- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τι έχουν να πουν οι φετινές ταινίες των Όσκαρ;
Τα υποψήφια φιλμ μέσα από τις κριτικές του Κωνσταντίνου Καϊμάκη στην A.V. και τη βαθμολογία που συγκέντρωσαν στο IMDb
Απομένουν πλέον μερικές ώρες για την 90ή Τελετή Απονομής των βραβείων Όσκαρ που θα προβληθεί αποκλειστικά στα κανάλια COSMOTE CINEMA σε απευθείας μετάδοση την Κυριακή 4 Μαρτίου. Τα διασημότερα κινηματογραφικά βραβεία γιορτάζουν τα 90ά γενέθλιά τους στην COSMOTE TV και οι προβλέψεις όπως κάθε χρόνο είναι πολλές με την ιστορία να έχει δείξει πως τα φαβορί δεν είναι πάντα οι νικητές και πως η Ακαδημία πολλές φορές επιφυλάσσει εκπλήξεις.
Σε ένα μοναδικό σινεφίλ event το οποίο θα ξεκινήσει με τις αφίξεις στο κόκκινο χαλί, τις αποκλειστικές δηλώσεις και τις εμφανίσεις των αστέρων στις 23:30 και θα συνεχιστεί με το pre-show των 01:30 προτού περάσει στην 90η Τελετή Απονομής με οικοδεσπότη τον Τζίμι Κίμελ, που θα μεταδοθεί με ελληνικό σχολιασμό από τον Γιώργο Σατσίδη και τη Χριστίνα Μπίθα κατευθείαν από το Λος Άντζελες στο COSMOTE CINEMA 2HD, καθώς και με τον πρωτότυπο αγγλικό ήχο στο COSMOTE CINEMA 1HD, η απόλυτη Όσκαρ εμπειρία των 90ων γενεθλίων της διοργάνωσης έρχεται για να μας προσφέρει τη μαγεία του καλού κινηματογράφου στα κανάλια COSMOTE CINEMA.
Μετρώντας αντίστροφα για την Κυριακή 4 Μαρτίου, η κατηγορία Καλύτερης Ταινίας διαχρονικά συγκεντρώνει ίσως τη μεγαλύτερη αίγλη. Τι έκανε τα φιλμ να ξεχωρίσουν; Πώς τα αξιολογούν οι σινεφίλ στη δημοφιλή πλατφόρμα IMDb και ποιες εντυπώσεις μας άφησαν όταν τα είδαμε; Θυμόμαστε ξανά…
Αόρατη κλωστή
Η «Αόρατη κλωστή» είναι η πιο στρωτή αφηγηματικά (με την έννοια της άνετης παρακολούθησής της από τον θεατή) ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον («Έμφυτο ελάττωμα», «The master»). Την ίδια στιγμή είναι και η πιο απαιτητική, η πιο δύσκολη από όλες τις προηγούμενες δουλειές του. Στην προσπάθεια να αποκωδικοποιήσεις τα κρυφά νοήματα ή να εντοπίσεις τα μυστικά της, που ο Άντερσον τα κρύβει καλά όπως κι ο ήρωάς του πίσω από τη «φόδρα των ρούχων του», πολλές φορές πέφτεις σε αδιέξοδο. Η «Κλωστή» δεν αφορά όμως την υψηλή ραπτική και τους οίκους μόδας, όπως πιθανότατα θεωρήσει ο θεατής που θα διαβάσει την ιστορία που πραγματεύεται.
Είναι μια ταινία βασισμένη μεν στη μοναχική ζωή του ισπανού μόδιστρου Μπαλενθιάγα (1895-1972), την οποία όμως χρησιμοποιεί ο αμερικανός σκηνοθέτης ως πρόσχημα για να θίξει κάποια άλλα θέματα που τον απασχολούν: η έννοια της καλλιτεχνικής δημιουργίας –ο Άντερσον υπογράφει το δικό του «Οκτώμισι»– γίνεται ο καμβάς μιας παράξενης ταινίας γεμάτης ερωτήματα γύρω από το ερωτικό χτικιό (μακράν η πιο περίεργη αλλά και ρεαλιστική με το δικό της ιδιότροπο στιλ ερωτική σχέση που έχει απεικονιστεί στο μοντέρνο σινεμά), το γκρέμισμα του καθωσπρεπισμού αλλά και του τείχους μεταξύ ανδρών και γυναικών, και φυσικά της αναζήτησης της θέσης της γυναίκας στη (μελλοντική) κοινωνία.
Από τις φετινές Χρυσές Σφαίρες έως τα Γκράμι και τα επερχόμενα Όσκαρ, όλες οι τελετουργίες του αμερικανικού θεάματος οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα: η νέα εποχή είναι η εποχή της γυναίκας. Η Άλμα είναι η πρώτη γυναίκα –μετά από την αδελφή του– που τολμά να αντιμιλήσει στον Ρέινολντς. Ο χρόνος σας τελείωσε, λέει ο Άντερσον στους κυρίαρχους (άρρενες) θεσμούς εξουσίας. Η ισορροπία και ισονομία στις σχέσεις, η έννοια της τέχνης ως πυξίδα ζωής, οι γυναίκες που φέρνουν τον αέρα αλλαγής στο κορεσμένο και «καταραμένο» ανδροκρατούμενο μοντέλο καταξίωσης, οι κλυδωνισμοί στην καθεστηκυία τάξη αποδίδονται με μερικές ευφυείς σκηνές εικαστικού μεγαλείου, όπως εκείνες του γάμου μεταξύ των αριστοκρατών ή του πρωτοχρονιάτικου πάρτι που ο ντελικάτος Ρέινολντς αναζητά τη γυναίκα του σε ένα σκηνικό κακογουστιάς αλλά και ορμητικής ζωής.
Η υποψήφια για 6 όσκαρ «Αόρατη κλωστή» έχει πολλά προτερήματα (ανάμεσά τους ξεχωρίζουμε και το ειρωνικό χιούμορ, ειδικά στις σκηνές που ο ήρωας διαλύει τα κλισέ της μόδας όπως το «σικ») κι ένα ακαταμάχητο ατού: το απόσταγμα της υποκριτικής ευφυΐας του Ντάνιελ Ντέι Λιούις, ειδικά αν τηρήσει την «υπόσχεσή» του και δεν ξαναεμφανιστεί στη μεγάλη οθόνη. Ο 61χρονος Βρετανός κυριαρχεί με απόλυτο έλεγχο όλων των εκφραστικών του μέσων στον ρόλο του Ρέινολντς Γούντκοκ. Είναι γοητευτικός και απωθητικός μαζί. Η μισογύνικη σκληράδα στη συμπεριφορά του αντανακλά την έντονη ανασφάλεια και την απόλυτη εξάρτηση από την αδελφή του (μια θαυμάσια λιτή, γεμάτη εσωτερικότητα ερμηνεία από τη Λέσλι Μάνβιλ, που προτάθηκε για το Β΄ όσκαρ) φέρνοντας στον νου το φελινικό χαρακτήρα του μιούζικαλ «Nine».
O δύστροπος, καταθλιπτικός και μονόχνωτος ράφτης της υψηλής κοινωνίας και των γαλαζοαίματων που υποδύεται, δεν επιτρέπει στον εαυτό του τίποτα να τον αγγίξει. Ούτε ο πόλεμος, ούτε τα φαντάσματα του παρελθόντος, ούτε οι μούσες που τις αλλάζει ανάλογα την εποχή που έρχεται. Η Άλμα, ύπουλα αλλά και αποτελεσματικά, θα προσπαθήσει να διεισδύσει στα απόκρυφα των δημιουργιών του και στα βαθύτερα σημεία της ψυχής του. Θα επιχειρήσει να τον «δηλητηριάσει» αλλά και να τον βοηθήσει να ξαναγεννηθεί σπάζοντας την κατάρα που τον βαραίνει. Στο ρόλο της τελευταίας η πρωτοεμφανιζόμενη και εκ Λουξεμβούργου προερχόμενη ηθοποιός Βίκι Κριπς είναι μια αποκάλυψη. Βαθμολογία IMDb: 7,9
Δουνκέρκη
Επικό θέαμα μεγάλης πνοής από τον Κρίστοφερ Νόλαν με ένα φιλμ γυρισμένο σε 65 mm που σε επίπεδο εικόνας σκίζει (η χρωματική παλέτα του βρετανού θυμίζει ιμπρεσιονιστικό πίνακα χάρη και στη συνδρομή του διευθυντή φωτογραφίας Χόιτε βαν Χόιτεμα) αλλά το σενάριο του μπάζει με παραχωρήσεις σε παλιομοδίτικες ή αμφιλεγόμενες λύσεις. Το θέμα της επιβίωσης, ο αδιαπραγμάτευτος πατριωτισμός, και κυρίως ο ορισμός του ήρωα, όπως αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο του απλού ψαρά που ενώ έχει χάσει ήδη ένα παιδί στον πόλεμο δεν διστάζει να ρισκάρει και το δεύτερο, είναι οι ιδεολογικές πλατφόρμες του φιλμ που σκιτσάρει γλαφυρά το αιματοβαμμένο πρόσωπο του πολέμου και εξυμνεί την αυτοθυσία του απλού πολίτη. Ο εμβληματικός ανανεωτής του Μπάτμαν («Dark knight») και πεσιμιστής μελετητής του μέλλοντος («Inception», «Interstellar»), έχει κερδίσει με την αξία του μια θέση στη λίστα των πιο ξεχωριστών σκηνοθετών των ημερών μας.
