Κινηματογραφος

Φρανσουά Κλουζέ: Τι τον έκανε να παίξει σε ελληνική ταινία;

O γάλλος σταρ μας μιλάει για τη συμμετοχή του στο «Έτερος Εγώ» του Σωτήρη Τσαφούλια

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
ΤΕΥΧΟΣ 598
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Kαταξιωμένος από κριτική και κοινό, με βραβεία, διεθνή καριέρα και εμπορικά χιτ που έσπασαν ταμεία, ο πρωτοκλασάτος Φρανσουά Κλουζέ που μεταξύ άλλων έχει συνεργαστεί με τους Κλοντ Σαμπρόλ (έχουν κάνει μαζί 5 ταινίες), Ρόμπερτ Άλτμαν, Λόρενς Κάσνταν, Μπερνάρντ Ταβερνιέ, ήρθε στην αγαπημένη του Ελλάδα (λατρεύει την Αίγινα) και δούλεψε με έναν άγνωστο έλληνα σκηνοθέτη στη δεύτερη μόλις μεγάλου μήκους ταινία του. 

Όταν είπα σε κάποιους φίλους ότι θα κάνω μια συνέντευξη με τον πρωταγωνιστή των «Άθικτων» –όλοι είχαν δει την ταινία– που παίζει σε μια ελληνική ταινία σχετικά άγνωστου σκηνοθέτη (σ.σ. ο Σωτήρης Τσαφούλιας έκανε ντεμπούτο πριν από 2 χρόνια με τον «Κοινό παρονομαστή») κι όχι κάποιου γνωστού, όπως του Γιώργου Λάνθιμου για παράδειγμα, με κοιτούσαν με απορία. Τι σας έκανε λοιπόν να παίξετε στο «Έτερος Εγώ»;

Κάθε δουλειά που αποφασίζω να κάνω ξεκινάει πρώτα από το διάβασμα του σεναρίου. Όταν κάτι με κεντρίσει σε αυτό, ουσιαστικά έχω πάρει τη μισή απόφαση να παίξω στην ταινία. Τα υπόλοιπα έχουν να κάνουν με τους ανθρώπους που θα συνεργαστώ και κυρίως τον σκηνοθέτη. Όταν διαπιστώσω ότι ο σκηνοθέτης έχει όραμα και δυνατές ιδέες, όπως ο Σωτήρης, αφήνομαι στα χέρια του. Και φυσικά το να έρθω και πάλι στην Ελλάδα που είναι ο αγαπημένος μου προορισμός, ήταν άλλη μια σοβαρή παράμετρος για να πω το «ναι» στο φιλμ αυτό. 

 

Αν οι «Άθικτοι» μιλούσαν για τη γενναιοδωρία της ζωής, το «Έτερος εγώ» για τι πράγμα μιλάει;

Ουσιαστικά η ταινία του Σωτήρη μιλάει για το ίδιο πράγμα. Με βάση τις εμπειρίες του κάθε χαρακτήρα υπάρχει μια ανταλλαγή σε επίπεδο γνωστικό. Το είδος του μυστηρίου εδώ λειτουργεί σε ένα άλλο επίπεδο όσον αφορά τη γενναιοδωρία, που μπορεί να μην αφορά συναισθήματα, αλλά ο αλτρουισμός κάποιων ανθρώπων οδηγεί στην πηγή της γνώσης ως σημείο αναφοράς της αλήθειας που ξεκλειδώνει κάποιες μυστικές κρύπτες. 

Στο φιλμ πέντε φόνοι στη σύγχρονη Αθήνα συνδέονται μεταξύ τους μέσω κάποιων ρητών του Πυθαγόρα. Είναι ένα αστυνομικό θρίλερ το «Έτερος εγώ» ή κάτι παραπάνω;

Πρόκειται για μια ταινία που δεν παίρνει στα σοβαρά –με την αρνητική έννοια– τον εαυτό της. Είναι μια ταινία που απεχθάνεται τη σοβαροφάνεια και επιδιώκει την καθαρή ψυχαγωγία του θεατή.     

