Φωτογραφια

Κατσάγγελος κατά Μαδένη και Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος: ζητήματα πολιτισμού

Τα 69 πορτραίτα φιλοξενήθηκαν από την Εθνική Βιβλιοθήκη το 2022

Μάνος Δημητρακόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Επτά σχόλια για την αντιδικία ανάμεσα σε Γιώργο Κατσάγγελο και Μιχάλη Μαδένη λόγω της έκθεσης «Εξόριστοι» στην Εθνική Βιβλιοθήκη

Ουσιώδη ελάχιστα

«Ακόμη και σε χιλιάδες αντίτυπα, η φωτογραφία θα δείξει μόνο, χιλιάδες φορές, το ίδιο και μοναδικό άτομο που ο Θεός έβγαλε σε ένα και μοναδικό αντίτυπο».

Edouard Boubat, La photographie

«Μόνο το αληθινό είναι ωραίο, μόνο το αληθινό αξίζει την αγάπη μας».

Από συνομιλία του Cézanne με τον Gasquet

«Τα πουλιά είναι πάντα ντυμένα υπέροχα, η πρόοδος είναι μια λέξη χωρίς νόημα, και η αγελάδα που μας τρέφει θα προχωρά πάντα με ταχύτητα 2 χλμ. την ώρα».

Fernand Léger

«Δεν χρειάζεται κανείς να πάει στο πανεπιστήμιο για να κάνει τέχνη, να την καταλάβει ή να την γευτεί. Υπέροχοι καλλιτέχνες και κριτικοί –από τους καλύτερους– υπήρξαν αυτοδίδακτοι».

Robert Adams, Beauty in Photography

Τα περιστατικά από την έκθεση στην Εθνική Βιβλιοθήκη

Το 2022 η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος (ΕΒΕ) εξέθεσε μια σειρά 69 ζωγραφικών πορτραίτων ασθενών του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης (ΨΝΘ) που ζωγράφισε ο Μιχάλης Μαδένης με τον τίτλο έκθεσης «Οι εξόριστοι». Όλα τα πορτραίτα του Μαδένη βασίσθηκαν σε φωτογραφικά πορτραίτα των ασθενών του ΨΝΘ του Γιώργου Κατσάγγελου δημοσιευμένα σε ειδικό τόμο-έκδοση του ΨΝΘ το 2001. Ο κατάλογος και το τεκμηριωτικό υλικό της έκθεσης της ΕΒΕ το αναφέρουν. Ο φωτογράφος κατέθεσε αγωγή κατά του ζωγράφου και της ΕΒΕ για την προσβολή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Η πρωτόδικη απόφαση (απόφαση υπ. αρ. 2080/2024 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της 25/7/2024) δικαιώνει τον φωτογράφο και καταδικάζει τον ζωγράφο και την ΕΒΕ σε σοβαρές αποζημιώσεις. Η απόφαση αυτή τεκμηριώνει δημοσίευση και αναπαραγωγή παράγωγου έργου (του ζωγραφικού) χωρίς την άδεια του δημιουργού, και προσβολή της ακεραιότητας του πρωτότυπου φωτογραφικού. Κατά της απόφασης η υπεράσπιση του ζωγράφου έχει ασκήσει έφεση. Εν αναμονή της δικαστικής εξέλιξης, έχει απαγορευθεί η κυκλοφορία του καταλόγου της ΕΒΕ και οι αρχειακές αναρτήσεις της έκθεσης έχουν αποσυρθεί από τον δικτυακό τόπο της. Στην «Καθημερινή» της 8ης Νοεμβρίου 2024 δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο «Προσωπικότητες του πολιτισμού υπέρ του Μιχάλη Μαδένη» που αναπαράγει μερικώς, σχολιάζοντας, κείμενο με τον τίτλο «Υπεράσπιση του ζωγράφου Μιχάλη Μαδένη» που προσυπογράφουν 122 γνωστά πρόσωπα του χώρου των γραμμάτων και των τεχνών.

