Φωτογραφια

Έγινα στην Αίγινα: Ένα καλοκαιρινό photo story του Πέτρου Νικόλτσου

Μια πυρετική ανταπόκριση από το αστικό νησί της Ελλάδας

Πέτρος Νικόλτσος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τόσο μικρή μα τόσο πόλη, η Αίγινα μού αποκαλύπτεται κάθε φορά ολόφρεσκη σαν τα μάτια στα ψάρια στην κεντρική αγορά. Αστικό νησί με μια πρωτεύουσα που δεν της λείπει τίποτα. Μόστρα στην παραλιακή οδό με τα πάντα – από άλογα που σέρνουν άμαξες μέχρι καφετέριες, εστιατόρια και ζαχαροπλαστεία. Σκάφη και ιστιοφόρα και πλοία, που βιαστικά μπαινοβγαίνουν στο λιμάνι. Αφίσες παντού για τους κινηματογράφους, τις συναυλίες, τα φεστιβάλ. Ντόπιοι, τουρίστες, επισκέπτες, εργάτες.

Περιδιαβαίνω τα στενά και τους δύο κεντρικούς δρόμους, παράλληλους και κάθετους, λαϊκούς και κοσμικούς. Βγαίνω από το κέντρο και επανέρχομαι συναντώντας το ένα μνημείο μετά το άλλο: την κατοικία του Κωνσταντίνου Κανάρη, το Μουσείο, την οδό Μόραλη, τον φάρο, το σπίτι του Νίκου Καζαντζάκη, τη Μητέρα του Χρήστου Καπράλου. Επιστρέφω στην πόλη από άκρη σε άκρη.

Η Παναγίτσα. Ο πύργος του Μάρκελλου. Το «στοιχειωμένο» αρχοντικό Βογιατζή. Το Αιάκειον. Τα αγροτικά με τις ντομάτες. Το Ορφανοτροφείο.

Κύματα, αέρας, ουρανός, πάνω από την Πελοπόννησο, το Αγκίστρι, τη Σαλαμίνα, το Πέραμα, τον Πειραιά και την Αθήνα.

Πιάνω κουβέντα με τους συνταξιούχους και με την παλαβή μανάβισσα. Μου λένε για τα χρόνια τους στην Κολωνία, το Ντύσσελντορφ και το Μόναχο. Ακούω ντόπια γκρουπάκια που παίζουν έντεχνο και ροκ στο Ίδρυμα Καψάλη. Η κυρία Ελευθερία μού μιλάει για τον γιο της, που έχει συγκρότημα και θέλει να γίνει επαγγελματίας μουσικός.

Φεύγω για λίγο από την Αίγινα και πάω στην Αγία Μαρίνα, στη Σουβάλα, στην Κυψέλη και στην Πέρδικά. Τα σπίτια είναι στενόμακρα, οριζόντια ή όρθια παραλληλόγραμμα. Άλλα μου θυμίζουν Κυκλάδες και άλλα την πόλη Χερνάντεζ στο Νέο Μεξικό. Κάπου ανάμεσα στους φοίνικες, τα τζιτζίκια και τους κάκτους σκοντάφτω πάνω στους βράχους, κόβω τα πόδια μου, καθώς ο ήχος από τα βαπόρια και τα ιπτάμενα δελφίνια ζαλίζει στο υπόβαθρο τη θάλασσα. Κάτι από Μαϊάμι και κάτι από Σαχάρα. Κάτι από Σαρωνικό, κάτι από Λούτσα και κάτι από αρχαϊκό παλάτι. Αυτό το μέρος με τις φιστικιές έπαθε αμνησία. Μαζί κι εγώ ξεχνιέμαι, πέρα για πέρα, με το μαντήλι στον λαιμό και τα τσιμπήματα στα χέρια. Στον ουρανό πετάν Τσέσνα και ελικόπτερα, καραβάνια δορυφόρων και ΟΥΦΟ. Θα μπορούσα να συνομιλώ με πνεύματα και βαμπίρ σε αυτόν τον αλλόκοτο τόπο, αλλά οι κουβέντες μου είναι ελάχιστες. Ο καιρός αλλάζει κάθε ώρα. Το ηλιοβασίλεμα θυμίζει την αυγή και τα λουλούδια το ουράνιο τόξο. Ανάμεσα στην κάπαρη και το θυμάρι θυμήθηκα τη νύχτα που βλέπαμε παρέα με τη Μυρσίνη το «RAN» του Κουροσάβα σε ένα μικρό ντούπλεξ κοντά στο ξενοδοχείο «Δανάη» το 1989. Πολλά χρόνια πέρασαν από τότε μα είναι σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα.

Πίνω βαρύ γλυκό καφέ και κρατάω γαλάζιο κομπολόι. Σαν μάγκας καπετάνιος ή σαν ψαράς νυσταγμένος, δίπλα στις οικογένειες που ήρθαν για το Σαββατοκύριακο. Διαβάζω εφημερίδα και καπνίζω χρυσή κασετίνα. Η ζωή κυλάει ήρεμα και οι ώρες διαστέλλονται.

Πρέπει να βρω κάτι να κάνω και εγώ σε αυτό το παράξενο μέρος που βρέθηκα. Να γράφω και να ζωγραφίζω δεν αρκεί. Να ψάχνω για εικόνες, δεν αρκεί. Πρέπει να γνωρίσω έναν έναν όλους τους Αιγινήτες. Σ’ αυτή την παρένθετη γεωγραφία να μάθω ολόκληρη την ιστορία – την επίσημη και τη μυστική. Ακόμα δεν ξέρω τίποτα για σένα. Ακόμα περιμένω να μάθω τα πάντα.

Ο επίλογος: Μία ώρα και πέντε λεπτά μακριά και βρέθηκα σε ένα εξωτικό νησί, σχεδόν σαν αφρικάνικο. Τα μηχανάκια με τις χοντρές νοικοκυρές, οι κάγκουρες και τα πέδιλα με την άσπρη κάλτσα…

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου