Χορος

Μιντάτι: Μια παραδοσιακή και πρωτόφαντη μάζωξη-γιορτή από την Τζένη Αργυρίου

Είδαμε την παράσταση και χορέψαμε στη σκηνή της Πειραιώς 260

Κωνσταντίνος Ματσούκας
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Μιντάτι» της Τζένης Αργυρίου: Εντυπώσεις για την παραστάση χορού που παρουσιάστηκε στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Το μιντάτι: μάζωξη με σκοπό τη συμπαράσταση, αναφέρεται στο ηπειρώτικο έθιμο της συλλογικής εργασίας για να φτιαχτεί ένα κοινωφελές έργο που το έχει ανάγκη το χωριό όπως ένας δρόμος ή να χτιστεί ένα οίκημα. Αλλού, το ίδιο έθιμο κοινοτικής αλληλοβοήθειας είναι γνωστό ως ξέλαση, (από το εξελαύνω). Ως τη δεκαετία του ‘60, στην ορεινή Πελοπόννησο, αν κάποιος αρρώσταινε, πήγαιναν οι συγχωριανοί και του έκαναν το λιομάζωμα ή τον τρύγο. Όταν κάποιο νέο ζευγάρι έστηνε σπιτικό, παρομοίως, πήγαινε το χωριό να τους φυτέψει αμπέλι, να τους στήσει μια χαμοκέλα. Πρόκειται με λίγα λόγια για μια συλλογική, αχρήματη σύμπραξη με γιορτινό χαρακτήρα, που σήμερα έχει εν πολλοίς εκλείψει.

Αυτό είναι και το σημείο εκκίνησης του «τελετουργικού χοροθεατρικού δρώμενου» της Τζένης Αργυρίου που παρουσιάστηκε για δύο μόλις ημέρες (3 και 4 Ιουλίου) στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου. Το περιεχόμενο του τι διαδραματίστηκε επί σκηνής σίγουρα αξίζει τον κόπο να περιγραφεί, αρχής γενομένης με τα λιτά ερείπια της αρχικής σκηνής που οι χορευτές ήσυχα αποδομούν για να φτιάξουν με αυτά το περίγραμμα ενός … οικισμού. Κυρίως όμως θέλω να καταθέσω την δική μου διαδικασία και πρόσληψη αυτής της εμπειρίας.

© Karol Jarek

Παρακολούθησα την παράσταση με φίλους που είναι παλιές καραβάνες στην σκηνή ως performers. Για εκείνους, ήταν πολύ πιο ευανάγνωστες οι στρατηγικές της Αργυρίου στο μοίρασμα της δραματικής έντασης, την προσθαφαίρεση εικαστικών ευρημάτων, τους χειρισμούς του live ηχοτοπίου κ.ο.κ. 

Αντίθετα για μένα, η παράσταση ήταν κάτι σαν θητεία: μάθαινα να τη διαβάζω ενώ εξελισσόταν. Για παράδειγμα, συνειδητοποίησα κάποια στιγμή, πώς η δράση επί σκηνής κατεύθυνε διακριτικά την προσοχή μου τώρα εδώ, τώρα εκεί, κρατώντας ένα κομμάτι του εικαστικού τοπίου συγκριτικά υποτονικό. Ίσως αυτό ακούγεται προφανές αλλά, από την στιγμή που «έπιασα» αυτή την πρόθεση, ήμουν επίσης σε θέση να σταθμίσω και τις μεταστροφές και την ρευστότητα της στην πράξη.

© Karol Jarek

Παρομοίως με την κίνηση. Οι επαγγελματίες χορευτές συχνά με κουράζουν διότι λένε πάρα πολλά, σε σφυροκοπούν με ένα λεξιλόγιο υψηλής μεν αρτιότητας αλλά χωρίς σχεδόν ένδειξη της σχέσης αυτού που λέγεται με εκείνον που το λέει. Εδώ, η οργανικότητα της ροής έδινε την αίσθηση ότι είχε σημασία η ικανότητα των χορευτών να ενσωματώσουν την χορογραφία σε αυτό που είναι οι ίδιοι, στο δικό τους προσωπικό ύφος. Εμβληματικοί ως προς ακριβώς αυτό ήταν ο Ερμής Μαλκότσης κι επίσης η Βιτόρια Κοτσάλου και ο Luke Macaronas, δυο «μπαλαντέρ» της παράστασης που ανέβηκαν στη σκηνή στη μέση του δρώμενου, σαν να το αποφάσισαν εκείνη τη στιγμή. 

© Karol Jarek
© Karol Jarek

Η οργανική συνοχή ως στόχος μού επιβεβαιώθηκε όταν, μετά το τέλος, έπιασα τυχαία κουβέντα με δύο από τους συντελεστές της παράστασης, τον Νύσο Βασιλόπουλο (φώτα) και τον Βασίλη Γεροδήμο (σκηνικά). «Ναι, μπόρεσα κάποια στιγμή να κάνω μια δραματική ανατροπή στον φωτισμό (που πολύ την χάρηκα) μόνο όμως αφού πρώτα είχα κτίσει και υπηρετήσει με προσήλωση, τη “μεγάλη εικόνα”» λέει ο Νύσος Βασιλόπουλος. Η «μεγάλη εικόνα» και το βάθος πεδίου που απαιτούσε η (τεράστια) σκηνή όντως λειτούργησαν μια χαρά ως ο εξωτερικός κοινοτικός χώρο στον οποίο παραπέμπει το μιντάτι, η αλληλέγγυα σύμπραξη. Αντίστοιχα, ο Βασίλης Γεροδήμος μίλησε για μια αποτελεσματική, χωρίς εγωκεντρισμούς συνεργασία των συντελεστών, όπου οι συγκρούσεις αφορούσαν μάλλον το να βρεθεί λύση σ’ ένα κοινό πρόβλημα, παρά το ποιανού η άποψη θα περνούσε. Αυτό επίσης άφησε, πιστεύω, ένα διακριτό αποτύπωμα στο τελικό αποτέλεσμα.

© Karol Jarek

Πέραν όμως αυτών, ήταν κυρίως η κατάληξη που απογείωσε την παράσταση από «θέαμα» σε συλλογικό δρώμενο. Αφού οι ομόκεντροι κύκλοι της συνύπαρξης έχουν εξερευνηθεί ποικιλοτρόπως (με αυξομειώσεις στην ένταση, αλλαγές στην κατεύθυνση, σπάσιμο και ανασύσταση της ομάδας), τότε η μουσική και ο φωτισμός «σπρώχνουν» τους χορευτές, κρατημένους χέρι-χέρι, εκτός σκηνής, μέσα στο ακροατήριο. Εκεί, συνεχίζουν να σέρνουν τον χορό, κυριολεκτικά ανάμεσα στα καθίσματα των θεατών, ώσπου, αναπάντεχα, μια νεαρή κοπέλα σηκώνεται και παίρνει θέση ανάμεσά τους. Σχεδόν αμέσως το ίδιο κάνει και μια ακόμα, και μια τρίτη. Για τα επόμενα λεπτά, μέλη από το ακροατήριο κάθε ηλικίας, φύλου και μεγέθους ενώνονται με το γαϊτανάκι που τώρα, υπό τη σταθερή υπόκρουση της live μουσικής, κατευθύνεται πάλι προς τη σκηνή. Μόλις φτάνουν, αρχίζει εκεί ένα πανηγύρι άνευ προηγουμένου με το πλήθος επί σκηνής να επιδίδεται σε δημιουργικούς αυτοσχεδιασμούς ενός μεταμοντέρνου καλαματιανού (ή συρτού, αν μιλάμε για την Ήπειρο).

© Karol Jarek

Το ένα τρίτο των ακροατών τώρα χόρευαν και οι υπόλοιποι κοιτούσαμε τριγύρω στο αποδεκατισμένο ακροατήριο για να διαπιστώσουμε πού βρισκόταν η πλειοψηφία, επάνω στη σκηνή ή κάτω. Επικρατούσε μεγάλη έξαψη, κατάπληξη, συγκίνηση. Άνθρωποι χειροκροτούσαν, σφύριζαν, φώναζαν, άγνωστοι απηύθυναν μεταξύ τους προσκλήσεις και ενθάρρυνση. Οι μισοί των μισών (καθισμένων) παλεύαμε με τον εαυτό μας για το αν θα τολμούσαμε κι εμείς να σηκωθούμε να χορέψουμε. Λίγα καθίσματα πιο κάτω, είδα έναν αγαπημένο γνωστό, καθηγητή πανεπιστημίου, που η γυναίκα του ήδη στροβιλιζόταν στη σκηνή. Χωρίς παραπάνω σκέψη πετάχτηκα επάνω, τον άρπαξα από το μπράτσο και μαζί κατευθυνθήκαμε τρέχοντας να ενωθούμε με την ξέφρενη αγαλλίαση μπροστά μας που υποδαύλιζαν οι μουσικοί, τώρα πλέον και αυτοί επί σκηνής.

Επιτέλους, σκεφτόμουν, ομοφροσύνη, μια μάζωξη-γιορτή ταυτόχρονα παραδοσιακή και πρωτόφαντη, χωρίς ιδεολογικό πρόσημο, χωρίς εναντίωση προς κάποιο σύστημα ή ομάδα, χωρίς εμάς κι εκείνους. Αν αυτό δεν είναι επίτευγμα, δεν ξέρω τι είναι. Ένας εβδομηντάχρονος που συγχάρηκα αμέσως μετά, μου είπε: «Πάντα ήθελα να γίνω χορευτής. Δεν ξέρω αν θα έχω ξανά την ευκαιρία»!

© Karol Jarek

Μόνο αργότερα θα μάθαινα ότι ο σπινθήρας γι’ αυτή τη συλλογική ανάταση ήταν προμελετημένος. Οι πρώτοι που σηκώθηκαν από το ακροατήριο ήταν «μιλημένοι». Για εβδομάδες, είχαν γίνει εργαστήρια για ομαδικά βήματα χορού επάνω στη σκηνή… Ώστε λοιπόν, δεν ήταν όλο αυτό ακριβώς αυθόρμητο, μια πηγαία υπερεκχείλιση της ανάγκης όλων να υπάρξουμε για λίγο μαζί, ως ένα;! Δεν ήμουν καθόλου σίγουρος πώς να νιώσω μπροστά σε αυτή την αποκάλυψη.

«Μα και βέβαια χρειάζονται μια σπρωξιά οι άνθρωποι για να βγουν απ’ τον εαυτό τους και ν’ αφεθούν. Δεν το κάνουμε πια σχεδόν ποτέ, είναι κάτι που το έχουμε ξεχάσει», άκουσα την Τζένη Αργυρίου να εξηγεί κατόπιν εορτής.

© Karol Jarek

Έχει δίκιο, φυσικά, την έζησα στο πετσί μου αυτή την αμφιταλάντευση. Και πάλι, όμως έμεινα ν’ αναρωτιέμαι. Η πρότερη γνώση, εάν υπήρχε, θα φρέναρε άραγε αυτή την ευωχία, μπολιάζοντάς την με συγκαταβατικότητα; Θα μ’ εμπόδιζε ή όχι από το να συναντήσω με τέτοια άφατη απόλαυση αυτό που ερχόταν να με συναντήσει; Θα με εμπόδιζε ή όχι από το να ανέβω στη σκηνή με τους υπόλοιπους;