Κινηματογραφος

Η ζωή μιμείται το σινεμά

H διαμάχη για το νέο σχέδιο νόμου για τον κινηματογράφο είναι κάτι που μας αφορά όλους

Γιώργος Κρασσακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 324
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναλογιστείτε το εξής παράδοξο: το σύνολο σχεδόν μιας επαγγελματικής ομάδας (στην περίπτωσή μας οι άνθρωποι που δουλεύουν στο σινεμά) εδώ και χρόνια απαιτούν ένα καινούργιο νομοσχέδιο που να θωρακίζει τον κλάδο τους, να ορίζει τη σχέση τους με το κράτος, να προωθεί τα συμφέροντά τους, να δίνει λύσεις σε προβλήματα, να φροντίζει για τη σωστή κατανομή του κρατικού χρήματος, να λαμβάνει υπόψιν του την καινούργια πραγματικότητα ενός χώρου που έχει αλλάξει ριζικά από την τελευταία φορά που οι νομοθέτες αποφάσισαν να ασχοληθούν μαζί του. Τα χρόνια περνούν, η ανάγκη γίνεται όλο και μεγαλύτερη, το κράτος υπόσχεται, αλλά αποτέλεσμα μηδέν. Πέντε υπουργούς Πολιτισμού αργότερα και μια δημιουργική καλλιτεχνική «ανταρσία» που γέννησε, ανάμεσα σε άλλα, τους Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη και την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, το πολύπαθο νομοσχέδιο δίνεται στη δημοσιότητα. Δεδομένων των παραπάνω, αυτό που θα περίμενε κανείς να συμβεί θα ήταν να ακουστούν από επιφωνήματα ανακούφισης μέχρι εποικοδομητικές κριτικές για επιμέρους διατάξεις και λεπτομέρειες των άρθρων του. Όχι όμως στην Ελλάδα! Οποιοσδήποτε δεν κινείται στον κινηματογραφικό χώρο και δεν γνωρίζει τις δυναμικές του, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο τι συμβαίνει τις τελευταίες μέρες στο μικρόκοσμο του ελληνικού σινεμά, θα έμενε με την εντύπωση ότι το καινούργιο νομοσχέδιο θα φέρει κυριολεκτικά το τέλος των ημερών. 

Όπως συνήθως γίνεται στη χώρα μας, τις εντυπώσεις δεν κερδίζει αυτός που έχει το δίκιο, αλλά αυτός που ακούγεται να φωνάζει δυνατότερα, κάτι που γνωρίζουν καλά όσοι με αληθινό μένος και μέσα θεμιτά και κυρίως αθέμιτα, προσπαθούν να σταματήσουν το καινούργιο νομοσχέδιο από το να φτάσει προς ψήφιση στη Βουλή. Μέσα όπως το να πλαστογραφούν την υπογραφή σκηνοθετών σαν του Παντελή Βούλγαρη ή να χρησιμοποιούν δίχως τη συναίνεσή του το όνομα του Κώστα Γαβρά για να τα προσθέσουν σε μια προφανώς οτιδήποτε άλλο παρά αξιόπιστη λίστα με ανθρώπους του σινεμά που αντιτίθενται, υποτίθεται, στο καινούργιο νομοσχέδιο. 

Είναι λοιπόν το νέο σχέδιο νόμου τόσο κακό όσο μια μικρή αλλά εξαιρετικά ηχηρή ομάδα προσπαθεί να μας πείσει; Κάθε άλλο. Ακόμη κι αν δεν θες, δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις ότι πρόκειται για ένα σωστά δουλεμένο κι εν δυνάμει πολύτιμο εργαλείο για τον ελληνικό κινηματογράφο – και την προσέλκυση ξένων κινηματογραφικών παραγωγών στη χώρα μας. Εξορθολογίζει τη λειτουργία οργανισμών όπως το Κέντρο Κινηματογράφου, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, δημιουργεί κίνητρα για τη συμμετοχή ιδιωτών στην παραγωγή, δίνει λύσεις στο πρόβλημα του 1,5% το οποίο τα ιδιωτικά κανάλια εδώ και χρόνια δεν αποδίδουν υπέρ του σινεμά, χρησιμοποιεί με σωστό τρόπο τον ειδικό φόρο επί του εισιτηρίου των κινηματογράφων, θωρακίζει το ποιοτικό σινεμά, ενισχύει τους παραγωγούς κι άλλα πολλά. Ναι, επιμέρους σημεία του (ο τρόπος ενίσχυσης των αιθουσών, η μη αναφορά του στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας) είναι πράγματα που θα πρέπει να επανεξετασθούν (και γι’ αυτόν το λόγο πριν την κατάθεσή του στη Βουλή δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση), όμως για όσους παλεύουν με νύχια και με δόντια να το εξαφανίσουν, όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα. 

Από την άλλη, ακόμη και οι άνθρωποι που στο παρελθόν δούλεψαν με την καθοδήγηση του Κώστα Γαβρά για ένα σχέδιο νόμου (το οποίο είχε αντιμετωπιστεί θετικά από το σύνολο του χώρου αλλά, επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας δεν έφτασε ποτέ προς ψήφιση) δηλώνουν απερίφραστα ότι το καινούργιο νομοσχέδιο είναι ακόμη πιο τολμηρό. Εκεί βρίσκεται όμως και το πρόβλημά του. Ανάμεσα στις αλλαγές που θέλει να επιφέρει είναι και ο εξοστρακισμός των μελών των συνδικαλιστικών σωματείων από τη διοίκηση του Κέντρου Κινηματογράφου, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τα Κρατικά βραβεία, με λίγα λόγια όλες τις θέσεις που τους έδιναν τη δυνατότητα να ασκούν εξουσία και να μοιράζουν τα χρήματα του κρατικού προϋπολογισμού για το σινεμά όπου κι όπως ήθελαν, ευνοώντας φυσικά τα συμφέροντα του δικού τους κύκλου. Μην κάνετε το λάθος λοιπόν να πιστέψετε ότι οι αντιδράσεις (αυτές που τουλάχιστον αγγίζουν τα όρια της υστερίας) έχουν να κάνουν με την ουσία του νόμου ή το «καλό του χώρου». Η λυσσασμένη, συχνά ανέντιμη μάχη εναντίον του νέου νομοσχεδίου έχει πρωτίστως να κάνει με τη δύναμη που δίνει μια καρέκλα σε ένα διοικητικό συμβούλιο, τη μυρωδιά του χρήματος, με το προσωπικό συμφέρον, τη δυνατότητα σε μια μερίδα ανθρώπων να κρατά εκβιαστικά και το καρπούζι και το μαχαίρι. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που για χρόνια έφεραν την απαξίωση, την εσωστρέφεια, τη μιζέρια, την ανυποληψία στο ελληνικό σινεμά και που τώρα στέκονται με γυμνά δόντια απέναντι σε μια καινούργια γενιά οι ταινίες της οποίας συμμετέχουν και βραβεύονται σε διεθνή φεστιβάλ, κερδίζουν εκ νέου το κοινό, που όσο κι αν ακούγεται μελό «μας κάνουν περήφανους». Στην πραγματικότητα, λοιπόν, αυτή η αναμέτρηση δεν αφορά απλά το χώρο του σινεμά. Αφορά όλους μας, όσους τουλάχιστον ελπίζουμε να δούμε την παλιά σάπια Ελλάδα να βυθίζεται στη λήθη που της αξίζει, όσους ελπίζουμε ότι το καλό μπορεί να νικήσει.