Κινηματογραφος

Σταύρος Τσιώλης 1937 - 2019. Η τελευταία του συνέντευξη στην A.V.

Ο Έλληνας σκηνοθέτης πέθανε σαν σήμερα το 2019 - H εξομολόγησή του με αφορμή το ακίνητο road movie της τριλογίας των «Γυναικών»

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Έλληνας σκηνοθέτης Σταύρος Τσιώλης πέθανε σαν σήμερα, 23 Ιουλίου 2019. Η τελευταία του συνέντευξη στην ATHENS VOICE.

Με αφορμή το φιλμ του με τίτλο «Γυναίκες που περάσατε από εδώ» ο σκηνοθέτης Σταύρος Τσιώλης είχε παραχωρήσει συνέντευξη στην A.V. Με αυτό το φιλμ ολοκλήρωνε την άτυπη τριλογία του για τις γυναίκες και μαζί μια μακρόχρονη περιπέτεια που ξεκίνησε το  1992 με το «Παρακαλώ Γυναίκες Μη Κλαίτε» (1992) και συνεχίστηκε με το «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» (1998). Τον είχαμε συναντήσει σε ένα καφέ των Εξαρχείων.

Αρχικά πρέπει να σας πω ότι χαίρομαι πολύ για την κουβέντα αυτή που θα κάνουμε καθώς ήταν μια επιθυμία που είχα πολύ καιρό και είχε γεννηθεί από τότε που μας πρωτοσύστησε ο Γιώργος Τζιώτζιος στο ΣΙΝΕΜΑ όταν είχατε έρθει στα γραφεία του περιοδικού και περάσαμε μια μέρα ολόκληρη μιλώντας για ταινίες…
Αχ, τι μου θύμισες τώρα. Ο Γιώργος ήταν ένας από τους πιο εξαίρετους φίλους που είχα. Τότε το περιοδικό που είχε φτιάξει με εκείνη την ομάδα που κατέβηκε από την Θεσσαλονίκη ήταν καταπληκτικό. Έφυγε νωρίς δυστυχώς όπως και πολλοί άλλοι φίλοι και συνάδελφοι σου. Σαν τον Μπάμπη τον Ακτσόγλου (ικανότατος κριτικός) και άλλους.

Με το φιλμ αυτό κλείνει ένα κινηματογραφικό τρίπτυχο γύρω από τις γυναίκες που όμως έχει το παράδοξο ότι αυτές βρίσκονται στο περιθώριο της αφήγησης σας καθώς τον πρώτο και τελευταίο λόγο έχουν οι άντρες που πρωταγωνιστούν και στα τρία φιλμ.
Στις ταινίες μου οι γυναίκες απουσιάζουν αλλά όλα για αυτές γίνονται. Μα αυτό είναι φίλε μου η γυναίκα. Ένα άπιαστο όνειρο. Μια αέναη φιγούρα που αιωρείται πάνω και γύρω μας με τρόπο που δεν μας επιτρέπει όχι να την «συλλάβουμε» αλλά ούτε καν να την ψυχανεμιστούμε και να την κατανοήσουμε.

Τις αγαπάτε τις γυναίκες κύριε Τσιώλη;
Απέραντα. Είναι ο απόλυτος ορισμός της ομορφιάς και της χάρης σε αυτή τη ζωή. Χωρίς τις γυναίκες θα είμασταν όλοι οι άντρες κενοί. Άδειοι από χαρές και συναίσθημα. Από παιδί το κατάλαβα αυτό όταν στην πλατεία του Άργους που μεγάλωσα χάζευα τα κοριτσάκια με τα όμορφα ρούχα, τα χτενισμένα μαλλάκια τους. Ήταν θεϊκές εικόνες. Στην εφηβεία το όνειρο μας ήταν να πιαστούμε χεράκι με μια όμορφη κοπέλα. Βέβαια επειδή ήταν σκληρές εποχές αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, το λογικό επακόλουθο ήταν να παντρευτείς το σώμα που συνόδευε το χέρι αυτό (γέλια). Βέβαια έτσι μάθαμε όχι μόνο να εκτιμάμε την γυναικεία ομορφιά αλλά και την λογοτεχνία, την ποίηση (θυμάμαι πόσο ενθουσιάστηκα όταν ανακάλυψα τα ποιήματα του Καρυωτάκη) και όλα τα σημαντικά πράγματα στη ζωή.

Νιώθετε ότι η ζωή σας είχε τύχη;
Μα είναι δυνατόν να πω το αντίθετο; Τα πάντα στη ζωή μου είναι με ατελείωτη τύχη καμωμένα, από την δύσκολη παιδική ηλικία μου μέχρι τώρα τα βαθιά γεράματα. Και μόνο που είμαστε τώρα εδώ και μιλάμε αυτό είναι τύχη. Μπορεί να έχω κάποιες περιπέτειες με την υγεία μου αλλά είμαι ακόμη ζωντανός ενώ οι περισσότεροι φίλοι μου άρχισαν να αποχωρούν. Είμαι 81 στα 82 και κάνω ακόμη σινεμά, ενώ έχασα πρόσφατα ανθρώπους μου σαν τον Δήμο Θέο που ήταν μόλις δύο χρόνια μεγαλύτερος μου και έχουμε ζήσει πολλά (μοιραζόμαστε το ίδιο δωμάτιο για έξι χρόνια), τον Κώστα Βρεττάκο, τον Γιώργο Σκούρτη – αυτοί οι 2 ήταν 80 ετών. Για αυτό σου λέω, αν δεν είναι αυτό τύχη τι είναι;

