Χορος

Nederlands Dans Theater: Όταν ο ορίζοντας έχει καταρρεύσει

Παρακολουθώντας τη γενική πρόβα μιας από τις σπουδαιότερες ομάδες χορού στον κόσμο, λίγο πριν την παράσταση στο Μέγαρο
Δήμητρα Γκρους
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Οι Nederlands Dans Theater στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε 4 sold out παραστάσεις - Τι είπε στην ATHENS VOICE η καλλιτεχνική διευθύντρια της ομάδας, Έμιλι Μόλναρ.

Δεν ξέρω αν ακούγεται υπερβολικό, αλλά το γεγονός ότι είχα δει στο Facebook την ανάρτηση των Nederlands Dans Theater (NDT) για τον πόλεμο στην Ουκρανία με έκανε να θέλω ακόμα ακόμα περισσότερο να παρακολουθήσω την πρόβα τζενεράλε το μεσημέρι της Πέμπτης, στην από καιρό προγραμματισμένη δημοσιογραφική συνάντηση στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών λίγες ώρες πριν την επίσημη πρεμιέρα τους. Ήταν ένα από τα καλλιτεχνικά γεγονότα που είχα ψηλά στην ατζέντα μου πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, δεν υπάρχει κάτι καλύτερο να δει κανείς αυτή τη στιγμή στον σύγχρονο χορό και θα έρχονταν για 4 παραστάσεις στο Μέγαρο.

Όμως, όπως ήρθαν τα πράγματα, είναι ένα ερώτημα πώς πηγαίνει κανείς να ψυχαγωγηθεί, με την πραγματική σημασία της λέξης, όταν παρακολουθεί σε έναν πραγματικό, παράλληλο χρόνο τόσους ανθρώπους δίπλα του να βιώνουν τον απόλυτο τρόμο. Η ανάγκη να συνδεθούμε ωστόσο παραμένει, και η συντριβή που μας γεννάει ο εφιάλτης του πολέμου στην Ουκρανία φτιάχνει έναν δεσμό ανάμεσα σε πάρα πολλούς ανθρώπους που παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα, ανάμεσα σε αυτούς και οι NTD.

Με αυτά στο μυαλό μου, κατηφορίζοντας προς στο Μέγαρο και με το χιόνι να πέφτει Μάρτη μήνα, σκεφτόμουν τις ερωτήσεις που θα έκανα στην Έμιλι Μόλναρ, καλλιτεχνική διευθύντρια της ομάδας από τον Αύγουστο του 2020, την οποία θα συναντούσαμε μετά τη γενική πρόβα.

Μόνο τυχαία δεν είναι (εν συντομία: γεννήθηκε το 1973, φοίτησε στο Εθνικό Μπαλέτο του Καναδά στο Τορόντο, υπήρξε καλλιτεχνική διευθύντρια της ομάδας Ballet BC στο Βανκούβερ την για 11 χρόνια κάνοντας σπουδαία πράγματα, ενώ ως νέα χορεύτρια θήτευσε στην ομάδα του Μπαλέτου της Φρανκφούρτης υπό τη διεύθυνση του Γουίλιαμ Φορσάιθ). Υπό άλλες συνθήκες θα ήθελα πολλά να τη ρωτήσω, αλλά τώρα το ένστικτό μου με πήγαινε στα βασικά, και πιο πολύ από την πλευρά αυτού που βλέπει παρά αυτού που δημιουργεί, ή έστω στο σημείο όπου συναντιούνται. Τι καταλαβαίνει κανείς από μια τέχνη τόσο αφηρημένη, πώς συνδέεται, υπάρχει νόημα, ή ό,τι νιώσει, αν νιώσει;

Δεύτερο ερώτημα: πώς θα νιώθαμε όταν έκλειναν τα φώτα και τι σήμαινε ο τίτλος “How to cope with a sunset when the horizon has been dismantled” («Πώς αντιμετωπίζουμε ένα ηλιοβασίλεμα όταν ο ορίζοντας έχει καταρρεύσει») και  “I love you, ghosts” («Σας αγαπώ, φαντάσματα»), που θα βλέπαμε;

Η Τέχνη είναι προορισμένη αυτό να κάνει, να μας συνδέει, όπως θα μου έλεγε αργότερα η καλλιτεχνική διευθύντρια Έμιλι Μόλναρ στη συζήτησή μας.  

