- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Οι 10 ταινίες της χρονιάς με τη μεγαλύτερη βαθμολογία στο IMDb
Δείτε ποιες είναι και διαβάστε τις κριτικές τους στην A.V.
Ποια φιλμ αγάπησε περισσότερο ο κόσμος φέτος; Από τις εισπράξεις μέχρι τη γνώμη των κριτικών, η απόσταση για τις εντυπώσεις που αφήνει μία ταινία είναι συχνά μεγάλη. Το IMDb δημοσίευσε το Top 10 των ταινιών σύμφωνα με τη βαθμολογία των χρηστών του. Ποιες ήταν αυτές που ξεχώρισαν στη δημοφιλή πλατφόρμα; Δείτε τη λίστα με τη βαθμολογία, όπως αυτή ήταν την ημέρα δημοσίευσης, παρακάτω και διαβάστε όσα είχαν γραφτεί για αυτές από τον Κωνσταντίνο Καϊμάκη στην A.V. τη χρονιά που φεύγει.
Μακριά από την αναμενόμενη δράση ενός μπαμπούλα που τρομοκρατεί αθώες κορασίδες και με «αταίριαστο» για το είδος πολιτικό προφίλ (η ταινία είναι κυρίως ένα αντιρατσιστικό σχόλιο για την Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ), το «Τρέξε» είναι το θρίλερ της χρονιάς. Χωρίς βαριά ονόματα στα credit και με μοναδικά όπλα την πρωτοτυπία, τη φρεσκάδα και την εξυπνάδα, ο νεοφερμένος Τζόρνταν Πιλ στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του τινάζει την μπάνκα στον αέρα. Με μπάτζετ μόλις 4,5 εκατομμύρια δολάρια και ένα απίθανο ξεκίνημα (στο πρώτο τριήμερο έκοψε σχεδόν τα δεκαπλάσια από όσα κόστισε, ενώ έχει ξεπεράσει ήδη τα 110 εκατομμύρια) κατάφερε να αφήσει πίσω του πολυδιαφημισμένα μπλοκμπάστερ και να βάλει έντονη τη τζίφρα του ως ένα από τα πιο εμβληματικά φιλμ των τελευταίων χρόνων. Ο Πιλ πατάει σε γερές αξίες προκειμένου να χτίσει την προβληματική του.
Το ξεκίνημα θυμίζει φόρο τιμής στο «Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ», ενώ μεγάλο σημείο της πλοκής κλείνει το μάτι στις «Γυναίκες του Στέπφορντ». Το κρίσιμο σημείο στην πλοκή εντοπίζεται κατά τη διάρκεια μιας ετήσιας οικογενειακής συνάθροισης, όπου η διαφυλετική επιλογή της νεαρής αριστοκράτισσας περνάει από κόσκινο και η σεναριακή ρελάνς που πραγματοποιεί ο σκηνοθέτης είναι ανεπανάληπτη: χιούμορ, έμπνευση και κυρίως αποφασιστικότητα στο να λάμψει η ιστορική αλήθεια που έθαψε συνειδητά ο Στάνλεϊ Κράμερ («η Αμερική δεν έπαψε ποτέ να είναι ρατσιστική» είναι σαν να λέει ο δημιουργός του φιλμ) στη συμβιβαστική και light κομεντί του με τον Σίντνεϊ Πουατιέ (τον μόνο μαύρο που αποδεχόταν εκείνη την εποχή κυρίως λόγω ομορφιάς το... λευκό Χόλιγουντ) στην αφελή και ξεπερασμένη κομεντί του 1967.
