Χρήστος Δικαιάκος: Ο Ελληνοκαναδός φωτογράφος απογειώνει την 8η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης
Η 8η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης τιμά έναν Ελληνοκαναδό και Θεσσαλονικιό πιονέρο της φωτογραφίας με την έκθεση «Ο κόσμος ως ανοιχτό στούντιο»
Χρήστος Δικαιάκος: Συνέντευξη με τον φωτογράφο για την έκθεση Ο κόσμος ως ανοιχτό στούντιο, που παρουσάζεται στην 8η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης
Ανταμώνουμε στο Μουσείο Φωτογραφίας ένα απόγευμα που έξω από τις τζαμαρίες του καφέ ο Θερμαϊκός και ο ήλιος έχουν κέφια και διάθεση να απαθανατιστούν από δεκάδες ινσταγκράμερ που κυνηγούν την τέλεια εικόνα για τα σόσιαλ. Ιδανικός θεσσαλονικιώτικος καιρός, καμιά σχέση με τον βαρύ χειμώνα του Βανκούβερ, ο Ελληνοκαναδός φωτογράφος Χρήστος Δικαιάκος επιστρέφει στη γενέθλια πόλη υπό ιδανικές συνθήκες.
Η έκθεσή του Ο κόσμος ως ανοιχτό στούντιο άνοιξε και θα φιλοξενείται μέχρι και τον Ιούνιο, πλαισιώνοντας το πρόγραμμα της 8η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, που κορυφώνει. Χωρίς να έχει ανοίξει ακόμα η κεντρική έκθεση της διοργάνωσης (ανυπομονώ!), αλλά έχοντας δει ως στιγμή όλο το περιφερειακό της πρόγραμμα, σας διαβεβαιώνω πως η ρετροσπεκτίβα στον Χρήστο Δικαιάκο είναι το πιο βαρύ της χαρτί.
Ο καλλιτέχνης, σχετικά άγνωστος στο ελληνικό κοινό αλλά πασίγνωστος στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, με υποδέχεται εγκάρδια. Μπαίνω στο θέμα κατευθείαν, τον ρωτώ τι θυμάται από τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Και ο πολιτογραφημένος Καναδός καλλιτέχνης, ελληνικής καταγωγής, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1946, δεν το πολυσκέφτεται. Ο πατέρας του εργαζόταν ως μηχανικός στο εργοστάσιο Υφανέτ και ο Δικαιάκος, που μετανάστευσε στο Βανκούβερ σε ηλικία εννέα ετών, να που ακόμα αναπολεί το Φώτο Όπτικ της Άνω Τούμπας! «Υπάρχει ακόμα το αρχαίο αυτό φωτογραφείο, σήμερα το τρέχει η τέταρτη γενιά ιδιοκτητών. Εκεί με πήγε η μαμά μου ντυμένο τσολιαδάκι και με ρουζ στα μάγουλα, μιαν επέτειο της 25ης Μαρτίου, για μια αναμνηστική. Ο πατέρας μου μού έδωσε να κρατώ στο χέρι ένα πιστόλι σαν του καουμπόη Ρόι Ρότζερς, τι να πω, ακόμα έχω στα ρουθούνια μου τη μυρωδιά από το μπαρούτι που αναδυόταν όταν έσκαγαν οι σφαίρες-καψούλες!».