Αν σας ρωτήσει κάποιος για ποιο πράγμα μιλάει η ταινία τι θα του απαντήσετε;
Για πολλά. Για τις γυναίκες αλλά και του άντρες. Για την καθημερινότητα. Αλλά και την ποίηση που ψάχνουμε διαρκώς σε αυτή. Η ιστορία είναι απλή. Δύο κομπιναδόροι αναλαμβάνουν μια «δουλειά»: να φυλάνε τσίλιες σε ένα παράνομο οίκημα. Ο ένας, ο Κωνσταντίνος Τζούμας, είναι ο γραμματιζούμενος. Ο άλλος, ο Ερρίκος Λίτσης, είναι ο αμόρφωτος. Ο πρώτος μιλάει με στυλ και στόμφο για τα ποιήματα που γνωρίζει. Ο δεύτερος αν και δεν ξέρει από δαύτα, έχει κρυμμένες ευαισθησίες καθώς από παιδί του άρεσε να ακούει τα ποιήματα και τα τραγούδια στις σχολικές γιορτές της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου. Ώσπου στο τέλος σκαρφίζεται κι ο ίδιος ένα ποιηματάκι. Γίνεται ουσιαστικά κι εκείνος ένας «ποιητής». Αυτοί οι άφαντοι και ασήμαντοι φτωχοδιάβολοι είναι οι χαρακτήρες που με ενδιαφέρουν.

Μου λέγατε πριν με κάποια πίκρα ότι μερικοί από το χώρο του κινηματογράφου σας στενοχώρησαν όταν έγινε γνωστό ότι θα κάνετε την ταινία αυτή. Γιατί;
E, είπαν κάποιοι ότι ο Τσιώλης κάνει απάτη με την ταινία αυτή. Πώς χρησιμοποιώ το εύρημα της «γυναικείας τριλογίας» για να πουλήσω. Να κόψω περισσότερα εισιτήρια. Είπαν δηλαδή ότι κάνω απάτη. Δεν το παρεξηγώ αφού καταλαβαίνω ότι ακόμη κι αν είπαν κάτι τέτοιο, πίσω από την φαινομενική «κακία» υπάρχει μια ισχυρή δόση αγάπης. Όμως δεν έχουν κι άδικο αφού η απάτη είναι θέμα και στην ταινία μου αυτή, ενώ όλη μας η ζωή απαρτίζεται από μικρές και μεγάλες απάτες. Που κάνουμε είτε στις προσωπικές σχέσεις είτε στη δουλειά μας. Ακόμη κι οι ήρωες του φιλμ μου είναι δύο απατεώνες. Άσε που κατάγομαι από σόι γεμάτο από ζωοκλέφτες.

Πάντως από τα λίγα έστω πράγματα που ξέρω για εσάς δεν μπορώ να σας φανταστώ να κάνετε κάποια απάτη εις βάρος κάποιων ανθρώπων.
Όχι, όχι, τέτοια ποτέ. Όμως στους τίτλους των ταινιών έχουμε βασιστεί στην απάτη. Το «Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε» αλλά και ο τίτλος του«Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» που άλλαξε από «Ιστορικό συνέδριο της Βόλβης» στο τελικό όταν μετά από πολλές ώρες διαφωνίες και τσακωμούς, ένας οργισμένος Ζουγανέλης σηκώνεται να φύγει για να πάει να κοιμηθεί και ενώ του λέμε «έλα, κάτσε λίγο ακόμη. Είμαστε κοντά στο να βρούμε τον τίτλο που μάλλον θα έχει τη λέξη «γυναίκες» μέσα , λέει «Εγώ δεν κάθομαι άλλο εδώ. Αύριο πάλι. Ας περιμένουν οι γυναίκες». Αυτό ήταν.

Κύριε Τσιώλη γιατί εγκαταλείψατε μια τόσο πολλά υποσχόμενη καριέρα στον Φίνο μετά από τις επιτυχίες που είχαν ο «Πανικός», η «Ζούγκλα των Πόλεων» και φυσικά η «Κατάχρηση Εξουσίας»;
Η τελευταία συνεργασία μου με το Φίνο ήταν το σενάριο που έγραψα για το «Θέμα Συνειδήσεως», το 1973 που εκείνος δεν συμφωνούσε με κάποια πράγματα σε αυτό, μεταξύ των οποίων και το φινάλε, αλλά εμένα μου άρεσε. Έκανα τις αλλαγές που ήθελε για το καλό του φιλμ αλλά υπέγραψα με το ψευδώνυμο Διονύσης Φωκάς. Ήταν όμως σημάδι ότι δεν θα μπορούσα να κάνω άλλο αυτό που επιθυμούσα και σηκώθηκα και έφυγα. Δεν έκανα άλλη ταινία για πολλά χρόνια γιατί δεν μπορούσα ακόμη να διαχειριστώ τις επιτυχίες των φιλμ που αναφέρατε. Ήξερα ότι δεν ήμουν εγώ αυτός. Άλλο σινεμά ήθελα να κάνω. Εδώ πρέπει να τονίσω ότι τα κόλπα στο σινεμά τα έμαθα από τον Δαλιανίδη. Ήταν καταπληκτικός σκηνοθέτης και αληθινός δάσκαλος ενώ έδινε λύση σε όλα.