Κινηματογραφος

Κριτική για τις νέες ταινίες της εβδομάδας

Ο χιονάνθρωπος, Η άλλη όψη της ελπίδας, Η μάχη των φύλων, Η μεγάλη υπόσχεση κι Ο Αγαπημένος σου Βίνσεντ

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο χιονάνθρωπος (The snowman) (**)

Σκηνοθεσία: Τόμας Άλφρεντσον

Πρωταγωνιστούν: Μάικλ Φασμπέντερ, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Σαρλότ Γκενσμπούρ, Βαλ Κίλμερ, Τζέι Κέι Σίμονς

Ο αντισυμβατικός αλκοολικός ντετέκτιβ Χάρι Χόλε αναλαμβάνει μια περίεργη υπόθεση εξαφάνισης γυναικών μαζί με μια νεαρή συνάδελφό του. Όταν τα φρικτά δολοφονημένα κορμιά των πρώτων θυμάτων βγαίνουν στην επιφάνεια, ο Χόλε συνειδητοποιεί ότι ο δολοφόνος παίζει με το μυαλό τους σε ένα παιχνίδι που εκ των προτέρων δείχνει σημαδεμένο. 

Είχαμε μεγάλες προσδοκίες για το φιλμ του Σουηδού Άλφρεντσον («Άσε το κακό να μπει», «Ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι») αλλά τελικά δεν κατάφερε να μας κερδίσει. Ο βασικός λόγος πάντως δεν έχει να κάνει τόσο με τις δικές του σκηνοθετικές αστοχίες όσο με το υπερβολικό και αδικαιολόγητο από ένα σημείο και μετά σενάριο που υπογράφουν οι Χοσέιν Αμινί και Πίτερ Στρόαν. Το σημείο δηλαδή που θεωρητικά ήταν το μεγάλο όπλο της ταινίας, καθώς η γραφή του Τζο Νέσμπο έχει χιλιάδες οπαδούς σε όλο τον κόσμο. Πρόσφατα διάβασα τον «Κοκκινολαίμη» του Νορβηγού και διαπίστωσα ιδίοις όμμασι την ικανότητά του να συνθέτει κινηματογραφικές εικόνες με μυθιστορηματική φαντασία. Στο μικρόκοσμο του ήρωά του Χάρι Χόλε χωράνε πολλά περισσότερα από μια αστυνομική πλοκή και τον αναμενόμενο εντοπισμό ενός δολοφόνου. Ο σχεδιασμός ενός κόσμου παιδικής αθωότητας και κοινωνικού πλούτου – τι πιο ειδυλλιακό από το χιονισμένο Όσλο που καλωσορίζει το χειμώνα με τους πρώτους χιονανθρώπους και ετοιμάζεται να γιορτάσει την ανάληψη των χειμερινών ολυμπιακών αγώνων;– μετατρέπεται με λεπτούς χειρισμούς σε τοπίο φρίκης και κοινωνικής παρακμής από τον Άλφρεντσον, αλλά μέχρι εκεί. Όλο το δεύτερο μέρος αναλώνεται σε ένα προβλέψιμο και flat κυνηγητό γάτας και ποντικού, χωρίς πνοή και σκηνοθετικό νεύρο, όπου αρκετοί χαρακτήρες δεν αναλύονται σε βάθος ενώ υπάρχουν και κάποιες χτυπητά κακές ερμηνείες (Βαλ Κίλμερ, Σαρλότ Γκενσμπούρ) που αποδυναμώνουν ακόμη περισσότερο την ταινία. Αντί λοιπόν ο Άλφρεντσον να χτίσει την αφήγησή του στην οξύτητα της κοινωνικής κριτικής ή την καταγραφή της δυσοίωνης ατμόσφαιρας που χαράζει ανεπανόρθωτα τη ζωή του ήρωα, στρέφεται σε μια δίχως έμπνευση σκηνοθεσία γύρω από τον εντοπισμό της ταυτότητας του δολοφόνου. Αν δεις την ταινία χωρίς περαιτέρω απαιτήσεις, εστιάζοντας μοναχά στο κομμάτι του αστυνομικού θρίλερ, μπορεί και να την απολαύσεις. Όμως δεν παύει να είναι μια χαμένη ευκαιρία για το σαρκασμό και την απομυθοποίηση της επίπλαστης εικόνας ευτυχίας στον παγωμένο ευρωπαϊκό βορρά. Εκεί που πίσω από τη βιτρίνα καθωσπρεπισμού κρύβονται σημάδια που όχι μόνο δεν επιτρέπουν διαλείμματα αισιοδοξίας, αλλά επιπλέον δικαιώνουν την ύπαρξη και τη δράση (βλέπε αυτοδικία) μιας ειδικής κατηγορίας ανθρώπων με σοβαρά ψυχολογικά και συναισθηματικά προβλήματα που χρίζουν άμεσης ιατρικής βοήθειας. 


Η άλλη όψη της ελπίδας (The Other Side of Hope) (***)

Σκηνοθεσία: Άκι Καουρισμάκι

Πρωταγωνιστούν: Σερβάν Χαγί, Σακάρι Κουοσμάνεν, Γιάνε Χιτιαΐνεν, Ίλκα Κοϊβούλα, Νούπου Κοΐβου, Σίμον Χουσεΐν Αλ-Μπαζούν

Ένας σύριος μετανάστης, που έχει χάσει την οικογένειά του στον πόλεμο, καταφθάνει κρυμμένος σε ένα πλοίο στη Φινλανδία. Ζητάει άσυλο στη χώρα αλλά απορρίπτεται η αίτησή του. Λίγο πριν την απέλασή του καταφέρνει να δραπετεύει από το κέντρο «φιλοξενίας» όπου κρατείται και συναντά ένα μεσήλικα ιδιοκτήτη εστιατορίου που θα του προσφέρει δουλειά και στέγη.

Το λιτό, ανθρώπινο σινεμά του Καουρισμάκι εξακολουθεί να μη χάνει την αισιοδοξία του παρότι γύρω του κάνουν πάρτι η αδικία, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία. Η μινιμαλιστική αφήγηση του Φινλανδού κεντάει στο επίπεδο της σκιαγράφησης χαρακτήρων και το ιδιαίτερο χιούμορ του σχολιάζει με πίκρα –αν και η ελαφριά νοσταλγική διάθεση δεν λείπει από κάποιες σκηνές– κάποιες καταστάσεις που, αν μη τι άλλο, σημαδεύονται από την απλοϊκότητα ή την αδυναμία κατανόησης των βαθύτερων αιτιών που οδηγούν τέτοιες «ιδανικές κοινωνίες» σε κρίση. Έχει όμως αυθεντικότητα και κυρίως ειλικρίνεια στις προθέσεις του ο φοβερός φινλανδός σκηνοθέτης που ακόμη κι αν δεν φτάνει στο επίπεδο άλλων δουλειών του (το συγκινητικό «Λιμάνι της Χάβρης» είναι σίγουρα καλύτερη ταινία) καταφέρνει να μας κλέψει και πάλι την καρδιά, ειδικά με το συγκλονιστικό φινάλε του που περικλείει όλη την ουσία της ύπαρξης του ήρωά του.


Η μάχη των φύλων (Battle of the Sexes) (**1/2)

Σκηνοθεσία: Βάλερι Φάρις, Τζόναθαν Ντέιτον

Πρωταγωνιστούν: Έμα Στόουν, Στιβ Καρέλ, Άντρεα Ράιζμπορο, Σάρα Σίλβερμαν, Μπιλ Πούλμαν, Αλαν Κάμινγκ, Ελίζαμπεθ Σου, Οστον Στάουελ, Νάταλι Μοράλες

Ο πολυδιαφημισμένος αγώνας τένις το 1973 ανάμεσα στην παγκόσμια πρωταθλήτρια Μπίλι Τζιν Κινγκ και τον πρώην πρωταθλητή και σοβινιστή Μπόμπι Ριγκς έμεινε στην ιστορία ως η Μάχη των Φύλων κι έγινε ένα από τα πιο θεαματικά αθλητικά events όλων των εποχών.