Στο Βανκούβερ ο Δικαιάκος σπούδασε Τέχνη και ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της British Columbia, όπου γνώρισε επίσης τη Sophie, σύντροφο της ζωής του έως και σήμερα. Οι περγαμηνές του είναι ατελείωτες, τα έργα του φιλοξενούνται σε άπειρα μουσεία, όπως και οι εκθέσεις του, που είναι πάμπολλες, εφόσον είναι ενεργός από τη δεκαετία του ’60 έως και σήμερα. Ο Δικαιάκος που συνέβαλε στην εξέλιξη της «σχολής» Vancouver Photo conceptualism, στο έργο του πραγματεύεται την τοπική ιστορία, τη συνθήκη της νεωτερικότητας και τις κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις κάποιων συγκεκριμένων τόπων. Παράλληλα με την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, μαζί με την σύζυγό του άνοιξαν το εστιατόριο Κοσμάς το 1982 στο Βανκούβερ, το πρώτο ελληνικό εστιατόριο στην πόλη που αναζητούσε την αυθεντική ελληνική κουζίνα. Η επιχείρηση στέφθηκε από επιτυχία και έγινε τόπος συνάντησης καλλιτεχνών καθώς ο Δικαιάκος, η γυναίκα του Sophie και η αδελφή του Αλεξάνδρα προσέφεραν μια ποιότητα φιλοξενίας που συμβάδιζε με τη στάση του προς την τέχνη, τον κοινωνικό της ρόλο, και την παράδοση των αυτοχθόνων. Γεμιστά εναντίον Μπιγκ Μακ και μερακλίδικοι μουσακάδες στην κόντρα με τα άνοστα κλαμπ σάντουιτς· γεια σου, πατρίδα, με τα ωραία σου και χαίρε τεράστιε, Χρήστο Δικαιάκο!
Πριν από τη συνάντησή μας, περιπλανήθηκα ανάμεσα στα έργα του και εντυπωσιάστηκα από το Βανκούβερ, όπως το συνέλαβε αλλά και συνεχίζει να το καταγράφει. Οι μητροπόλεις τελούν πάντα υπό μετάβαση και ο νους μου, ακόμα και τώρα που συζητάμε με τον καλλιτέχνη, τρέχει συνεχώς και ανακαλεί το τραγούδι Blue, των Fine Young Cannibals: My hometown is falling down and I am mad about that.
Στις εικόνες του Κόσμου του ως Ανοιχτό Στούντιο, κατανόησα τη διαρκή πρόθεση του Δικαιάκου να προβληματίσει τον θεατή για τις κοινωνικές και ιστορικές περιπλοκές της αστικής κατοίκησης αλλά και της επέμβασης στο φυσικό περιβάλον. Ας τη διασχίσουμε μαζί και εν τάχει. Βανκούβερ, κάποτε, θηριώδεις ουρανοξύστες και στο βάθος έρημα πάρκινγκ. Δεκαετία του '60. Εργατικά suburbia και απομονωμένα τοπόσημα που σε λίγο θα μετατραπούν και αυτά σε εμπορικά κέντρα και αναβαθμισμένους real estate παράδεισους. Ο Δικαιάκος ήταν εκεί. Περισσότεροι Fine Young Cannibals, πάντα από το τραγούδι Blue: Government has done me wrong and I am mad about that…
Ο φωτογράφος του δρόμου είδε την εναλλαγή να συμβαίνει και να μετατρέπει το Βανκούβερ από κάτι παλιό σε κάτι νέο, τα γκραφίτι και οι βαλίτσες με σκορπισμένα πράγματα σε κάποιες από τις εικόνες της έκθεσης μαρτυρούν έναν ιστό-πεδίο μάχης που εντός του αντιπαλεύουν αόρατες δυνάμεις. Είναι ο καπιταλισμός, ανόητε! Πιο λιανά: Η πολεοδομική και η οικιστική κινητικότητα της πόλης, η μεταβατικότητα, η περιβαλλοντική διαταραχή, το gentrification, ο εκσυγχρονισμός της ως νομοτέλεια και η ανάπτυξη ως ο μόνος κανόνας, σε αρκετές από τις φωτογραφίες που θα δείτε, συλλαμβάνουν το Βανκούβερ σε στιγμές που η λεπτομερειακή αφήγηση της μοίρας του από την κάμερα του Δικαιάκου μοιάζει σαν να καθοδηγείται από τον στίχο του William Blake, «Να βλέπεις τον κόσμο σαν έναν κόκκο άμμου».
