- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Σύμμαχοι (Allied) **
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Ζεμέκις
Παίζουν: : Μπραντ Πιτ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Τζάρεντ Χάρις, Μάθιου Γκουντ, Λίζα Κάπλαν
Βρετανός κατάσκοπος και γαλλίδα αντιστασιακός συναντιούνται στην Καζαμπλάνκα του ’42, σκοτώνουν γερμανό αξιωματικό, ερωτεύονται και ένα χρόνο αργότερα ο πόλεμος τους βρίσκει στο Λονδίνο παντρεμένους και με παιδί. Όμως η βρετανική αντικατασκοπία υποψιάζεται τη Γαλλίδα για κατάσκοπο των Γερμανών.
Λουσάτο, ιλουστρασιόν, με στιλ κι έξτρα λάμψη από πασαρέλα που μαρτυράει πως η υπέρμετρη φροντίδα στα κοστούμια και τις κουπ είχε ως συνέπεια να εγκαταλειφθούν όλα τα υπόλοιπα –κυρίως η αληθοφάνεια της ιστορίας– στον παράγοντα τύχη. Το φιλμ του Ζεμέκις ξεκίνησε με φιλοδοξίες για σπουδαία πράγματα (κάποια όσκαρ ίσως τσιμπήσει αλλά μόνο σε τεχνικές κατηγορίες), όμως είναι καταδικασμένο να μείνει στην κινηματογραφική ιστορία για άλλους λόγους (με πιάνετε, έτσι;). Η κατασκοπική ίντριγκα που εμπνεύστηκε ο σεναριογράφος Στίβεν Νάιτ («Επικίνδυνες υποσχέσεις») από μια αληθινή ιστορία που άκουσε όταν ήταν νέος, επιχειρεί να συναγωνιστεί σε επίπεδο θεάματος τα μεγάλα έπη του είδους. Όμως οι «Σύμμαχοι» δεν είναι ούτε η νέα «Εξιλέωση» ούτε καν ο «Άγγλος ασθενής». Είναι μια προσεγμένη στις λεπτομέρειές της και φροντισμένη υπερπαραγωγή που γνωρίζει πως όταν δίπλα στη λέξη πόλεμος κολλήσει η λέξη έρωτας τα περιθώρια κέρδους είναι μεγάλα. Όταν δε στο παρασκήνιο των γυρισμάτων εισβάλλει και το τρίτο πρόσωπο (η εκκεντρική πρώην κυρία Πιτ μπούκαρε στο σετ όταν βγήκε στα πρωτοσέλιδα η «μοναδική χημεία» των δύο πρωταγωνιστών) τότε ο ντόρος γύρω από το φιλμ δυναμώνει και τα προβλεπόμενα κέρδη αναμένεται να καταγράψουν πολλά μηδενικά. Στην πραγματικότητα η ταινία είναι μια μετριότητα με επικάλυψη χρυσού. Η ιστορία κυλάει νεράκι, αν και ποτέ δεν πείθει απόλυτα για το ρεαλισμό της, η περίφημη χημεία των Πιτ-Κοτιγιάρ είναι ένα καλό διαφημιστικό τέχνασμα και το μόνο που κρατάει σε εγρήγορση το θεατή είναι το μυστήριο της ταυτότητας της ηρωίδας και οι ενέργειες του συζύγου της (φιλότιμες οι προσπάθειες του αμερικανού σταρ, που όμως προδίδεται από το ρηχό σενάριο) να αποδείξει την αθωότητα της συντρόφου του. Μέχρι τότε όμως το πουλάκι θα έχει πετάξει και θα αναρωτιέται ο θεατής πού στον κόρακα βρίσκεται ο σκηνοθέτης του «Φόρεστ Γκαμπ» και του «Ναυαγού», που κάποτε ήξερε να βγάζει αληθινό συναίσθημα ακόμη και μέσα από μια απλή ατάκα.
Captain Fantastic *
Σκηνοθεσία: Ματ Ρος
Παίζουν: Βίγκο Μόρτενσεν, Τζορτζ ΜακΚέι, Σαμάνθα Άισλερ, Στβ Ζαν, Φρανκ Λανγκέλα
Ιδεαλιστής πατέρας-φαμίλιας μεγαλώνει τα 6 παιδιά του σε απομονωμένη δασώδη περιοχή της Β. Αμερικής και τα φέρνει σε επαφή με τον «πολιτισμό» όταν πεθαίνει η μητέρα τους.
Η εναλλακτική οικογενειακή κομεντί του Ρος χαϊδεύει τα αυτιά όσων θεωρούν την οργανωμένη κοινωνία και την αστική ζωή ως θεμέλια του παρακμιακού, «αμαρτωλού» δυτικού κόσμου. Η υμνολογία στην αθωότητα και την επιστροφή στη φύση γίνεται με όχι και τόσο... αθώους μηχανισμούς. Η σχολική παιδεία μπαίνει στο στόχαστρο και πυροβολείται με μεγαλοστομίες και διδαχές τύπου «ποιο είναι το νόημα της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας», ενώ άλλα εξίσου αφελή βαρύγδουπα συνοδεύουν την αξία της μόρφωσης στο σπίτι, τη σημασία του κυνηγιού της τροφής (sic), την εξέλιξη των ειδών. Στην πραγματικότητα ο σκηνοθέτης βρίσκεται σε σύγκρουση με τον εαυτό του, αφού διαπιστώνει κι ο ίδιος τα κενά της προχώ φιλοσοφίας του (τα παιδιά είναι «φρικιά», όπως λέει ο μεσαίος γιος, καταδικασμένα να μην ενταχθούν ομαλά στην κοινωνία) και παλεύει να βρει τη χρυσή τομή. Θα το κάνει με τον πλέον προβλέψιμο και εκβιαστικά μελοδραματικό τρόπο, που απλώς επιβεβαιώνει τις υποψίες μας. Καλά και άγια όλα αυτά, αλλά σε ποιον αιώνα είπαμε πως ζούμε;
O χορευτής (Dancer) ** *
Σκηνοθεσία: Στίβεν Κάντορ
Πρωταγωνιστεί: Σεργκέι Πολούνιν
Το πορτρέτο του σημαντικότερου σύγχρονου χορευτή του διεθνούς μπαλέτου που θεωρείται διάδοχος των Nουρέγιεφ και Μπαρίσνικοφ.
Η περίπτωση του 27χρονου Σεργκέι Πολούνιν αξίζει την προσοχή μας. Σπάνιο ταλέντο με χαρίσματα από γεννησιμιού του (στο μαιευτήριο, το μοναδικό αλά σπαγκάτο άνοιγμα των ποδιών του νεογέννητου τρόμαξε μια νοσοκόμα!), με ακαταμάχητο συνδυασμό δύναμης και χάρης στο χορό αλλά και σκοτεινά χρώματα μιας προσωπικής ιστορίας που μετρά τις απώλειες και τις θυσίες δίπλα σε κάθε καλλιτεχνικό «επίτευγμά» του, ο Πολούνιν έγινε διάσημος όταν παραιτήθηκε από το Βασιλικό Μπαλέτο του Λονδίνου, όντας ο νεαρότερος σολίστας στη μακρόχρονη ιστορία του. Το ντοκιμαντέρ του υποψήφιου για Όσκαρ Κάντορ («Blood Ties»), χάρη στο πλούσιο υλικό με στιγμιότυπα από κάθε φάση της ζωής του πρωταγωνιστή, είναι μια λεπτομερής, διεξοδική ματιά όχι μόνο στην καλλιτεχνική αξία αλλά, κυρίως, στην ανθρώπινη πλευρά του σταρ. Χωρίς υφάκι και με σεμνότητα ο ήρωας μιλάει on camera για όσα στερήθηκε ο ίδιος και η οικογένειά του προκειμένου να φανεί η λάμψη του ταλέντου σε όλο τον κόσμο. Καταφέρνει να μας συγκινήσει χωρίς να γίνεται σχεδόν ποτέ μελό.
Gimme Danger ** *
Σκηνοθεσία: Τζιμ Τζάρμους
Εμφανίζονται: Ίγκι Ποπ, Τζέιμς Γουίλιαμσον, Μάικ Γουότ
Ο Ίγκι Ποπ, οι Stooges και το αποτύπωμά τους στην πορεία του ροκ μέσα από το αρχειακό υλικό του Τζάρμους και τις εκ βαθέων εξομολογήσεις του χαμαιλέοντα από το Μίσιγκαν.
Δύσκολα το φιλμ θα κεντρίσει το ενδιαφέρον όσων αγνοούν ή απεχθάνονται τη μουσική των Stooges. Όμως είναι τέτοια η εξωπραγματικά cool αύρα του Ίγκι Ποπ που αρκεί για να μαγέψει οποιοδήποτε. Ως μουσικό ντοκιμαντέρ δεν έχει κάποια καινοτομία να επιδείξει. Μάλλον κινείται σε προβλέψιμα μονοπάτια, η γραμμική εξιστόρηση της ζωής του Ίγκι on camera διανθίζεται με σπάνιο υλικό ή με κινούμενα σχέδια που συναγωνίζονται σε αφασική φαντασία τους τινέιτζερ της μπάντας, ενώ τα πιπεράτα σχόλια για τις καταχρήσεις ουσιών είναι ήδη γνωστά. Το βασικό συστατικό επιτυχίας αυτού του σχεδόν δοξαστικού για την περσόνα του Ίγκι ντοκιμαντέρ είναι η διάθεσή του να πει τα πράγματα με το όνομά τους (οι μηχανισμοί του μουσικού κατεστημένου, η αφέλεια των Stooges –στα όρια της ανοησίας– στα πρώτα βήματα, χρήσιμες λεπτομέρειες για τους Λου Ριντ, Μπάουι, Nico κ.ά.) έχουν αξία που αποκτά μεγαλύτερη διάσταση, όταν βλέπουμε την οργιαστική μέθεξη του διονυσιακού περφόρμερ όταν ανεβαίνει στη σκηνή.
Ακόμη...
>>> Στο «Babai: Ο μπαμπάς μου» η προσπάθεια ενός πιστριρικά να βρει τον μπαμπά του που τον άφησε για να πάει για δουλειά στη Γερμανία μετατρέπεται σε δυνατό δράμα ενηλικίωσης.>>> Η «Μήδεια» του Νίκου Γραμματικού βάζει το νόημα του έργου του Ευριπίδη σε καλούπι ντοκιμαντερίστικο και μεταμοντερνιστικό, με κάποια σημεία να έχουν ενδιαφέρον, αλλά η δυστοκία της γραφής απωθεί το πλατύ κοινό. >>> Το θρίλερ της βδομάδας είναι φτιαγμένο γύρω από ένα «Σφαγείο» όπου η μεσίτρια ηρωίδα βλέπει να σφαγιάζεται η οικογένειά της, πριν ξεκινήσει έναν αγώνα παραδοξότητας και αγωνίας.