγα πολύ λιγότερες φορές σινεμά και μειώθηκαν τα βιβλία που διάβασα.

Έχω παρακολουθήσει και συνεχίζω να παρακολουθώ στη συνδρομητική τηλεόραση πολλές σειρές, κυρίως ευρωπαϊκές, λιγότερες αμερικάνικες, τη μεγαλύτερη όμως εντύπωση μου έχουν κάνει κάποιες ισραηλίτικες. Στην πλειοψηφία τους όλες αφορούν τη σύγχρονη πραγματικότητα των κοινωνιών τους, με πιο συνηθισμένο όχημά τους την αστυνομική ιστορία. Μου προξενεί μεγάλη εντύπωση η αρτιότητά τους. Αρτιότητα πρώτα από όλα σεναριακή. Δεύτερον υποκριτική. Και τρίτον, και κυριότερο, σε επίπεδο παραγωγής. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι μπορούν πολλές κινηματογραφικές ταινίες να το ανταγωνιστούν.

Όπως ίσως θα έχετε προσέξει στους τίτλους τους, πρόκειται για αποθέωση συλλογικής δουλειάς. Ποτέ δεν υπάρχει μόνο ένας σεναριογράφος, αλλά μια ομάδα. Συχνά δεν υπάρχει ούτε ένας σκηνοθέτης, αλλά διαφορετικός σε κάθε επεισόδιο. Ο οποίος όμως ακολουθεί την ίδια γραμμή με τους σκηνοθέτες των υπόλοιπων επεισοδίων. Η δε σύλληψη της ιδέας είναι κάποιου τρίτου, που αναφέρεται ως δημιουργός/creator της σειράς. Τέλος, ακόμα και η παραγωγή συχνά δεν είναι μόνο ενός.

Βλέπω, δηλαδή, έτοιμη την ιδέα που πριν από 10 χρόνια κάποιοι «κινηματογραφιστές στην ομίχλη» προσπαθήσαμε να εντάξουμε σε έναν νόμο για το ελληνικό σινεμά. Νόμος ο οποίος ψηφίστηκε μεν κακήν κακώς, αλλά λόγω κρίσης πήγε άπατος. Πυρήνας της ιδέας μας ήταν παράλληλα με το σινεμά του δημιουργού –που αφορούσε σχεδόν το 100% της εγχώριας παραγωγής ταινιών– να ενισχυθεί το τρίπτυχο παραγωγός - σεναριογράφος - σκηνοθέτης σαν ο δημιουργικός πυρήνας, να μειωθεί δηλ. το one man show, του ανθρώπου που είναι και σεναριογράφος και σκηνοθέτης και συχνά παραγωγός. Είχε γίνει σε πολλές κινηματογραφίες με εκπληκτικά αποτελέσματα, με πιο ηχηρή την περίπτωση της Δανίας, μιας μικρής χώρας που μέσα σε μια δεκαετία, ακολουθώντας αυτό το δημιουργικό τρίπτυχο, κατάφερε να δίνει το στίγμα της στο παγκόσμιο σινεμά. Στόχος μας ήταν πέρα από τις φεστιβαλικές ταινίες να μπορέσουμε κάποτε να φτιάξουμε και ταινίες «του μεσαίου χώρου» όπως τις λέγαμε, ταινίες που αποτελούν το κυρίως σώμα κάθε ευρωπαϊκής κινηματογραφίας. Που θα μιλήσουν για τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, όχι μέσα από τη στρεβλή εικόνα που παράγει αφειδώς η ελληνική τηλεόραση.

Και να που έρχεται τώρα η ίδια η τηλεόραση να το κάνει, ενώ ο κινηματογράφος μας συνεχίζει τον δρόμο της ταινίας ξαφνικής φωτοβολίδας, κάποιας δηλ. διεθνούς φεστιβαλικής βράβευσής της με μηδενική επικοινωνία με το ελληνικό κοινό που παραμένει παραδομένο στο φτηνό ελληνικό σίριαλ. Καλοί οι Λάνθιμοι και οι Αντετοκούμποι, αλλά αρκούν για να μιλάμε για ελληνικό σινεμά ή ελληνικό μπάσκετ;

Ποια είναι η ελπίδα μου: Ότι με την εξάπλωση του Netflix και άλλων συνδρομητικών καναλιών θα αναγκαστεί κάποτε και η ελληνική τηλεόραση να αναβαθμίσει το προϊόν της. Όπως δεν είναι δυνατόν αφού δεις Μπαρτσελόνα-Μάντσεστερ να δεις μετά Παναθηναϊκό-Ολυμπιακό, γιατί πονάνε τα μάτια σου, έτσι ελπίζω ότι δεν θα είναι δυνατόν μετά το «Broadchurch», το ελληνικό κανάλι να περιμένει ότι θα το ανταγωνιστεί με αστυνόμους Μπέκα και ζωές εν τάφω.

Μπορούμε να το κάνουμε; Έχουμε πλεονεκτήματα, κυρίως τον φυσικό μας χώρο, ένα σπάνιο δηλαδή ντεκόρ, αλλά και άξιο έμψυχο δυναμικό. Αρκεί να κοιτάξουμε να αξιοποιήσουμε αυτά και όχι να κοιτάει το υπουργείο αποκλειστικά στο πώς θα προσελκύσει τις ξένες παραγωγές.

Ιστορίες έχουμε; Πολλές. Με πιο πρόσφατη την Ελλάδα της κρίσης που ήταν για καιρό η πιο «trendy» ιστορία στην Ευρώπη και όχι μόνο. Αυτό που δεν έχουμε ακόμα είναι η τεχνογνωσία, που θα μετατρέψει την ιστορία σε σενάριο, θα αφηγηθεί την ιστορία σε κινηματογραφική όμως γλώσσα. Πόσο μάλιστα όταν μια τηλεοπτική σειρά είναι αφήγηση μεγάλης διάρκειας, δηλ. μαραθώνιος, ενώ εμείς μάλλον διακρινόμαστε στη μικρή φόρμα, στο σπριντ, στο ποίημα, στο τραγούδι, στο ανέκδοτο.

Γι’ αυτό λέω ότι η προσπάθεια πρέπει να ξεκινήσει από την ελληνική λογοτεχνία. Για πολλούς λόγους, και κυρίως γιατί πρόκειται για πολύ πιο «φτηνό σπορ» από τον πανάκριβο κινηματογράφο, η λογοτεχνία μας έχει προχωρήσει πολύ πιο αποτελεσματικά τη μαστοριά της αφήγησης. Εάν λοιπόν βασιστούμε σε αυτήν, και συγχρόνως διδαχτούμε από τη συλλογικότητα στη δημιουργία των ξένων σειρών, πιστεύω πως μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάποτε θα δούμε και την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα όπως είναι, και όχι διαστρεβλωμένη όπως στις ελληνικές σειρές.

Είναι εθνική ανάγκη, καθώς αυτό που εδώ και τριάντα χρόνια ονομάζαμε «πολιτισμό» έχει σημαντικότατο μερίδιο στη χρεοκοπία μας.

Αυτά θα έλεγα στην ημερίδα Game of Thrones ή Game of Books της Athens Voice, στην οποία λόγω ανωτέρας βίας, δυστυχώς, δεν μπόρεσα να παρευρεθώ.