Πολλά μικρά κάδρα από το Βανκούβερ του τότε δικαιώνουν την πρακτική του Δικαιάκου, με την οποία συστήθηκε από νωρίς στο κοινό. Μιλώ για τον όρο Instant Photo Information, καθώς οι φωτογραφίες του, κινούμενες πέρα από τη μοντέρνα επιμονή για πρωτοτυπία, παραδίδουν ένα άψογα τεκμηριωμένο ιστορικό και κοινωνικοπολιτικό ντοκουμέντο. Η ματιά του περιπολεί τους δρόμους, βαθιά και στοχαστικά πολιτικά, αφού η γεννεσιουργός αιτία και έμπνευση πολλών εικόνων πηγάζει από τη συνολική αλλαγή εικόνας που συντελέστηκε στην πόλη του τις δεκαετίες ’50 και '60. Και όλο τούτο, όπως και κάθε τι που αφορά την ανάπτυξη, είναι μια πολιτική απόφαση, που εν πρώτοις την ορίζουν κάποιες από τις καταστροφές που ακολουθούν, καθαγιασμένες από τον σκοπό της.
Παρατηρώ τα κάδρα του να συνδυάζουν κομμένους κορμούς δένδρων με μπετονόλαγνα κόρπους ουρανοξυστών, σε κάποιες άλλες πάλι λήψεις, η γλαφυρή γλώσσα και οι υποσχέσεις των διαφημιστικών μηνυμάτων προσπαθούν απατηλά να καλύψουν το κενό μιας υπόσχεσης, που τα αποτελέσματά της αφήνουν ξαφνικά πολλούς ανθρώπους έξω από το κοινωνικό δίχτυ προστασίας. Η εργατική τάξη πήγε στην Κόλαση και ο Δικαιάκος παρακολούθησε την πορεία της, εν είδει neighborhood watch.
Άλλο ένα πολύ δυνατό φλασμπάκ από τον πλούτο του έργου του, πάντα με φόντο το Βανκούβερ και τα πέριξ του, είναι η κάτωθι ιστορία, που επίσης θα τη βρείτε να κρέμεται στην έκθεση. Στα τέλη του 1969 και αρχές του 1970, ο Δικαιάκος καλείται να βοήθησει τον Αμερικανό επιδραστικό καλλιτέχνη Robert Smithson στο in situ έργο του Glue Pour, για την έκθεση 955.000 της Lucy Lippard στην Vancouver Art Gallery. Βρίσκοντας μαζί και με τους Duane Lunden, Ilya Pagonis, Dennis Wheeler την κατάλληλη τοποθεσία λίγο έξω από την πόλη, στις 8 Ιανουαρίου, ο Smithson άδειασε σε μια πλαγιά από το ύψος του δρόμου ένα βαρέλι με 200 περίπου λίτρα βιομηχανικής κόλλας. Το πορτοκαλί υγρό θύμιζε ηφαιστειακό μάγμα, καθώς ήταν υδατοδιαλυτό. Κι όμως, αφομοιώθηκε από το χώμα με τη βροχή της επόμενης ημέρας και έτσι το έργο του κατάφερε τον στόχο του, που ήταν να προκαλέσει ένα σχόλιο για την πολύτροπη, μη αναστρέψιμη διαταραχή που προκαλεί η διαρκής διείσδυση του πολιτισμού στη φύση.
Εστιάζοντας στην κουλτούρα γύρω από τη γη ως βήμα βαθύτερης κατανόησης του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε και των συνθηκών που το διαμορφώνουν, οι φωτογραφίες, ενέχουν τη δύναμη, τη σημασία, την πυκνότητα και την αξία μιας τέχνης αλλά και μιας τεχνικής που ο ίδιος ο καλλιτέχνης προτιμά να την ορίζει σαν ντοκουμέντο-photo journalism. Απόλυτα ντοκουμέντα ύπαρξης και μεταστροφής χρήσης, μαρτυρίες που δεν καταγράφουν μόνο τα τεκμαινόμενα στα μητροπολιτικά πεδία, αλλά και στην ύπαιθρο.
