Κινηματογραφος

Οι καλύτερες ταινίες μιας μέτριας χρονιάς

Οι παλιοσειρές είτε απείχαν (Χάνεκε, Φον Τρίερ), είτε βρίσκονταν σε κακό φεγγάρι (Αλμοδοβάρ, Βίντεμπεργκ) είτε δεν είχαν όρεξη (Γ. Άλεν).

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Δεν είχε κάποιο συγκλονιστικό, αυθεντικό αριστούργημα η χρονιά που πέρασε. Οι παλιοσειρές είτε απείχαν (Χάνεκε, Φον Τρίερ) είτε βρίσκονταν σε κακό φεγγάρι (Αλμοδοβάρ, Βίντεμπεργκ) είτε δεν είχαν όρεξη (Γ. Άλεν). Γενικώς οι παλιοί πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως ο Βερχόφεν και ο Λόουτς, μάλλον απογοήτευσαν και το βάρος αναγκαστικά έπεσε στους νέους, τις σταθερές αξίες των σημερινών 50άρηδων (Ινιαρίτου, Βιλνέβ), αλλά και τους ανερχόμενους και πιο τολμηρούς.

Ο Ινιαρίτου με την «Επιστροφή» απέδειξε τη σπάνια στόφα του ιδιοφυή, οραματιστή και ασυμβίβαστου δημιουργού. Μια μη ιστορία, φτιαγμένη όμως από τραχιά υλικά και με την παραισθησιογόνο φωτογραφία να ταξιδεύει το θεατή αλλού (από Ταρκόφσκι μέχρι Τζόις), μίλησε για τη γέννηση του αμερικανικού όνειρου, το μήνυμα της χριστιανικής πίστης και τη μοναδική συνύπαρξη φυσικής ομορφιάς και ανθρώπινης βίας στο ίδιο πλάνο.

Το σπουδαίο «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» λοιδορήθηκε όσο καμιά άλλη ταινία της τελευταίας δεκαετίας επειδή «λήστεψε» το Χρυσό Φοίνικα από το «Τόνι Έρντμαν», μια επίσης σημαντική ταινία. Όμως το επίτευγμα του Κεν Λόουτς είναι μοναδικό. Μέσω της ταλαιπωρίας που υφίσταται ο «εργάτης» (άλλη μια αμαρτία του Βρετανού σύμφωνα με τους επικριτές του) ήρωας του από το βρετανικό κράτος πρόνοια, αναδεικνύει τις παθογένειες, τα σουρεαλιστικά κωμικά στοιχεία και τις κραυγές ενός τέρατος –εκείνο της γραφειοκρατίας αλλά και του καπιταλισμού- που διανύει τις τελευταίες (;) μέρες του. Ο Λόουτς, περισσότερο σοφός, ψύχραιμος αλλά και απαισιόδοξος από ποτέ, δεν χαιρετά ούτε και χαίρεται ιδιαίτερα για την αλλαγή και το επερχόμενο τέλος του κόσμου που γνωρίζουμε. Μένει μελαγχολικός αλλά σταθερά δίπλα στον αξιοπρεπή «ανώνυμο» ήρωα, παρηγορώντας τον για τον άνισο αγώνα που δίνει και του αναγνωρίζει το δικαίωμα να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια του. Όταν στα 80 σου κάνεις ένα φιλμ απλό και πάνσοφο, που σβήνει μέσα στην αφοπλιστική ειλικρίνειά του μονοκοντυλιά όλες τις πολιτικές δηθενιές και τα ευφυολογήματα γύρω από τη σύγχρονη κρίση, την ατομική ευθύνη και τον ολοκληρωτισμό της καπιταλιστικής μηχανής, τότε μπορείς να περηφανεύεσαι ότι είσαι ένας από τους ελάχιστους Μεγάλους του παγκόσμιου σινεμά.

Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ

«Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ»

Σινεμά όμως πάνω από όλα σημαίνει θέαμα, συγκίνηση, έρωτας και μουσική. Όλα αυτά υπάρχουν στο «La La Land» του Νταμιέν Σαζέλ. Ο θαυματοποιός του «Χωρίς μέτρο» συνεχίζει τα μαθήματα τζαζ, μόνο που τώρα ανοίγει το φακό του στο Χόλιγουντ και το περίφημο αμερικανικό όνειρο. Οι ψευδαισθήσεις και οι τραυματικές διαψεύσεις τους υπακούουν στο δόγμα «you win some you lose some». Στην πόλη των Αγγέλων όμως τα θαύματα δεν είναι ασυνήθιστα. Οι Σεμπάστιαν και Μία (ζευγάρι σαν αυτό των Ράιαν Γκόσλινγκ και Έμα Στόουν δεν υπάρχει άλλο στον πλανήτη Χόλιγουντ σήμερα) καταφέρνουν να κάνουν το όνειρο τους πραγματικότητα κι ας πληρώνουν τίμημα υπερβολικά δυσανάλογο. Ποιο είναι αυτό; Η συνειδητοποίηση ότι αγαπάμε δυνατά μόλις μια φορά στη ζωή μας αλλά αυτό δεν αρκεί για να έχει happy end το μιούζικαλ της ζωής μας. Το μιούζικαλ που μας αφήνει άλαλους κι όταν επιτέλους ξαναβρίσκουμε τη φωνή και τη χαρά μας τραγουδάμε εκστασιασμένοι...la la land! 

Ο Aργύρης Παπαδημητρόπουλος μας χάρισε την καλύτερη ελληνική ταινία της χρονιάς. Το «Suntan» ήταν ένα πρωτότυπο σέξι ρομαντικό θρίλερ που αποδόμησε απρόβλεπτα ευρηματικά το «ειδυλλιακό ελληνικό καλοκαίρι» και έσωσε την ευκαιρία στον Μάκη Παπαδημητρίου να πλάσει έναν από τους πιο απαιτητικούς και διφορούμενους χαρακτήρες της καριέρας του. Όσον αφορά τον Γιώργο Λάνθιμο τι να λέμε τώρα για τον άνθρωπο που έκανε το ελληνικό σινεμά «παγκόσμιο φαινόμενο» και κατάφερε να απασχολεί όλη τη διεθνή σκηνή για την περίπτωση του, κάνοντας ακόμη και διάσημους σταρ να επιζητούν μια συνεργασία μαζί του. Μπορεί ο «Αστακός» να προβλήθηκε στη χώρα μας πέρυσι (τον Οκτώβρη του 2015 βγήκε στις ελληνικές αίθουσες) αλλά η δυναμική που ανέπτυξε μέσα στο 2016 με το άκρως επιτυχημένο πέρασμά του στο αμερικανικό box office αλλά και σε άλλες χώρες με αποτέλεσμα να φιγουράρει σε διάφορες επίσημες κι ανεπίσημες λίστες των best of, μας υποχρεώσουν να τον εντάξουμε στα πρόσωπα της χρονιάς. Άλλωστε η χρονιά κλείνει με τον πιο θεαματικό τρόπο αφού το «Lobster» κέρδισε το βραβείο σεναρίου (συνεργασία του Λάνθιμου με τον Ευθύμη Φιλίππου) από τους κριτικούς του ΛοςΆντζελες ενώ στις υποψηφιότητες των Χρυσών Σφαιρών ο Κόλιν Φάρελ είναι στην πεντάδα των καλύτερων αντρικών ερμηνειών της κατηγορίας κωμωδία-μιούζικαλ, ανοίγοντας την όρεξη των συντελεστών για ακόμη μεγαλύτερα πράγματα και γιατί όχι ένα Όσκαρ.

Suntan

Suntan

Λίγο πριν κλείσει τα 78α του γενέθλια ο Ολλανδός Πολ Βερχόφεν βρέθηκε στην Κρουαζέτ για να παρουσιάσει τη νέα του ταινία και πολλοί θεώρησαν ότι μπήκε στο διαγωνιστικό από την πίσω πόρτα και για χάρη της παλιάς δόξας («Βασικό ένστικτο», «Ολική επαναφορά», «Ρόμποκοπ»). Όταν όμως το σκοτάδι σκέπασε την αίθουσα Λιμιέρ κι εκτυλίχτηκε η ιστορία «Εκείνης» με την Ιζαμπέλ Ιπέρ να πέφτει θύμα βιασμού άπαντες υποκλίθηκαν στη στόφα ενός πραγματικά ανατρεπτικού auteur που βγάζει ακόμα λαγούς από την κάμερά του.

Μια θαυμάσια ταινία από τη Βραζιλία ήταν η «Δεύτερη μάνα» της σκηνοθέτιδας και σεναριογράφου Άννα Μουλιαέρτ που προσεγγίζει με χιούμορ και διεισδυτική ματιά το θέμα της μητρότητας, της ανατροφής αλλά και τις βαθιές κοινωνικές και ταξικές ανισότητες στη σύγχρονη Βραζιλία. Η ταινία που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από τη χώρα μας αφηγείται την ιστορία της φτωχής Βαλ, που εγκατέλειψε σε μικρή ηλικία την κόρη της για να δουλέψει ως υπηρέτρια μιας εύπορης οικογένειας στο Σάο Πάολο. Ύστερα από αρκετά χρόνια η κόρη της Βαλ, που έχει μεγαλώσει μαζί με τη γιαγιά της, έρχεται να δώσει εξετάσεις στο πανεπιστήμιο και επανασυνδέεται με τη μητέρα της. Σε κάποια σκηνή το αφεντικό της Βαλ ρωτάει την 17χρονη Τζέσικα: «Γιατί θες να σπουδάσεις αρχιτεκτονική;». Εκείνη αναφέρει διάφορους λόγους. Την ικανότητά της στο σχέδιο, τη δημιουργία, την ομορφιά, τη διακόσμηση κ.ά. Όμως ο τελευταίος επεξηγηματικός λόγος είναι και ο πιο ουσιαστικός στο ασχημάτιστο ακόμη κόσμο της νεαρής. Η αρχιτεκτονική ως μέσο κοινωνικών αλλαγών. Αυτό είναι και το θέμα της ταινίας που ξεκινάει ως βραζιλιάνικη σαπουνόπερα (μια μάνα που εγκαταλείπει το παιδί της για να μπορέσει να επιβιώσει είναι σίγουρο στοίχημα για πολύ... κλάμα) αλλά ποτέ δεν γίνεται μελό και μεταμορφώνεται σε αληθινό κινηματογραφικό επίτευγμα.

Εδώ και μια δεκαετία, το ρουμανικό σινεμά έχει καταφέρει να επιβάλει στην κινηματογραφική πιάτσα μερικά από τα σημαντικότερα ονόματα της σύγχρονης έβδομης τέχνης. Το ανθρωποκεντρικό, δραματουργικά λιτό αλλά και στοχευμένο σε ηθικά διλήμματα που δεν έχουν ξεκάθαρες απαντήσεις, νέο ρουμανικό σινεμά έδωσε και φέτος τα διαπιστευτήρια του με δύο εξαιρετικές ταινίες που βρέθηκαν υποψήφιες για το Χρυσό Φοίνικα (η «Αποφοίτηση» του Μουντζίου και το «Sieranevada» του Κρίστι Πούιου) αλλά και συστήνοντας άξιους συνεχιστές του διάσημου διδύμου Μουντζίου-Πούιου, σαν τον πρωτοεμφανιζόμενο Μπόγκνταν Μίριτσα («Όταν ξέσπασε η βία») που επίσης βρέθηκε στις Κάννες και το «Ένα κάποιο βλέμμα».

Sieranevada

Sieranevada

Άραγε αξίζει ο «Τόνι Έρντμαν» της γερμανίδας Μάρεν Άντε όλη αυτή την παραφιλολογία που αναπτύχθηκε και το πολεμικό κλίμα γύρω από τη μη βράβευση της στις Κάννες, θα αναρωτηθεί κανείς. Φυσικά και όχι αφού τα είπαμε πριν για τον Λόουτς και την ταινία του, ενώ παραλίγο να γυρίσει σε βάρος της Γερμανίδας όλο αυτό το κακόγουστο πανηγύρι και να κάνει ζημιά στην ίδια την ταινία της. Με ψυχραιμία λοιπόν και χαμηλούς τόνους βάζουμε τον απροσάρμοστο αλλά αφοπλιστικό στις προθέσεις του Τόνι Έρντμαν στις μεγάλες ταινίες της χρονιάς καθώς η παρορμητική ανθρωπιά του δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο, ενώ το κωμικοτραγικό κρεσέντο του διδύμου πατέρα-κόρης δεν έχει ανάλογο στη σύγχρονη ιστορία του ευρωπαϊκού σινεμά.

Τέλος, υπάρχουν καμιά δεκαριά ακόμη ταινίες που για άνετα μπορούν να σταθούν δίπλα στις παραπάνω για τους δικούς τους ειδικούς λόγους. Από τα animation της χρονιάς, η απωανατολίτικη γοητεία του «Κούμπο και οι δύο χορδές» κόβει σαν γιαπωνέζικο σπαθί, η φιλοσοφημένη «Κόκκινη χελώνας» βάζει τον κύκλο της ζωής σε θεμελιώδη όσο και εικαστικά ανυπέρβλητα επίπεδα, ενώ το απολαυστικό «Πάρτι με Λουκάνικα» ανοίγει νέους, σαφώς πιο ανατρεπτικούς και αιρετικούς δρόμους στο είδος. Όσον αφορά τους δημιουργούς που περιμένουμε πώς και πώς τη νέα τους δουλειά, δίπλα στη λίστα με τα ιερά τοτέμ του κινηματογράφου (Χάνεκε, Σκορσέζε, Νόλαν, Τζάκσον, Ντελ Τόρο, Φίντσερ, Φον Τρίερ κ.ά.) μπαίνει με το σπαθί του ο θαραλλέος καναδός Ντενίς Βιλνέβ. Το «Arrival» πέρα από τη δημιουργική και άκρως ρεαλιστική άποψή του γύρω από το διάστημα και το φόβο για το άγνωστο, είναι μια ταινία που φέρνει πιο κοντά από ποτέ (σε σημείο ταύτισης) το γήινο σύμπαν με την εξωγήινη «απειλή».