Ιλίρ Τσούκο
Ιλίρ Τσούκο © Anja Troelenberg/Athens Voice
Φωτογραφια

Ιλίρ Τσούκο: Από τα Τίρανα και την Αθήνα, ως το Βερολίνο και πίσω

Ιλίρ σημαίνει ελεύθερος, είμαι στην πρώτη γενιά παιδιών που γεννήθηκαν σε μια ελεύθερη Αλβανία
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
ΤΕΥΧΟΣ 943
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ιλίρ Τσούκο: Ο πολυβραβευμένος visual storyteller μιλάει για την καινούργια του έκθεση στο Goethe Institut, αλλά και για όλη του την πορεία

Γεννήθηκε στο Φιέρι, μεγάλωσε στην Αθήνα, σπούδασε στη Λάρισα, εργάστηκε στο Βερολίνο. Μιλάει και γράφει σε τέσσερις γλώσσες, είναι μόνο 34 χρονών και η φωτογραφική δουλειά του έχει εμφανιστεί στη Washington Post, τη Die Zeit, τον Guardian, τους New York Times, τη Stegi Onassis. Όμως ο Ιλίρ Τσούκο («Ιλίρ σημαίνει ελεύθερος!», μου εξηγεί με ενθουσιασμό όταν τον ρωτώ τι σημαίνει τ’ όνομά του στα αλβανικά, «είμαι στην πρώτη γενιά παιδιών που γεννήθηκαν σε μια ελεύθερη Αλβανία!») κάθε άλλο παρά αναπαυόμενος στις δάφνες του είναι: ένας άνθρωπος καθόλα προσηνής, χαμογελαστός, γεμάτος αυτοσαρκασμό και δίψα για να ακούσει και να μάθει από τους άλλους, είναι ένα παιδί (ναι, παιδί με την έννοια της αενάως φιλοπερίεργης φύσης και του ενθουσιασμού των παιδιών – πόσο χρειαζόμαστε τέτοιους ανθρώπους!) που δεν έχει ξεχάσει τη σημασία όχι μόνο της εικόνας, αλλά κυρίως της αφήγησης: του τρόπου με τον οποίο οι εικόνες λένε ιστορίες.

«Χρησιμοποιώ φωτογραφίες και βίντεο για να λέω τις ιστορίες των ανθρώπων που ερευνώ», μου λέει όταν συναντιόμαστε το Ινστιτούτο Goethe στην Ομήρου, όπου η έκθεση του ιδίου και της συμβίας του, Άνια Τρόλεμπεργκ, «Beyond Destruction», φιλοξενείται μέχρι και τις 31 Ιανουαρίου του 2025. «Κάνω, δηλαδή, visual story telling. Έχω δουλέψει με θέμα το προσφυγικό, στο Αφγανιστάν, στην Ουκρανία… Κάνω ανθρωποκεντρικά stories που έχουν ως κοινό τους στοιχείο, ας πούμε, κάποιο βίωμα που μου είναι οικείο και μου επιτρέπει να δεθώ με την εκάστοτε ιστορία: την απώλεια, είτε ενός σπιτιού, που είναι κάτι το υλικό, είτε της πατρίδας, με την προσφυγιά».

Τα πρώτα βήματα του Ιλίρ Τσούκο

Του ζητώ να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, πριν μιλήσουμε για την έκθεση στο Goethe: μου αρέσει να γράφω για τις ιστορίες ανθρώπων που ξεπέρασαν τις προσδοκίες που ίσως υπήρχαν για εκείνους και άνθισαν έξω από το comfort zone τους. Θέλει να μας μιλήσει λίγο για τα βασικά βιογραφικά στοιχεία του; bΟ Ιλίρ Τσούκο χαμογελάει και μου τα λέει σε αδρές γραμμές.

«Γεννήθηκα το 1990 στην Αλβανία, τότε που κατέρρευσε το κομμουνιστικό σύστημα, άρα είμαι η πρώτη γενιά που γεννήθηκε σε μια ελεύθερη χώρα. Το 1996 ήρθαμε οικογενειακώς στην Ελλάδα. Μέχρι και το 2014 ζούσα στην Αθήνα, μετείχα της ελληνικής παιδείας, σπούδασα στη Λάρισα Διοίκηση Μονάδων Υγείας και στο Κολλέγιο René Descartes, Conservatoire National des Arts et Métiers (CNAM), και το 2014 έφυγα για τη Γερμανία – έζησα μόνος σε διαφορετικές πόλεις αλλά περισσότερο στο Βερολίνο. Μέχρι το 2021, οπότε κι αποφάσισα να συνεχίσω ένα κομμάτι της ζωής μου στην Αλβανία. Έζησα στα Τίρανα κι από φέτος τον χειμώνα μένω και στη Λέσβο».

— Γιατί πήγες στη Γερμανία;

«Ήθελα απλώς να φύγω! Με το που τελείωσα το μεταπτυχιακό μου έστειλα βιογραφικά σε όλο τον κόσμο –από Καναδά κι Αμερική μέχρι Αυστραλία– και έτυχε να με πάρουν στη Γερμανία. Μου έμαθαν γερμανικά, δούλευα εφτά χρόνια στο αναισθησιολογικό κομμάτι».

— Και η φωτογραφία;

«Η φωτογραφία ξεκίνησε όταν σπούδαζα στη Λάρισα – έχω κάνει ό,τι δουλειά μπορείς να φανταστείς ως φοιτητής, μια εκ των οποίων φωτογράφος σε γάμους. Εκεί έμαθα τα βασικά της φωτογραφικής τέχνης. Από το Λύκειο, όμως, είχα μανία να διαβάζω όλες τις κυριακάτικες εφημερίδες, φυλούσα το μισό μου χαρτζιλίκι για να τις αγοράσω όλες. Στη σχολή έπεσε στα χέρια μου για πρώτη φορά ένα βιβλίο του Καρτιέ-Μπρεσόν, εντυπωσιάστηκα για το τι μπορούσε να κάνει η φωτογραφία κι άρχισα να ψάχνομαι. Και πέφτω πάνω στη δουλειά του Νίκου Οικονομόπουλου για τα Βαλκάνια (ο Οικονομόπουλος είχε πάει στην Αλβανία και την αποτύπωνε με τρόπο που δεν είχα δει ποτέ μου) και τη δουλειά του Ένρι Τσενάι, που τότε δημοσίευε στην Καθημερινή. Άρχισα να “σπουδάζω” Φωτογραφία διαβάζοντας και βλέποντας τις δουλειές άλλων. Ούτε δική μου κάμερα δεν είχε τότε!»

Το Balkan Route κι ο Ένρι Τσενάι
— Και τι έγινε;

«Το 2015, αφού είχα πάει στη Γερμανία και είχα μαζέψει κάποια χρήματα, αγόρασα κάμερα κι αποφάσισα να κάνω μόνος μου το “Balkan Route”, τη διαδρομή των προσφύγων από την Τουρκία, μέσω του Αιγαίου και της Ελλάδος, για τα Δυτικά Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη. Μόνος μου, εντελώς. Πέταξα για Θεσσαλονίκη, πήγα στην Ειδομένη και ακολούθησα τους πρόσφυγες, περπατώντας για 2 βδομάδες μέχρι τη Βιέννη, έγινα ένας από αυτούς. Τότε αποφάσισα ότι αυτό ήταν που θέλω να κάνω στη ζωή μου. Γράφομαι στο Πανεπιστήμιο του Ανόβερου για documentary photography & visual journalism κι έναν χρόνο αργότερα γνωρίζω τον Ένρι Τσενάι, που είχε εκεί μια έκθεση φωτογραφίας.

»Το 2017, όταν πήραν τον Ένρι στο Magnum, μου πρότεινε να τον βοηθήσω στο βιβλίο του. Παράτησα το πανεπιστήμιο και ταξίδεψα με τον Ένρι δύο χρόνια, δουλεύοντας ταυτοχρόνως και στο νοσοκομείο, ώστε να έχω λεφτά για να μπορώ να ταξιδεύω. Έτσι έμαθα ουσιαστικά φωτογραφία: από και με τον Ένρι Τσενάι. Και μαζί, έμαθα και το πιο σημαντικό: η αξία ενός πράγματος, πολλές φορές, σχετίζεται με τις θυσίες που έχεις κάνει για να το πετύχεις».

Trans-Adriatic Pipeline
— Και μετά τον Ένρι, πώς έρχονται τα πρώτα assignments;

«Το πρώτο ήρθε με τον T.A.P. το 2018, τον Διαδριατικό Αγωγό Φυσικού Αερίου, που έρχεται από το Αζερμπαϊτζάν μέσω Τουρκίας, πάει Ελλάδα, Αλβανία και μετά Ιταλία. Η Γερμανίδα συνάδελφος Λένα Φον Χολτ είχε πάρει ένα grant από το Ίδρυμα Heinrich Böll στη Γερμανία για ένα μικρό αυστριακό περιοδικό, που λεγόταν Datum, και για τη βερολινέζικη εφημερίδα TAZ. Όμως δεν είχε αρκετό μπάτζετ για να πληρώνει και φωτογράφο και μεταφραστή. Εγώ μιλούσα αλβανικά και ελληνικά και ήξερα να φωτογραφίζω! Αναλάβαμε, λοιπόν, να κάνουμε το κομμάτι Ελλάδα και Αλβανία μαζί. Ήταν η πρώτη φορά που άρχισα να βλέπω την Ελλάδα και την Αλβανία με άλλο μάτι, δημοσιογραφικό και καλλιτεχνικό. Μέχρι τότε, ζώντας στη Γερμανία, έλεγα “ποιος ενδιαφέρεται τώρα γι’ αυτές τις χώρες”. Τότε με τον TAP ήταν που πείστηκα ότι πρέπει να ερευνήσω περισσότερο τα Βαλκάνια, ιδιαιτέρως την Αλβανία, γιατί είναι μια χώρα που αλλάζει ταχύτατα και θα ενδιαφέρει τα Μέσα στη Δυτική Ευρώπη αυτός ο κόσμος που είναι τόσο κοντά γεωγραφικά, αλλά τόσο μακριά στο μυαλό των ανθρώπων. Τα Βαλκάνια τους είναι ένας άγνωστος, μακρινός κόσμος.

»Κατάλαβα επίσης ότι δεν μπορούσα να περιμένω να με βρίσκουν οι άλλοι για συνεργασίες. Οπότε άρχισα να βρίσκω εγώ ιστορίες σε Ελλάδα και Αλβανία. Επικοινωνούσα με δημοσιογράφους, τους έλεγα: εγώ έχω αυτή την ιστορία, να και οι πρωταγωνιστές, σου κάνω και το “fixing” επί του πεδίου, θα βρεις το μέσον και θα γράψεις το κείμενο; Το λέω και σήμερα, όταν παραδίδω workshops: μπορεί να έχεις πάθος γι’ αυτό που κάνεις και να είσαι και πολύ καλός· πρέπει όμως να ξέρεις πού θες να πας και πώς θα το πετύχεις. Εγώ ήθελα να αφηγηθώ ιστορίες, περισσότερο από το να στήσω μία και μοναδική φωτογραφία».

Life in Limbo (2021)
Το 2021, κάνεις αυτό το φοβερό πρότζεκτ, το Life in Limbo, όπου παρακολουθείς πρόσφυγες από το Αφγανιστάν, κυρίως ανώτερους διοικητικούς υπαλλήλους, μετά την επάνοδο των Ταλιμπάν, να φιλοξενούνται σ’ ένα πεντάστερο ξενοδοχείο στην Αλβανία.

«Ναι! Ήταν ανάθεση από το Die Zeit Magazine να παρακολουθήσουμε επί έναν χρόνο το πώς αλλάζει η ζωή των ανθρώπων αυτών. Έκανα, όμως, λάθη στην ανάθεση αυτή...»

— Γιατί το λες αυτό;

«Γιατί όταν πήγαμε πρώτη φορά να συναντήσουμε τους πρόσφυγες, τον Σεπτέμβρη, επικρατούσε μια ατμόσφαιρα ευφορίας: είχαν ξεφύγει από τους Ταλιμπάν, ήταν σ’ ένα πεντάστερο ξενοδοχείο δίπλα στη θάλασσα, με πισίνα, με φαγητό, υπηρεσίες, τα πάντα… Μιλάμε για τη φτωχότερη χώρα της Ευρώπης, για μια χώρα όπου δεν θα βρεις οικογένεια να μην έχει φύγει έστω ένα μέλος της στο εξωτερικό ως μετανάστης, και αποφασίζει να γίνει χώρα φιλοξενίας μεταναστών, και μάλιστα σ’ ένα πεντάστερο ξενοδοχείο: ούτε σε camps, ούτε σε σκηνές, ούτε στη Μόρια, ούτε κάτω από μια γέφυρα όπως στο Παρίσι! Στην αρχή ήταν φοβερά συγκινητικό για μένα ν’ ακούω από ανθρώπους που δεν ήξεραν καν την Αλβανία πιο πριν, να μου λένε “σ’ ευχαριστώ”, μόνο και μόνο που ήμουν Αλβανός. Αυτό διήρκησε περίπου μέχρι τον Δεκέμβριο.

»Εγώ πήγαινα και τους έβλεπα μια φορά τον μήνα και στο ενδιάμεσο είχα μάλιστα πάει και στο Αφγανιστάν για να κάνω ρεπορτάζ. Όταν γύρισα από εκεί, όμως, παρατήρησα ότι πολλοί είχαν αρχίσει να απογοητεύονται: ένιωθαν ότι τους είχαν παρατήσει εκεί, άρχισαν να σκέφτονται ότι ίσως να ήταν καλύτερα να είχαν παραμείνει στο Αφγανιστάν. Υπήρχαν διάφορα σχόλια και συναισθήματα δικά τους που δεν μπορούσα να καταλάβω κι άρχισα να αντιδρώ και να τους βλέπω λίγο σαν αχάριστους. Αυτό ήταν το λάθος μου».

— Τι είχε συμβεί, πιστεύεις;

«Τους έλειπε κάτι που εμείς το έχουμε καθημερινά χωρίς να το συνειδητοποιούμε: η δυνατότητα να φροντίζουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας. Πόσο καιρό να κάνει ένας άνθρωπος διακοπές; Οι άνθρωποι είχαν αίσθηση απώλειας ελέγχου της ζωής τους. Τους έλειπαν τα πιο απλά και βασικά πράγματα: να μαγειρεύουν για τον εαυτό τους, να στρώνουν το κρεβάτι τους. Οι άνθρωποι αυτοί δούλευαν σε υπουργεία, ήταν καθηγητές, είχαν μάθει να είναι παραγωγικοί. Κι όταν όλα αυτά κόπηκαν μαχαίρι, από κάποια στιγμή και μετά σταμάτησαν να βρίσκουν νόημα στο να ξυπνούν το πρωί. Αλλά εμένα μου πήρε χρόνο να το καταλάβω αυτό. Είμαι τυχερός που η σύζυγός μου είναι κοινωνιολόγος και πολιτική επιστήμονας και, συζητώντας μαζί της, κατάλαβα τι συνέβαινε. Μετά από έναν χρόνο περίπου, τους δόθηκε η ευκαιρία και φύγανε, οι περισσότεροι για Αμερική και Καναδά».

— Από το ίδιο το Αφγανιστάν τι σου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση;

«Η πρώτη πρώτη μου εντύπωση ήταν η αναρχία: πήγα σε μια εποχή μεταξύ κυβερνήσεων. Είχαν αποχωρήσει οι Αμερικανοί, οι Ταλιμπάν μόλις επέστρεφαν. Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο όμως, ήταν ότι γνώρισα ανθρώπους που, αν και δεν είχαν φύγει ποτέ από το Αφγανιστάν, θα μπορούσα να τους έχω γνωρίσει στο Βερολίνο, την Αθήνα, το Λονδίνο: ανθρώπους ανοιχτόμυαλους, πολύ διαβασμένους – συζητούσαμε για τον Ντοστογιέφσκι, τον Καμί κ.λπ. Με εντυπωσίασε, επίσης, ο πόνος για τη χώρα τους, κάτι που εμείς οι Δυτικοί δεν το βλέπουμε έτσι: ήταν πληγωμένοι που είχε έρθει κάποιος έξωθεν να τους πιέσει να πιστέψουν στη δημοκρατία, στην ελευθερία… Δεν έβλεπαν την εξέλιξη αυτή ως ωρίμανση, αλλά ως επιβολή. Μου έλεγαν: “πάντα περιμέναμε κάποιον να μας σώσει· νομίζαμε ότι ήταν οι Ρώσοι, δεν ήταν· νομίζαμε ότι ήταν οι Ταλιμπάν το ’90, δεν ήταν· δεν ήταν ούτε οι Αμερικάνοι”. Αλλά τουλάχιστον οι Ταλιμπάν ήταν “δικοί τους”, Αφγανοί, αυτό έλεγαν.

»Και κάτι ακόμα. Δεν έχω ξαναδεί μεγαλύτερο ψαλίδι ανισοτήτων σε άλλη κοινωνία: στο κέντρο της Καμπούλ είχες την εντύπωση ότι ζούσες σε μία ευρωπαϊκή πόλη. Τριγύρω η φτώχια ήταν αδιανόητη. Ο ένας είχε Μερσεντές και μιλούσε για τις διεθνείς τάσεις της τέχνης και ο άλλος δεν μπορούσε να γράψει τ’ όνομά του και δεν είχε ένα κομμάτι ψωμί να φάει. Αυτό με πόνεσε».

Beyond Destruction (2024/25)
Τον ρωτάω, λοιπόν, για το πρότζεκτ που φιλοξενείται στο Goethe: τι ακριβώς είναι και πώς αποφάσισαν, μαζί με την Άνια, να το ερευνήσουν;

«Είναι Σεπτέμβρης του 2023 και βλέπω ειδήσεις. Έχουν προηγηθεί οι φωτιές του Αυγούστου στην Αλεξανδρούπολη, μετά έρχεται η Θεσσαλία, η Ρόδος… Μπαίνει ο Οκτώβριος και η ειδησεογραφία γύρω από αυτές τις καταστροφές και τα θύματά τους κόβεται μαχαίρι. Επειδή γνωρίζω τη Λάρισα και τις περιοχές τριγύρω, αναρωτιόμουν τι να έκαναν εκείνοι οι άνθρωποι, μετά την καταστροφή και την αποχώρηση των μίντια. Έτσι, τον Δεκέμβριο του 2023, γράφουμε πρόταση μιας σελίδας με την Άνια και τη στέλνουμε στο Ίδρυμα Heinrich Böll, που μας απαντάει ότι ενδιαφέρεται.

»Τον Μάρτιο του 2024 κάναμε το ταξίδι, σε 2 εβδομάδες: Θεσσαλία, Αλεξανδρούπολη, Ρόδος. Στα δύο πρώτα μέρη, οι άνθρωποι ήταν πολύ ανοιχτοί, ήθελαν να μας μιλήσουν για τα προβλήματά τους. Στη Ρόδο όχι και τόσο, δεν ήθελαν να “πληγεί” η εικόνα τού νησιού ως τόπος διακοπών. Εν πάσει περιπτώσει, ξέρεις, οι καταστροφές δεν καταστρέφουν μόνο· αποκαλύπτουν. Άλλοι έχουν ανάγκη να μιλήσουν σε έναν ξένο που εμφανίζεται για να τους ακούσει, άλλοι όχι. Οι καταστροφές είτε διαλύουν είτε μας φέρνουν πιο κοντά. Στα Βαλκάνια έχουμε τη νοοτροπία του “να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα”. Αλλά στην καταστροφή, ο γείτονας θα έρθει να σε σώσει. Στη Θεσσαλία, ας πούμε, ο κτηνοτρόφος Βαγγέλης Μακρής έχασε όλα του τα πρόβατα, ό,τι είχε και δεν είχε· αλλά έσωσε 12 ανθρώπους».

— Τι αντίκτυπο λες ότι είχε αυτό το πρότζεκτ στις ζωές των ανθρώπων που συμμετείχαν, εκτός από τη δυνατότητα που τους έδωσε να μιλήσουν;

«Μετά από μια τέτοια καταστροφή όλοι ασχολούνται με τις υποδομές: θα γίνει ο δρόμος; θα ξαναγίνει η γέφυρα; Αυτό με το οποίο δεν ασχολούνται τα ΜΜΕ είναι πώς άλλαξε η καταστροφή την τοπική κοινωνία. Κι εμείς οι υπόλοιποι δεν έχουμε χρόνο ν’ ακούσουμε, να ψάξουμε. Κάνουμε όλοι skip και scrolldown.

»Η δουλειά μας με την Άνια ενέχει ν’ αφιερώνουμε χρόνο στο ν’ ακούμε τους ανθρώπους· είμαστε “ψυχολόγοι”, “κοινωνιολόγοι” και ίσως λίγο δημοσιογράφοι. Κάνουμε ανοιχτές συνεντεύξεις, προσπαθώντας να επέμβουμε όσο το δυνατόν λιγότερο, έως να μείνει μόνη της η βιωματική εμπειρία των συνεντευξιαζόμενων. Είδα λοιπόν, για να μιλήσω πιο απτά, ότι ο κύριος Σωτήρης, στη φωτογραφία με τη σκάλα (σ.σ. που μπορείτε να δείτε στην έκθεση) ωθήθηκε από την κουβέντα μας να πάρει ορισμένες αποφάσεις για να συνεχίσει τη ζωή του: στο βίντεο που τραβήχτηκε όταν πρωτοπήγαμε, λέει: “Αυτοί που ξέρουν, να μας πούνε τι θα κάνουμε”. Κι όταν ξαναπήγαμε, είχε πάρει μόνος του την απόφαση πώς θα συνεχίσει τη ζωή του. Δεν περίμενε από τους “επάνω” να του πούνε τι θα κάνει.

»Η κυρία Ζωή απεικονίζεται σε μια άλλη φωτογραφία να ποτίζει τα λουλούδια που επιβίωσαν μπροστά από το καμένο σπίτι της. Γιατί; Γιατί αυτό σώθηκε κι αυτό της δίνει τη δυνατότητα να κάνει κάτι για το σπίτι της, αυτό απέμεινε. Ξέρεις, σε τέτοιες καταστροφές, οι άνθρωποι ό,τι κάνουν το κάνουν για τις επόμενες γενιές. Ο δασάρχης, ο κύριος Πιστόλας, που του κάηκε σχεδόν όλο το δάσος στη Δαδιά, κάθε μέρα καθόταν κι έκοβε με τους συναδέλφους του ένα χιλιόμετρο δέντρα για να σταματήσουν τη μελλοντική διάβρωση του εδάφους: “Για να ξαναγίνει το δάσος όπως ήταν, θα περάσουν 50 χρόνια. Εγώ θα έχω πεθάνει, αλλά τα παιδιά μου και οι επόμενες γενιές θα δούνε το δάσος όπως το έβλεπα εγώ μικρός. Ό,τι κάνω το κάνω για την επόμενη γενιά”. Αυτά ακριβώς τα παραδείγματα μας κάνουν πιο ανθεκτικούς ως κοινωνία και μας φέρνουν πιο κοντά. Γιατί δυστυχώς πάσχουμε από έναν τρομερό εγωκεντρισμό».

Και μετά;
Χωριζόμαστε και τον ρωτώ ποιο είναι το επόμενο πρότζεκτ του. Δεν έχει αποφασίσει ακόμα, θα πάει, όμως, λέει στο σπίτι του στη Λέσβο να το σκεφτεί. Μου τραβάει το ενδιαφέρον: μένει και στη Λέσβο, εκτός από τα Τίρανα και το Βερολίνο;

«Ναι, είναι οι πρώτοι μας χειμώνες εκεί», λέει με ενθουσιασμό. «Η δουλειά μας είναι χαοτική: μπαίνεις-βγαίνεις από τις ζωές των ανθρώπων, ταξιδεύεις συνεχώς… Η παραμονή μου στη Λέσβο με βοηθάει να ασχοληθώ πάλι με το απλό –τι είναι η φύση, το νερό– να σκεφτώ γιατί έχω κάνει τις ιστορίες που έχω κάνει… Και κάθε φορά που στοχάζομαι έτσι, νιώθω πιο μικρός, μειώνεται το εγώ μου: οι ιστορίες των άλλων ανθρώπων, των απλών, αποδεικνύονται έμπνευση. Στη Λέσβο, τον χειμώνα, βρίσκω τον χρόνο να βάλω τις σκέψεις και τη δουλειά μου σε σειρά».

→ Η έκθεση των Άνια Τρόλεμπεργκ και Ιλίρ Τσούκο, «Beyond Destruction», φιλοξενείται στο Ινστιτούτο Goethe, Ομήρου 14-16, Αθήνα, μέχρι και τις 31 Ιανουαρίου 2025

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

Δειτε περισσοτερα