- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Φαίδωνας Γεωργίτσης: Λίγες λέξεις για το πιο ωραίο αγόρι του ελληνικού σινεμά
Σημαντικές στιγμές της ζωής του «Τζέιμς Ντιν της Ελλάδας»
Ο Φαίδων Γεωργίτσης γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου του 1939 και σήμερα έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 80 ετών, μετά από χρόνια μάχη με τον καρκίνο του εγκεφάλου. Με την καριέρα του, κατάφερε να αφήσει το στίγμα του στον ελληνικό κόσμο της υποκριτικής και να αποτελέσει μία από τις πιο χαρακτηριστικές και εμβληματικές μορφές του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου.
Αν υπάρχει κάτι για το οποίο θα θυμόμαστε τους ρόλους του, τότε αυτό θα είναι η χαρακτηριστική του κοψιά του απόλυτου αρσενικού –αν και ο ίδιος συνήθιζε να λέει για τον εαυτό του ότι υπήρξε μόνο ωραίο αγόρι και όχι ωραίος άντρας-, τα χαστούκια που μοίρασε, η κινηματογραφική του χημεία με την Ζωή Λάσκαρη και το «Αυτή μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις», μία από τις πιο εμβληματικές ατάκες του ελληνικού κινηματογράφου, που του είπε ο Γιάννης Βογιατζής στην ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες».
Τα παιδικά χρόνια του ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου στιγμάτισαν ο θάνατος της αδερφής του σε ατύχημα, όταν αυτός ήταν μόλις 3 ετών, η πείνα στα χρόνια της Κατοχής, οι εικόνες των Δεκεμβριανών το ’44, αλλά και η αυστηρότητα του αξιωματικού του Ναυτικού πατέρα του. Η τελευταία, μάλιστα, ήταν και αυτή, που παρά την μεγάλη του αγάπη για την υποκριτική, τον οδήγησε το ’56 στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, την οποία παράτησε, ωστόσο, μετά από μερικούς μήνες για να κυνηγήσει το όνειρο του, αψηφώντας τις απειλές, έως και για αυτοκτονία, του πατέρα του.
Αφότου δραπέτευσε, όπως χαρακτηριστικά είχε αναφέρει ο ίδιος, από το σπίτι των γονιών του, ξεκίνησε να κάνει δουλειές του ποδαριού, πέρασε από την ομάδα μπάσκετ του Πανιώνιου και για ένα διάστημα βρέθηκε και στο Λονδίνο, ακολουθώντας έναν έρωτα, για να γυρίσει στην Ελλάδα αμέσως μόλις του πέρασε το πάθος. Μετά από αυτό, σύντομα βρέθηκε στις εισαγωγικές εξετάσεις της δραματικής σχολής του Καρόλου Κουν, όπου έγινε αμέσως δεκτός, αλλά και γνώρισε έναν μεγάλου του έρωτα, που κατέληξε να είναι και η πρώτη του γυναίκα, την Μπέτυ Αρβανίτη.
Ο ίδιος, μάλιστα, είχε σχολιάσει για τον πρώτο του γάμο ότι υπήρχε αγάπη και έρωτας, αλλά οι χαρακτήρες τους ήταν εκ διαμέτρου αντίθετοι, με αποτέλεσμα κολοσσιαίους καβγάδες, «Το βαθύτερο ρήγμα στη σχέση μας ήταν όταν αποφάσισε, χωρίς να με ρωτήσει, να ρίξει το παιδί μας. Εκείνη είχε ήδη έναν γιο και δεν ήθελε άλλο παιδί. Εγώ όμως ήθελα οικογένεια, παιδιά. Μετά από αυτό η σχέση είχε ξεφτίσει. Χωρίσαμε τρία χρόνια αργότερα».
Μετά την αποφοίτηση του από τη σχολή του Κουν, τελείωσε και τις δραματικές σχολές του Χρήστου Βλαχιώτη και του Πέλου Κατσέλη, ενώ για λίγο σπούδασε και στο London School of Film Technique. Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι το πρώτο του πέρασμα από την μεγάλη οθόνη έκανε όντας ακόμα σπουδαστής, το 1960, με τον ρόλο του ναύτη στην κλασική ταινία του Ζυλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», όπου πρωταγωνιστούσε η Μελίνα Μερκούρη.
Τρία χρόνια αργότερα και αφότου βρέθηκε στην ταινία «Φαίδρα» και πρωταγωνίστησε στην ταινία «Ουρανός», ανέβηκε για πρώτη φορά στο σανίδι, με την παράσταση «Νεκροί χωρίς τάφο» με τον θίασο του Λεωνίδα Τριβιζά. Κατόπιν, συνεργάστηκε και με το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, τον Μίνωα Βολανάκη και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, ενώ μαζί με την ακόμα τότε σύζυγο του Μπέτυ Αρβανίτη δημιούργησαν έναν θίασό, ο οποίος όμως σύντομα διαλύθηκε.
Ωστόσο, παρά την συμμετοχή του σε 16 παραστάσεις και την αγάπη του για το θέατρο, ο Φαίδων Γεωργίτσης λατρεύτηκε, χάρη στην μεγάλη οθόνη. Το ’63 πρωταγωνιστεί με την Ζωή Λάσκαρη στην ταινία «Ίλιγγος», αλλά το μεγάλο «μπαμ» της κινηματογραφικής του καριέρας μπορούμε να θεωρήσουμε ότι συμβαίνει με «Τα Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη και τον ρόλο του Άγγελου, δίπλα στην Μαίρη Χρονοπούλου.
