- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Θέμης Πάνου είναι γνώριμος στους θεατρόφιλους μέσα από μια σημαντική καριέρα στη σκηνή, αλλά όχι με τους κινηματογραφικούς ρόλους που θα περίμενε κανείς. Κάτι που προφανώς θα αλλάξει, όχι μόνο γιατί με το ρόλο του στο «Miss Violence» κέρδισε το βραβείο πρώτου ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Βενετίας, αλλά γιατί βλέποντας το φιλμ η υπόγεια ένταση και τα επίπεδα που χωρούν στην ερμηνεία του πολύ απλά σε στοιχειώνουν.
Ο Θέμης Πάνου είναι τόσο καλός στο ρόλο του σκοτεινού πάτερ φαμίλια στο φιλμ του Αλέξανδρου Αβρανά που σχεδόν περιμένεις, όταν τον συναντάς από κοντά, να δεις έναν ανάλογα κλειστό, «εσωτερικό» καλλιτέχνη. Στην πραγματικότητα βρίσκεις απέναντί σου έναν απόλυτα θετικό, χαμογελαστό άνθρωπο που όταν τον ρωτάς πώς πετυχαίνει μια τόσο εντυπωσιακή μεταμόρφωση στην οθόνη, σου απαντά γελώντας «είναι η δουλειά μου. Και κάποιες άλλες εποχές θα λέγαμε, πληρώνομαι καλά γι’ αυτό».
Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, μετακόμισε στην Ελλάδα στα 14 του και λέει ότι δεν έγινε ηθοποιός ακριβώς συνειδητά: «Παρασύρθηκα από μια φίλη μου κι έδωσα εξετάσεις στη δραματική σχολή και από τότε, ακόμη κι αν σκέφτηκα πολλές φορές να δοκιμάσω κάτι άλλο, δεν το έκανα πράξη ποτέ». Ευτυχώς. Το γιατί μπορείτε να το ανακαλύψετε μέχρι τις 17 Νοεμβρίου στη σκηνή του Badminton, όπου ο Θέμης Πάνου υποδύεται (από Τετάρτη μέχρι Κυριακή) τον πατέρα του Μίκη Θεοδωράκη στην παράσταση «Ποιος τη ζωή μου», και από σήμερα στις κινηματογραφικές αίθουσες αφού το «Miss Violence» μετά από ένα γύρο στα φεστιβάλ του κόσμου ξεκινά κανονικά την ελληνική προβολή του.
Στο «Miss Violence» υποδύεστε συγκλονιστικά έναν εξαιρετικά αρνητικό χαρακτήρα. Πώς προσεγγίζει κανείς έναν τόσο δύσκολο ρόλο, έναν ήρωα που μοιάζει απωθητικός;
Με τη θετική του πλευρά. Κατ’ αρχήν είναι ανθρώπινο ον. Συνηθίζουμε να βάζουμε ταμπέλες, «το τέρας», «ο δράκος» και τα λοιπά, αλλά αν ξύσει κανείς την επιφάνεια θα δει ότι είναι ένας άνθρωπος με ένα παρελθόν, με επιθυμίες, με αισθήματα, με ελλείμματα, με ανάγκες και κάποιους λόγους που οδηγούν τις πράξεις του. Δεν μπορώ να ξέρω ποιοι είναι, αλλά μπορώ να καταλάβω τι ωθεί έναν άνθρωπο να ασκεί βία σε κάποιον άλλο. Η βία έχει πολλές μορφές. Ο τρόπος με τον οποίο δούλεψα ήταν να ανακαλύψω αν εμένα μου αρέσει η βία. Και κάποια στιγμή κατέληξα πως ναι. Όχι φυσικά η βία στην πιο καθαρή της μορφή, μα η βία που μπορώ εγώ να ασκήσω σε έναν άνθρωπο, να τον παραπλανήσω, να τον γοητεύσω. Είναι κι αυτό μια μορφή βίας, ένας τρόπος να πάρεις κάτι από τον άλλο, να ασκήσεις πάνω του μια εξουσία. Αναρωτήθηκα επίσης αν μου αρέσει να ασκώ εξουσία. Κι έδωσα κι εκεί τις δικές μου απαντήσεις. Μετά κατάλαβα ότι αν δεν μπορούσα να κάνω αυτό το διάλογο με αυτές τις δύο απόλυτα ειλικρινείς ερωτήσεις κι απαντήσεις δεν θα μπορούσα να παίξω το ρόλο. Ήταν ένα κομβικό σημείο. Γιατί δεν μπορώ να κατανοήσω τις πράξεις του ήρωα. Μπορεί να έχω μέσα μου κάποιες ανάλογες ασυνείδητες τάσεις, όλοι έχουμε, αλλά δεν είναι κάτι που μπορείς να ανασύρεις και να τοποθετήσεις σε μια ερμηνεία. Μόνο πλαγίως μπορείς να τις πλησιάσεις. Όπως και τους μεγάλους ρόλους, την ανθρώπινη φύση μόνο πλαγίως μπορείς να πλησιάσεις, όχι απευθείας αλλά διαμέσου του εαυτού σου. Αυτός είναι ο πιο σίγουρος δρόμος.