Παρότι η θεματολογία του συνήθως στρέφεται προς το μέλλον, αυτή τη φορά χαλιναγωγεί τη φαντασία του (δίχως τη συνδρομή του συνσεναριογράφου αδελφού του Τζόναθαν με τον οποίο έχουν κάνει μαζί τα περισσότερα φιλμ του) και αντλεί έμπνευση από ένα «μικρό» γεγονός των αρχών του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ιστορικοί διχάζονται ως προς τη σημειολογία της Δουνκέρκης για την έκβαση του πολέμου. Άλλοι θεωρούν μοιραίο λάθος του Χίτλερ να υποτιμήσει τη σημασία της, επιτρέποντας έτσι τη διατήρηση του δυναμικού του βρετανικού στρατού σε ικανό επίπεδο κι άλλοι αναφέρονται σε εκείνη ως ένα απλό πολεμικό στιγμιότυπο από τα αμέτρητα που βίωσε η Ευρώπη στη διάρκεια του μεγάλου πολέμου. Ο Νόλαν δεν παίρνει καμιά θέση πάνω σε αυτό. Δικαίωμα του. Δεν είμαστε από εκείνους που απαιτούν οι σκηνοθέτες να μένουν πιστοί στα γεγονότα ή να μην παρεκλίνουν σπιθαμή από το πρωτότυπο υλικό. Όμως κάθε ιστορία χρειάζεται αυθεντικούς χαρακτήρες καθώς και ισχυρό δραματουργικό ιστό. Εδώ δεν ισχύει τίποτα από αυτά τα δύο. Ψάχνοντας να βρούμε τη νοητή γραμμή που συνδέει τα προηγούμενα φιλμ του Νόλαν με τη «Δουνκέρκη» καταλήγουμε στην ικανότητα του σκηνοθέτη να μετατρέπει το γενικό σε ειδικό (η σωτηρία εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών εξαρτάται από τη στάση που θα κρατήσει ο ιδιοκτήτης του πρωταγωνιστικού ψαράδικου, ο απλός πολίτης δηλαδή) με τεχνική που αποθεώνει το σινεμά μεγάλης κλίμακας αφήνοντας το ανθρώπινο στοιχείο σε δεύτερη μοίρα.
Τα απέραντα ειδυλλιακά τοπία, το μεγαλοπρεπές θαλάσσιο στοιχείο, οι εντυπωσιακές εναέριες μονομαχίες είναι κομμάτια ενός πραγματικά επικού σινεμά που προκαλεί δέος. Ο Νόλαν μοιράζοντας την μη γραμμική αφήγηση του στα τρία (με τη δράση να λαμβάνει χώρα σε αέρα, γη και θάλασσα αντίστοιχα) και αδιαφορώντας κατά βάση για το ιστορικό προφίλ της ταινίας- ποτέ δεν κατονομάζεται ο συγκεκριμένος πόλεμος ή το που συμβαίνουν όλα αυτά που βλέπουμε-, ρίχνει όλο το βάρος στην οπτική μεγαλοπρέπεια της «Δουνκέρκης». Μάταια περιμένουμε τη σεναριακή βαρύτητα που θα γεμίσει την ένταση και θα δώσει την αίσθηση της τραγωδίας στο φιλμ όσο τα κρίσιμα διλήμματα γύρω από την επιβίωση ή την έννοια του ηρωισμού πυκνώνουν. Αυτή δεν έρχεται ποτέ, καθώς οι περισσότεροι χαρακτήρες παραμένουν σχηματικοί δευτεραγωνιστές ενώ η Μάγχη εξακολουθεί να βάφεται στο κόκκινο του αίματος. Όσο για την περίφημη ταύτιση του θεατή με κάποιον από δαύτους αφήστε καλύτερα. Κι όμως όλα θα μπορούσαν να ήταν καλύτερα. Η πολυσυζητημένη «Δουνκέρκη» ξεκινάει αγχωτικά και με υψηλές προσδοκίες. Με το καλημέρα ο Νόλαν κολλάει την κάμερα του σε ένα νεαρό στρατιώτη που τρέχει λυσσασμένα να ξεφύγει από τις σφαίρες των γερμανών, γλιστρώντας στους δρόμους και τα γκρεμισμένα σπίτια της πόλης. Είναι μια σκηνή ανθολογίας που θυμίζει το θαυμάσιο μονοπλάνο του Τζο Ράιτ στην «Εξιλέωση» (έχει κι άλλα δάνεια ο Νόλαν από Μουρνάου μέχρι Μάλικ και Ντέιβιντ Λιν) και στο ίδιο ακριβώς χρονικά και τοπικά σημείο. Ο στρατιώτης βρίσκεται στο κέντρο του κάδρου αλλά δεν γίνεται ποτέ πρωταγωνιστής. Αυτόν το ρόλο κρατούν ο ανατριχιαστικός ήχος και το σφιχτοδεμένο μοντάζ. Καθώς και το σασπένς που προκύπτει από τον παφλασμό των κυμάτων, το δυνατό αέρα, ή τη νεκρική σιωπή που απλώνεται κάθε φορά που ο ήχος του θανάτου πλησιάζει απειλητικά.
Το συμβατικό φινάλε, η ρουτινιάρικη αίσθηση και η ιδεολογική μπαμπεσιά του Νόλαν που μετατρέπει την ήττα σε θρίαμβο όταν ο απλός πολίτης ντυθεί τη στολή του σούπερ ήρωα (με το ανάλογο τίμημα φυσικά) στερεί από την ταινία το χαρακτηρισμό «αριστούργημα». Αλλά θα χαρίσει ίσως στο Νόλαν αυτό που του λείπει και πιθανότατα επιθυμεί περισσότερο: το πρώτο του Όσκαρ. Βαθμολογία IMDb: 8,0
Η μορφή του νερού
Στο σκοτεινό, συναισθηματικό και πράσινο (μάλλον «βεραμάν» όπως διορθώνει κι ο Στρίκλαντ τον υφιστάμενό του για το χρώμα της φρέσκιας Κάντιλακ που μόλις αγόρασε) παραμύθι του Γκιγέρμο ντελ Τόρο, οι συμβολισμοί είναι αμέτρητοι και τα παρακλάδια της ερωτικής ιστορίας ακόμη περισσότερα. Όπως στο love story της Ελάιζα (τη μουγκή Αμελί που αποκτά σχήμα και οντότητα όταν έρθει σε επαφή με το φυλακισμένο ον υποδύεται ιδανικά η Χόκινς στη μία από τις τρεις οσκαρικές υποψήφιες ερμηνείες, με τις άλλες δύο να ανήκουν στη «συνάδελφό» της Οκτάβια Σπένσερ που δίνει τις πιο «γαμάτες» ατάκες του φιλμ και τον Ρίτσαρντ Τζένκινς που ερμηνεύει αφοπλιστικά τον μοναχικό γκέι γείτονα της) και του άγνωστου πλάσματος δεν χωρούν λογικές εξηγήσεις, έτσι και στο περίπλοκο σενάριο η απόπειρα να ξεχωρίσουμε μία και μόνη βασική θεματική είναι παρακινδυνευμένη. Η πρωτοτυπία του σεναρίου είναι πως ανοίγει τόσο πολλά μέτωπα (η μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, η σεξουαλική ταυτότητα, ο ρατσισμός, η μάχη καλού-κακού, η ταξική διαστρωμάτωση με τις «αόρατες» καθαρίστριες να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο στόρι, ο Ψυχρός πόλεμος, το αμερικανικό όνειρο και κυρίως η ανθρώπινη απληστία ως απόλυτη ύβρις) τα οποία ο σκηνοθέτης καταφέρνει να διαχειριστεί με μοναδική ευρηματικότητα.
Η «Μορφή του νερού» είναι μια ιστορία αγάπης και απώλειας με πρωταγωνιστή ένα τέρας που απειλεί να καταστρέψει τα πάντα. Όμως το τέρας δεν είναι το απόκοσμο πλάσμα (λατρεύεται ως θεός από τους ιθαγενείς, όπως ενημερώνει ο Στρίκλαντ) που φυλακίζεται στα υπόγεια του εργαστηρίου, αλλά ο ίδιος ο επιστάτης και βασανιστής του. Ο Στρίκλαντ, τον οποίο υποδύεται με τρομακτική ένταση ο Μάικλ Σάνον, είναι ο σύγχρονος αμερικανός ήρωας που δίνει νόημα στην επερχόμενη εποχή. Ένας άνθρωπος του μέλλοντος, όπως τον αποκαλεί ο πωλητής της Κάντιλακ, που θα μετατρέψει το αμερικανικό όνειρο σε εφιάλτη και ως άλλος Σαμψών θα βρει την καταστροφική δύναμη για να συμπαρασύρει τους πάντες στο δικό του όλεθρο.
