- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, πρωταγωνιστής της «Ακαδημίας Πλάτωνος», έγραψε για την Α.V. το ημερολόγιο της βράβευσης της ταινίας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο.
Μιλάνο, 12.30. Ζέστη και υγρασία, πεινάω, βαριέμαι και νυστάζω κάπως. Έχουμε να φάμε δύο ολόκληρες ώρες μέχρι να έρθει το λεωφορείο…
13.00 O Μωριάτης λέει ότι έχει γίνει κάποιο λάθος, έπρεπε να μας περιμένει λιμουζίνα.
14.30 Εμφανίστηκε μια ασxημούτσικη με τα λεοπαρδαλέ διακριτικά του φεστιβάλ. Επιτέλους. Μας κοπάδιασε και πάμε προς το πάρκινγκ, διάφορες φυλές αλλά το γνωστό ύφος του κινηματογραφιστή: καχυποψία σε σύμπλεγμα έπαρσης/χαμηλής αυτοεκτίμησης. Ο Μωριάτης επιμένει, έπρεπε να έρθει να μας πάρει αυτοκίνητο. Σοβαρολογεί, εγώ νόμιζα ότι κάνει πλάκα.
Στο δρόμο, ο Ιταλός οδηγός ανήκει στην κατηγορία βρίζω-όποιον-τολμάει-να οδηγεί-μπροστά-μου. Επίσης, μιλάει πολύ, μόνος. Στον εαυτό του.
Στα σύνορα ο βλοσυρός Ελβετός φρουρός ρώτησε τον οδηγό ποιοι είναι αυτοί και πού πάμε, κάτι του απάντησε για φεστιβάλ και μπήκαμε. Ούτε παπίρεν ούτε ταυτότητες ούτε μπάρες, τίποτα. Ξέφραγο ελβετικό σουρω-τύρι.
Λοκάρνο, η συνοδός που μας χρεώθηκε είναι η πιο νόστιμη του φεστιβάλ (και φυσικά είναι ντυμένη σε λεοπαρδοχρώματα).
Για μπιρίτσα, κάτσαμε με τον Μισέλ Δημόπουλο. Υπάρχει, λέει, από τους ανθρώπους του φεστιβάλ που διάλεξαν την «Ακαδημία Πλάτωνος» πολύ καλό κλίμα για την ταινία. Λένε τα καλύτερα, λέει.
Φαΐ (όπως πάντα με τον Μωριάτη…), στην παρέα είναι και ο μικρός Λούι Καραθάνος, γιος του Γερμανού συμπαραγωγού μας, μου άρπαξε το τηλέφωνο και έσκισε την μπαταρία στα παιχνίδια. Κάνει ζέστη, πολλή!
Ο Τσίτος έφτασε ξημέρωμα με τον Κυρλίδη. Έχει το χάλι του, άυπνος και από γυρίσματα στο Μόναχο. Με αυτοκίνητο.
Μας φωτογραφίζουν επισήμως σε ένα ψιλοκακόγουστο ντεκόρ, λεοπάρδαλη βεβαίως αλλά και δίχτυ παραλλαγής...! Τα μούτρα του Τσίτου ενώ ποζάρει, είναι όλα τα λεφτά. Είναι και οι Ελβετοί κιτς-οι;;
Η συνέντευξη Τύπου είναι μια επιτυχία. Υπάρχει ενδιαφέρον πέρα από τα τυπικά, βρίσκουμε την ευκαιρία να πούμε για τα κινηματογραφικά στην Ελλάδα, τους νόμους, τα οικονομικά μας και τους Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη.
Στην προβολή. Γουάου, έχει 3-3.500 θεατές! Μας παρουσιάζουν και αρχίζει.
Γελάνε αμέσως… Ξαναγελάνε. Φαίνεται να καταλαβαίνουν τα πάντα, ακόμα και διάφορα πολύ «δικά μας». Ο Μωριάτης –ή ο Φίλιππος (δεν θυμάμαι)– αναρωτιέται αν μπορούμε να πάρουμε αυτό το κοινό μαζί μας, όπου παίζεται η ταινία, να δίνει τον τόνο. Γελάνε μεν, αλλά τους νιώθω συγκινημένους. Ξέρω απ’ αυτά, η ταινία αρέσει!
Τέλος! Πολύ και θερμό χειροκρότημα στους τίτλους. Και ξανά θερμό χειροκρότημα με τα φώτα που ανάβουν. Πολύ ζεστά και ανθρώπινα σχόλια, οι Ελβετοί με εντυπωσιάζουν, είναι πολύ πιο αυθόρμητοι από εμάς τους Μεσογειακούς.
Έξω στο φως και πάλι, προσπαθούμε να καταλάβουμε τι έγινε. Μέχρι να αποφασίσουμε, σκάνε οι πρώτοι θαυμαστές! «Μπράβο», «συγχαρητήρια», «η καλύτερη ταινία του φεστιβάλ». «Αριστοφάνης», προσθέτει ένας συμπαθής κύριος.
Οι άνθρωποι του φεστιβάλ, τώρα που υπάρχει η ετυμηγορία του κοινού, είναι πιο λυμένοι. Έρχονται ένας-ένας και τονίζουν την προσωπική τους συμβολή στην επιλογή της ταινίας για το διαγωνιστικό τμήμα.
Στη δημόσια κουβέντα, μετά την προβολή υπάρχει πολύ θερμή ατμόσφαιρα.
Για μπίρα, πάλι τα ίδια. Μας σταματάνε στο δρόμο, τρεις παγκοσμίως άγνωστους Έλληνες, και μας φορτώνουνε με διάφορα μπράβο. Αυτό το «η καλύτερη ταινία» επανέρχεται ξανά και ξανά.
Το πρωί, βλέπω από το παράθυρο του δωματίου μου έναν κυριούλη να ξεδιπλώνει μικρή σκαλίτσα για να ανεβοκατεβαίνει ο γερο-σκύλος του απ’ το πορτμπαγκάζ. Πολιτισμένοι άνθρωποι.
Αποφασίζουμε να πάμε βόλτα με το καραβάκι στη λίμνη Ματζόρε. Χλίδα, καλοπέραση και μια ηρεμία, όπου και να κοιτάξεις. Το τρίο, Τσίτος, Μωριάτης κι εγώ, κάνει σχέδια για την επιστροφή, ώρες, πτήσεις, χιλιόμετρα κ.λπ. Τρώμε ένα σάντουιτς με μπίρα στην Ασκόνα, υπάρχει ένα που κάνει € 45, τα υπόλοιπα, τιμαί κανονικαί...
Στην επιστροφή ανεβαίνω ψηλά στο καραβάκι να καπνίσω. Όταν ξαναπηγαίνω κοντά τους, οι άλλοι δύο γελάνε περίεργα. Σε λίγο μου το σκάνε το μυστικό, μας ειδοποίησαν τηλεφωνικά να αναβάλλουμε την αυριανή αναχώρηση, πήραμε το βραβείο ανδρικού ρόλου και το οικουμενικό.
Ανάμεικτα συναισθήματα, προσπαθώ να το αφομοιώσω, μεγάλη ιστορία. Ο Φίλιππος έχει στεναχωρηθεί κάπως, και με το δίκιο του, μας είχανε προετοιμάσει για περισσότερα, όσο κι αν δεν το ομολογούσαμε. Του Μωριάτη γελάνε και τα μουστάκια.
Πίσω στο Λοκάρνο, ο Τσίτος φεύγει για μυστήρια συνάντηση. Τον έχουν καλέσει κάτι ηλικιωμένοι φίλοι της τέχνης, όπου συνοδεία σπιτικής σούπας τού κάνουν ερωτήσεις σχεδόν για όλα. Ήταν ο επίσημος φετινός καλεσμένος τους. Καλούν κάθε μήνα και κάποιον ενδιαφέροντα τύπο να τους μιλήσει. Τους θαυμάζω και ζηλεύω.
Το βράδυ τρώμε όλοι παρέα, ο μικρός Λούι, που κάτι έχει πιάσει τ’ αυτί του, με ρωτάει με δέος αν είναι αλήθεια ότι πήρα τη «Λεοπάρδα». Τα μασάω, είναι ακόμα μυστικό.
Πρωί Σαββάτου, εμφανίζεται και πάλι η συνοδός που μας είχε εγκαταλείψει. Είμαστε, πλέον, τιμώμενα πρόσωπα.
Φωτογράφιση με τα βραβεία στο χέρι, ποζάρω και με τη μικρή λευκή Ολλανδέζα που πήρε το πρώτο γυναικείο. Φυσικά και με τον Λούι, στο κάτω-κάτω αυτός τη βάφτισε: «η χρυσή Λεοπάρδα» (που είναι εμφανώς ασημένια).
Στη μικρή τελετή για τα παράλληλα βραβεία. Τελικά πήραμε άλλο ένα: το βραβείο Νεότητας, το δίνει μια επιτροπή νέων, ενώ το Οικουμενικό το δίνει μια επιτροπή που αποτελείται από μέλη όλων των επιτροπών. Ο Τσίτος βγάζει ωραίο λόγο.
Νυχτώνει, πάμε για τη μεγάλη πλατεία. 8.000 κόσμος.
Βραβείο ανδρικού ρόλου για την ταινία «Ακαδημία Πλάτωνος», πολύ θερμό χειροκρότημα, ίσως το πιο ζεστό της βραδιάς. Βγάζω λόγο. Σιγά μην άφηνα 8 χιλιάδες ανθρώπους χωρίς να τους πήξω. Τους λέω για την ταινία, «η ευρωπαϊκή εκδοχή της απόγνωσης», για τον Μωριάτη, τον Καρδαρά και τον Τσίτο. Λέω και για τα ελληνικά κινηματογραφικά. Θρίαμβος;
Επιστροφή. Ο Τσίτος μάς πάει οδικώς μέχρι το Μιλάνο. Ναι, μπορούσαμε και καλύτερα. Μπορούσαμε και χρυσή «λεοπάρδα». Άτιμοι Κινέζοι, μας φάγανε λάχανο στη στροφή.
Στο αεροδρόμιο, πάντως, ο ελεγκτής κοίταξε με αηδία τη Λεοπάρδαλή μου, γιατί, θα αναρωτιόταν, ο Έλλην αυτός κουβαλάει όλο αυτό το «πράμα»;
Πού να του εξηγώ τώρα...