Κινηματογραφος

Μάκης Παπαδημητρίου

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 563
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συναντιόμαστε στη γειτονιά του, στη Φωκίωνος Νέγρη, «Στου Στράτου».

«Κυψελάρα, φοβερή» μου λέει. «Εδώ μένω 8 χρόνια. Αν και γεννήθηκα Κυψέλη, στην Αιγίνης, όταν ήμουνα 2 χρονών πήγαμε στην Ηλιούπολη και έμεινα εκεί μέχρι τα 30 μου. Στην καταγωγή νιώθω περισσότερο Ηλιουπολίτης, αλλά τώρα Κυψελιώτης. Εννοείται. Οι αναμνήσεις και οι εμπειρίες οι πιο έντονες είναι στην Ηλιούπολη γιατί εκεί μεγάλωσα. Εκεί έχω πολλούς συγγενείς. Πήγαινα στο Πολυκλαδικό, το στέκι μας ήταν η πάνω πλατεία, η κεντρική. Εδώ στην Κυψέλη το στέκι μου είναι “Στου Στράτου”, πάω επίσης στο “Abreuvoir” καμιά φορά, πλατεία του Άη Γιώργη… Είναι και καλλιτεχνική γειτονιά, εμείς στο σπίτι έχουμε τέσσερα θέατρα δίπλα μας».

Ο Μάκης Παπαδημητρίου λύνει τον Κύβο του Ρούμπικ σε 15 δευτερόλεπτα. Σε κοιτάει με ένα βλέμμα σαν να σου λέει «έτοιμο, φέρε κι άλλα». Το έκανε στο πρόσφατο «Chevalier» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη και δημιούργησε έναν από τους ωραιότερους τύπους του νεότερου ελληνικού κινηματογράφου. Ανάμεσα σε πολλούς άλλους βέβαια, γιατί κάθε του εμφάνιση δημιουργεί ένα παρόμοιο, λίγο πολύ, αντίκτυπο. Είτε ψευδίζοντας, είτε παίζοντας τάβλι, είτε κοιτάζοντας με ερωτική επιθυμία ένα πιτόγυρο, είτε απλώς κοιτάζοντας. Και τώρα σαν τον τύπο που περνάει απότομα από το χειμώνα της καρδιάς του σε ένα ανελέητο, σκληρό, φωτεινό καλοκαίρι. Καύσωνα. Και χάνει τον έλεγχο. Αυτός είναι ο πρωταγωνιστικός ρόλος στο «Suntan», τη νέα ταινία του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου που ήδη συζητιέται κι έχει δημιουργήσει την ευχάριστη αδημονία σαν να περιμένεις την πρώτη μέρα του καλοκαιριού. Η αναμονή λοιπόν τελείωσε – η ταινία βγαίνει αυτή την Πέμπτη, 31/3, στους κινηματογράφους.

Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, μετά το «Bank Bang» και το «Wasted Youth», γράφει μαζί με τον Σύλλα Τζουμέρκα και σκηνοθετεί το «Suntan», μία ταινία χωρίς αντηλιακό για τη συναρπαστική εκείνη μέρα που βγαίνεις στο φως και σιγά-σιγά αυτό σε καίει ενώ εσύ αφήνεσαι στη δίνη του καλοκαιριού. Ο Μάκης Παπαδημητρίου υποδύεται ένα μοναχικό γιατρό που αναλαμβάνει, χειμωνιάτικα, την τοπική κλινική στην Αντίπαρο. Ζει ήρεμα και σιωπηλά όταν ξαφνικά μπουκάρει στη ζωή του το άγριο ελληνικό καλοκαίρι, οι τουρίστες, το φως, τα πανηγύρια, τα καμάκια, οι γυμνές παραλίες, μία παρέα που ζουν το ιδανικό καλοκαίρι της απελευθέρωσης και της ηλικίας τους. Ο Κωστής, «ο γιατρούλης» όπως τον αποκαλούν στην παρέα, θα βγει μαζί τους έξω, με τις δικές τους ταχύτητες και με όρους που δεν τους γνωρίζει.