Απαισιόδοξο το σχόλιο του Ντελ Τόρο για το μέλλον της αμερικανικής αυτοκρατορίας, μεταφέρει τον Ψυχρό Πόλεμο από τα κατασκοπικά τερτίπια (από τις πιο κωμικές σκηνές του φιλμ οι συναντήσεις των ρώσων κατασκόπων) στον Πόλεμο των Άστρων, πριν δώσει στην Αποκάλυψή του τη μορφή του σχήματος του νερού που θα καταπιεί τα πάντα. Μπορεί, ως γνωστόν, το νερό να μην έχει σχήμα, αλλά μπορεί να πάρει –και να κατακτήσει έτσι– τη μορφή εκείνου που το «φιλοξενεί» ή το απειλεί με αφανισμό. Έτσι ακριβώς το μυστηριώδες πλάσμα θα επέμβει στις ζωές όσων το περιβάλλουν και θα τις αλλάξει αναλόγως, με τη σκέψη του Ντελ Τόρο να υπογραμμίζει διαρκώς τη βασική αλήθεια του φιλμ: η ζωή δεν είναι παρά το ναυάγιο των σχεδίων μας. Βαθμολογία IMDb: 7,7
Η πιο σκοτεινή ώρα
Όχι μια πραγματική βιογραφία αλλά μια ουσιαστική καταγραφή των κρίσιμων γεγονότων και του παρασκηνίου που προηγήθηκε των αποφάσεων του Τσόρτσιλ σχετικά με τη στάση της Αγγλίας απέναντι στη ναζιστική λαίλαπα. Ο οραματιστής πολιτικός είχε τη διαύγεια να αντιληφθεί το σχέδιο του Χίτλερ (τον αποκαλούσε υποτιμητικά «δεκανέα» και «μπογιατζή») και παρά τον εσωτερικό πόλεμο που δέχτηκε από το κόμμα του και τον σκεπτικισμό του βασιλιά, πήρε το κόστος των σκληρών αποφάσεων που μεταξύ άλλων οδήγησαν στον θάνατο χιλιάδες βρετανούς στρατιώτες.
Ο Τζο Ράιτ («Εξιλέωση», «Άννα Καρένινα») επιλέγει να δείξει τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο. Ο Τσόρτσιλ του, πέρα από την αποκαλυπτική ταύτιση του Γκάρι Όλντμαν (σχεδόν σίγουρο το πρώτο του Όσκαρ) που πήρε τα απαραίτητα κιλά και «φόρεσε» στρώματα από προσθετικό μακιγιάζ στο πρόσωπο προκειμένου να θυμίζει τον βρετανό ηγέτη, είναι ένας απολαυστικός χαρακτήρας κι ένα τέρας ενέργειας που δεν διστάζει να μοιραστεί με τον θεατή τα πιο ανθρώπινα χαρακτηριστικά (εμμονικός, χιουμορίστας, εκρηκτικός, ξεροκέφαλος, ευφυής) μαζί με τις πιο χτυπητές αδυναμίες του. Ως γνωστόν, ο Τσόρτσιλ ήταν φανατικός πότης –τελειωμένο αλκοολικό γέρο τον αποκαλούν στην ταινία οι πολιτικοί αντίπαλοί του– και σε μια σκηνή ο βασιλιάς τον ρωτάει πώς μπορεί να πίνει από το πρωί, για να πάρει την πληρωμένη μονολεκτική απάντηση: «practice»!
Παράλληλα ο Ράιτ απεικονίζει με νεύρο όλο το παρασκήνιο στους πολιτικούς διαδρόμους αλλά και το τραγικό πρόσωπο του πολέμου στο πεδίο της μάχης, σε μια δημιουργία που ανακατεύει δεξιοτεχνικά την πολιτική βιογραφία με την ιστορική αλήθεια. Βαθμολογία IMDb: 7,4
Να με φωνάζεις με το όνομά σου
Στην πραγματικότητα το «Call me by your name» δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα απλό love story που αντιγράφει ιδανικά κάποια πραγματικά σπουδαία έργα της γκέι φιλμογραφίας, όπως το «Μυστικό του Brockback mountain» ή τη «Ζωή με την Αντέλ». Τι είναι όμως αυτό που έχει μετατρέψει το φιλμ σε καλτ δημιουργία, οσκαρική επιτυχία (4 υποψηφιότητες μεταξύ των οποίων καλύτερης ταινίας), ενώ πολλοί κριτικοί διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι η ταινία του Γκουαντανίνο (το κλείσιμο της άτυπης τριλογίας για την ερωτική επιθυμία μετά από τα «Είμαι ο έρωτας» και «Κάτω από τον ήλιο») «είναι η καλύτερη της χρονιάς»;
Πρώτα από όλα το timing είναι το σωστό. Σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι ανάγκη να αφηγηθεί ο κινηματογράφος μια ιστορία όπου η ερωτική ταυτότητα και ο σεξουαλικός προσανατολισμός προσδιορίζονται πλέον στις σωστές τους διαστάσεις. Όχι ως κάτι αξιοπερίεργο ή «καταραμένο» αλλά σαν μια φυσιολογική, ανθρώπινη κατάσταση όπου δύο ερωτευμένοι μπορούν να ζουν χωρίς ντροπές ή κοινωνικές κατακραυγές τον έρωτά τους. Η σκηνοθεσία του Λούκα Γκουαντανίνο πυκνώνει τη σύντομη ερωτική σχέση του Έλιο και του Όλιβερ (το σενάριο του Τζέιμς Άιβορι διασκευάζει αρκετά πιστά το ομώνυμο μυθιστόρημα του αιγύπτιου συγγραφέα Αντρέ Ασιμάν) γύρω από ένα υγρό, ζεστό καλοκαίρι που γίνεται ο φυσικός καμβάς για να ζωγραφιστεί η πυρετική ένταση του πρώτου έρωτα. Με μερικές έξοχες σκηνές (το άγαλμα που ξεβράζει η θάλασσα, τα κλασικά κομμάτια στο πιάνο που παίζει ο Έλιο, οι ποδηλατάδες στην εξοχή), ο ιταλός σκηνοθέτης σχηματοποιεί και εξωτερικεύει το πάθος αυτό σε ένα όχημα που δεν του λείπουν οι ιδεολογικές και κοινωνικές γωνίες.
Όμως εδώ εντοπίζονται και οι σοβαρότερες ενστάσεις μας για το φιλμ. Σε μια γλυκιά και αφοπλιστική ιστορία που κυλάει σαν χάδι, με δύο πρωταγωνιστές που έχουν εκπληκτική χημεία (μεγάλη ερμηνεία από τον 22χρονο Σαλαμέ που δικαίως προτάθηκε για το όσκαρ Α΄ ρόλου) και η οπτική του σκηνοθέτη θυμίζει το «Θάνατος στη Βενετία» από την αντίθετη γωνία (ο γηρασμένος συνθέτης που βρίσκεται στο τέλος της ζωής του είναι σαν να δίνει τη σκυτάλη στον επίσης μουσικό και «μπερδεμένο» Έλιο που τώρα ξεκινά τη μεγάλη περιπέτεια στη ζωή του), το «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου» κάνει το λάθος να γίνει πολύ προφανές και διδακτικό στα κρίσιμα σημεία του. Με συνεχείς αναφορές στους αρχαίους κλασικούς, από το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα μέχρι τον Ηράκλειτο («Τα πάντα ρει»), τον Αριστοτέλη και τον «Πραξιτέλη» που ο πατέρας του Έλιο αποκαλεί ως τον «κορυφαίο γλύπτη της αρχαιότητας», λες και κομίζει Γλαύκα εις Αθήνας – και σύνδεση της απόκρυψης της ερωτικής ταυτότητας με το εβραϊκό ζήτημα, ο Γκουαντανίνο κάνει αυτό που δεν θα άντεχαν ούτε οι ήρωές του: να τους κουνήσει κάποιος το δάχτυλο! Βαθμολογία IMDb: 8,1
Οι τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι
Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν θα είναι το «Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» η έκπληξη των φετινών Όσκαρ αλλά για ένα πράγμα είμαστε βέβαιοι: Το βαθιά σκοτεινό, ιδιότυπα κωμικό, κάποιες στιγμές σπαραχτικά συγκινητικό και ενίοτε καυστικό δράμα του Μάρτιν ΜακΝτόνα (ήταν υποψήφιος για το πρωτότυπο σενάριο του υπέροχου «Αποστολή στη Μπριζ» το 2008) θα συντροφεύει τη σκέψη μας για καιρό. Ο λόγος δεν έχει να κάνει μόνο με την αδιαμφισβήτητη καλλιτεχνική αξία του φιλμ (είναι σαν οι αδερφοί Κοέν να συνεργάζονται με τον Ντέιβιντ Λιντς σε ένα φιλμ που κάλλιστα θα μπορούσε να ονομαστεί «Fargo - Twin Peaks») αλλά κυρίως με την αποφασιστικότητα του ΜακΝτόνα να μιλήσει μέσα από τον αγώνα της Μίλντρεντ για όλα τα στραβά και άδικα της «βαθιάς» Αμερικής, ανοίγοντας ταυτόχρονα την κουβέντα περί δικαίων και αδίκων σε μια ζωή που μοιάζει με σύντομο, κακόγουστο ανέκδοτο. Εκεί, στο Μιζούρι, τα απολειφάδια του ρατσισμού πρωτοστατούν ανοίγοντας διαύλους τρομακτικής βίας (τι σκηνή αυτή του μονοπλάνου με τον αστυνομικό [Σαμ Ρόκγουελ] να ξυλοφορτώνει τον υπεύθυνο των διαφημιστικών πινακίδων, πετώντας τον από το παράθυρο!) και εγείροντας τρομερά ηθικά διλήμματα για τους ήρωες πριν οδηγηθούν στο πηχτό σκοτάδι του ανοιχτού φινάλε, που ορίζει πάντως την επόμενη μέρα σε διαφορετική πλέον βάση. Ο απέραντος αμερικανικός ορίζοντας, το ανέκφραστο βλέμμα της αποφασισμένης και τσαντισμένης Μίλντρεντ, ένας κόσμος που παραδίδεται στην απύθμενη βία και βλακεία, η ανοιχτή ακόμα πληγή του ρατσισμού, αλλά κυρίως η «αλλαγή» του τραμπούκου σερίφη προσφέρουν ένα πολυεπίπεδο προβληματισμό πάνω στα παιχνίδια της μοίρας και την ανθρώπινη φύση.
Το πικρόχολο σχόλιο του ΜακΝτόνα για έναν κόσμο που βρίσκεται σε πλήρη αποσύνθεση και κατάρρευση όλων των πνευματικών-ουμανιστικών αξιών του δεν σηκώνει κουβέντα. Όμως την ίδια ώρα που ο κυνισμός του σαρώνει τα πάντα, ο Βρετανοϊρλανδός βρίσκει το κουράγιο να αναζητήσει την ελπίδα. Το αν θα τα καταφέρει δεν είναι στο χέρι του. Το ανοιχτό φινάλε οδηγεί τη σκέψη –η οποία «ανοίγει» χάρη στο καταπληκτικό σεναριακό εύρημα των τριών πινακίδων– σε περαιτέρω στοχασμό και κάνει το στωικό βλέμμα των σημαδεμένων ηρώων να αγναντεύει για πρώτη φορά την πιθανότητα αυτό το ταξίδι να έχει διαφορετικό (πιο αισιόδοξο;) φινάλε.
Μεγάλες ερμηνείες από τους Φράνσις ΜακΝτόρμαντ και Σαμ Ρόκγουελ, που προβάλλουν ως φαβορί για τη βραδιά των Όσκαρ, καθώς στις επερχόμενες υποψηφιότητες θα βρίσκονται σίγουρα στην πεντάδα, όπως άλλωστε και η ταινία που συγκέντρωσε 4 νίκες (Καλύτερης Ταινίας, Α΄ Γυναικείου Ρόλου για τη Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Β΄ Ανδρικού Ρόλου για τον Σαμ Ρόκγουελ και Σεναρίου) στις Χρυσές Σφαίρες. Βαθμολογία IMDb: 8,3
Lady Bird
Tο «Ladybird» είναι μια μικρομέγαλη ταινία για μια μπερδεμένη κοπέλα που νιώθει ότι δεν έχει την αναγνώριση που της αξίζει. Η γλυκόπικρη ιστορία ενηλικίωσης που επιλέγει για την ολόφρεσκη πρώτη σκηνοθετική δουλειά της η 35χρονη ηθοποιός Γκρέτα Γκέργουικ είναι φανερό ότι έχει έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ακόμη και το Σακραμέντο του 2002 είναι η γενέτειρα της Γκέργουικ η οποία εκείνη την εποχή βρισκόταν στην ίδια σχεδόν ηλικία με την ηρωίδα της. Το ταξίδι εσωτερικής ανακάλυψης που οδηγείται η Ladybird (έχει «βαφτίσει» η ίδια τον εαυτό της, ενώ το πραγματικό της όνομα το μαθαίνουμε μόλις στο τέλος του φιλμ) λαμβάνει τα χαρακτηριστικά μιας τρυφερής, ειλικρινούς ματιάς πάνω στα βάσανα της εφηβείας.
Η Ladybird πνίγεται από την κλειστή κοινωνία του Σακραμέντο, απεχθάνεται την αυστηρή θρησκευτική κατήχηση (οι προοδευτικοί κατά τα άλλα γονείς την έχουν γράψει σε θρησκευτικό σχολείο λόγω οικονομικών προβλημάτων), δυσκολεύεται να κάνει φίλους και αδημονεί να γνωρίσει τον πρώτο έρωτα. Πληθωρική, εκρηκτική αλλά και αθεράπευτα ρομαντική (κλαίει μαζί με τη μητέρα της, με την οποία έχει μια εκρηκτική σχέση αγάπης-μίσους, ακούγοντας σε κασέτες τα «Σταφύλια της οργής» του Στάινμπεκ), η μπερδεμένη 17χρονη προσπαθεί να λύσει τις διαφορές κυρίως με τη μάνα της αλλά και με τον εαυτό της. Όμως κάθε φορά που νομίζει ότι κάνει ένα βήμα προς τα εμπρός στην πραγματικότητα πηγαίνει δύο βήματα πίσω και το θλιβερό Σακραμέντο της υπενθυμίζει διαρκώς τη θέση της, η οποία βρίσκεται «στη λάθος πλευρά των σιδηροδρομικών γραμμών της πόλης».