Καταλαβαίνω τι σημαίνει η τέχνη να συνδέει διαβάζοντας στο site της Νο1 ομάδας σύγχρονου χορού στον κόσμο –με 60 χρόνια ιστορίας– ότι μαζί με τους άλλους  καλλιτεχνικούς οργανισμούς που εδράζονται στη Χάγη, την πόλη της ειρήνης και της διεθνούς δικαιοσύνης, «είναι βαθύτατα σοκαρισμένοι με τον πόλεμο στην Ουκρανία», και το ΠΣΚ που μας πέρασε στον χώρο πολιτισμού Amare, που είναι η έδρα τους, διοργάνωσαν πλήθος εκδηλώσεων με τη συμμετοχή μουσικών της κρατικής Ορχήστρας, σπουδαστών του Εθνικού Ωδείου, ηθοποιών του Εθνικού θεάτρου, με μουσικές και ιστορίες από την Ουκρανία, αλλά και έργα κλασικών συνθετών που ένα μεγάλο κονσέρτο την Κυριακή, με εισιτήριο όσα ήθελε ο καθένας, μίνιμουμ 5 ευρώ. 

Για τον ίδιο σκοπό οι ΝΤD πρόσφεραν σε livestream το έργο «The big crying», μια χορογραφία του Marco Goecke, συγκεντρώνοντας 9.000 ευρώ, με τα έσοδα της πρωτοβουλίας να πηγαίνουν στην ανθρωπιστική οργάνωση Giro555 για τη στήριξη των προσφύγων του πολέμου. Και όλα αυτά στο πλαίσιο της εθνικής καμπάνιας ♥rt  for Ukraine | Culture Supports Ukraine από τους καλλιτεχνικούς οργανισμούς της χώρας ως χειρονομία αλληλεγγύης στον ουκρανικό λαό.

Πρόβα τζενεράλε. Μια παράσταση χωρίς θεατές, κάποιοι δημοσιογράφοι, φωτογράφος, stagemen, τα μέλη της ομάδας που έχουν έρθει, περίπου 44 στο σύνολο. Οι χορευτές στη σκηνή ζεσταίνονται, μαζί τους κι η Έμιλυ, ο καθένας καταλαμβάνει τον χώρο του και φτιάχνουν ένα σιωπηλό θέαμα από μικροκινήσεις, σαν να συνομιλούν αρμονικά, σιωπηλά πάντα, ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί. Κάποια στιγμή τους αφήνει και πηγαίνει σε ένα μεγάλο τραπέζι που έχει στηθεί στη μέση της πλατείας για να κρατήσει τις σημειώσεις της.

Κι όταν τα φώτα σβήνουν, αρχίζει η μαγεία. Αλλά αυτή πώς να την περιγράψεις; Πώς να μιλήσεις για κάτι μη παραστατικό, που έχει δική του γλώσσα; Η μουσική ξεκινάει με κιθάρα με φωνή, τον Χάρι Μπελαφόντε να τραγουδάει «Πρoσπάθησε να θυμηθείς τον Σεπτέμβρη που η ζωή κυλούσε αργά» συνεχίζει με ένα σύγχρονο συμφωνικό έργο και τελειώνει με το «Danny boy» πάλι με τον Χάρι Μπελαφόντε, και με τα σώματα των χορευτών να μη βγάζουν ακριβώς αρμονία αλλά να προσπαθούν να θυμηθούν (;), πώς να το περιγράψεις; Μόνο θα πω αυτό, ακόμα κι όταν είναι ένας μόνος του χορευτής/χορεύτρια στη σκηνή μοιάζει σαν να γεμίζει το σύμπαν του θεάτρου και του κόσμου όλου από παρουσία.

Ξάφνιασμα, αναζήτηση εξόδου, χαμένες μνήμες, αγωνία, απελπισία; Είναι τα φαντάσματα που έψαχνε ο Μάρκο Γκέκε όταν έφτιαχνε αυτή τη χορογραφία, ένα συναισθηματικό σύμπαν που ήρθε και κούμπωσε με το δικό μου, αυτό που είχα αφήσει στα ρεπορτάζ από τη Μαριούπολη και τους βομβαρδισμούς – κι ενώ αυτός μιλάει για τα δικά του φαντάσματα, έχοντας να αναμετρηθεί και με τον θάνατο του πατέρα του, όπως μας λέει η Έμιλι στη συνέχεια, κάποιος –εγώ– βρίσκει εκεί τα φαντάσματα των άλλων που γίνονται και δικά του.

