Πώς επιστρέφεις στη γενέτειρά σου; Υπό ποιες συνθήκες αποφάσισες να ασχοληθείς με τα Τενάγη του Παγγαίου; Τι ήταν αυτό που σε ιντρίγκαρε να βουτήξεις τόσο βαθιά στην αρχαιολογία, την ιστορία κι αυτό το πολεμικό ρεπορτάζ-ανταπόκριση από την Ηδωνίδα γη, που όπως λες «όταν πέσει το φως, ο Λυκούργος, ο Ορφέας, ο Διόνυσος και η Περσεφόνη συναντούν τους εμπόρους, τους στρατιώτες, τους εργάτες, τους βοσκούς, τους ποιητές, γυρολόγους και τους φυγάδες που ξαποσταίνουν στον κάμπο. Και όσο βραδιάζει στα λασπόλουτρα, στο στρατόπεδο του Βρούτου, η νύχτα μετατρέπεται σε πηλό για να σκεπάσει τις πληγές της μεγαλύτερης εμφύλιας σύγκρουσης που άλλαξε την ιστορία του κόσμου»;
Όλα ξεκίνησαν, όταν ο Δήμος Καβάλας μου ανάθεσε να φωτογραφίσω τα Τενάγη των Φιλίππων, με επίκεντρο το ιστορικό τους μνημείο. Και όπως συμβαίνει συχνά, η φωτογραφία είναι η αφορμή για να οδηγηθώ κάπου αλλού, εν προκειμένω στη μελέτη της άγνωστης ιστορίας του τόπου μου. Έπιασα λοιπόν την άκρη του νήματος από την ιστορική φράση «Οψόμεθα εις Φιλίππους». Από αυτό το σημείο, το Campus Philippus, όπως το ονόμασαν οι Ρωμαίοι, άρχισα την περιπλάνηση ανάμεσα στην ιστορία και στο σήμερα. Εκεί συνάντησα τον Ορφέα να κατασπαράζεται από τις Μαινάδες, τον Διόνυσο να περιφέρεται στο μαντείο του, τον Πλούτωνα να αρπάζει την Περσεφόνη την ώρα που ο Λυκούργος πλήρωνε πικρά την αυθάδειά του προς τους Θεούς. Συνάντησα όμως και τον Ηλία στα λασπόλουτρα, τον Σουμίρ τον βοσκό, τη Μάρλα με το σατέν της φόρεμα, την Ηώ, τη Δάφνη, τον Δημήτρη, τον Νίκο τον Παοκτσή, τον Αχιλλέα, την οικογένεια του Μπασχάρ να ονειρεύεται την ώρα που θα φύγει για τη γη της επαγγελίας.
Όλη αυτή η μεταγραφή του χρόνου (καταβύθιση στο κάποτε και πρόσμιξη με το τώρα) στο φωτογραφικό-καλλιτεχνικό πεδίο ορίζεται ως post combat photography. Στο «Οψόμεθα εις Φιλίππους» αναψηλαφείς ιστορία, αρχιτεκτονική, μνήμες αλλά και σπαρταριστό τώρα μέσα από εικόνες προσώπων που παρεπιδημούν επί του συγκεκριμένου κομματιού της Εγνατίας. Πώς οργάνωσες αυτό το ταξίδι;
Η ενασχόλησή μου με τους Φιλίππους με οδήγησε στο μεγάλο ταξίδι, στην ιδέα ουσιαστικά των Ρωμαίων να ενώσουν την Αδριατική με το Βυζάντιο. Αυτός ο δρόμος, η Via Egnatia, ένα πραγματικό επίτευγμα για την εποχή που κατασκευάστηκε, κρατά αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά του μέχρι σήμερα. Συναντάμε την ίδια γεωγραφία, τις ίδιες πόλεις, τις ίδιες ανάγκες για μετακίνηση, προσδοκώντας ένα καλύτερο αύριο.
Σ’ αυτό το σπαρακτικό τώρα που αναφέρεις, αναζητώ τους φυγάδες, τους εμπόρους, τους βοσκούς, τους γυρολόγους, τους πρόσφυγες, τους καλλιτέχνες. Σε κάθε σπαρακτικό τώρα, οι άνθρωποι παραμένουν στο επίκεντρο ως ζωντανό στοιχείο που διαμορφώνει και διαμορφώνεται από τον τόπο.
Σίγουρα το να δουλεύεις κοντά στη γενέθλια πόλη είναι από μόνο του ένα υπολογίσιμο συναισθηματικό φορτίο. Όπως, υποθέτω, και το να μελετάς, να διαβάζεις και να μαθαίνεις ιστορίες, που μικρός στα ίδια μέρη περνούσαν ξώφαλτσα από δίπλα σου, σου προκάλεσαν δέος με το βάθος τους. Πώς οργάνωσες αυτή τη δουλειά και πόσο καρτέρι-ρεπεράζ έπρεπε να κάνεις, αφού ταυτόχρονα με το χθες στη δουλειά σου αντιπαραβάλλονται εμβόλιμα ιστορίες από τη ζωή των ντόπιων;
Ολοκληρώνοντας τη φωτογράφιση στους Φιλίππους και ξεκινώντας τη Via Egnatia με πρόλαβε η πανδημία με τις επανωτές καραντίνες. Η αναγκαστική αγρανάπαυση μού επέτρεψε να ψάξω και να μάθω πολλά για την ιστορία και τις ιδιαιτερότητες αυτού του δρόμου. Οργάνωσα τη σκέψη μου, τους χάρτες, τις διαδρομές, έκανα μια συστηματική έρευνα που μου φάνηκε εξαιρετικά χρήσιμη στη συνέχεια. Σχετικά με τη διαδικασία, θα μπορούσα να με χαρακτηρίσω περισσότερο ως κυνηγό φωτογράφο που ψάχνει το θέμα του. Βγαίνω εκεί έξω, έχοντας σκεφτεί, το πού, το τι και το πώς θα φωτογραφίσω και αφήνω τις τυχαίες συναντήσεις, τις εκπλήξεις και τα ατυχήματα να συμπληρώσουν την ιστορία. Προχωρώ λοιπόν εικόνα με την εικόνα. Το πιο σημαντικό όμως δεν είναι οι φωτογραφίες από μόνες τους αλλά ο τρόπος που στο τέλος τις φέρνουμε κοντά και από την προηγούμενη στην επόμενη συστήνουμε μια αφήγηση. Αυτή είναι ίσως και η πιο συναρπαστική διαδικασία κατά τη διάρκεια του editing, του δικού μας μοντάζ. Για παράδειγμα, φωτογραφίζω μια κολώνα στον αρχαιολογικό χώρο και μήνες μετά μια άλλη καταμεσής του κάμπου δίπλα στο μπαρ «Οι άγγελοι του Τσάρλι». Τις φέρνω κοντά και αλλάζει αυτόματα ο τρόπος ανάγνωσης.
Θεωρώ, επίσης, εξόχως μεταφυσική και καρμική την ιστορία που βίωσες στην Αμερική, όταν ανακάλυψες πως Φίλιπποι, το ίδιο φορτισμένοι ιστορικά, υπάρχουν και εκεί. Μπορείς να διηγηθείς την ιστορία για τους αναγνώστες μας;
Αναζητούσα πληροφορίες και υλικό στο διαδίκτυο. Στη φράση «Η μάχη των Φιλίππων, The Battle of Philippi» λάμβανα αποτελέσματα που με οδηγούσαν στην πόλη Philippi της δυτικής Βιρτζίνια των ΗΠΑ. Έτσι συνειδητοποίησα ότι το 1861 σε κάποιους άλλους Φιλίππους στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, μέσα από μια μεγάλη μάχη, ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος της Αμερικής. Περίεργες συμπτώσεις, ή η ιστορία ως φάρσα!
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες δουλειές σου, Journal, Saga, Άθως και Αρχιπέλαγος, όπου το βιωματικό στοιχείο ήταν πρώτη ύλη για την διαμόρφωση της ματιάς, εδώ η ιστορία νομίζω πως σου επέβαλε από μόνη της και τις εντάσεις αλλά και τον τρόπο της αφήγησης. Αν πω, πως, κατά κάποιο τρόπο, ήταν σαν να βαδίζεις σε αχαρτογράφητα νερά που σε εξανάγκασαν να δουλέψεις αλλιώς, θα ήμουν άστοχος;
Δεν είσαι καθόλου άστοχος. Άλλωστε σε κάθε νέα εργασία, ξεκινώ να κολυμπώ σε βαθιά νερά! Αυτό που αλλάζει μέσα στα χρόνια είναι ο συνδυασμός της εμπειρίας με τη συστηματική έρευνα που προηγείται και βοηθά την ανάπτυξη του έργου.
Στην περίπτωση της Via Egnatia το εγχείρημα από μόνο του είναι τεράστιο. Δε μιλάμε για τη δομή ενός διηγήματος, αλλά για ένα μυθιστόρημα που έχει την ανάγκη να τα πει όλα. Σε αυτή τη διαδρομή των χιλίων χιλιομέτρων, φωτογραφίζω αρχαίες και σύγχρονες πόλεις, μνημεία, αγάλματα, ευρήματα και σπαράγματα της ιστορίας, δρόμους, γεφύρια, μονοπάτια, γήπεδα, πεδία μαχών, νεκροταφεία, σύνορα, φράχτες, κάστρα, επιγραφές, ονόματα τόπων, ανθρώπων και θεών.
Ορμητήριό σου παραμένει σταθερά η Θεσσαλονίκη. Πόσο αβαντάζ αλλά και πόσο τροχοπέδη είναι η πόλη-περιφέρεια σε σύγκριση με την Αθήνα, που εικαστικά αλλά και καλλιτεχνικά γενικώς είναι το κέντρο όπου όλα συμβαίνουν εκεί;
Στη Θεσσαλονίκη έφτασα στα δεκαεπτά μου ως φοιτητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Από τότε αποτελεί το ορμητήριό μου, όταν χρειάζεται να δραπετεύσω για μικρά ή μεγάλα διαστήματα. Πάντα όμως επιστρέφω εδώ, σε ένα οικείο περιβάλλον, που μου δίνει χώρο και χρόνο για να σκέφτομαι και να δημιουργώ. Όσο για την Αθήνα-κέντρο και την Ελλάδα περιφέρεια, πάντα πίστευα ότι ή επιλέγεις τις μητροπόλεις του κόσμου, ή μένεις στο χωριό σου και επενδύεις όλη την ενέργεια στη δημιουργία του έργου σου. Άλλωστε την πρώτη σημαντική μου εργασία, το «Ημερολόγιο», την ολοκλήρωσα πριν από είκοσι πέντε χρόνια, κατά την τετραετή παραμονή μας στο μικρό νησί της Σκοπέλου.