Αν και οι πέντε οσκαρικές υποψηφιότητες ακούγονται υπερβολικές (και μάλλον είναι παρότι οι ερμηνείες των Ρόναν και Μέτλαφ στους γυναικείους ρόλους αξίζουν και με το παραπάνω τη διάκριση) για το φιλμ, δεν μπορούμε να μη βγάλουμε το καπέλο στην Γκέργουικ για τον απολαυστικό, συγκινητικό, χιουμοριστικό και πάνω από όλα επιδέξιο τρόπο με τον οποίο δίνει τον χαρακτήρα της Ladybird. Τόσο ανθρώπινο, ρεαλιστικό και αφοπλιστικό κοριτσίστικο πορτρέτο είχαμε καιρό να δούμε. Βαθμολογία IMDb: 7,7
The Post: Απαγορευμένα μυστικά
Η εποχή είναι το 1971. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ κορυφώνεται και οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις εντείνονται στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Ένα πρωτοσέλιδο των «Νιου Γιορκ Τάιμς» που βασίζεται σε απόρρητα έγγραφα του Πενταγώνου από τη δεκαετία του 1950, θεωρεί «καταστροφική» την πιθανή εμπλοκή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Η ιστορία έδειξε ότι η μελέτη του Μακναμάρα «θάφτηκε» από τους Άικ, Κένεντι, Τζόνσον και Νίξον, που προτίμησαν να θυσιάσουν χιλιάδες νέους παρά να δεχτούν την ντροπιαστική για το αμερικανικό έθνος ήττα.
Οι «Τάιμς» καλούνται από την κυβέρνηση Νίξον να μη δημοσιοποιήσουν άλλα έγγραφα και ο εκδότης τους συμφωνεί για λίγες μέρες να συμμορφωθεί μέχρι να βρεθεί λύση. Ο διευθυντής της «Ποστ» ψάχνει να βρει την προέλευση των εγγράφων αυτών, πιέζει την εκδότριά του να χρησιμοποιήσει τις γνωριμίες της αλλά ένας δαιμόνιος ρεπόρτερ είναι εκείνος που βρίσκει την άκρη του νήματος και τον άνθρωπο που διέρρευσε τα έγγραφα.
Όλη η ταινία στηρίζεται στη σχέση της εκδότριας και του διευθυντή της εφημερίδας και το βάρος να αποκαλύψουν την αλήθεια κόντρα στις πιέσεις της κυβέρνησης. Σε μια εποχή που η θέση της γυναίκας είναι μειονεκτική σε σχέση με του άντρα (τρομερή η σκηνή που οι γυναίκες αποσύρονται από την τραπεζαρία, όταν οι άντρες πιάνουν πολιτική κουβέντα) και η πρωταγωνίστρια πιέζεται να μη δημοσιοποιήσει τα απόρρητα έγγραφα, τα βασικά ζητήματα του σεναρίου δίνονται με αλάνθαστη κινηματογραφική αίσθηση από τον Σπίλμπεργκ.
Η σχέση πολιτικής - Τύπου, το ζήτημα της ελευθερίας των ΜΜΕ, το ηθικό κομμάτι της αποκάλυψης ή μη της είδησης, η γενναιότητα της ηρωίδας που είναι η μόνη πραγματικά που ρισκάρει («εκείνη μπορεί να χάσει τα πάντα αλλά εσύ ό,τι κι αν γίνει θα βρεις δουλειά» λέει η σύζυγος του διευθυντή, όταν της αναφέρει τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν) και φυσικά ο χαρακτήρας και ο ρόλος της πραγματικής δημοσιογραφίας είναι βούτυρο στο ψωμί για τον Σπίλμπεργκ. Ο αμερικανός σκηνοθέτης ξέρει όσο λίγοι κινηματογραφιστές να φτιάχνουν μια παλιομοδίτικη ταινία χωρίς φανερή δράση (όλη η ένταση και το καλοχτισμένο σασπένς προέρχονται από τα κρίσιμα διλήμματα και τους διαλόγους που αντικατοπτρίζουν το κλίμα της εποχής) πατώντας σε μοντέρνους συμβολισμούς. Υποδειγματικοί οι Τομ Χανκς και Μέριλ Στριπ, συνεργάζονται για πρώτη φορά σε μια ταινία που δεν κρύβει τις οσκαρικές φιλοδοξίες της και αποτελεί μια συνεπή αλλά και χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις δουλειά του Σπίλμπεργκ. Βαθμολογία IMDb: 7,3
Οι μέρες των Όσκαρ πλησιάζουν και μπαίνουμε ακόμη περισσότερο στο κλίμα απολαμβάνοντας έως 4 Mαρτίου κάθε μέρα από τις 18.30 τρεις οσκαρικές ταινίες στο αποκλειστικό κανάλι COSMOTE CINEMA OSCARS HD που προτάθηκαν ή κέρδισαν το χρυσό αγαλματίδιο.