Η ταινία έχει προβληθεί στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Ρότερνταμ και στο South By Southwest στο Όστιν του Τέξας, ενώ ετοιμάζεται για το φεστιβάλ της Κορέας στο τέλος Απριλίου και η διαδρομή προβλέπεται μεγάλη και ενδιαφέρουσα. Στα φεστιβάλ αλλά και στη διανομή σε περισσότερες από 10 χώρες που ήδη την έχουν ζητήσει. «Ήμουν πολύ τυχερός ώστε να πάω και στα δύο πρώτα φεστιβάλ» λέει ο Μάκης Παπαδημητρίου. «Η προβολή στο Ρότερνταμ ήταν πολύ ζεστή, ο κόσμος συμμετείχε πάρα πολύ, ήταν μικρή αίθουσα με πολλούς ανθρώπους μέσα και ήταν πολύ ωραία. Στην Αμερική ήταν άλλη φάση, δεν μπορώ να καταλάβω καλά την αντιμετώπιση του κόσμου γιατί ήταν μία πολύ μεγάλη αίθουσα, μπορούσες να φας μέσα και τέτοια».

Τον ρωτάω πώς θα διηγιόταν σαν ηθοποιός το στόρι της ταινίας κι αν πιστεύει ότι είναι μία ταινία για όλη αυτή την περιβόητη φιέστα του ελληνικού καλοκαιριού. Τι ρόλο παίζει το location; «Είναι μία ταινία ενηλικίωσης και όχι μόνο, όπως την περιγράφει ο Αργύρης. Ένα ερωτικό θρίλερ, κάπως, για έναν άνθρωπο ο οποίος νομίζει ή προσπαθεί τέλος πάντων να ξαναζήσει την ηλικία των 20. Νομίζω ότι η ελληνικότητα του θέματος έγκειται στο ότι είναι μία ελληνική ταινία και έχει γυριστεί στην Αντίπαρο. Κατά τα άλλα είναι κάτι που μπορεί να συμβεί οπουδήποτε, σε όλους, ο έρωτας δεν είναι ελληνικό φαινόμενο» λέει γελώντας. «Η ταινία, με τα καμάκια κ.λπ. στήνει ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο συνέβη αυτό το ερωτικό θρίλερ. Ενδεχομένως αν ήταν τοποθετημένη σε άλλο νησί ή άλλες συνθήκες δεν θα είχε αυτή την ένταση. Αλλά σαν γεγονός, είναι αυτό. Καλοκαίρι, νεαρή ηλικία, το αίμα βράζει. Και δεν είναι μόνο στην Ελλάδα αυτό, είναι παντού».

Γελάει προσπαθώντας να συγκρίνει τις εντάσεις της συγκεκριμένης παρέας με εκείνες της δικής του παρέας όταν ήταν πιτσιρικάς –εντάξει, ναι, αλλά όχι σε αυτή την ένταση–, αλλά και του Κωστή.

Αναπόφευκτα η συζήτηση φτάνει στην «κρίση των 40». «Δεν νομίζω ότι έτσι συμβαίνει στους σαραντάρηδες» λέει ο Μάκης. «Εξαρτάται από τον καθένα. Άμα σου τύχει, σου τυχαίνει. Όχι μόνο στα 40, αλλά και στα 50 και στα 60. Γεγονός είναι ότι στην ηλικία αυτή μεγάλο ποσοστό των αντρών έχουν κάνει οικογένεια, έχουν σταθερή σχέση, παιδιά, οπότε είναι πολύ λιγότερα τα περιστατικά αυτά. Όταν είσαι 20 χρονών, ελεύθερος και παρτάρεις όλη μέρα, τότε –ξέρεις– πας γυρεύοντας».

image

Αυτή την πρώτη κρίση της μέσης ηλικίας την έχεις ζήσει καθόλου; Την έχεις νιώσει; Σε πλησιάζει; Την έχεις φανταστεί;

«Είμαι ακόμα στην αρχή. Είμαι 40. Αλλά, ξέρεις, από ένα σημείο και μετά, τι 40 είσαι, τι 38, τι 42, αρχίζεις και σκέφτεσαι ότι είσαι με το ένα πόδι “μετά”. Έχεις περάσει την κορυφή και κατεβαίνεις το βουνό. Οκέι, αυτό. Δεν μπορώ να πω ότι με στεναχωρεί και με θλίβει, το βλέπω σαν μια φυσική διαδικασία. Το νιώθω περισσότερο σαν εμπειρία και λιγότερο σαν απογοήτευση. Κάθε ηλικία έχει διαφορετικές εμπειρίες και άλλης ποιότητας. Και σε άλλους τομείς ενδεχομένως».

Στην προσωπική σου ζωή και στην ηλικία που είσαι, ποιες είναι οι εμπειρίες που εκτιμάς;

«Μ’ αρέσει να βλέπω το γιο μου να μεγαλώνει, που είναι πολύ σπουδαίο, όπως για όλους τους γονείς φαντάζομαι. Ο γιος μου είναι τώρα 6μισι χρονών. Είναι σε μία ηλικία που μέρα με τη μέρα αρχίζουμε και επικοινωνούμε όλο και περισσότερο. Και μετά, είναι όλα αυτά τα κλισέ – ξέρεις: η οικογένεια, οι φίλοι μου, οι συνεργάτες στη δουλειά, η δουλειά η ίδια, το σινεμά που είναι η πιο αγαπημένη από όλες τις δραστηριότητές μου. Τα τελευταία δύο χρόνια έχω κάνει πολύ ωραίες συνεργασίες στο σινεμά. Μακάρι να μπορούσα να κάνω μόνο σινεμά. Το λατρεύω».

Εσύ πώς τον προσέγγισες αυτόν τον ήρωα του «Suntan»; Έκανες κάποιου είδους μελέτη;

«Όχι, όχι. Συζητάγαμε με τον Αργύρη (σ.σ. Παπαδημητρόπουλο), κάναμε πρόβες με τα παιδιά, ευτυχώς είχαμε αρκετό καιρό και πήγαμε στο χώρο πριν ξεκινήσουμε τα γυρίσματα, καμιά βδομάδα νωρίτερα, και είδαμε σε πραγματικές συνθήκες πού θα είμαστε, πού θα πάμε, πώς θα το πούμε. Επίσης ο Αργύρης είναι ένας άνθρωπος που δίνει πολλή ελευθερία και ξέρει να χειρίζεται πολύ καλά το υλικό που έχει – κι αυτό δεν το λέω για μένα, το λέω και για τα παιδιά, γιατί υπήρχαν και κάποια που ήταν άπειρα».

Οι συνθήκες στα γυρίσματα του «Suntan» πώς ήταν; Φαίνεται αυτό το υπέροχο σκηνικό του νησιού αλλά…

«Ναι, ήταν δύσκολα. Καλοκαίρι σε ελληνικό νησί να κάνεις γύρισμα σε παραλία. Είχαμε πάει Ιούνιο-Ιούλιο. Και δεν είναι μόνο ότι είχε κόσμο, είναι και η ζέστη, λιοπύρι, για όλο το συνεργείο δηλαδή. Εγώ δεν έπρεπε να μαυρίσω καθόλου, ήμουν συνέχεια κάτω από μία ομπρέλα, δεν έκανα ούτε ένα μπάνιο εκείνη την περίοδο. Και τα παιδιά ήταν όλη μέρα μέσα στο νερό, βουτάγανε και τσαλαβουτάγανε. Το βράδυ είχες άλλα. Τα νυχτερινά γυρίσματα στο “La Luna” ήταν τα πιο δύσκολα γυρίσματα της ταινίας. Υπήρχε κόσμος που διασκέδαζε κι εμείς γυρίζαμε ταινία. Ενημερώναμε τον κόσμο που ήθελε να μπει μέσα ότι γίνεται γύρισμα αλλά, τώρα, 5 η ώρα το πρωί, να πίνει ο άλλος ποτά και να του λες, ξέρεις, κάνε λίγο πιο κει και κάνε λίγο το ένα και κάνε λίγο το άλλο, ήταν κάπως δύσκολο».

Μια και ήσουνα σε πραγματικές συνθήκες, ένιωσες αυτή τη διαφορά φωτός-σκότους που θέλει να δώσει η ταινία; Το πόσο απότομα μπαίνει στη μοναχική ζωή του Κωστή το φως και η ζωντάνια;

«Επειδή η ταινία γυριζότανε με μπερδεμένη χρονική σειρά, δεν το ένιωσα τότε. Αλλά το ένιωσα όταν την είδα. Και δεν το ένιωσα τόσο στην αλλαγή της ταινίας από μέρα σε νύχτα, όσο στην αλλαγή από χειμώνα σε καλοκαίρι. Αυτή η έντονη διαφορά από το μοναχικό, ξαφνικά να μπαίνει το πανηγύρι του καλοκαιριού. Αυτό είναι που θα έλεγα και για τον Κωστή. Είναι ένας άνθρωπος που έχει χειμώνα στην καρδιά του και ξαφνικά καλοκαιριάζει, ανθίζει. Και δεν καταλαβαίνει τι πρέπει να κάνει, πώς να κινηθεί. Δεν υπάρχει “πρέπει” αλλά αυτή η κατάσταση τον πιάνει από τα μούτρα. Το κέρδος της ταινίας είναι ότι έχει ένα πολύ καλό σενάριο που φωτογραφίζει αυτό που συμβαίνει στο νησί, είναι το ίδιο με αυτό που συμβαίνει και σε αυτό τον άνθρωπο. Είναι κέντα. Ήρθε κι έκατσε».