 

Επτά σχόλια

1ο. Για να επιστρέψουν οι ασθενείς του ΨΝΘ στη «μεγάλη οικογένεια του ανθρώπου» το νοσοκομείο ζήτησε από τον φωτογράφο να φιλοτεχνήσει τα πορτραίτα τους. Ο φωτογράφος έζησε με τους ασθενείς περί τους 9 μήνες και αποτύπωσε τις μορφές τους σε 12.000 περίπου φωτογραφικά πορτραίτα. Ένα απόσταγμα 118 φωτογραφιών δημοσιεύτηκε το 2001 στον τόμο-έκδοση του ΨΝΘ Γιώργος Κατσάγγελος, «Σιωπή». Τα ασπρόμαυρα φωτογραφικά έργα –έργα Τέχνης– προέκυψαν από μια διαδικασία απεικόνισης εκ του φυσικού, και σχεδόν συμβιωτικής ανθρώπινης επαφής του καλλιτέχνη με τα μοντέλα του. Οι φωτογραφίες έχουν την αλήθεια του ενός ανθρώπινου βλέμματος που συναντά και αποδέχεται το άλλο. Κρατούν εκείνη την ιδιαίτερη θερμοκρασία και την ανθρώπινη ουσία του έργου που γίνεται εκ του φυσικού. Τα δύο αυτά στοιχεία καθορίζουν και την ποιότητα της συγκίνησης που προκαλούν τα έργα. Τα ασπρόμαυρα πορτραίτα του Κατσάγγελου δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τα σκληρά αληθινά πορτραίτα της Dorothea Lange, του Walker Evans ή του Edouard Boubat. Αντιθέτως, ο ζωγράφος δεν δούλεψε εκ του φυσικού τις εικόνες του. Στηρίχθηκε στην έκδοση του ΨΝΘ, δηλαδή στην αναπαραγωγή των πρωτότυπων φωτογραφιών του Κατσάγγελου. Φθάνει πέμπτος «από της αληθείας» (Πλ. Πολιτεία, 602c: το δε δη μιμείσθαι τούτο ου περί τρίτον μεν τί εστιν από της αληθείας;). Αυτή η μεγάλη απόσταση καθορίζει εν μέρει και την ποιότητα του συναισθήματος που προκαλεί η ζωγραφική του.

2ο. Όταν εμφανίστηκε η φωτογραφία η ζωγραφική τρόμαξε. Έκτοτε οι δύο τέχνες συνυπάρχουν και υπηρετούν συναγωνιζόμενες την Τέχνη. Όταν την σχέση τους την ορίζει το μάτι και το χέρι πραγματικών καλλιτεχνών η Τέχνη προάγεται. Στιγμές χάριτος στην τέχνη του Ντεγκά, του Gerhard Richter, του Anselm Kiefer· του Τσαρούχη, του Μπότσογλου, του Μποκόρου. Υποβαθμίζεται αντιθέτως όταν καταντά πεδίο άνισου ανταγωνισμού τους.

3ο. Οι πρωτοδίκες τεκμηριώνουν πειστικά ότι το ζωγραφικό έργο είναι έργο παράγωγο παραβάλλοντάς το με το φωτογραφικό πρότυπο και διαπιστώνοντας αμέσως ορατές μορφικές ομοιότητες. Ωστόσο, όταν ένα θέμα (εν προκειμένω συγκεκριμένοι άνθρωποι) μεταφέρεται από μια τέχνη (τη φωτογραφία) σε μια άλλη (τη ζωγραφική), από τη φύση των πραγμάτων, δεν υπάρχει ούτε αντιγραφή ούτε έργο παράγωγο. Γιατί η ύλη της κάθε τέχνης, αυτή που την χαρακτηρίζει καθοριστικά, είναι εντελώς διαφορετική από την ύλη της άλλης. Η ζωγραφική πινελιά δεν είναι ποτέ το αντίγραφο, το παράγωγο ή η μετατροπή του φωτογραφικού κόκκου (ή του πίξελ), ούτε το ζωγραφικό φως είναι η διασκευή, ή μια άλλη εκδοχή του φωτογραφικού.

4ο. Κάποτε η νομική ήταν και αυτή τέχνη, ars boni et aequi. Όμως οι νομικές κατηγορίες της πνευματικής ιδιοκτησίας μοιάζουν άτεχνες, αδύναμες να ρυθμίσουν την απερινόητη πραγματικότητα της Τέχνης. Μικρό το κακό. Γιατί το αυθεντικό, το πραγματικό έργο τέχνης δεν φοβάται το υποδεέστερο τέχνεργο, το κακό αντίγραφο, και το γλυκερό κακέκτυπο. Το αυθεντικό έργο τέχνης δεν υφαρπάζεται, δεν αλλοιώνεται, ούτε κακοποιείται από την υποδεέστερη αναπαραγωγή του. Την Τέχνη την κινούν πάντοτε οι πιο ταλαντούχοι αντιγραφείς και οι «κλέφτες» που ξεπερνούν τα πρότυπά τους. Τον μεγάλο καλλιτέχνη, τον δημιουργό που αντλεί ασφάλεια από την αρτιότητα και την αλήθεια του έργου του δεν τον ζημιώνει η προσβολή της ακεραιότητας του δημιουργήματός του, ούτε η ανάρμοστη χρήση και κατάχρησή του. Ο καλός τεχνίτης, όταν είναι πραγματικά μεγάλος, βγάζει πάντοτε το καπέλο του σε αυτόν που τον ξεπέρασε.

5ο. Η θλιβερή αντιδικία θέτει ένα πρώτο θέμα πολιτισμού. Ελλείψει κριτηρίων για να αναγνωρίσουμε και να σεβαστούμε τι είναι πραγματικό έργο τέχνης, κανείς δεν είναι σε θέση να σεβαστεί τίποτε και κανέναν. Εν προκειμένω ο ζωγράφος –εξ αντικειμένου– δεν σεβάστηκε την καλλιτεχνική αξία της φωτογραφικής δουλειάς του αξιότερου, στο δικό του είδος τέχνης, φωτογράφου. Όχι επειδή «εμπνεύστηκε» από αυτήν, την αντέγραψε ή την μετέφερε στο δικό του καλλιτεχνικό ιδίωμα. Αλλά επειδή παρήγαγε έργο ζωγραφικό πρωτότυπο, κατά καλλιτεχνική –ζωγραφική– αξία υποδεέστερο. Ο φωτογράφος με τη σειρά του διατεινόμενος ότι ο ζωγράφος κάτι τού υπέκλεψε, μοιάζει να μην σέβεται το φωτογραφικό έργο του όσο του αξίζει. Ίσως επειδή τον παραπλάνησε η λαμπρή δημοσιότητα που η τύχη χάρισε στα έργα του ζωγράφου και στέρησε από τα δικά του. Αυτοί που συντάσσονται με τον ζωγράφο αντιπαρέρχονται την Τέχνη. Ο υπερασπιστικός λόγος τους είναι αφηρημένος και παραμυθητικός. Είναι πρωτίστως ανούσιος, γιατί δεν κοιτούν «κατάματα» τα συγκεκριμένα έργα. Όμως και αυτοί που ενθαρρύνουν τον φωτογράφο, κατά τρόπο παράδοξο, επίσης την προσπερνούν. Αντί να την στηρίξουν με τη γενναία αισθητική κρίση τους τη σύρουν –διασυρόμενη– στην κρίση δικαστών.

6ο. Θλιβερότερο, μας υπενθυμίζει και ένα δεύτερο, βαθύτερο ζήτημα πολιτισμού, αυτό της προτίμησης των συγχρόνων για την τέχνη της ελεύθερης, της εύκολης υποκειμενικής έκφρασης έναντι μιας τέχνης που αργά, σιωπηλά και με κόπο εργάζεται για να αποκαλύψει την ουσία, την αλήθεια και τη μαγεία των πραγμάτων, υπό το αυστηρό βλέμμα των μεγάλων δημιουργών που προηγήθηκαν. Η προτίμηση αυτή έχει τόσο πολύ κυριαρχήσει, που άξιοι σεβασμού τεχνίτες, κριτικοί τέχνης, συλλέκτες, διαχειριστές πολιτιστικών οργανισμών, νομικοί σύμβουλοι αδυνατούν ή αρνούνται να αφήσουν το βλέμμα τους να τους οδηγήσει.

7ο. Οι πρωτοδίκες ίσως διαισθάνθηκαν την ασέβεια, και διείδαν την προσβολή που έκανε στο φωτογραφικό έργο το ζωγραφικό. Δυστυχώς, και νομικά και κοινωνικά, δεν τους επιτρέπεται να το πουν.