Τι σας είπε ο Αλέξανδρος Αβρανάς για τον ήρωά σας όταν σας πρότεινε το ρόλο;
Μου περιέγραψε τις συνθήκες της οικογένειας στην ταινία του, μου περιέγραψε τον ήρωα. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να σκεφτώ πόσο δύσκολο θα ήταν να χτίσουμε έναν τέτοιο χαρακτήρα. Πόσες διαφορετικές απεικονίσεις θα μπορούσε να έχει. Αλλά πολύ γρήγορα αντιληφθήκαμε πως η εικόνα «φανελάκι-μποξεράκι» δεν υπήρχε περίπτωση να παίξει, όχι μόνο εξαιτίας της αισθητικής άποψης του Αλέξανδρου, αλλά γιατί και στη δική μου ματιά, κάτι τέτοιο θα ήταν το πιο εύκολο. Αυτό δηλαδή που σε κάθε ερμηνεία μου, τόσο στο θέατρο όσο και στο σινεμά, προσπαθώ να αποφύγω. Δεν μπορείς να δίνεις το κλειδί σε κάποιον να αποκρυπτογραφήσει ένα χαρακτήρα από την πρώτη ματιά. Και δεν θέλαμε τίποτα, ούτε καν η εμφάνισή του, να προδίδει κάτι με τόσο προφανή τρόπο.
Πώς ήταν η «συγκατοίκηση» με έναν τέτοιο χαρακτήρα στη διάρκεια των γυρισμάτων;
Δεν ένιωσα ότι τον κουβαλάω μαζί μου, γατί δεν είναι κι ένας άνθρωπος που θέλεις να τον φέρεις στο σπίτι, αλλά ένιωσα πως αν υπήρξε μια συγκατοίκηση με έναν άλλο Θέμη, ας πούμε, ήταν αυτός ο οποίος έπρεπε να είναι διαρκώς εν εγρηγόρσει στη διάρκεια των απαιτητικών γυρισμάτων, να ακολουθεί πάντα τις οδηγίες του σκηνοθέτη για το καλύτερο αποτέλεσμα. Ναι, ήταν απαιτητικό, ήθελε τρομακτική συγκέντρωση και σε μεγάλη διάρκεια. Δεν ήταν κάτι που είχα κάνει σε τόση διάρκεια και υπήρξε μια εξαιρετική εμπειρία.
Υπάρχει μια αληθινή ιστορία πίσω από το σενάριο του φιλμ. Θα λέγατε ότι τη βρήκατε σοκαριστική;
Όλα είναι πιθανά στον άνθρωπο. Γι’ αυτό η τέχνη ασχολείται μαζί του. Γι’ αυτό το κέντρο της τέχνης είναι αυτός. Η ύπαρξή του, ο έρωτάς του, ο θάνατός του, η όψη του, τα συναισθήματά του. Ναι, η αλήθεια της ιστορίας βεβαίως με τρομάζει. Η δυνατότητα που έχουμε όλοι μας για τη βία μπορεί να έχει τραγικές συνέπειες και σε μια τεράστια κλίμακα. Κάτι τόσο μικρό μπορεί να οδηγήσει σε κάτι τόσο μεγάλο όσο ένας πόλεμος, ένα Άουσβιτς. Δεν χρειάζεται πολύ περισσότερο στην πραγματικότητα.