Επόμενη στάση, 2000. Ο Δικαιάκος και η γυναίκα του Σόφι απέκτησαν μια έκταση στη Naramata, στο νότιο Okanagan της British Columbia, 500 χιλιόμετρα μακριά από το Βανκούβερ. Εντός του οπωρώνα του, από καλλιτέχνης που μελετά συνειδητά και καταγράφει τη μετάλλαξη του αστικού τοπίου, ο Δικαιάκος από τη θέση του καλλιεργητή μήλων βιώνει μια νέα εμπειρία. Με μακρά πορεία εξιστόρησης τόσο στη Γένεση, όσο και στην ιστορία της τέχνης, οι μηλιές και οι εκτάσεις τους που σταδιακά έγιναν αμπελώνες, οινοποιίες, ακριβά ξενοδοχεία και εστιατόρια οινογνωσίας, τον προβλημάτισαν. Είναι άραγε η μοίρα κάθε τοπικότητας να υποτάσσεται στην παγκοσμιοποίηση;
Σε μια άλλη φωτογραφία αυτής της ενότητας, ένας ηχολήπτης ακροάται, σε μια σκηνή σουρελιστικής παραδοξότητας, ένα δέντρο σε ένα δασώδες έλος. Εμφανές είναι και εδώ το ουμανιστικό, το μεταφυσικό αλλά και το πολιτικό σχόλιο του: σ’ ένα βιβλικό δάσος που τον υπερβαίνει σε κλίμακα, ο άνθρωπος μόνο να αφουγραστεί μπορεί όσα του διαφεύγουν από τον έλεγχο της όρασης, μοιαζει σαν να μας ψιθυρίζει ο Δικαιάκος. Με δεδομένη δε την ιδρυτική διακήρυξη της 8ης Μπιενάλε, που στο πλαίσιο της Γεωκουλτούρας παρουσιάζει καλλιτέχνες και πρακτικές που εστιάζουν σε ιστορίες τόπων και ανθρώπων που θίγουν ζητήματα ταυτότητας, ηθικής, δικαίου, και βιωσιμότητας, η αναδρομική παρουσίαση στιγμών από το έργο του Δικαιάκου, υπερφωτίζει και απογειώνει αισθητικά το σκεπτικό της.
Ο καλλιτέχνης από μικρή ηλικία, σπουδαστής ακόμα, όπως αναφέραμε και παραπάνω, αναρωτιέται για τα συστήματα με τα οποία οργανώνεται η παραγωγή, η κατανάλωση, όπως και για τις συνέπειες της κερδοφορίας που εις το όνομα της ανάπτυξης εμπορευματοποιεί κάθε ανθρώπινη και εν γένει έμβυα ζωή. Από τα περίχωρα του Βανκούβερ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ή τους τεράστιους κομμένους κορμούς δέντρων από την ακτή Locarno και τις τελετές αυτόχθονων πληθυσμών στον Καναδά, ο Δικαιάκος διακτινίζεται δίπλα από την Αττική Οδό στην Αθήνα, ή φωτογραφίζει δύο γυναίκες από το Αφγανιστάν και ένα μικρό αγόρι με φόντο την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα με σκαλωσιές;
Του λέω πως στάθηκα αρκετά λεπτά μπροστά στη συγκεκριμένη εικόνα και του ζητώ να μου φωτίσει το παρασκήνιό της. «Παραπέμπει στις κλασικές πόζες ενώπιον ιστορικών τοπόσημων, που τα διαλέγουν για να φωτογραφηθούν οι επισκέπτες, τουρίστες ή μετανάστες σε κάποιον τόπο. Οι συγκεκριμένες κυρίες, όμως, είναι Αφγανές τράνσιτ. Μια θεία και μια γιαγιά του παιδιού που στέκεται αμήχανο και βλοσυρό ανάμεσά τους. Το πιτσιρίκι κατοικεί στην Αθήνα, ενώ η θεία και η γιαγιά του σε λίγο ώρα φεύγουν για την ευρωπαϊκή ενδοχώρα προκειμένου να βρουν και τους άλλους συγγενείς τους. Αυτός είναι και ο λόγος που, ενώ η στάση τους αλλά και το κάδρο μιμείται τις αντίστοιχες αναμνηστικές, εντούτοις κανένας τους δεν χαμογελάει από χαρά, αφού το ταξίδι τους συνεχίζεται και ο πιτσιρίκος θα απομείνει ξανά μόνος. Μαθαίνοντας την ιστορία τους, γνώρισα πως οι κυρίες από το Αφγανιστάν ήρθαν στην Ελλάδα με τα πόδια. Με τα πόδια, το διανοείσαι; Για την ιστορία να σου πω πως έδωσα κανονικό model fee στις δυο κυρίες, είχαν τόσο τρομακτική ανάγκη από χρήματα, που δεν το σκέφτηκα καθόλου».
Γιατί ο Διακιάκος ενδιαφέρεται με τέτοια συνέπεια και επιμονή για τη μεταβατικότητα, τη μετάλλαξη, τη μετανάστευση και τη μεταστροφή των τοπίων και των αξιών, όπως αλλοιώνονται από το καπιταλιστικό οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης, που προϋποθέτει τέτοιου είδους κλυδωνισμούς;
Ο Ηρακλής Παπαιωάννου, επιμελητής της έκθεσης Ο Κόσμος ως Ανοιχτό Στούντιο, παρατηρεί: «Ως μετανάστης πρώτης γενιάς, ο Δικαιάκος κινείται γεωγραφικά και πνευματικά ανάμεσα σε δυο τόπους και δυο πολιτισμούς. Έτσι η κριτική αποδοχή από μέρους του της νεωτερικής κοινωνίας, στην οποία όλα είναι διαρκώς καινούργια, αβαθή, εναλλάξιμα, συνομιλεί με τον σεβασμό προς την αυθεντική παράδοση της θετής πατρίδας του. Ο Ιρανός στοχαστής Daryush Shayegan είχε υποστηρίξει ότι αρκετές κοινωνίες βρίσκονται σε μια κατάσταση ανάμεσα στο όχι ακόμη και το ποτέ πια. Ο Δικαιάκος αναζητά ένα νήμα σύνδεσης με τον χαμένο αυτό κόσμο μέσα από τη φωτογραφία, μέσο κατ’ εξοχήν νεωτερικό που έχει συμβάλει όσο λίγα στην "εικονογραφική αποίκιση", το οποίο στρέφει απέναντι στην ιδεολογία που το έθρεψε. Η μεταβατικότητα λοιπόν ξεκινά για τον Δικαιάκο ως προσωπικό βίωμα που εκτείνεται στη στοχαστική παρατήρηση της συλλογικής συνθήκης».
Στον Κόσμο σαν Ανοιχτό Στούντιο, παρουσιάζονται και κάποια από τα κολάζ του Δικαιάκου, που δικαιώνουν την παραπάνω παρατήρηση του Παπαϊωάννου αλλά και πιστοποιούν την αγάπη του καλλιτέχνη για τον Μαρσέλ Ντισάν. Η μνήμη δε της γενέτειρας Θεσσαλονίκης πιθανόν να ωθεί τον Δικαιάκο να θυμάται και να ανακαλύπτει-ανακαλεί συνεχώς τον εαυτό του, «συντεθιμένο σαν ένα πελώριο, διαστρωματωμένο, πυκνό ασεμπλάζ θραυσμάτων από πολλά παρελθόντα, διαφορετικά παρόντα και αντικρουόμενα μέλλοντα», συνεχίζει ο Παπαϊωάννου. «Ο ίδιος, ως ασκημένος "αετός αφηγητής ιστοριών", συνδέει το προσωπικό με το τοπικό και το οικουμενικό, την πολιτική με την ποιητικότητα. Ίσως τελικά ο τόπος στον οποίο ο Δικαιάκος νιώθει συμμέτοχος είναι εκείνος στον οποίο τα σπαράγματα των ελληνικών βιωμάτων και οι παραδόσεις των Πρώτων Λαών- ιθαγενών που εκδιώχθηκαν από τη γη τους, διαλέγονται με τη ρευστότητα των νεωτερικών προκλήσεων, σε μια προσπάθεια να κατανοηθεί ο γρίφος του σύγχρονου κόσμου και η ακανθώδης, αποικιακή σχέση του με τη γη».
Αναμφίβολα ο επισκέπτης αυτής της έκθεσης θα προβληματιστεί για το μέλλον αλλά και το παρελθόν αυτού του πλανήτη. Όσο για το παρών, είναι επίσης δεδομένο πως η αναδρομική θέαση και γνωριμία με αυτόν τον μεγάλο Θεσσαλονικιό θα διευρύνει τη γνώση σας για την κατανόηση του κόσμου και θα διατρανώσει την πεποίθηση πως η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η εμπιστοσύνη είναι τα ζητούμενα που πρέπει επειγόντως να επανακάμψουν ως αξίες στο παγκόσμιο συλλογικό, αλλιώς μαύρο είναι το μέλλον που μας περιμένει. Τιμήστε τον, ο Δικαιάκος είναι μοναδικός, αλλά και η έκθεση είναι τόσο εντυπωσιακά στημένη, που το θεωρώ αδύνατον να μην τριπάρετε με τα ταξίδια του.
8η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης
Χρήστος Δικαιάκος. Ο κόσμος ως ανοιχτό στούντιο
MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, Αποθήκη Α’, Προβλήτα Α’, λιμάνι Θεσσαλονίκης
23 Φεβρουαρίου – 04 Ιουνίου 2023
Επιμέλεια έκθεσης: Ηρακλής Παπαϊωάννου, Επιμελητής MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
Μια έκθεση φωτογραφίας για τα πρόσωπα και όχι τα προσωπεία
Με αφορμή τον εορτασμό της 100ής επετείου του Υπερρεαλισμού
Μιλήσαμε με τη φωτογράφο για την υποβρύχια φωτογραφία αλλά και για τα συνταρακτικά γεγονότα που στάθηκαν αφορμή να ξεκινήσει τη φωτογραφία
Η θεατρική διασκευή του Άσλεϊ Ρόμπινσον ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Θέατρο Κνωσός
Ομορφιά και μηνύματα μέσα από εντυπωσιακά κλικ
Φωτογραφικά κλικς από το νέο Xiaomi 14T X Leica
Μια συζήτηση για την καλλιτεχνική φωτογραφία, το βραβείο «Lars Tunbjörk» και την ιατρική
Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για το Έτος Κάφκα, η έκθεση φωτογραφίας καταγράφει την πατρίδα του συγγραφέα πριν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου
Συμβαίνει τώρα στην πόλη. Από τον Θανάση Καρατζά και την Athens Voice.
20 χρόνια από τον θάνατο του κορυφαίου φωτογράφου
«Δες τη ζωή, δες τον κόσμο και γίνε αυτόπτης μάρτυρας στα μεγάλα γεγονότα»
Το χιούμορ και η γοητεία της άγριας ζωής σε μερικά κλικ
«Δεν ξέρω ποια γρανάζια κινούνται μέσα μας όταν κοιτάμε φωτογραφίες, ειδικά φωτογραφίες καλλιτεχνών όπως ο Cartier-Bresson, αλλά δεν είναι μόνο η όραση που δουλεύει, ούτε μονάχα η φαντασία»
Καλλιτέχνες και άνθρωποι της πόλης γέμισαν για τρεις μέρες το Cinobo Όπερα
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο με αφορμή την έκθεση «RIDE AΘENS» στο ΚΠΣΙΝ
Λίγο πριν μεταμορφώσει με τη viral έκθεσή του το Cinobo Όπερα μιλάει στην Athens Voice
Έχετε ποτέ αναρωτηθεί, γιατί καθώς μεγαλώνουμε δεν ρωτάμε «γιατί»;
«Κάνα Δυο Φωτογραφίες» για πρώτη φορά στην Αθήνα – Το ξεχωριστό κινηματογραφικό αφιέρωμα που θα δούμε τον Σεπτέμβριο
Η ιστορία ενός πλανήτη υπό πίεση σε εικόνες που διεκδικούν βραβείο
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.