Ο εν λόγω αγώνας πυροδότησε μία παγκόσμια συζήτηση πάνω στο θέμα της ισότητας των φύλων, προωθώντας έτσι το φεμινιστικό κίνημα που βρήκε την ευκαιρία για να καταγγείλει το σωβινισμό της αμερικανικής κοινωνίας. Δοσμένος μέσα από τη χειραγώγηση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και τους μηχανισμούς του θεάματος οι ηρωίδες της ταινίας βρήκαν την ευκαιρία να πλήξουν τους φαλλοκράτες αντιπάλους τους στο ίδιο το γήπεδό τους. 44 χρόνια μετά από εκείνο τον αγώνα η ιστορία δείχνει σχεδόν εξωπραγματική. Τα άθλια σχόλια για τη θέση της γυναίκας που ασπάζονται μεγάλη μερίδα της κοινωνίας (!) τοποθετώντας τον Ριγκς στο βάθρο του «ανώτερου από τη φύση του άντρα» είναι πραγματικά για γέλια –αλλά και για κλάματα– δίνοντας ανάγλυφα το κλίμα μιας εποχής που ευτυχώς δείχνει τόσο ξεπερασμένη σήμερα. Η απόδοση του γεγονότος μέσω της συμβολικής διάστασής του γίνεται δυνατό αφηγηματικό όπλο στα χέρια των δύο σκηνοθετών, ακόμη κι αν η σατυρική χρήση του αποδυναμώνει αισθητά το τελικό αποτέλεσμα που φλερτάρει κάπως άστοχα με τη φαρσοκωμωδία. Δυνατή η ερμηνεία της Στόουν, ίσως συζητηθεί στα επερχόμενα όσκαρ.


Η μεγάλη υπόσχεση (The Promise) (*1/2)

Σκηνοθεσία: Τέρι Τζορτζ

Πρωταγωνιστούν: Όσκαρ Άιζακ, Κρίστιαν Μπέιλ, Σαρλότ Λε Μπον, Ζαν Ρενό

Ένας σπουδαστής ιατρικής αρμένικης καταγωγής συναντά και ερωτεύεται μια νεαρή δασκάλα χορού στα τέλη του 1914 στην Κωνσταντινούπολη. Η αρμένικη κληρονομιά τους θα τους φέρει κοντά, αλλά ένας Αμερικανός ρεπόρτερ, που είναι αποφασισμένος να εκθέσει όλη την αλήθεια για τη γενοκτονία των Αρμενίων, διεκδικεί επίσης την καρδιά της κοπέλας.

Το θέμα του φιλμ δεν είναι το ιψενικό τρίγωνο, αλλά η γενοκτονία των Αρμενίων. Όμως ο σκηνοθέτης του «Hotel Rwanda» Τέρι Τζορτζ επιμένει να βλέπει το ιστορικό αυτό γεγονός υπό το πρίσμα μιας ερωτικής σαπουνόπερας που μόνο εμπόδια βάζει στην ταινία. Προφανώς η εμπορική καριέρα του φιλμ μετρά περισσότερο από την καλλιτεχνική του αξία, με συνέπεια να καταρρέει σαν χάρτινος πύργος όλο το φιλόδοξο επιχείρημα, κάτω από το βάρος της Ιστορίας που συναντά τον Έρωτα. Κρίμα για το καστ, κρίμα για το στόρι, κρίμα και για το σκηνοθέτη, που στη «Rwanda» είχε πετύχει άψογα τη συσχέτιση του ιστορικού γεγονότος και της προσωπικής ιστορίας αλλά εδώ είναι σαφέστατα εκτός φόρμας.


ΑΚΟΜΗ

»»» Το ενδιαφέρον του εγχειρήματος στο φιλμ «Ο αγαπημένος σου Βίνσεντ» (2) είναι το ζωντάνεμα κλασικών έργων του Βίνσεντ Βαν Γκογκ στην προσπάθεια να ριχτεί φως στις τελευταίες μέρες της ζωής του διάσημου ζωγράφου και των αιτιών που τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Ενώ όμως το στόρι φαντάζει τουλάχιστον συναρπαστικό, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο θαυμασμός δεν κρύβεται για την εικαστική τελειότητα του φιλμ, αλλά η ιστορία πάσχει σοβαρά σε επίπεδο αφήγησης και ύφους, με τη σκηνοθεσία να βαριανασαίνει προσπαθώντας να δώσει ζωντάνια σε ένα υλικό που είναι αρκετά βαρύ και αδέξιο.