Ήταν σημαντικό για σας το να δώσετε στον ήρωα και στην ταινία ένα ρεαλιστικό τόνο;
Η μεγάλη τέχνη ξεκινά από κάτι πολύ μικρό, κάτι ασήμαντο, και το απογειώνει. Από εκεί αρχίζεις. Όχι κατευθείαν από το αερόστατο. Λένε, για παράδειγμα, ότι η ποίηση μιλά για αστέρια και ουρανούς. Η μεγάλη ποίηση δεν μιλά γι’ αυτά. Ο Καβάφης μιλά για το δωμάτιο. Για την πόλη, για τα τείχη που έχτισε, μιλά για ένα κερί, κι όλοι καταλαβαίνουμε. Έτσι και η ταινία μιλά γι’ αυτό το διαμέρισμα, γι’ αυτή την οικογένεια, για την κλειστή πόρτα. Για πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Κι από κει και πέρα τα κάνεις ό,τι θες. Ο συμβολισμός έρχεται μετά στο μυαλό του θεατή.
Μιας κι αναφερθήκατε στην ποίηση, ξέρω ότι γράφετε κι εσείς.
Το γράψιμο είναι για μένα μια μεγάλη χαρά. Είναι κάτι πολύ σημαντικό. Εκεί ανακαλύπτω πόσο περισσότερη δουλειά πρέπει να κάνει κανείς για να εκφράζεται αληθινά. Γιατί στο θέατρο, στη δουλειά του ηθοποιού, η εμπειρία κάνει συχνά τα πράγματα πιο εύκολα, αλλά στις λέξεις σκοντάφτεις. Αλλά είναι και πιο δελεαστικές. Έχει εκδοθεί ήδη ένα βιβλίο μου από το Ροδιακό, το «Αιφνιδίως και μια επιστροφή», δεκαπέντε αφηγήματα για την έκπληξη που έχουν οι άνθρωποι μπροστά στην επίσκεψη του θανάτου – ακούγεται μαύρο, αλλά δεν είναι. Το νέο μου βιβλίο είναι τέσσερις ιστορίες βασισμένες πάνω σε σκίτσα του Θανάση Δήμου. Ονομάζεται «Ιστορίες για αχρείους - Vita Brevis» και θα εκδοθεί σε λίγο καιρό από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Η αναγνώριση, το βραβείο στο φεστιβάλ Βενετίας, τι σημαίνει για εσάς;
Μια μεγάλη χαρά. Αλλά μαζί είναι μια στιγμή αμηχανίας, μια στιγμή που πρέπει να επιστρατεύσεις ό,τι διαθέτεις για να αντιμετωπίσεις την τρομακτική προβολή, υπάρχει ο κίνδυνος να μετακινηθείς, να σε αλλοιώσει λίγο. Είναι πολύ έντονο, αλλά καταλαβαίνω ότι έναν ηθοποιό που εργάζεται, ένα βραβείο τον βοηθά να επικοινωνήσει τη δουλειά του με τρόπο πολύ πιο αποτελεσματικό. Έχοντας δουλέψει στο θέατρο μπορεί να είχα την τύχη να παίξω εξαιρετικούς ρόλους, αλλά δεν είχα ποτέ αυτού του είδους την προβολή. Μπορεί και να μην το επιδίωξα γιατί δεν είναι η αναγνωρισιμότητα του ηθοποιού που κάνει το ρόλο. Αλλά το σινεμά έχει πολύ περισσότερο να κάνει με την εικόνα. Δεν μπορώ να πω ότι αυτή η προβολή με δυσαρεστεί, γιατί βλέπω την εικόνα μου να δείχνει ευχαριστημένος. Γιατί αυτό βλέπεις πρώτα απ’ όλα στην εικόνα κάποιου άλλου, αν είναι καλά ή όχι, με τον εαυτό του και με αυτό που έκανε.