Στη συνέχεια, τα μιούζικαλ της Φίνος Φιλμ και οι ταινίες του Γιάννη Δαλιανίδη, όπως το «Οι θαλασσιές οι χάντρες» και το «Μια κυρία στα μπουζούκια», θα τον καταστήσουν όλο και πιο οικείο στο κοινό, ενώ θα μαγνητίσουν πάνω του τον θαυμασμό των κοριτσιών, που του απέδωσαν και το προσωνύμιο «Τζέιμς Ντιν της Ελλάδας», κάτι που ο ίδιος απεχθανόταν, καθώς ήταν θαυμαστής του Μάρλον Μπράντο. Την ίδια στιγμή, βέβαια, η συμμετοχή του σε ταινίες, όπως ήταν «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», αποτέλεσαν την απόδειξη ότι δεν ήταν μόνο ένα ωραίο και γοητευτικό πρόσωπο, αλλά και ένας ηθοποιός με πραγματικό ταλέντο.
Όλη αυτή, όμως, η προσοχή του γυναικείου κοινού είχε για τον ίδιο και τα αρνητικά της. Όντας αναγνωρίσιμος, οι γυναίκες δεν δίσταζαν πλέον να τον φλερτάρουν στον δρόμο ανοιχτά για την καριέρα και την εμφάνιση του, ενώ ο ίδιος έψαχνε κάτι ουσιαστικό, την πραγματική αγάπη. Αυτό δεν μπορούσε να το βρει ούτε στις συμπρωταγωνίστριες του, παρά την χημεία που φαίνεται να είχαν στην οθόνη, καθώς η Ζωή Λάσκαρη του άρεσε εμφανισιακά, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν διάλογο, την Μάρθα Καραγιάννη την έβλεπε πάντα ως φίλη και με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, με την οποία είχαν ένα σύντομο φλερτ, κατά τη διάρκεια ενός χωρισμού του με την Μπέτυ Αρβανίτη, θα κινδύνευε να αντιμετωπίζεται μόνο ως «ο κύριος Βουγιουκλάκης».
Η τύχη του στον έρωτα άλλαξε το ’70. Τότε ο Γεωργίτσης βρέθηκε στη Ρώμη για τα γυρίσματα της ταινίας «Αεροσυνοδός» και εκεί γνώρισε την Μπέτσι, μία γαλλίδα, η οποία δούλευε ως φωτομοντέλο. Έναν χρόνο μετά την γνωριμία τους παντρεύτηκαν και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Ραφαέλο και την Μαρίζα. Και οι δύο, μάλιστα, σπούδασαν υποκριτική, όπως ο πατέρας τους, με τον πρώτο να έχει συμμετάσχει σε σειρές, όπως η «Ζωή ξανά» και η «Λόλα», και στην ταινία «Η Λίζα και όλοι οι άλλοι», ενώ η Μαρίζα, μετά την συμμετοχή της στην ίδια ταινία και στην σειρά «Λάμψη», άφησε την καριέρα της ηθοποιού και αφιερώθηκε στον πρωταθλητισμό στο τένις.
Συνολικά στην καριέρα του, ο Φαίδων Γεωργίτσης βρέθηκε σε 43 κινηματογραφικές ταινίες, με την πιο πρόσφατη να είναι «Ο γιος του Τσάρλυ» το 2008, στην οποία βρέθηκε μετά από 27 χρόνια αποχής από την μεγάλη οθόνη. Στο μεταξύ, έπαιξε και σε 6 βιντεοταινίες, για τις οποίες, αν και κατακρίθηκε από πολλούς, ο ίδιος είχε δηλώσει ότι δεν ντρέπεται για αυτές, αφού έτσι κατάφερε να συνεχίσει να έχει φαγητό και μια σόμπα για τα παιδιά του.
Επιπλέον, από το 1972 έως και το 2007, τον είδαμε και στην μικρή οθόνη, σε παραγωγές με μεγάλη επιτυχία. Οι χαρακτηριστικότερες από αυτές μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ήταν οι «Γιούγκερμαν», «Λάμψη», «Καλημέρα ζωή» και «Τυφλόμυγα», με την τέταρτη να αποτελεί την τελευταία εμφάνιση του σε τηλεοπτική σειρά.
Τα τελευταία χρόνια, ζούσε στο κτήμα του στο Κορωπί, όπου είχε χτίσει με τα χέρια του και τον αμφιθεατρικό χώρο «Κεκρωπία». Εκεί ανέβαζε παραστάσεις δικές του, αλλά και άλλων ελληνικών και ξένων θιάσων, ενώ φιλοξενούσε και φεστιβάλ.
Για το πώς είχε καταφέρει να στηρίξει οικονομικά τη δημιουργία του χώρου στο Κορωπί, η απάντηση που είχε δώσει ήταν τέτοια, ώστε να αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της φιλοσοφίας του ως άνθρωπος γενικότερα, «Εκείνη την εποχή εμφανιζόμουν στο “Καλημέρα ζωή” και στην “Λάμψη” και έπαιρνα καλό μισθό, αλλά τα χρήματα ανέκαθεν λειτουργούσαν για μένα σαν βαρίδια, έπρεπε να τα ξοδεύω. Δημιουργικά, όχι σε ποτά, τσιγάρα και ξενύχτια. Αν έχω μια δεκάρα στην τσέπη μου, θα αγοράσω μια πέτρα για να χτίσω κάτι».