9. Baby Driver – 7,8/10
Ο Εντγκαρ Ράιτ έχει αποδείξει και στις προηγούμενες δουλειές του («Καυτοί και άσφαιροι», «Ο Scott Pilgrim εναντίον των επτά πρώην») πως διαθέτει αλάνθαστο timing στο συνδυασμό δράσης, χιούμορ και μουσικής. Στο νέο του φιλμ, μια ακαταμάχητα στιλάτη και σπιντάτη περιπέτεια όπου το heist movie συναντά τη ρομαντική κομεντί (το βασικό θέμα του φιλμ είναι ο αυθεντικός έρωτας), τα πάντα δουλεύουν ρολόι. Αν και σε επίπεδο πλοκής τα πάντα δείχνουν γνωστά και τετριμμένα, η δαιμονισμένη σκηνοθεσία του Ράιτ κάνει τη διαφορά. Ο αμερικανός σκηνοθέτης ακολουθεί τη σπιντάτη γραφή του… σάουντρακ (ίσως η πρώτη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου όπου η αφήγηση της στηρίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά στη μουσική της επένδυση) και προσφέρει ένα χορταστικό θέαμα που δεν έχει προηγούμενο. Το μουσικοφιλικό εύρημα της αδυναμίας του νεαρού ήρωα να αποχωριστεί τα ακουστικά του (ένα είδος αυτισμού αλλά και μια ιδέα αποστασιοποίησης από τη βία της ζωής) είναι η μόνη ουσιαστικά σεναριακή πρωτοτυπία του φιλμ. Τα πάντα κινούνται γύρω από αυτή τη συνθήκη που προσφέρει στο θεατή την ευκαιρία να απολαύσει ένα από τα πιο δυνατά σάουντρακ των τελευταίων ετών (Damned, Foundations, Commodores, T.Rex, Simon & Garfunkel, Queen με το «Brighton rock» να είναι το αγαπημένο κομμάτι του ήρωα) και μαζί μια διασκεδαστική ταινία που είναι ο ορισμός της καθαρόαιμης ψυχαγωγίας, δια χειρός ενός δημιουργού που απεχθάνεται στη σοβαροφάνεια όσο τίποτε άλλο.
Από ηθοποιός της τηλεόρασης και σκηνοθέτης της μιας και μόνο ταινίας (κι αυτής σπλάτερ- το «Vile» από το 2011), ο Τέιλορ Σέρινταν την τελευταία τριετία αναδείχτηκε σε γραφιά υψηλών επιδόσεων («Sicario, ο εκτελεστής», «Πάση θυσία») φτάνοντας μέχρι την πεντάδα των οσκαρικών πρωτότυπων σεναρίων με το νεογουέστερν του Μακένζι. Σαν σε συνέχεια εκείνου του φιλμ, το δεύτερο σκηνοθετικό πρότζεκτ του έχει και πάλι στοιχεία δανεισμένα από την Άγρια Δύση, με τη διαφορά πως ο καυτός ήλιος της ερήμου έχει αντικατασταθεί από το θαμμένο στο χιόνι σκηνικό του Γουαϊόμινγκ και ο γερο-σερίφης του Τζεφ Μπρίτζες από τις σκιές των απογόνων εκείνων των ξεχασμένων πρώτων αυτόχθονων κατοίκων της αμερικανικής ηπείρου. Η χρονική στιγμή της πλοκής αφορά στο σήμερα περιγράφοντας μια κοινότητα- φάντασμα με περιθωριακούς ινδιάνους που προσπαθούν να επιβιώσουν στο αφιλόξενο μέρος που τους πέταξαν. Φυσικά η συνύπαρξη με τους εχθρικούς λευκούς έχει πολλά προβλήματα, τα οποία διογκώνονται όταν το νεκρό σώμα μιας νεαρής ινδιάνης ξεθάβεται από το χιόνι. Αστυνομικό θρίλερ, κοινωνικό δράμα και πολιτική αλληγορία, η νέα επίσκεψη του ταλαντούχου Σέρινταν στην καρδιά του σκότους αποδεικνύει αρκετούς ακόμη λόγους για να συγκρατήσουμε το όνομα του στη λίστα των μελλοντικών εκπλήξεων. Ακόμη κι αν η σκηνοθετική ματιά του θέλει ακόμη δουλειά (αρκετά σημεία επανάληψης παρά τα κολπάκια με την σπαστή αφήγηση και τα φλας μπακ), ενώ από ένα σημείο και ύστερα καταλαβαίνεις με ακρίβεια που θα καταλήξει το σενάριο.
7. Guardians of the Galaxy Vol. 2 - 7.8/10
Το 2014 ήταν η πρώτη ταινία που μας σύστησε αυτούς τους περίεργους φύλακες που βασίζονται σε άλλο ένα κόμικ της Marvel που φαίνεται να έχει βρει φλέβα χρυσού. Μακριά από extra large μύες, ευφυΐα που θα έκανε τον Αϊνστάιν να τα χάσει ή φανταχτερά γκατζετάκια που θα οδηγούσαν τον Σταρκ να αλλάξει «φαμίλια», οι ήρωες αυτοί δεν είναι και οι πλέον κατάλληλοι για την περίφημη «ταύτιση» του θεατή. Ο τυπικά αρχηγός τους Πίτερ Κουίλ είναι ένα τυχοδιώκτης της συμφοράς που το παίζει ερωτύλος στην εξωτική Γκαμόρα (η Ζόι Σαλντάνα ξανακοπιάρει το ρόλο της στο «Avatar»), η οποία φυσικά δεν έχει όρεξη για πολλά-πολλά αφού τα υπαρξιακά θεματάκια της είναι βουνό, με τον απόλυτο κακό του φιλμ να είναι ο πατέρας της… Θάνος! Όμως το αντιηρωικό προφίλ αυτής της απροσάρμοστης παρέας που συμπληρώνεται επίσης από ένα ρακούν, ένα ανθρωποειδές δέντρο, ένα μασίστα και ένα… κομμάτι ξύλου, έρχεται σε απόλυτη σχεδόν ρήξη με τη γενικότερη αντίληψη που έχει το κοινό για τους υπερήρωες. Αυτή είναι και η μαγιά που βάζει στο μπλέντερ του ο σκηνοθέτης (ο Τζέιμς Γκαν τα κατάφερε περίφημα στην πρώτη ταινία και κέρδισε τα εύσημα των παραγωγών δίνοντάς του το πράσινο φως για να συνεχίσει στη θέση του σκηνοθέτη και της δεύτερης ταινίας), προσφέροντας μια σπινθηροβόλου χιούμορ διαγαλαξιακή περιπέτεια με τη συνοδεία άλλης μιας… awesome κασέτας με classic ποπ και ροκ άσματα, που σχολιάζουν κατάλληλα τη δράση. Το κόλπο γκρόσο όμως εντοπίζεται αλλού. Σε μια ξεκάθαρη αλληγορία γύρω από την έννοια της οικογένειας και τη σημασία της φιλίας, οι σεναριογράφοι κάνουν την υπέρβαση βάζοντας τον Κερτ Ράσελ σε ρόλο αρνητικής πατρικής φιγούρας, που οφείλει να καταρρίψει ο διάδοχός του Πίτερ Κουίλ. Κι αυτό γίνεται όχι τόσο για να αποδειχτεί πως στην πάλη Καλού-Κακού οι πιθανότητες γέρνουν μονίμως προς τον… άσο (και την ηθική δικαίωση των θετικών ηρώων), αλλά για να μπορέσει ο μπερδεμένος και ψυχολογικά εύθραυστος γιος να βρει επιτέλους το δρόμο –και τη θέση– του στον αχανές Γαλαξία μόνο όταν γκρεμίσει το πατρικό τοτέμ...
Η Marvel έχει εξαπολύσει όλα τα βαριά όπλα της στην κόντρα με την DCComics για τα πρωτεία στο χώρο των σούπερ ηρώων. Ο ξανθομάλλης Θορ φυσικά και έχει κοινό, οπότε δεν είναι δυνατόν να μείνει ανεκμετάλλευτος. Η νέα του περιπέτεια διαθέτει όλα τα στοιχεία που συναντήσαμε στις προηγούμενες εμφανίσεις του. Χορταστικά εφέ, διαρκή περάσματα στο χωροχρόνο, χιούμορ που κάνει σκόνη κάθε απόπειρα σοβαροφάνειας και μια κακιά (η Κέιτ Μπλάνσετ) να την πιεις στο ποτήρι. Βέβαια από όλο το εξαιρετικά μελετημένο μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας κινηματογραφικό πρότζεκτ απουσιάζει η έκπληξη (κάτι πάει να γίνει στο φινάλε με τη σχέση του Θορ και του κακού αδελφού του, αλλά κι εκεί η κατάληξη είναι προβλέψιμη) και η συνοχή. Πολλά κομμάτια είναι μάλλον αυθαίρετα δομημένα και η ανομοιογένεια στους διαλόγους (η κόντρα Θορ - Χαλκ περνάει από σαράντα κύματα και άλλες τόσες αλλαγές διάθεσης) μαρτυράει την αδιάψευστη αλήθεια: όπου λαλούν πολλά κοκόρια (σεναριογράφοι) αργεί να ξημερώσει.
Απρόσμενα ποιητική και πεσιμιστική ματιά πάνω στο μύθο των μεταλλαγμένων με έμφαση στην παρακμιακή εικόνα και το δυστοπικό μέλλον. Η σκηνοθεσία του Μάνγκολντ βρίσκεται έτη φωτός μακριά από την ηρωική αισθητική του Σίνγκερ κι αυτό συνεπάγεται περισσότερα θετικά από αρνητικά. Στα πρώτα τοποθετούμε τον ελεγειακό απολογισμό μιας βασανιστικής ζωής για το μοναχικό λύκο του Λόγκαν (που μάλλον αποχωρίζεται οριστικά ο Χιου Τζάκμαν), το σαρδόνιο χιούμορ που υπογραμμίζει τη διφορούμενη φύση των ηρώων και την ανεπανάληπτη Λόρα, τη μικρή μεταλλαγμένη που στέλνει αδιάβαστους τους κακούς. Στα μείον τα αναμασήματα σε μερικές σκηνές καταδίωξης των ηρώων, που ευτυχώς είναι ελάχιστα και ανεπαίσθητα.
Επικό θέαμα μεγάλης πνοής από τον Κρίστοφερ Νόλαν με ένα φιλμ γυρισμένο σε 65 mm που σε επίπεδο εικόνας σκίζει (η χρωματική παλέτα του βρετανού θυμίζει ιμπρεσιονιστικό πίνακα χάρη και στη συνδρομή του διευθυντή φωτογραφίας Χόιτε βαν Χόιτεμα) αλλά το σενάριο του μπάζει με παραχωρήσεις σε παλιομοδίτικες ή αμφιλεγόμενες λύσεις. Το θέμα της επιβίωσης, ο αδιαπραγμάτευτος πατριωτισμός, και κυρίως ο ορισμός του ήρωα, όπως αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο του απλού ψαρά που ενώ έχει χάσει ήδη ένα παιδί στον πόλεμο δεν διστάζει να ρισκάρει και το δεύτερο, είναι οι ιδεολογικές πλατφόρμες του φιλμ που σκιτσάρει γλαφυρά το αιματοβαμμένο πρόσωπο του πολέμου και εξυμνεί την αυτοθυσία του απλού πολίτη. Ο εμβληματικός ανανεωτής του Μπάτμαν («Dark knight») και πεσιμιστής μελετητής του μέλλοντος («Inception», «Interstellar»), έχει κερδίσει με την αξία του μια θέση στη λίστα των πιο ξεχωριστών σκηνοθετών των ημερών μας. Παρότι η θεματολογία του συνήθως στρέφεται προς το μέλλον, αυτή τη φορά χαλιναγωγεί τη φαντασία του (δίχως τη συνδρομή του συνσεναριογράφου αδελφού του Τζόναθαν με τον οποίο έχουν κάνει μαζί τα περισσότερα φιλμ του) και αντλεί έμπνευση από ένα «μικρό» γεγονός των αρχών του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ιστορικοί διχάζονται ως προς τη σημειολογία της Δουνκέρκης για την έκβαση του πολέμου. Άλλοι θεωρούν μοιραίο λάθος του Χίτλερ να υποτιμήσει τη σημασία της, επιτρέποντας έτσι τη διατήρηση του δυναμικού του βρετανικού στρατού σε ικανό επίπεδο κι άλλοι αναφέρονται σε εκείνη ως ένα απλό πολεμικό στιγμιότυπο από τα αμέτρητα που βίωσε η Ευρώπη στη διάρκεια του μεγάλου πολέμου. Ο Νόλαν δεν παίρνει καμιά θέση πάνω σε αυτό. Δικαίωμα του. Δεν είμαστε από εκείνους που απαιτούν οι σκηνοθέτες να μένουν πιστοί στα γεγονότα ή να μην παρεκλίνουν σπιθαμή από το πρωτότυπο υλικό. Όμως κάθε ιστορία χρειάζεται αυθεντικούς χαρακτήρες καθώς και ισχυρό δραματουργικό ιστό. Εδώ δεν ισχύει τίποτα από αυτά τα δύο. Ψάχνοντας να βρούμε τη νοητή γραμμή που συνδέει τα προηγούμενα φιλμ του Νόλαν με τη «Δουνκέρκη» καταλήγουμε στην ικανότητα του σκηνοθέτη να μετατρέπει το γενικό σε ειδικό (η σωτηρία εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών εξαρτάται από τη στάση που θα κρατήσει ο ιδιοκτήτης του πρωταγωνιστικού ψαράδικου, ο απλός πολίτης δηλαδή) με τεχνική που αποθεώνει το σινεμά μεγάλης κλίμακας αφήνοντας το ανθρώπινο στοιχείο σε δεύτερη μοίρα. Τα απέραντα ειδυλλιακά τοπία, το μεγαλοπρεπές θαλάσσιο στοιχείο, οι εντυπωσιακές εναέριες μονομαχίες είναι κομμάτια ενός πραγματικά επικού σινεμά που προκαλεί δέος. Ο Νόλαν μοιράζοντας την μη γραμμική αφήγηση του στα τρία (με τη δράση να λαμβάνει χώρα σε αέρα, γη και θάλασσα αντίστοιχα) και αδιαφορώντας κατά βάση για το ιστορικό προφίλ της ταινίας- ποτέ δεν κατονομάζεται ο συγκεκριμένος πόλεμος ή το που συμβαίνουν όλα αυτά που βλέπουμε-, ρίχνει όλο το βάρος στην οπτική μεγαλοπρέπεια της «Δουνκέρκης». Μάταια περιμένουμε τη σεναριακή βαρύτητα που θα γεμίσει την ένταση και θα δώσει την αίσθηση της τραγωδίας στο φιλμ όσο τα κρίσιμα διλήμματα γύρω από την επιβίωση ή την έννοια του ηρωισμού πυκνώνουν. Αυτή δεν έρχεται ποτέ, καθώς οι περισσότεροι χαρακτήρες παραμένουν σχηματικοί δευτεραγωνιστές ενώ η Μάγχη εξακολουθεί να βάφεται στο κόκκινο του αίματος. Όσο για την περίφημη ταύτιση του θεατή με κάποιον από δαύτους αφήστε καλύτερα. Κι όμως όλα θα μπορούσαν να ήταν καλύτερα. Η πολυσυζητημένη «Δουνκέρκη» ξεκινάει αγχωτικά και με υψηλές προσδοκίες. Με το καλημέρα ο Νόλαν κολλάει την κάμερα του σε ένα νεαρό στρατιώτη που τρέχει λυσσασμένα να ξεφύγει από τις σφαίρες των γερμανών, γλιστρώντας στους δρόμους και τα γκρεμισμένα σπίτια της πόλης. Είναι μια σκηνή ανθολογίας που θυμίζει το θαυμάσιο μονοπλάνο του Τζο Ράιτ στην «Εξιλέωση» (έχει κι άλλα δάνεια ο Νόλαν από Μουρνάου μέχρι Μάλικ και Ντέιβιντ Λιν) και στο ίδιο ακριβώς χρονικά και τοπικά σημείο. Ο στρατιώτης βρίσκεται στο κέντρο του κάδρου αλλά δεν γίνεται ποτέ πρωταγωνιστής. Αυτόν το ρόλο κρατούν ο ανατριχιαστικός ήχος και το σφιχτοδεμένο μοντάζ. Καθώς και το σασπένς που προκύπτει από τον παφλασμό των κυμάτων, το δυνατό αέρα, ή τη νεκρική σιωπή που απλώνεται κάθε φορά που ο ήχος του θανάτου πλησιάζει απειλητικά. Το συμβατικό φινάλε, η ρουτινιάρικη αίσθηση και η ιδεολογική μπαμπεσιά του Νόλαν που μετατρέπει την ήττα σε θρίαμβο όταν ο απλός πολίτης ντυθεί τη στολή του σούπερ ήρωα (με το ανάλογο τίμημα φυσικά) στερεί από την ταινία το χαρακτηρισμό «αριστούργημα». Αλλά θα χαρίσει ίσως στο Νόλαν αυτό που του λείπει και πιθανότατα επιθυμεί περισσότερο: το πρώτο του Όσκαρ.
3. Star Wars: The Last Jedi - 7.7/10
Το 8ο κεφάλαιο της περίφημης σειράς «Ο Πόλεμος των άστρων» είναι όχι μόνο το πιο ενδιαφέρον, αλλά και το πιο προχωρημένο από τα τελευταία πέντε φιλμ. Χωρίς να χάνει τίποτα στο κομμάτι της εξέλιξης των χαρακτήρων (η σχέση του Κάιλο Ρεν και της Ρέι αποκτά απρόσμενο, μεταφυσικό και σκοτεινό χαρακτήρα, ενώ η Λέια –τα τελευταία γυρίσματα της Κάρι Φίσερ που «έφυγε» στις 27 Δεκεμβρίου 2016– και ο Λουκ θα συναντηθούν για μια τελευταία φορά πριν από το οριστικό αντίο), του στιβαρού θεάματος ή της αναζήτησης της μεγαλοπρέπειας, ο σκηνοθέτης Ράιαν Τζόνσον αποδεικνύεται ο πλέον ικανός για να διαδεχτεί τον στιλίστα, αλλά άτολμο σεναριακά, Τζέι Τζέι Έιμπραμς για να οδηγήσει το μύθο σε νέα, ριψοκίνδυνα εδάφη. Από εκεί ακριβώς που τέλειωσε το προηγούμενο έβδομο επεισόδιο της σειράς «Η Δύναμη ξυπνάει» συνεχίζει η πλοκή της νέας ταινίας.
Η αναπάντεχη συνάντηση του θρυλικού Τζεντάι Λουκ Σκάιγουκερ, του «τελευταίου των Μοϊκανών», και της νεοφερμένης ηρωίδας Ρέι, ενός κοριτσιού από «το πουθενά» που συμβολίζει το μέλλον της επανάστασης απέναντι στην πανίσχυρη και αλαζονική Αυτοκρατορία, είναι το βαρόμετρο του φιλμ. Γύρω από αυτό ο σκηνοθέτης Ράιαν Τζόνσον (απόλυτα επιτυχημένο για το είδος του το «The Looper») αναπτύσσει τη δική του άποψη για το μέλλον του «Star Wars», που ίσως και να απογοητεύσει τους φαν του διαστημικού saga, αλλά οπωσδήποτε είναι μια θέση που διαθέτει βαρύτητα και ισχυρή ιδεολογικoπολιτική βάση που δεν θα περιμέναμε να δούμε σε μια ταινία όπως αυτή.
Ούτε λίγο, ούτε πολύ, ο Τζόνσον μάς λέει να ξεμπερδεύουμε με το παρελθόν αφού τόσα χρόνια –φτάσαμε τα 40!– τίποτε δεν έχει αλλάξει, παρά μόνο οι αρχικοί πρωταγωνιστές που γέρασαν και δείχνουν πιο κουρασμένοι από ποτέ, ενώ οι δύσμοιροι αντάρτες της επανάστασης εξακολουθούν να κρύβονται στα μικρά σκάφη τους που δείχνουν σαν καρφίτσες δίπλα στα μεγαθήρια της Αυτοκρατορίας. Μάλιστα, για να γίνει πιο πειστικός πολλές φορές σατιρίζει ιερά και όσια της σειράς που θα σηκώσουν την τρίχα κάγκελο στους φαν.
Το ζουμί, όμως, κρύβεται αλλού. Καθώς ο Τζόνσον σωστά επισημαίνει ότι η… Επανάσταση δεν προχώρησε ούτε μια μέρα από εκείνο το καλοκαίρι του 1977, που βγήκαν για πρώτη φορά στη σκοτεινή αίθουσα οι τίτλοι αρχής του πιο γνωστού διαγαλαξιακού σινεπαραμυθιού, δίνει τη λύση για το μέλλον της από εδώ και πέρα. Με ένα σχεδόν μαρξιστικό σκεπτικό γύρω από το τέλος των ειδώλων και των παλιών θεών (ο Λουκ Σκάιγουοκερ το λέει ξεκάθαρα: όλα τα κακά από τους Τζεντάι –ακόμη και η εκπαίδευση του Νταρθ Βέιντερ– ξεκίνησαν και πρέπει να τελειώνει ο μύθος τους), ο Τζόνσον βάζει τους φτωχούς και απόκληρους να ηγούνται της επανάστασης, στέλνει τις πριγκίπισσες και τους αυτοκράτορες σε αμετάκλητη συνταξιοδότηση, ενώ εντοπίζει το χειρότερο μέρος του κόσμου «όπου κατοικούν τα πιο σιχαμένα πλάσματα» όχι σε κακόφημο στέκι με θαμώνες τους μεγαλύτερους εγκληματίες-τέρατα (όπως είχε πράξει πριν από 4 δεκαετίες ο Λούκας στην περίφημη Καντίνα) αλλά σε ένα πριγκιπάτο λάμψης και αριστοκρατίας, ίδιο με το Μονακό, όπου η χλιδή, το χρήμα και η σαμπάνια ρέουν άφθονα πάνω από τις ρουλέτες και τα χαρτοπαικτικά τραπέζια στα οποία διασκεδάζουν ανέμελοι οι πιο πλούσιοι του γαλαξία! Είπατε τίποτα;
Τριανταπέντε χρόνια μετά από την πρώτη φορά που το «Blade Runner» βγήκε στις αίθουσες, έρχεται ο Καναδός Ντενί Βιλνέβ να δώσει νέα πνοή στο δημιούργημα του Ρίντλεϊ Σκοτ. Με την επιλογή να μεταφερθεί η ιστορία από το Λος Άντζελες του 2019 στην Καλιφόρνια του 2049, το σίκουελ του «Blade Runner» μόνο σε επίπεδο ιστορίας και χαρακτήρων θυμίζει την ιδρυτική πράξη του Σκοτ. Γιατί εδώ είναι ξεκάθαρο ότι έχουμε να κάνουμε με μια άλλη ταινία. Η σκοτεινή ταινία του Βιλνέβ είναι ένα επιβλητικό έργο τέχνης, βαθιά φιλοσοφημένη και συγκινητική. Φυσικά και δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν δεν υπήρχε εκείνο το πρώτο όραμα με τους κυνηγούς των ρεπλικών, τη μάχη ζωής και θανάτου, τον έρωτα μεταξύ Ντέκαρντ και Ρέιτσελ. Εδώ το μελαγχολικό κρεσέντο εξακολουθεί να ακούγεται (καμιά φορά ακούς στο βάθος και τις νότες του Βαγγέλη Παπαθανασίου από το κλασικό θέμα), αλλά ο δαιμόνιος σκηνοθέτης από το Μόντρεαλ σκάβει πολύ βαθύτερα από το πρώτο επίπεδο της προσχηματικής και ελάχιστης δράσης. Είναι τόσα τα θέματα και ο πολυεπίπεδος συμβολισμός του ελεγειακού φιλμ του, που μετατρέπεται αυτομάτως σε υπαρξιακή αναζήτηση. Μια ταινία εσωτερικής πνοής, βαμμένη στα χρώματα της γέννησης και του θανάτου –μνημειώδης η δουλειά σε τεχνικό επίπεδο με την καλλιτεχνική διεύθυνση, τη φωτογραφία και τα οπτικά ψηφιακά εφέ να προβάρουν από τώρα το Όσκαρ– και το δημιουργό της να παραδίδει ένα διαπεραστικό ψυχογράφημα για την ανθρώπινη μάχη με τη ζωή και το θάνατο. Δεν είναι εύκολη η ταινία και κυρίως δεν απευθύνεται στο πλατύ κοινό, που υποψιάζομαι ότι μπορεί να της γυρίσει την πλάτη του καθώς ίσως τη βρει αργή και χωρίς πολλή δράση. Είναι όμως ένα αυθεντικό σινεμά δημιουργού, που χρησιμοποιεί ως αφορμή και μόνο το πρώτο «Μπλέιντ Ράνερ» για να οδηγήσει τη σχέση δημιουργού και δημιουργήματος σε άλλα, πιο περίπλοκα επίπεδα (συναισθηματικά, ψυχολογικά, υπαρξιακά) και να οδηγήσει τον Άνθρωπο στην οδυνηρή αποκάλυψη της ύπαρξής του. Είναι μεγαλειώδης η σκηνή της οριστικής συμφιλίωσης του ανθρώπου με τη μοίρα του, τότε που τολμά να κοιτάξει κατάματα τα μεγάλα προβλήματα της ύπαρξης. Και να αναρωτηθεί: «Τι περίεργο που πριν ακόμη καταλάβουμε καλά-καλά τι μας συμβαίνει στη ζωή, πασχίζουμε να το διατηρήσουμε όσο πιο πολύ μπορούμε...»
Χάρμα ιδέσθαι το νέο πρότζεκτ των Disney-Pixar, μεταφέρει το πολυπολιτισμικό όραμα μιας ξεχωριστά feelgood ταινίας στα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας με τρόπο που θα αγγίξει εξίσου μικρούς και μεγάλους. Είναι το όνειρο και η αγάπη για τη μουσική που κάνει τον αποφασισμένο Μιγκέλ να πάει κόντρα στις επιταγές της αυστηρής γιαγιάς (ένας ρεαλιστικός και συνάμα απολαυστικός χαρακτήρας στον οποίο ανήκει πάντως η πιο σκληρή σκηνή του φίλμ, το σπάσιμο της κιθάρας του ήρωα) και να ζήσει τη μεγάλη περιπέτεια στην οποία μας κάνει συνοδοιπόρους του.
Η φανταχτερή μεταθανάτια μητρόπολη των νεκρών είναι φτιαγμένη με μεγάλο μεράκι και έμφαση στη λεπτομέρεια. Ειδικής σημασίας το πέρασμα των νεκρών για μια μέρα στον κόσμο των ζωντανών, με γνώμονα τη μνήμη και την αγάπη των δεύτερων. Πολλές, έξυπνες και κυρίως κωμικές οι ιδέες που σκαρφίστηκαν οι σεναριογράφοι και οι τεχνικοί των εφέ για να αποδώσουν όλη τη γοητεία ενός κόσμου που δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από τη φινέτσα ή την ξεκαρδιστική καθημερινότητα των ζωντανών.
Μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα μάλιστα ότι σε πολλά σημεία αυτοί οι δύο κόσμοι συναντιούνται. Ειδικά στη σκηνή που οι νεκροί περνούν τα σύνορα για να ξαναβρεθούν με τους δικούς τους στα γεμάτα από δώρα των δεύτερων νεκροταφεία, το μυαλό ταξιδεύει τόσο στην πραγματική ζωή και τις «αποδράσεις» των Μεξικανών στις ΗΠΑ όσο και στις ανατριχιαστικές δηλώσεις του Τραμπ για ανέγερση τείχους στα σύνορα των δύο χωρών.