Κινηματογραφος

Blade Runner 2049: Πόσο καιρό είχες να δεις μια ταινία που μετά να τη συζητάς για ώρες;

Ξυπνάτε, (ηλεκτρικά) πρόβατα!

Στέφανος Τσιτσόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Παρηγορητικό! Σάββατο βράδυ, έξω από την «Έλλη» της Ακαδημίας, μετά την ταινία, δεκάδες άνθρωποι κάνουν τσιγάρο και τη συζητούν. Ναι, καιρό είχα να δω πηγαδάκια, μόνο σε φεστιβαλικές ταινίες μυημένου και κουλτουριάρικου κοινού συμβαίνουν αυτά. Κι όχι σε μπλοκμπάστερ. Είναι όμως ένα σκέτο υπερκαλογυρισμένο μπλοκμπάστερ; Ίσως έφταιγε και η βροχή: ραίνει τα πεζοδρόμια της Αθήνας, ευθυγραμμίζοντάς την με τη μετεωρολογία του φιλμ. 

«Ποιος, αλήθεια, είμαι εγώ και πού πάω, με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό;»*: ένα υπαρξιστικό sci-fi νουάρ, αυτό είναι το σίκουελ του «Blade Runner». Και κάτω από τον συνεχώς βροχερό ουρανό της L.A. mega city, με τη συνεχή ροή εξατομικευμένων διαφημιστικών πακέτων ολογραμμικής διαφήμισης και τους γλιστερούς δρόμους, που πάνω τους αντικαθρεφτίζονται τα πολυεθνικά «νέον γράμματα, λέιζερ οράματα»**, ο K. (Ράιαν Γκόσλινγκ) καλείται να ταξιδέψει χιλιάδες χρόνια πίσω. Για να ανακαλύψει την αλήθεια. Να κατακτήσει τη γνώση. Από τον Προμηθέα και τον Οιδίποδα, ως τον Κάφκα, τα ντικενσιανά χαμίνια-ορφανά του Όλιβερ Τουίστ, και τις εμφυτευμένες ή αληθινές αναμνήσεις που επιμένουν να τον τυραννούν σαν προυστικός εφιάλτης, ο δρόμος του Κ. είναι γεμάτος ερωτήματα και κινδύνους: ναι, το 2049 οι τόνοι διεστραμμένης ακρίβειας και ευκρίνειας τεχνολογία δεν αρκούν για να λύσουν με την αλγοριθμική τους  επάρκεια τα προαιώνια ερωτήματα.

«Και όλες οι αντένες μιας γης χτυπημένης, μεγάφωνα και ασύρματοι από παντού, γλυκά σε νανουρίζουν κι εσύ ανεβαίνεις ψηλά, στους βασιλιάδες του ουρανού»*. Ο Έλβις, ο Σινάτρα, ο Λιμπεράτσε (κι όχι ο Σαββόπουλος ή ο Παύλος Παυλίδης – αν και, όπως βλέπεις, θα μπορούσαν), εκπέμπουν τα τραγούδια τους υπό το καθεστώς μιας συνεχούς ενοχλητικής παρεμβολής, σε εκείνη την τρομερή σκηνή στο τοξικά έρημο και κατεστραμμένο Λας Βέγκας, όπου ανταμώνουν ο παλιός κι ο νέος «Blade Runner». Χιόνι. Που διασπά τη μετάδοση του μηνύματος: we ’re all gonna die. Only fools rush in. Όμως το θέμα είναι πώς θα φύγουμε. Κολυμπώντας στον γαλήνιο ωκεανό της πλήρους άγνοιας ή στην τρικυμιώδη θάλασσα  της γνώσης; 

Με ένα υποβλητικά αργό σκηνοθετικά τέμπο, παρά τη συνεχή ροή πληροφοριών - ξεδιάλυμα του μύθου,  που παραπέμπει ταυτόχρονα σε Ταρκόφσκι, Κιούμπρικ αλλά και στο «Starman» του David Bowie –στα πρώτα σχέδια της παραγωγής ήταν αυτός να ερμηνεύσει τον ρόλο του Ουάλας (Τζάρετ Λέτο)–, ο Ντενί Βιλνέβ στήνει μια ιστορία που όχι μόνο στέκεται ισάξια δίπλα στο «Blade 1» μα και ξαναδίνει  στο Χόλιγουντ το φιλί της ζωής. Διαστημόπλοια, ξυλίκια (η L. κοπανάει σαν ηρωίδα του Kick Ass), όμως η Ρόμπιν Ράιτ είναι ο δεύτερος ρόλος που σημαδεύει την ταινία. Η κυβερνομπατσίνα-ανθρωποφύλακας που πρώτη από όλους, ακόμα πιο γρήγορα κι από το σαλταρισμένο ανδροειδές, αντιλαμβάνεται πως ρυθμισμένο toy boy του νόμου και της τάξης μπορεί να ξεφύγει από τον αυστηρά προγραμματισμένο ρόλο για τον οποίο συναρμολογήθηκε. 

Συνεχώς ελλοχεύει ο κίνδυνος του σπόιλερ. Γι’ αυτό άλλωστε αξίζει να το δείτε. Η πανθομολογούμενη αξία της ταινίας σε επίπεδο τεχνικά εικαστικού και σεναριακού αριστουργήματος αποκτά και μιαν ακόμη υπεραξία. Αυτήν ενός έργου τέχνης που θέτει συνεχώς την ίδια ερώτηση: από το «Metropolis» του Λανγκ έως και το «We are the robots» των Kraftwerk («Nobody owns me, nobody sells me, we are functioning aytomatic and we are dancing mechanic») και το Domine Quo Vandis, ζωγραφικό πίνακα του Άνιμπαλ Καράτσι, 1602 μ.Χ. «Πού πας, Κ.(ύριε);» 

*Από το τραγούδι «Ωδή στον Γ. Καραϊσκάκη» του Διονύση Σαββόπουλου

**Από το τραγούδι «Ρόδες» του Παύλου Παυλίδη