Στην προβολή της ταινίας, του λέω, ένιωσα ότι το δυνατό, έντονο φως και η σκληρότητα του καλοκαιριού γοητεύει και «καίει» έτσι κατάφωρα, σχεδόν όλους. Οι άνθρωποι των μεγάλων πόλεων, η σκοτεινή Αθήνα από τη μια και το ολόγυμνο καλοκαίρι από την άλλη. Μετά την προβολή όσοι άνθρωποι παρακολουθούσαμε την ταινία ήμασταν σαν μουδιασμένοι, ήταν πολύ δυνατό συναίσθημα. Χωρίς να θέλουμε να κάνουμε σπόιλερ, ρωτάω τον Μάκη πώς βλέπει το φινάλε του «Suntan». «Tο βλέπω θετικά, ότι κλείνει ένας κύκλος. Υπάρχει μια συνειδητοποίηση εκεί» απαντάει, και βλέπω στο βλέμμα του πάλι λίγο από εκείνη την παιχνιδιάρικη διάθεση.

Τον θυμάμαι στο «Chevalier» και δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ πόσο διασκεδαστικό ήταν να ερμηνεύσει εκείνον τον εξτράβαγκαντ τύπο και αν εκείνος είχε κάποια σχέση με τον καταπιεσμένο Κωστή του «Suntan». Μπορούν να συγκριθούν αυτοί οι δύο;

(σκέφτεται) «…Όχι, δεν νομίζω. Ο ρόλος στο “Chevalier” ήταν πολύ διασκεδαστικός και νομίζω είχε περισσότερα στοιχεία από την προσωπικότητά μου απ’ ό,τι ο ρόλος του Κωστή στο “Suntan”… (σ.σ. ελπίζω!) Η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη δούλεψε με έναν τρόπο αρκετά ελεύθερο. Ζήτησε απ’ όλους μας, και τους έξι, να βρούμε στοιχεία δικά μας… Ο Δημήτρης, αυτός που ερμηνεύω στο “Chevalier”, είναι ένας άνθρωπος που έχει αργήσει να μεγαλώσει. Κάτι τον διακατέχει, είναι συναισθηματικά πολύ ντροπαλός, ανώριμος. Γοητεύεται πάρα πολύ από τον Γιώργο, αυτός είναι ο Πάνος ο Κορώνης, που προτείνει στους υπόλοιπους το παιχνίδι που θα παίξουν, “ποιος είναι ο καλύτερος γενικά”. Ο ρόλος έχει ένα πολύ ιδιαίτερο χιούμορ, όπως και όλο το σενάριο που έχει γράψει ο Ευθύμης Φιλίππου. Σαν χαρακτήρας μου άρεσε πολύ, γελάω μαζί του. Με τον Δημήτρη, νιώθω να έχω περισσότερα χαρακτηριστικά, αν και με τον Κωστή, του “Suntan”, αυτά που έχω κοινά νομίζω είναι πιο σοβαρά. Ίσως επειδή είναι πιο νατουραλιστικός ο ρόλος».

image

Εκεί ήταν που έλυνες και τον κύβο του Ρούμπικ. (γέλια) Τι είναι αυτή η ιστορία με τον κύβο; Μπορείς να μου την εξηγήσεις;

«Τίποτα. Ξεκίνησα να τον λύνω πριν 6-7 χρόνια, τον έμαθα και σε ένα φίλο, τον Δημήτρη Πασσά τον ηθοποιό. Μάλιστα έχουμε και ημερίδα τώρα, θα πάμε στην πρεσβεία της Ουγγαρίας να τον διδάξουμε σε παιδάκια. Ξέρεις, το είδαμε και λίγο ανταγωνιστικά με τον άλλον και διαβάζαμε και λύναμε μαζί. Μελέτη κανονικά. Έχει διάφορες μεθόδους και η μελέτη που κάνεις είναι αλγόριθμοι, τεχνικές, έχει πολλή θεωρία».

Δηλαδή ο χρόνος σου εσένα ποιος είναι;

«Δεν κάνω πολλή προπόνηση τελευταία. Κάνω γύρω στα 15-16 δευτερόλεπτα για να τον λύσω, ενώ ο Δημήτρης κάνει γύρω στα 12-13».

Μιλώντας για παιχνίδι, έχω την αίσθηση ότι προσεγγίζεις τους ρόλους σου, ακόμα και τους πιο «σοβαρούς», σαν ένα παιχνίδι. Είναι αυτό μία τεχνοτροπία ή μία ενστικτώδης διάθεση;

«Δεν ξέρω να σου απαντήσω. Θεωρώ ότι η δουλειά που κάνουμε δεν είναι μόνο προσωπική. Δεν είναι μόνο το τι σου εμπνέουν οι άλλοι συνεργάτες αλλά και οι σκηνοθέτες πάνω απ’ όλα. Το αποτέλεσμα που βλέπεις στην ταινία δεν είναι μόνο δική μου επιθυμία να βγει έτσι. Που και να είναι δική μου επιθυμία, κάποιος το υπογράφει. Αν σου πει ο άλλος, “ξέρεις, δεν είναι αυτό”, τι θα κάνεις, δεν μπορείς να κάνεις το δικό σου. Πάντα είναι αποτέλεσμα συνεργασίας αυτό που βγαίνει, γι’ αυτό και δεν καταλαβαίνω κάποιες αφελείς κριτικές του τύπου “ωραία σκηνοθεσία αλλά κακός αυτός ο ηθοποιός… καλός ηθοποιός αλλά κακή σκηνοθεσία”. Μα πρόκειται για συνεργασία, πώς μπορείς να πεις αυτό; Είναι σαν να λες, πολύ ωραίο το σπίτι σου αλλά το σαλόνι σκατά. Ε, όχι ρε φίλε».

Εσύ την τέχνη της υποκριτικής την αντιμετωπίζεις τεχνικά ή έχει και κάποια συναισθηματική συμμετοχή; Είναι μία ωραία άσκηση όπως, ας πούμε, ο κύβος του Ρούμπικ;

«Κοίτα, η συμμετοχή, η εμπλοκή, είναι το ζητούμενο. Δεν μπορείς να είσαι “απών”. Αυτό που θα έλεγα εγώ σαν ταλέντο, είναι η διάθεση που έχει κάποιος άνθρωπος για να δουλέψει, να συνεργαστεί, να δημιουργήσει, να επικοινωνήσει το έργο του κ.λπ. Τώρα, από εκεί και πέρα, τρόποι υπάρχουν διάφοροι και το αποτέλεσμα δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να είναι καθολικά αποδεκτό. Επειδή πρόκειται για ένα έργο τέχνης. Το πόσο σοβαρά το αντιμετωπίζεις δεν έχει να κάνει ούτε με το αν θα έχει κόσμο, ούτε αν ο κόσμος πει ότι είναι καλό ή κακό. Έχει να κάνει με σένα – πόσο ειλικρινής είσαι με τον εαυτό σου και πόσο το πιστεύεις και προχωράς. Αν φτάσεις στο σημείο να κάνεις θέατρο για να ικανοποιήσεις μία μερίδα κόσμου ή για να σου πούνε μπράβο, τότε το έχεις χάσει το παιχνίδι».

Θα έβαζες στον εαυτό σου την ταμπέλα του κωμικού; Και είναι ευθύνη αυτό; Επειδή λίγο πολύ έχεις αυτόν το χαρακτηρισμό τώρα.

«Βασικά δεν θα είχα ανάγκη ποτέ να χαρακτηρίσω τον εαυτό μου κάπως. Τώρα όμως, επειδή η δύναμη της τηλεόρασης είναι αρκετά μεγάλη και επειδή στην τηλεόραση έχω κάνει μόνο κωμωδίες, στο ευρύ κοινό περνάω ως κωμικός. Δεν με ενοχλεί καθόλου, ίσα-ίσα μου αρέσει πάρα πολύ και με τιμά το γεγονός ότι μου λένε “μπράβο, μας άρεσες” κ.λπ. Ως αποσυμπίεση όμως, στο θέατρο, υπάρχουν και ρόλοι που έχω κάνει, καθόλου κωμικοί, που τους έχω απολαύσει. Ή όπως και στο “Suntan” τώρα, που δεν είναι κωμική ταινία. Ή και στο “Chevalier” που, ενώ είναι κωμική ταινία, βγάζει κάτι πιο σκοτεινό».

Info: Στo «Suntan» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου πρωταγωνιστούν: Μάκης Παπαδημητρίου, Έλλη Τρίγγου, Χαρά Κότσαλη, Ντίμι Χαρτ, Μάρκους Κόλεν, Μιλού Βαν Γκρέσεν κ.ά. Η ταινία θα προβάλλεται στους κινηματογράφους από 31/3. Ο Μάκης Παπαδημητρίου εμφανίζεται στο θέατρο Μουσούρη, στο «Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη, μαζί με τον Νίκο Κουρή. Η παράσταση θα παίζεται μέχρι το Πάσχα.