Ο χορός είναι μια live εμπειρία ξεχωριστή για τον καθένα, αλλά όλοι μείναμε αποσβολωμένοι όταν τελείωσε. Αυτό που είδαμε ήταν τόσο δυνατό που σου τραβούσε συνεχώς την προσοχή, κι εκεί που πήγαινες να σκεφτείς, δηλαδή να αποσυνδεθείς, σε κρατούσε μαζί του – πόσο δύσκολο είναι αυτό όταν δεν υπάρχει αφήγηση; Να τι κάνει η τέχνη όταν έχει βάρος και εκτόπισμα, σε κρατάει μαζί της, κι αν διάλεγα μια λέξη για να το περιγράψω θα έλεγα πως αυτό που είδαμε είχε κάτι το πολύ συγκινητικό, σε απόλυτη αρμονία το μέσα με το έξω.

Μεσολάβησε ένα 20λεπτο διάλειμμα κατά το οποίο διάβασα μια ξένη συνέντευξη της Έμιλι Μόλναρ, έχοντας πάρει τις απαντήσεις μου στα ερωτήματα που, παρόλα αυτά, ήθελα ακόμα να της απευθύνω.

Στο δεύτερο μέρος, μια κλασική πια χορογραφία του Γίρζι Κίλιαν, το «Τoss of a Dice» (η «Ζαριά», την είδαμε στο Μέγαρο το 2008), με σήμα-κατατεθέν ένα εντυπωσιακό αυτοκινούμενο γλυπτό, δημιουργία του Σουσούμου Σίνγκου (να κάτι που μπορείς να περιγράψεις με ασφάλεια), που καθώς αιωρούνταν στον αέρα μια λάμψη ακτινοβολούσε στις αιχμηρές του επιφάνειες ανάλογα με το πού έπεφτε το φως, καθώς «χόρευε» κι αυτό με τους 12 χορευτές που μπαινοέβγαιναν στη σκηνή με διάφορους συνδυασμούς. Η μουσική, ο ήχος σαν από μια μικρο-γιγάντια σταγόνα που στάζοντας έφτιαχνε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο σαν σε περίκλειστο σύμπαν.

 

Μια χορογραφία εμπνευσμένη από το ποίημα του Μαλαρμέ (Un coup de dés jamais n’abolira le hasard) που το ακούμε στα γαλλικά από μία επιβλητική στην ευθραυστότητά της γυναίκεια φωνή, όση ώρα χορεύουν.

Το εντυπωσιακό γλυπτό αιωρείται μηχανικά και απρόβλεπτα, υπάρχει πάντα κάπου εκεί ψηλά να κάνει τα δικά του μέχρι, που αρχίζει προς το τέλος σιγά σιγά να κατεβαίνει, και κατεβαίνει, και γίνεται απειλητικό, μέχρι που τα σώματα ξαπλώνουν, ισοπεδώνονται, πεθαίνουν ίσως ( ;), μένοντας ένα μόνο του να κινείται ανάμεσα στις κοφτερές του λεπίδες.

Και οι 4 παραστάσεις είναι sold out, η Έμιλι μας λέει πως χαίρεται πολύ που ξεκινάνε την περιοδεία τους στη μετα-covid εποχή (με μία από τις τελευταίες τους παραστάσεις πάλι στο Μέγαρο, τον Φεβρουάριο του 2020, ακριβώς λίγο πριν από τα λοκντάουν και τους περιορισμούς) και μαθαίνω πως είναι εντυπωσιασμένη από την προσέλευση, μια αίθουσα σαν την Τριάντη γεμάτη 4 ολόκληρες μέρες δεν το λες λίγο (και πιστώνουμε στο Μέγαρο καθώς έχει δημιουργήσει κάτι σαν residency φέρνοντάς τους κάθε δύο χρόνια στην Αθήνα, χτίζοντας μία σχέση με το αθηναϊκό κοινό, εκπαιδεύοντας το να θέλει να βλέπει χορό υψηλότατου επιπέδου).

