«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
16°
Λι Μίλερ: Η φωτογράφος που έγινε πολεμική ανταποκρίτρια στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
Η ζωή της Λι Μίλερ: Πολεμική ανταποκρίτρια, μούσα, μοντέλο, φωτογράφος, σεφ
Έμοιαζα με άγγελος, αλλά μέσα μου ήμουν ένας διάβολος
Η Λι Μίλερ σε όλους της τους ρόλους ήταν ο τολμηρός εαυτός της. Της άρεσε να μαθαίνει, να δημιουργεί, να συμμετέχει και μετά να προχωράει σε κάτι άλλο. Μερικές εμμονές της θα κρατούσαν μέρες, άλλες χρόνια. Η φωτογραφία ήταν το υπέρτατό της άγχος και την εγκατέλειψε μόνο όταν, μετά από τριάντα χρόνια, είχε εξαντλήσει όλες τις ικανότητές της. Σε ό,τι κι αν ενεπλάκη, η δέσμευσή της ήταν ολοκληρωτική και οι προσωπικές συνέπειες ελάχιστης σημασίας.
Μια από τις πιο αξιόλογες γυναικείες παρουσίες του 20ού αιώνα, ένα άτομο που θαυμάστηκε τόσο για το ελεύθερο πνεύμα, τη δημιουργικότητα και την ευστροφία της όσο και για την κλασική ομορφιά της. Προσέγγισε τη φωτογραφία σε νεαρή ηλικία και χάρη στον πατέρα της έμαθε τη διαδικασία εκτύπωσης φιλμ σε σκοτεινό θάλαμο. Η πρώτη της φωτογραφική μηχανή ήταν η Kodak Brownie που χρησιμοποιούσε ο πατέρας της για τις ερασιτεχνικές του φωτογραφίες.
Λι Μίλερ: Από τη Νέα Υόρκη στο Παρίσι και οι σπουδές
Η Λι, το πραγματικό όνομα της οποίας είναι Ελισάβετ, γεννήθηκε στο Πουκίπσι της Νέας Υόρκης το 1907. Ο Θίοντορ Μίλερ, ο πατέρας της, καταγόταν από έναν Έσσιο στρατιώτη που εγκαταστάθηκε στο Λάνκαστερ της Πενσυλβάνια μετά την Επανάσταση. Μεγαλος λάτρης της φωτογραφίας ο Μίλερ, τη φωτογράφιζε συνέχεια σε προκλητικές πόζες – μια σχέση ασυνήθιστη αφού την απαθανάτιζε γυμνή καθόλη τη διάρκεια της ανάπτυξής της. Στα επτά της χρόνια υπέστη βιασμό από οικογενειακό φίλο και προσβλήθηκε από γονόρροια, υπομένοντας για χρόνια επώδυνη επεμβατική θεραπεία. Παρ’ όλα αυτά τα οικογενειακά πορτρέτα μεταξύ 1914 και 1932 προβάλλουν μια χαλαρή και φυσική οικογενειακή εικόνα.
Αγοροκόριτσο, απείθαρχη, προκλητική, κακομαθημένη και επαναστατημένη 18χρονη η Lee, προσπαθεί να ανακαλύψει την καλλιτεχνική της ιδιοσυγκρασία. Περνάει σύντομο χρονικό διάστημα στην Ευρώπη όπου θα καταφέρει να αναπτύξει τα ταλέντα της και να εκφράσει την καλλιτεχνική της οπτική. Θα σπουδάσει φωτισμό, κοστούμια, θέατρο, σχέδιο και ζωγραφική.
Εγκαταλείπει τη Νέα Υόρκη για το Παρίσι, μόλις δύο εβδομάδες μετά τα 22α γενέθλιά της, το 1929, και δύο εραστές παίζουν κορώνα γράμματα ποιος θα την κατευοδώσει. Η νεαρή γυναίκα μπορούσε να εμπνεύσει θέρμη, και αυτό ήταν μόνο ένδειξη για όσα θα ακολουθούσαν. Η ομορφιά της αναγνωρίστηκε σύντομα από τον Condé Nast ο οποίος την έκανε εξώφυλλο στη Vogue όταν ήταν 19 ετών. Στη συνέχεια ο Ζορζ Λεπαπέ την εντόπισε και την έκανε εξώφυλλο της Vogue Αμερικής. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το πρόσωπό της είχε σταθερή παρουσία στα εξώφυλλα γυναικείων περιοδικών σε όλη την Ευρώπη. Όντας κατά κοινή ομολογία μια από τις εντυπωσιακότερες γυναίκες της εποχής της απογειώνεται ως μοντέλο. Θα ποζάρει σύντομα για φωτογράφους όπως οι Edward Steichen και Arnold Genthe. Όμως μετά από δύο χρόνια η Μίλερ κουράζεται από το μόντελινγκ. Στρέφει την προσοχή της στη φωτογραφία υπό το πρίσμα του φωτογράφου.
Η επιρροή της Λι Μίλερ σε σπουδαίους καλλιτέχνες της εποχής και η σχέση της με τον Μαν Ρέι
Ήταν συνεχώς υπό πολιορκία από άνδρες που ήθελαν να τη διεκδικήσουν και οδηγούσε τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες της εποχής της σε κορυφαίες στιγμές δημιουργικότητας. Ο Κοκτώ της ζήτησε να παίξει στην ταινία του «The Blood of a Poet», ο Πικάσο εμπνεύστηκε από αυτήν έξι πίνακές του. Με τον φωτογράφο Μαν Ρέι δούλεψαν στο στούντιό του επί τρία έντονα χρόνια – πρώτα ως καλλιτέχνης και μαθητευόμενη, μετά ως συνεργάτες, εραστές για να καταλήξουν τελικά ανταγωνιστές. Ο χωρισμός τους το 1932 στοίχησε στον Ρέι και χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες για να συνέλθει.
Η πρώτη τους συνάντηση ήταν στον πάνω όροφο ενός μπαρ κοντά στο στούντιο του Ρέι στο Μονπαρνάς. Η Μίλερ δήλωνε ότι τον κυνηγούσε, η συνάντηση ήταν σκόπιμη και του συστήθηκε ως εξής: «Με λένε Λι Μίλερ και είμαι η νέα σου μαθήτρια». Τον ακολούθησε στο Μπιαρίτζ στη Γαλλία με το «έτσι θέλω». Αυτό ήταν η αρχή της επαγγελματικής και ερωτικής τους ζωής. Της τράβηξε στιγμιότυπα στον δρόμο, ακουμπισμένος στο κομψό ανοιχτό Voisin του. Ενημέρωσε την οικογένειά της ότι θα έμενε στη Γαλλία, παρέμεινε κοντά του και έγινε μαθήτρια, μούσα, ερωμένη και συνεργάτης του.
Στο Μονπαρνάς που ήταν το κέντρο των πάντων, έβρισκε κανείς τον Τζέιμς Τζόις, τον Χέμινγουεϊ… όλοι περνούσαν από το στούντιο του Μαν Ρέι του οποίου η ρεσεψιονίστ μαγνήτιζε τους επισκέπτες με την ομορφιά της. Η Μίλερ και ο Ρέι αποτέλεσαν τα μέλη ενός συνόλου σημαντικών διανοουμένων και καλλιτεχνών. Έκαναν διακοπές στη νότια Γαλλία με τον Πικάσο και τη σουρεαλίστρια φωτογράφο Ντόρα Μάαρ. Ο φακός της Λι απαθανάτισε πολλές διασημότητες της εποχής: Μαξ Ερνστ, Ζαν Κοκτώ, Ζοάν Μιρό, Πάμπλο Πικάσο, Πωλ Ελυάρ. Η συνεργασία της με τον Ρέι έφτασε στο αποκορύφωμά της το 1930 με την τυχαία ανακάλυψη της εντυπωσιακής τεχνικής solarisation που απέδιδε στη φωτογραφία ασημί αύρα. Η στενή τους συνεργασία όμως θα προκαλούσε προβλήματα στη σχέση τους. Το 1931, η Λι ένιωθε κουρασμένη από τον δευτερεύοντα ρόλο της και καθώς η φήμη της άνθιζε, διεκδίκησε την ανεξαρτησία της.
Ως σουρεαλιστής ο Μαν Ρέι ήταν μποέμ, αποδέχονταν τη «δωρεάν αγάπη» έχοντας διαφορετικά πρότυπα για τις γυναίκες. Η φιλία της με τον Κοκτώ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «The Blood of a Poet» και οι βραδιές στα κοσμικά στέκια με τον Zizi Svirsky, οδήγησε τον Ρέι να αγοράσει πιστόλι με σκοπό να πυροβολήσει τη Λι ή τον εαυτό του. Αρκέστηκε στο να κολλήσει μια φωτογραφία του ματιού της Λι στο εκκρεμές ενός μετρονόμου με την οδηγία: «Κόψτε το μάτι από μια φωτογραφία κάποιου που έχει αγαπηθεί, αλλά δεν φαίνεται πια. Στερεώστε το μάτι στο εκκρεμές ενός μετρονόμου και ρυθμίστε το βάρος ώστε να ταιριάζει στον επιθυμητό ρυθμό, καταστρέψτε το χτυπώντας το». Θα συναντηθούν ξανά το 1937 σε ένα πάρτι σουρεαλιστών, αναζωπυρώνοντας την παλιά τους αγάπη που μετατρέπεται σε φιλία η οποία κρατά μέχρι τον θάνατό της το 1976.
Οι δύο γάμοι της Λι Μίλερ και η εξέλιξή της ως φωτογράφος
Αφήνοντας το Παρίσι το 1934, παντρεύεται τον πρώτο της σύζυγο, τον Αιγύπτιο επιχειρηματία Ελουί Μπέι, και μετακομίζει στο Κάιρο. Εκεί, εφαρμόζει τον σουρεαλισμό στη φωτογράφηση του φυσικού τοπίου της Αιγύπτου, με αποτέλεσμα μερικά από τα πιο γνωστά έργα της, μεταξύ αυτών και τη φωτογραφία «Portrait of Space». Έχοντας οικονομική άνεση γίνεται κυρία του ελεύθερου χρόνου της. Μπορούσε πλέον να βγάζει φωτογραφίες για δική της ευχαρίστηση και όχι για εμπορικούς λόγους. Φωτογράφιζε βεδουίνους, μοναστήρια και οάσεις στην έρημο.
Το 1937, η Miller επιστρέφει στην Ευρώπη για διακοπές. Εκεί γνωρίζει τον δεύτερο σύζυγό της, τον Βρετανό σουρεαλιστή ζωγράφο και ποιητή Roland Penrose. Τερματίζει τον γάμο της, εγκαταλείπει την Αίγυπτο και συναντά τον Roland στην Αθήνα, όπου είχε στείλει το μεγάλο της αυτοκίνητο Packard. Διασχίζουν την Ελλάδα και τη Βουλγαρία για να βρεθούν στη Ρουμανία. Στην Ελλάδα απαθανατίζεται δίπλα σε αγάλματα θρακικών θεοτήτων, πέρνα από την Αρχαία Κόρινθο, τους Δελφούς, τη Μύκονο. Επειδή θεωρούσε αυτονόητο ότι η ναζιστική πολεμική μηχανή σύντομα θα σάρωνε ακόμη και τις πιο απομακρυσμένες κοινότητες εξαφανίζοντας ολόκληρους πολιτισμούς που είχαν παραμείνει αναλλοίωτοι για αιώνες, απέδωσε αριστουργηματικές φωτογραφίσεις. Διέσχισαν 1.300 χιλιόμετρα από την Αντιμπ στη Σμαραγδένια Ακτή της Βρετάνης με το αυτοκίνητό της. Ο Roland κατέγραψε τις εμπειρίες τους σε ένα σουρεαλιστικό φωτογραφικό άλμπουμ, ένα ποίημα αγάπης για τη Λι το οποίο ονόμασε «The Road is Wider Than Long».
Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο λίγο πριν το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Από την Κυανή Ακτή με τον Πικάσο, η 32χρονη τότε φωτογράφος –εκθαμβωτικά μαυρισμένη και με ξανθά μαλλιά– εμφανίζεται στα κεντρικά γραφεία της βρετανικής Vogue στη New Bond Street τον Σεπτέμβριο του 1939 – όταν ο Χίτλερ είχε ήδη εισβάλει στην Πολωνία. Προτείνει να χρησιμοποιήσει τις φωτογραφικές της ικανότητες ως πολεμική ανταποκρίτρια για το περιοδικό. Μεταξύ 1940 και 1944 θα δημιουργήσει, λοιπόν, πάνω από 400 σελίδες με εικόνες μόδας, σηκώνοντας το βάρος της παραγωγής κατά τη διάρκεια της πιο δύσκολης περιόδου στην ιστορία της βρετανικής Vogue.
Ταξιδεύει στην Αγγλία και την Ευρώπη όντας στην πρώτη γραμμή. Ήταν η μόνη γυναίκα φωτογράφος στην οποία δόθηκε άδεια να ταξιδέψει ανεξάρτητα στις εμπόλεμες ζώνες. Έγινε φωτορεπόρτερ στο μέτωπο για τον αμερικανικό στρατό, και συγκεκριμένα για τα περιοδικά Time και Life. Δουλεύοντας με τον David E. Scherman κατέγραψαν τις φρικαλεότητες του πολέμου, τις μάχες και την απελευθέρωση των στρατοπέδων συγκέντρωσης από τις συμμαχικές δυνάμεις. Οι φωτογραφίες που τραβήχτηκαν αποτέλεσαν ιστορικά ντοκουμέντα για τα βάσανα των κρατουμένων και τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι ναζί. Δεν πρόκειται για φωτορεπορτάζ αλλά για τέχνη που υποκινείται από ενσυναίσθηση, στην οποία η αισθητική βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο, ενώ πρωταγωνιστούν ο θάνατος, η καταστροφή κι ο ανθρώπινος πόνος. Οι φωτογραφίες της διατηρούν τη συγκλονιστική δύναμή τους μετά από ογδόντα δεκαετίες.
Πρόκειται για τη γυναίκα που μπήκε πρώτη στο διαμέρισμα του Χίτλερ στο Μόναχο όταν ανακοινώθηκε ο θάνατός του. Μόλις πριν είχε καταγράψει με την κάμερά της το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου. Μεταξύ των πιο εμβληματικών φωτογραφιών της είναι η αυτοπροσωπογραφία της στην μπανιέρα του Χίτλερ την ίδια μέρα που ο Ναζί δικτάτορας αυτοκτόνησε στο Βερολίνο. Στην εν λόγω φωτογραφία απαθανατίζεται καθώς ξεπλένει τη σκόνη από το Νταχάου, με τις γεμάτες λάσπη μπότες της στο πάτωμα. Αφού έβγαλε μερικές φωτογραφίες στην κατοικία του Χίτλερ, στη συνέχεια κοιμήθηκε στο άνετο κρεβάτι του.
Η κατάθλιψη και ο αλκοολισμός
Επηρεάστηκε από όσα τραγικά είδε κατά τη διάρκεια του πολέμου και υπέφερε από κατάθλιψη και αλκοολισμό μετά το τέλος του. Συνέχισε την καριέρα της ως φωτογράφος, παρά το μετατραυματικό της στρες που την ταλαιπώρησε για χρόνια. Παντρεύτηκε τον Roland Penrose το 1947, τη χρονιά που γεννήθηκε ο γιος τους Antony, στα σαράντα της χρόνια. Όταν αυτή και ο Roland μετακόμισαν στο Farleys το 1949, ήταν πολύ εξαντλημένη από την αρρώστια και τον εθισμό. Στο σπίτι τους στην εξοχή –που αργότερα θα γινόταν γνωστό για τις συγκεντρώσεις μποέμ και αντιφρονούντων– ήλπιζαν ότι θα ανακτούσε την υγεία της. Εγκατέλειψε τη φωτογραφία, στρέφοντας τη δημιουργικότητά της στο να μαγειρεύει γκουρμέ γεύματα για τους φίλους και την οικογένειά της. Πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 70 ετών το 1977. Η πρωτοφανής επιρροή και η κληρονομιά της, τόσο ως καλλιτέχνη όσο και ως πολεμικής ανταποκρίτριας, της αποδίδουν μια σημαντική θέση στην ιστορία της φωτογραφίας του 20ού αιώνα.
Η ζωή της ήταν χωρίς καμία αμφιβολία περιπετειώδης, γεμάτη ανατροπές και σημαδεμένη από οδυνηρά γεγονότα. Σπάνια μιλούσε για τις εμπειρίες της κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι οποίες την επηρέασαν βαθύτατα συναισθηματικά. Η πρώτη εντύπωση που άφηνε η Λι Μίλερ σε όσους τη γνώρισαν στα μεταπολεμικά χρόνια, ήταν μιας ζεστής, φιλικής, έξυπνης, πνευματώδης, αλλά κάπως εκκεντρικής γυναίκας. Υπήρχε όμως και μια πιο σκοτεινή πλευρά στη Λι. Η κατάθλιψη και η κατάχρηση αλκοόλ την οδηγούσαν στο χείλος της τρέλας. Πάλεψε για να ξεφύγει, αλλά οι κρίσεις πανικού και η διπολικότητα την απομάκρυναν από τους στενότερους φίλους και την οικογένειά της.
Ο γιος της Λι Μίλερ, Antony Penrose, ανακαλύπτει το φωτογραφικό υλικό της
Λίγο μετά τον θάνατο της Λι, ο γιος της βρίσει κρυμμένο στη σοφίτα του οικογενειακού τους σπιτιού, το υλικό της δουλειάς της. «Αυτό με έκανε να επαναξιολογήσω τα πάντα» λέει. Το υλικό αποκάλυψε μια γυναίκα που δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Στο Farleys House τα πάντα επικεντρώνονται στην κληρονομιά των αρχείων της. Άφησε πίσω 60.000 αρνητικά, 20.000 εκτυπώσεις και αποδείξεις, έγγραφα και γραπτά, όλα σχολαστικά συσκευασμένα και αποθηκευμένα. Ο Antony εργάστηκε στο τεράστιο φωτογραφικό της αρχείο, εξετάζοντας παράλληλα ερωτικά γράμματα και σημειώσεις. Ο κόσμος που δημιούργησε είναι εκπληκτικά αληθινός και αιχμηρός, σαν κομμένο γυαλί. Φωτογραφίες νεκρών στρατιωτών και στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Τη θυμάμαι συνεχώς μεθυσμένη, υπέφερε από κατάθλιψη λόγω της καριέρας της ως πολεμική ανταποκρίτρια
Σύμφωνα με τον Antony, όσο ήταν μικρός κατά τη διάρκεια της εβδομάδας τον φρόντιζε η νταντά του. Τα Σαββατοκύριακα, κάποιοι που ισχυρίζονταν ότι ήταν γονείς του εμφανίζονταν με αγνώστους που μιλούσαν ποικίλες γλώσσες. Πάρτι, ξέφρενες γιορτές, συγκεντρώσεις, εμπειρίες ελεύθερης αγάπης. Οι κάτοικοι του χωριού εκπλήσσονταν βλέποντας καλεσμένους να παίζουν μπάντμιντον και κροκέ γυμνοί, να κάνουν ηλιοθεραπεία, να γελούν και να καβγαδίζουν φορώντας μάσκες αρουραίων.
«Lee»: Η ταινία για τη ζωή της Λι Μίλερ με πρωταγωνίστρια την Κέιτ Γουίνσλετ
Το ενδιαφέρον του κοινού έχει αυξηθεί λόγω της κυκλοφορίας της ταινίας «Lee», με πρωταγωνίστρια την Κέιτ Γουίνσλετ, εμπνευσμένη από το βιβλίο του Antony, «The Lives of Lee Miller». Τον Νοέμβριο, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Heide στην Αυστραλία παρουσιάζει το έργο της, στη Νέα Υόρκη η Gagosian δείχνει το «Seeing Is Believing: Lee Miller and Friends». Ο οίκος Christie's δίνει τιμή εκκίνησης του πορτρέτου της (που χρονολογείται από το 1931) από τον Μαν Ρέι στα $6.000-$8.000. Την ίδια στιγμή το πορτρέτο του Μαν Ρέι από την ίδια εκτιμάται στα $20.000-$30.000.
Η Κέιτ Γουίνσλετ, η οποία την ενσαρκώνει στην ταινία, θα πει αναφερόμενη σε αυτήν: «Πλήρωσε ένα τεράστιο προσωπικό τίμημα για όσα είδε στον πόλεμο. Ο εγκέφαλός της έγινε φακός κάμερας που δεν μπόρεσε ποτέ να κλείσει. Ταυτίστηκε με τις τρομακτικές φρικαλεότητες που είχε φωτογραφίσει. Ωστόσο, παρέδωσε και εικόνες γεμάτες χαρά, από τους φίλους της στη Γαλλική Ριβιέρα με τον ήλιο του νότου. Η σουρεαλιστική της άποψη για το παράλογο στη φωτογραφία αποδίδονται στα μοντέλα της που ποζάρουν με μάσκες πυροσβεστών».
Η λέξη μούσα πολύ συχνά έχει χρησιμοποιηθεί για να ορίσει ποια ήταν η Λι, αλλά αυτό με βάση αποκλειστικά την εμφάνισή της. Παρ’ όλα αυτά υπήρξε πολύ περισσότερο υπολογίσιμη δύναμη παρά αντικείμενο προσοχής διάφορων ανδρών με τους οποίους συνδέθηκε. Ως φωτογράφος, συγγραφέας και ρεπόρτερ δούλεψε με αγάπη, πάθος και θάρρος, αποτελώντας πηγή έμπνευσης για όσα μπορεί κανείς να πετύχει και να αντέξει, αν τολμήσει να πάρεις τη ζωή στα χέρια και να τη ζήσεις πατώντας τέρμα το γκάζι. Η κληρονομιά της είναι εξαιρετική.
Δειτε περισσοτερα
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
Όσα συζητήθηκαν στα πάνελ σε video, highlights και εικόνες
Το δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών και τώρα κυκλοφορεί και σε βιβλίο
Η λαμπερή ιστορία της γυναίκας που επαναπροσδιόρισε τη μόδα
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα