Κινηματογραφος

«Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο», μισό αιώνα μετά

Γιατί συγκινεί το φιλμ του Μελβίλ με τον Ντελόν

Δημήτρης Φύσσας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στη Λένα Χουρμούζη, που συντύχαμε στη «Ριβιέρα» και το κουβεντιάσαμε.

«Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» (πρωτότυπος τίτλος «Σαμουράι») γαλλοϊταλικό φιλμ νουάρ του Ζαν Πιερ Μελβίλ συνεχίζει κι αυτή τη βδομάδα  σε τρία σινεμά της Αθήνας και Αττικής, κάνοντας μια δεύτερη καριέρα, μισόν αιώνα και βάλε από τον καιρό της αρχικής προβολής του (1967).  Η ταινία αυτή έχει χτυπητές σεναριακές αδυναμίες (π.χ. είναι αδύνατο άνθρωπος με αχρηστευμένο το ένα του χέρι από σφαίρα να μπορεί να δέρνει έναν άλλο, πολύ ογκωδέστερο μάλιστα), κι όμως αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο στην καλλιτεχνική απόλαυση, δεν πρόκειται άλλωστε για το απαύγασμα του ρεαλισμού (αν και υπάρχουν πολλά ρεαλιστικά στοιχεία).

Κατά τη γνώμη μου, αυτό που συγκινεί και σήμερα τους θεατές είναι το στιλιζάρισμα της ταινίας, δηλαδή τα στοιχεία της καλλιτεχνικής φόρμας (φωτογραφία, χρώματα, οι κλειστοί χώροι, τα οχήματα, τα ρούχα και τα καπέλα, οι φάτσες και το παίξιμο των ηθοποιών, οι ελάχιστοι διάλογοι όταν είναι παρών ο «σαμουράι» Αλέν Ντελόν κλπ), που υπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο το σενάριο.  Το ιδιαίτερο αυτό στιλ, που καταφέρνει να είναι κλειστοφοβικό ακόμα και στους ανοιχτούς ή σχεδόν χώρους (δρόμοι του Παρισιού, σκάλες ή γέφυρες του μετρό) υπηρετεί τη βασική ιδέα του σεναρίου, που είναι απλή: ο ήδη σε απόσυρση πληρωμένος φονιάς που βρίσκεται σε απομόνωση, από τη στιγμή που οι πελάτες του σπάνε τους κώδικες του επαγγέλματος προσπαθεί ν΄ αποδώσει δικαιοσύνη, ενώ αμέσως μετά προσφέρει τον εαυτό του βορά στην αστυνομία, αλλά με τους δικούς του όρους και σε δικό του χρόνο και, κυρίως, χώρο.

Το αρχικό μότο της ταινίας, που μιλάει για την απόλυτη απομόνωση του σαμουράι, καθώς και ο ορίτζιναλ τίτλος στο ζενερίκ, γραμμένος με λατινικούς χαρακτήρες που θυμίζουν γιαπωνέζικα ιδεογράμματα, προοιωνίζονται πλήρως το τι πρόκειται να συμβεί.

Λεπτομερέστερα, μερικές ακόμα σκόρπιες παρατηρήσεις:

  •    Το μπλε χρώμα κυριαρχεί στην ταινία, μάλιστα η εναρκτήρια σεκάνς με το «δολοφόνο με το αγγελικό πρόσωπο» στο φτωχικό, μοναχικό του κατάλυμα με μοναδική συντροφιά του ένα πουλί στο κλουβί του είναι σχεδόν όλη μπλε.
  •     Η ταινία, παρόλο που είναι έγχρωμη, μοιάζει με ασπρόμαυρο αμερικάνικο νουάρ, στο οποίο ο Μελβίλ αποτί(ν)ει με ευαισθησία  φόρο τιμής. 

  •     Ο Ντελόν φοράει καπέλο με μπορ (όπως και πολλοί άλλοι), παρόλο που στα 1967 οι νέοι άντρες δε φοράγανε πια καπέλο, καθώς και καμπαρντίνα αλά Μπόγκαρτ, οι δε γωνίες του προσώπου τονίζονται από τις σκιές του καπέλου. Το όλο, σε συνδυασμό με το άσπρο δέρμα, τα μαύρα μαλλιά και τα μπλε (επίσης) μάτια του ηθοποιού  παράγει το επιθυμητό στιλ.
  •     Ο βασικός αντίπαλος του «σαμουράι», ο αστυνομικός που τον κυνηγάει, αν και αρκετά μεγαλύτερός του, δεν φοράει καπέλο.
  •     Αφού οργανώνει ένα στοιχειώδες διπλό άλλοθι (μα γυναίκα και ένα αντροκαρτούμενο χαρτοπαικτικό καρέ), ο «δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» εκτελεί το συμβόλαιο του αρχικού φόνου, και στη συνέχεια, διατηρώντας την καμπαρντίνα και το καπέλο (παρόλο που πολύ εύκολα θα μπορούσε να τα ξεφορτωθεί) πάει στο καρέ κι αφήνεται να συλληφθεί.
  •      Υπάρχει ένα τρομερό καμπαρέ, πολύ καλά στημένο, όπου εκτυλίσσονται (κυριολεκτικά, η λέξη προέρχεται από τη μπομπίνα που γυρίζει, προτού τα φιλμ γίνουνε ψηφιακά) πολλές ουσιώδεις σεκάνς του φιλμ, όπου η μουσική είναι βεβαίως τζαζ και το βασικό πρόσωπο είναι μια μαύρη πιανίστρια (αν και Γαλλίδα, όχι Αμερικάνα). Το απολυτο στιλιζάρισμα συνεχίζεται.

  •      Η μαυρούλα, μοναδική μάρτυρας του αρχικού φόνου, αν και θα μπορούσε, δεν «καρφώνει» το δολοφόνο, όχι επειδή τον ξέρει, αλλά επειδή υποκύπτει προκαταρκτικά στη γοητεία του, άσχετα αν η προσφορά δεν αξιοποιείται / ικανοποιείται 
  •      Για κάθε «επιχείρησή» του,  ο «σαμουράι» κλέβει πάντα ένα Citroen DS, το λεγόμενο «Βάτραχο», αυτοκίνητο θρυλικό και ταυτισμένο με την άνεση και ιδίως το πρωτοποριακό ντιζάιν τότε (να δεν το ξέρετε, «χτυπήστε» το). Το πηγαίνει σ΄ ένα απίθανο κρυφό γκαράζ σε φτωχογειτονιά, όπου κάποιος γεροντόμαγκας παράνομος τού φοράει άλλες πινακίδες κυκλοφορίας (πλαστές; κλεμμένες;) και ξεκινάει. Στιλιζαρίσματος συνέχεια.     
  •      Υπάρχει μια «μοιραία» γυναίκα,  αν και όχι απόλυτα μοιραία, που παίζει δευτερεύοντα ρόλο: δολοφονίες, πυροβολισμοί και κυνηγητά είναι αντρικές δουλειές.
  •      Οι σκηνές στους δρόμους και το μετρό του Παρισού, καθώς και στις σκάλες και μέσα στα βαγόνια του, όπως προκύπτουν από τις αστυνομικές παρακολουθήσεις και τις  προσπάθειες του «σαμουράι» να ξεφεύγει,  εγκιβωτίζουν φόντα που θα κάνουν τους «παρισιολόγους» (μη βαράτε, φτιάνω τη λέξη σε αναλογία με τους αθηναιολόγους) να τρίβουν τα χέρια τους.
  •     Αφού έχει αποδώσει δικαιοσύνη, έχει χαρίσει  τα τελευταία του (πάμπολλα) χρήματα στο γεροντόμαγκα με τις πινακίδες κι έχει συμφωνήσει μαζί του ότι αυτή θα είναι η τελευταία αποστολή (φράση διφορούμενη, αφού ο συνομιλητής του καταλαβαίνει απλά ότι πρόκειται για οριστική απόσυρση από το επάγγελμα) ο Ντελόν πηγαίνει επιδεικτικά στο καμπαρέ, με σκοπό να επιφέρει το θάνατό του. Και το πετυχαίνει μ΄ ένα εύρημα που πολύ αργότερα αντέγραψε ο Κλιντ Ίστγουντ στο «Γκραν Τορίνο». Η αποθέωση του εθελούσιου θανάτου με στιλ, σχεδόν αυτοκτονία, αλλά με σφαίρες άλλων. Μπροστά σε ποιαν; Στην πιανίστα φυσικά.

ΥΓ. Σταματάω γιατί το παράκανα. Έγραψα με τις άμεσες προσλήψεις του σινεφίλ θεατή, δίχως ν΄ ανοίξω οτιδήποτε από γουέμπ ή βιβλία. Αυτό είναι δική σας δουλειά. Πρώτα όμως, δείτε την ταινία.    

d.fyssas@gmail.com