Ίσως μια επόμενη φορά έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε περισσότερο για την τέχνη του χορού και τους προβληματισμούς της, το όραμά της για το πώς ο χορός στις πολλές του διαστάσεις και νέες εκδοχές εμπλέκεται με αυτό που τώρα συμβαίνει και μας αφορά, και το τι θεωρεί δική της αποστολή και όραμα.

Είναι ένας ανήσυχος άνθρωπος, που μοιάζει να τον ενδιαφέρει να σχετίζεται, να ανοίγει τη δημιουργία και να δίνει βήμα σε νέους χορευτές – σαν να θέλει την εμπειρία της και τη «δύναμή» της από τη θέση της καλλιτεχνικής διευθύντριας να την επιστρέψει στους ανθρώπους που τους αφορά όλο αυτό, που έχουν πάθος και δεσμεύονται. Μας λέει για το πώς οραματίζεται έναν μεγάλο καλλιτεχνικό οργανισμό, όχι σαν κάτι που στηρίζεται στη δημιουργία ενός ή λίγων δημιουργών, αλλά σαν ένα σπίτι που μέσα του υπάρχουν πολλοί άνθρωποι με πολλές υψηλού επιπέδου δεξιότητες, και όλοι μαζί χτίζουν την ταυτότητα της ομάδας. 

 

Σχεδιάζει να φτιάξουν ένα εργαστήριο που να μπορούν να έρχονται χορευτές να ερευνήσουν, να εκφραστούν, και παράλληλα οι ίδιοι να δημιουργούν νέες παραγωγές συνεργαζόμενοι με πολλούς διαφορετικούς δημιουργούς και με φωνές που εκφράζουν τι σημαίνει να ζεις στον κόσμο μας σήμερα, κάτι το οποίο, όπως λέει, είναι ένα χαρακτηριστικό της ομάδας: το diversity. Τα έργα των NDT έχουν μια ποικιλομορφία που αντιστοιχεί στις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες των χορογράφων και δείχνει το εύρος του σύγχρονου χορού – όπως άλλωστε διαφορετικά θα ήταν και τα τρία έργα που θα βλέπαμε στη σκηνή του Μεγάρου.

«Αυτό που θέλω είναι οι χορευτές να θέσουν οι ίδιοι πολλαπλά ερωτήματα για το ποιοι είμαστε, ώστε να συνεχίσει η ομάδα να είναι αυτό που ήταν πριν 60 χρόνια. Το ερώτημα είναι πώς θέλουμε να το δούμε, είμαστε “60 years  old”, ή “60 years young” –ενδιαφέρον πώς το λέει–, πιστεύω ότι είμαστε  “60 years young”, που σημαίνει πως είναι μια στιγμή που μπορούμε να αξιολογήσουμε  το παρελθόν αλλά να κοιτάξουμε και το μέλλον».

Το ζητούμενο είναι, λέει, οι ίδιοι οι χορευτές της ομάδας να βρουν ο καθένας τη δική του πειθαρχία και έκφραση δημιουργώντας έτσι διαφορετικούς τρόπους να πουν μια ιστορία. Ο σύγχρονος χορός έχει ανεξάντλητους τρόπους έκφρασης, καταλαβαίνω από αυτά που λέει, και αυτούς καλούνται να εξερευνήσουν. 

«Πρέπει να επιστρέψουμε στο σώμα, αλλά επίσης με μια συναισθηματική και διανοητική εμπλοκή, με περιέργεια και ερωτήματα που γεννάει ο κόσμος σήμερα».

Τη ρωτάω ποια είναι η αφήγηση κάθε φορά, τι πρέπει να καταλάβουμε εμείς, οι θεατές. «Κάθε άνθρωπος που βλέπει μια χορογραφία έχει μια διαφορετική ερμηνεία. Φυσικά υπάρχει ένα σημείο εκκίνησης για το τι ένας χορογράφος θέλει να πει, αλλά στο τέλος της ημέρας εσύ είσαι που θα μας πεις για ποιο πράγμα μιλούσε αυτό που είδες, δεν υπάρχει σωστό και λάθος σε κάτι τόσο αφηρημένο».