Ο χαρακτήρας σας στο φιλμ δεν αναλύεται σε βάθος. Είναι άλλωστε ολιγόλεπτη η παρουσία σας. Μαθαίνουμε πάντως ότι είναι φιλέλληνας καθηγητής. Έχετε κάποια περισσότερα πράγματα να μας πείτε γύρω από τον ήρωα που υποδύεστε;

Ένα κρίσιμο σημείο, από τα πιο καίρια μάλιστα, που με έκανε να θέλω να παίξω στην ταινία ήταν η επαγγελματική ιδιότητα του χαρακτήρα αυτού. Περισσότερο από το ότι ήταν φιλέλληνας, όπως κι εγώ, με ιντριγκάρισε το επάγγελμά του. Δεν είχα ξαναπαίξει ποτέ τον καθηγητή και πάντα είχα την περιέργεια να δω πώς λειτουργεί μέσα σε μια γεμάτη αίθουσα από νεαρόκοσμο (ο χώρος του αμφιθεάτρου είναι εντυπωσιακός ενώ, όπως αναφέρει και το ίδιο το όνομά του, η διαδικασία της διδασκαλίας των μαθημάτων έχει μια θεατρική διάσταση) ο λειτουργός αυτός που δουλειά του είναι να μεταδώσει τη γνώση του στις επόμενες γενιές. Επίσης, ήταν πολύ εύστοχα δοσμένο το παιχνίδι με τον πρωταγωνιστή του φιλμ με βάση το Πυθαγόρειο Θεώρημα, όπου και οι δύο επιχειρούν να πάρουν τις απαντήσεις που τους λείπουν από το μυστηριώδες παζλ που σχηματίζεται μπροστά τους.

Αν και καταξιωμένος ηθοποιός με τεράστια γκάμα καθώς παίζετε πάντα με μεγάλη επιτυχία σε διαφορετικά είδη, δεν έχετε την αναγνωρισιμότητα ή τη δημοφιλία ενός παγκόσμιου σταρ όπως π.χ. ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;

Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η αξία μου ως ηθοποιός. Να κάνω τη δουλειά μου σωστά κι όχι να πηγαίνω και να φαίνομαι στα φεστιβάλ. Αυτό που θέλω είναι να κρατήσω, να έχω διάρκεια ως ηθοποιός και να συνεχίσουν να μου προτείνουν σημαντικούς ρόλους. Όσο μεγάλος σταρ κι αν είναι ο Ντεπαρντιέ, το παράδειγμα που αναφέρατε, ο κόσμος δεν πηγαίνει πλέον στις ταινίες του. Από την πλευρά μου, από τη στιγμή που δεν μπαίνω στο παιχνίδι της δημοσιότητας, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να προσπαθώ να γίνομαι καλύτερος ηθοποιός. Αυτό και τίποτε άλλο.  

 

Υπάρχουν σταρ που δεν είναι καλοί ηθοποιοί;

Φυσικά. Όπως και υπάρχουν καλοί ηθοποιοί που δεν γίνονται ποτέ σταρ. Αυτό που με ενδιέφερε στην αρχή της καριέρας μου ήταν να μπορέσω να γίνω γνωστός για να κάνω την αγάπη μου για την υποκριτική επάγγελμα. Και παρότι αγαπώ εξίσου το θέατρο, αναγκάστηκα να το εγκαταλείψω για να διατηρήσω αυτή τη δυναμική που είχα αναπτύξει ως νέος ηθοποιός και να έχω περισσότερες ευκαιρίες στο μέλλον. Κάτι που μέσω του θεάτρου δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ.  

  

Είναι το γαλλικό σινεμά των ημερών μας το Χόλιγουντ της Ευρώπης;

Δεν πιστεύω ότι το Χόλιγουντ αντικατοπτρίζει ολόκληρο το αμερικανικό σινεμά. Κυρίως είναι τα μπλόκμπαστερ που βγαίνουν από εκεί. Το γαλλικό σινεμά έχει μια διαφορετική δομή, μια άλλη νοοτροπία, αν προτιμάτε. Όπως και το ελληνικό, το ιταλικό ή το ισπανικό σινεμά. Πιστεύω στην αλληλεπίδραση και τη συνεργασία των λαών. Όταν όλα τα υγιή και δημιουργικά κομμάτια κάθε ευρωπαϊκής χώρας συναντηθούν μεταξύ τους, θεωρώ ότι θα γεννηθούν σπουδαίες ταινίες. Δημιουργίες που θα μπορέσουν να σταθούν ισάξια απέναντι στο Χόλιγουντ και την παντοκρατορία των μπλοκμπάστερ. Αρκεί να είναι στοχευμένες προς τη σωστή κατεύθυνση. 

Από τη συνεργασία σας με σπουδαίους αμερικανούς δημιουργούς όπως ο Άλτμαν ή ο Κάσνταν, σας έχει μείνει κάτι ιδιαίτερο στη μνήμη; Βρίσκετε διαφορές στον τρόπο που δουλεύουν οι αμερικανοί και οι ευρωπαίοι σκηνοθέτες;

Όχι, δεν υπάρχουν ιδιαίτερες διαφορές εκτός ίσως από τον Ρόμπερτ Άλτμαν που είχε τα δύο μόνιτορ και έδινε μεγάλη δημασία στο καδράρισμα οδηγώντας διαρκώς με εντολές τον υπεύθυνο του κάδρου στο πώς ήθελε να βγει η κάθε σκηνή, του έλεγε π.χ. πήγαινε πιο αριστερά ή πιο δεξιά την κάμερα κ.ά. Σε όλες τις παραγωγές που έλαβα μέρος ο στόχος ήταν ένας: Να βγει μια σπουδαία ταινία.  

Η άνοδος της ακροδεξιάς είναι ένα φαινόμενο που προβληματίζει και ίσως φοβίζει. Στη Γαλλία η Λεπέν έχει διαρκή άνοδο αλλά δεν είναι φρέσκο φαινόμενο. Θυμίζω ότι και ο πατέρας της, ο Ζαν Μαρί, πριν από 15-20 χρόνια παραλίγο να ανέβει στην εξουσία. Έχετε κάποια εξήγηση;

Πραγματικά δεν μπορώ να το εξηγήσω. Είναι κάτι αδιανόητο για τη χώρα μου οπότε πρέπει να κοιτάξουμε στο ποιοι και πώς ψηφίζουν. Ίσως η ψήφος προς την κατεύθυνση αυτή να είναι μια διαμαρτυρία, μια πρόκληση καλύτερα προς το ισχύον πολιτικό σύστημα για αλλαγή. Επειδή όμως αυτές οι καταστάσεις οδηγούν σε κραυγαλέα λάθη, όπως έχει δείξει στο παρελθόν η ιστορία, πρέπει να βρούμε άμεσα λύση. Μια από αυτές θεωρώ πως είναι στην οικονομία. Άλλωστε οι πιο έντονα διαμαρτυρόμενοι ψηφοφόροι είναι αυτοί που έχουν πληγεί οικονομικά. Αν φτιάξουμε την οικονομία με το βλέμμα στραμμένο προς τον απλό, καθημερινό άνθρωπο που παλεύει για την επιβίωσή του κι όχι στο πώς οι πλούσιοι θα γίνουν ακόμη πιο πλούσιοι και τερματιστεί επιτέλους αυτή η κρίση της τελευταίας δεκαετίας, πιστεύω ότι θα σβήσει και η ακροδεξιά.  

Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ρόλος;

Στο θέατρο ήταν σε ένα έργο του Μαριβό και στο σινεμά στην «Κόλαση» (L’ enfer) του Κλοντ Σαμπρόλ.