Το κάθε τι ο καθένας από εμάς το ερμηνεύει σύμφωνα με αυτό που φέρει μέσα του, και αυτό είναι κάτι που το χρειάζονται, λέει, χρειάζονται αυτό τον άλλο πόλο που θα δει και θα νιώσει. Το νόημα, που λέγαμε...

Και αφού πει με λίγα λόγια για την κάθε χορογραφία τι είχε στο μυλαό του ο χορογράφος (η «Ζαριά» μιλάει για αυτό που δεν μπορείς να προβλέψεις, για την τυχαιότητα και για το αναπάντεχο της ζωής που μπορεί να έρθει ανά πάσα στιγμή, ο Μάρκο με τα «Φαντάσματα» κυνηγάει τα φαντάσματα στη δουλειά του, στο σώμα του, στα στρώματα του υποσυνείδητού του, καθώς χρειάστηκε να επεξεργαστεί και τον θάνατο του πατέρα του… ), μου απαντάει ρωτώντας με: «Δεν ξέρω αν εσύ τα είδες αυτά, ή τι είδες;»

Της λέω τις σκέψεις μου, ότι ο τίτλος «Πώς αντιμετωπίζουμε ένα ηλιοβασίλεμα όταν ο ορίζοντας έχει καταρρεύσει» από τη χορογραφία της Μαρίνα Μασκαρέλ, την οποία δεν είδαμε στη γενική πρόβα και θα χορέψουν το βράδυ, ένιωσα πως περιέγραφε ένα συναίσθημα που πολλοί έχουμε αυτές τις μέρες.

Της εξηγώ ότι, βλέποντας την πρόβα, είχα γεμίσει το περιεχόμενο του χορού με σκηνές πολέμου, με τον φόβο, την απελπισία, την απόγνωση, τον σπαραγμό των ανθρώπων που βλέπουμε καθημερινά στις οθόνες μας, και ότι αυτό με έκανε να συνδεθώ μαζί τους.

Με ακούει προσεκτικά όσο μιλάω, σαν να την ενδιαφέρουν αυτά που λέω. Κι όταν τελειώνω, αναφέρεται κι εκείνη σε αυτή τη μικρή δράση που έκαναν και στα λεφτά που μαζέψανε. Κυρίως απαντάει στο ερώτημα, πώς μπορεί η Τέχνη να υπάρξει και να σταθεί σε ένα περιβάλλον θανάτου και αβεβαιότητας για την ανθρώπινη υπόστασή μας, με φωνή σιγανή, σαν με σεβασμό, σαν από την πλευρά της, εκείνη, ως εκπρόσωπος της Τέχνης, να σκύβει στη συντριβή και την ιερότητα της συγκυρίας.

«Δεν μπορούμε παρά να καταδικάζουμε αυτό τον πόλεμο και είναι για αυτό που υπάρχει η Τέχνη, για να μας ενώνει σε αυτό που ζούμε και νιώθουμε, και σε ευχαριστώ για αυτά που είπες και μοιράστηκες μαζί μας. Νομίζω πως όλοι αναρωτιόμαστε πώς συνεχίζουμε καν να αναπνέουμε, όταν συμβαίνει όλο αυτό δίπλα μας. 

»Αλλά αν μπορείς να έρθεις σε ένα θέατρο και νιώσεις κάτι, και νιώσεις συνδεδεμένος και με τους άλλους, τότε θα φύγεις με περισσότερη δύναμη για να αντέξεις, ή και να μπεις σε δράση για περισσότερη ειρήνη ή αλληλεγγύη. Είναι κάτι που ξεκινάει από τον εαυτό μας, από μέσα μας, και πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε. Όμως ότι το παρατήρησες αυτό και ότι το ένιωσες είναι πολύ σημαντικό για μένα, γιατί εκεί χτίζεται ο δεσμός μας. Δυστυχώς ζούμε σε έναν κόσμο αποσύνδεσης και οτιδήποτε μπορεί να μας φέρει κοντά, μπορεί και να μας βοηθήσει να επουλώσουμε τις πληγές μας, η Τέχνη μπορεί να το κάνει αυτό».

Την ευχαριστούμε κι εμείς, από καρδιάς. Η Τέχνη είναι λυτρωτική και μας φέρνει κοντά. Τα υπόλοιπα, στη σκηνή του Μεγάρου.

Nederlands Dans Theater στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών | 10-13 Μαρτίου 2022

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου