- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Φρεντ Μπουασονά, η Μεσόγειος και η Ελλάδα κάποτε
Μια σπουδαία έκθεση φωτογραφίας στο MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.
«Ο Φρεντ Μπουασονά και η Μεσόγειος: Μια φωτογραφική Οδύσσεια»: Μια έκθεση φωτογραφίας στο MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.
Το 1902 ο Σκωτζέζος λόρδος Νάπιερ, εντυπωσιασμένος από την τεχνική του, στέλνει στον Φρεντ Μπουασονά το παρακάτω τηλεγράφημα: «Πηγαίνετε να κάνετε για μένα στον Παρνασσό αυτό που κάνατε στο Μον Μπλαν. Σας αποστέλλω το ποσό των 1000 λιρών για να καλύψετε τα έξοδα της αποστολής σας στην Ελλάδα». Ο Μπουασονά, επικαλούμενος φόρτο εργασίας, αρνήθηκε. Επέστρεψε τα χρήματα και ευτυχώς για εμάς αντιπρότεινε να ασχοληθεί με το πρότζεκτ έναν χρόνο αργότερα. Και τήρησε τον λόγο του. Το 1903 ο Φρεντ Μπουασονά κι ο επιστήθιος φίλος του Ντανιέλ Μπο Μποβί, πρύτανης στη Σχολή Καλών Τεχνών της Γενεύης, μαζί με τις γυναίκες τους αναχωρούν για την Ελλάδα. Πρώτος σταθμός η Κέρκυρα.
Ποιος είναι όμως ο φωτογράφος σταρ (διατηρούσε ατελιέ στο Παρίσι, τη Γενεύη, τη Λυών και την Αγία Πετρούπολη), που χάρη σε μια «παραγγελία», στην ακμή της καριέρας του, ήρθε στην Ελλάδα, συνδέοντας τη ζωή του με τον τόπο μας; Προπάντων δε, τι ήταν αυτό που εντυπωσίασε τον Σκωτζέζο φιλέλληνα λόρδο Νάπιερ στην τεχνική του Μπουασονά στο αλπικό Μον Μπλαν, ώστε να ζητήσει κάτι αντίστοιχο για τον Παρνασσό; Αυτό: Στη φωτογραφία του με το Λευκό Όρος, ο Μπουασονά παρουσίασε μια εκρηκτική πατέντα, την τεχνοτροπία της ορθοχρωματικής πλάκας. Χάρη σ’ αυτή ο θεατής μπορούσε να ξεχωρίσει το λευκό του χιονιού από το μπλε του ουρανού χωρίς να χρειάζεται ρετουσάρισμα η εικόνα από τη χρωματική παλέτα του φωτογράφου.
Ας μην ξεχνάμε πως η φωτογραφία στις αρχές του 20ού αιώνα είναι ακόμα σπορ εν τη γενέσει. Αναγκαστικά έως τότε οι φωτογράφοι επιχρωμάτιζαν τις συνθέσεις τους, οπότε οι μελέτες του Μπουασονά σχετικά με το φως και ο διαφορετικός τρόπος εμφάνισης και εκτύπωσης εκτοξεύουν τη φήμη του στα ύψη. Τραβηγμένη με τηλεφακό η φωτογραφία εκτυπώθηκε σε μια πλάκα 15 επί 16 εκ. και έκανε τον γύρο του κόσμου. Ήδη γνωστός από τα φωτορεπορτάζ, τις διαφημίσεις και τα πορτρέτα του, παιδί οικογένειας φωτογράφων που όμως εξέλιξε και την τεχνική του στούντιο, χρησιμοποιώντας σκηνικά και διακοσμητικά υπόβαθρα, καθιερώνοντας μια αστική και χλιδάτη εικαστική μοντερνιτέ, ο Μπουασονά με το Μον Μπλαν κέρδισε το πρώτο βραβείο στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού. Από εκεί και μετά όλα ήταν δικά του. Δούκισσες και πρίγκιπες, εφημερίδες και περιοδικά κυριολεκτικά τον χρύσωναν για τις λήψεις του. Όμως ο ίδιος δήλωνε πως αισθητικά και συγκινησιακά ήταν δέσμιος και κοινωνός της ελληνικής ιδέας, της ιδέας που είχε αιχμαλωτίσει τον Βίκτορα Ουγκώ, τον Ντελακρουά, εν γένει τους κύκλους της γαλλικής και της ελβετικής διανόησης.
Να είναι καλά ο καλλιτέχνης και από τον παράδεισο, αν μας θωρεί, να ξέρει πως αυτή η χώρα δεν ξεχνά τις υπηρεσίες που της πρόσφερε. Με οικογενειακές ρίζες από τη Μασσαλία και μετέπειτα μεγαλωμένος και σπουδαγμένος στη Γενεύη, τη Στουτγκάρδη (στούντιο Brandseph) και την Ουγγαρία (μαθήτευσε στο ατελιέ του μέγα Kohler), ο Μπουασονά υπήρξε μεν νεωτερικός, καινοτόμος και σούπερ σταρ της τέχνης του, όμως, δεν έπαψε ποτέ να έλκεται και από το κλασικό παρελθόν της Ελλάδας. Αυτό το προαιώνιο όμως χθες, μαζί με τον μυστικιστικό εξωτισμό που προκαλούσε στους Ευρωπαίους κάθε τι που αφορούσε την Εγγύς Ανατολής, δεν εμπόδισαν τον Μποσονά να τα συνθέσει σε μια ολότελα δική του μέγιστη καλλιτεχνική ματιά. Τρία σε ένα επομένως αποδείχτηκε το ταξίδι του. Ερχόμενος στην Ελλάδα ο Φρεντ Μπουασονά κατάφερε με τη μοντερνιστική του ματιά όχι μόνο να φωτογραφίσει ναούς και μνημεία αρχαίου κλέους, αλλά να συνδεθεί και με την προβιομηχανική χώρα και την πρώιμη αστική της κοινωνία, απαθανατίζοντας ταυτόχρονα και τον γνήσιο, ναΐφ βουκολισμό των Ελλήνων στις νησιωτικές και τις αγροτικές περιοχές της ενδοχώρας, που κρατούσαν ακέραια στην καθημερινή τους ζωή τα ήθη και τα έθιμα των τελευταίων παγανιστικών μεταβυζαντινών κοινότητων, πριν την Επανάσταση αλλά και μετά από αυτή, σε πείσμα των Βαυαρών που τους ήθελαν «μοντέρνους».
Μετά την Κέρκυρα, τον πρώτο σταθμό, οι Μπουασονά και Μποβί βρέθηκαν στην Αθήνα, ενώ λίγο αργότερα μετακόμισαν στο χωριό Ζεμενό Κορινθίας εφόσον από εκεί, ως έκρινε ο καλλιτέχνης, θα ερχόταν η ιδανική λήψη για την «παραγγελιά» του Παρνασσού από τον Σκωτσέζο. Ο Παρθενώνας και οι νεόδμητη αθηναϊκή πολεοδομία, ο αστικός αττικός ιστός μεταξύ Συντάγματος και Ομόνοιας, αλλά και τα γεφύρια ή τα χωράφια της υπαίθρου, όλα μαζί συνέθεσαν στις φωτογραφίες του Μπουασονά μια σπουδή για την Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα. Οι εικόνες λειτουργούν σαν μια τοπογραφία- ντοκουμέντο. Μέσα στα κάδρα παρελαύνουν φουστανέλες και κρινολίνα, ρεντικότες και φέσια, ευρωπαϊκά παπούτσια και πατροπαράδοτα τσαρούχια. Επίσης, γεφύρια, λιμάνια, δρόμοι καλντεριμωτοί, πλινθόστρωτοι αλλά και σε μετάβαση, καθώς ήδη στην Αθήνα φτιάχτηκαν βουλεβάρτα αλά φρανέζ, γάμοι «εξευρωπαϊσμένοι» αλλά και βλάχικοι, γλέντια στις εξοχές, αστικά καφενεία και βεγγέρες στην πόλη. Είναι παντού και οργώνει τη χώρα. Και συλλαμβάνει με τη ματιά του ένα κανονικό ρεπορτάζ, συνθέτει τον Καιρό των Ελλήνων με μια άρτια εικαστική ματιά, που λειτουργεί ταυτόχρονα και ρεαλιστικά. Βεριτέ αλλά και Ελλάδα κυριλέ, όπως την ήθελαν οι Ευρωπαίοι.
Λίγο μετά το πρώτο ταξίδι τους στη χώρα μας, ο Μποβί έγραψε: «Εκεί που οι άλλοι δεν ψάχνουν παρά μόνο ερείπια, εμείς ανακαλύψαμε μια φύση και έναν λαό». Αυτή η μετάβαση της Ελλάδας από το κάποτε στο τώρα, όπως αποτυπώθηκε σε φωτογραφικό άλμπουμ, ήταν που φλόγισε το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό του νεαρού τότε φοιτητή Ελευθέριου Βενιζέλου, που τους έγραψε για να εκφράσει τον θαυμασμό του. Έπιασε τόπο το γράμμα!
Το 1911 ο Μπουασονά ήρθε και πάλι στην Ελλάδα. Σκύρος, Τήνος, Μύκονος, Δήλος, Πάρος, Αμοργός, ο Βενιζέλος του άνοιξε όλες τις πόρτες κατεβάζοντάς τον μέχρι την Κρήτη. Το ίδιο συνέβη και το 1913: με την Ήπειρο και τη Μακεδονία να έχουν προσαρτηθεί στο ελληνικό κράτος, οι φωτογραφίες του Μπουασονά κάνουν τον γύρο του κόσμου. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, με οδηγό τον κυνηγό Χρήστο Κάκαλο, τον πρώτο Έλληνα που πάτησε τον Μύτικα, ο Μπουασονά καταφέρνει να ανεβεί στον Όλυμπο και να στήσει κάμερα στο μεγαλύτερο τοπόσημο της ελληνικής και παγκόσμιας μυθολογίας. Αναπόφευκτα ο δρόμος τον έβγαλε και στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη ευτύχησε να καταγραφεί από την κάμερά του, αλλά και από τις λέξεις-λεζάντες του φανατικού συνοδοιπόρου του Μποβί, που την αποκαλεί «πόλη των ωραίων εκκλησιών». Αυτός ήταν και ο τίτλος του λευκώματος που κυκλοφόρησε το 1918: Salonique, la ville des belles eglises. Ήταν ένα γρήγορο ιστορικό- εισαγωγικό για τον Φρεντ Μπουασονά. Εκείνον που αγάπησε τη χώρα μας παθιασμένα και δυστυχώς η Μικρασιατική Καταστροφή διέκοψε τα μεγάλα του σχέδια, καθώς το ελληνικό κράτος χρεωκόπησε για άλλη μια φορά, ο Βενιζέλος αποπέμφθηκε και οι «ανταποκρίσεις» του καλλιτέχνη μέσω εφημερίδων, περιοδικών και εξαίσιων λευκωμάτων σίγησαν.
Όμως να που 103 χρόνια μετά από την επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη, ο Φρεντ Μπουασονά επιστρέφει στο λιμάνι. Η έκθεση λέγεται «Ο Φρεντ Μπουασονά και η Μεσόγειος - Μια φωτογραφική Οδύσσεια». Γιατί το 1912, ένας άλλος φανατικός Ελληνιστής, ο Βίκτορ Μπερνάρντ που είχε μεταφράσει την Οδύσσεια στα γαλλικά, κάλεσε τον Μπουασονά να καταγράψει όλη την πορεία του ομηρικού ήρωα στη Μεσόγειο. Το πλοίο τους λεγόταν Καληδονία και καρπός αυτής της προσπάθειας ήταν το άλμπουμ Dans le sillage d’ Ulisse. Συγκινητική επάνοδος: Η έκθεση «Ο Φρεντ Μπουασονά και η Μεσόγειος, μια φωτογραφική Οδύσσεια» αποτελεί παραγωγή του MOMus-Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, με τη συνεργασία του Τμήματος Γεωγραφίας και Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου της Γενεύης, της Βιβλιοθήκης της Γενεύης και του Μουσείου Τέχνης και Ιστορίας της Πόλης της Γενεύης και με τη συνδρομή της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Περάστε να δείτε και να βιώσετε μια ατέρμονη συγκίνηση καθώς στο σύνολο των 110 έργων και πολυμεσικών εφαρμογών που παρουσιάζονται στην έκθεση, μπορείτε να παρακολουθήσετε τη διαμόρφωση του φωτογραφικού βλέμματος του Φρεντ Μπουασονά, τις πηγές της έμπνευσής του και τη μακρόχρονη προσπάθειά του να αναγάγει τη φωτογραφία στη σφαίρα των καλών τεχνών. Στην ελικοειδή διαδρομή εκείνου του ταξιδιού με το πλοίο Καληδονία, από τις Άλπεις μέχρι την έρημο του Σινά, πρωταγωνιστεί η Μεσόγειος. Ως άλλος κοινός, το Mare Nostrum γίνεται το σκηνικό της φωτογραφικής Οδύσσειας του ίδιου του φωτογράφου, που περιπλανόμενος στα χνάρια του ομηρικού ήρωα, προσδίδει στη γαλήνη ή την τρικυμία αξίες επικές.
Το έργο εκείνου του ταξιδιού τροφοδοτήθηκε από τις συνεργασίες του με συγγραφείς, αρχαιολόγους, πολιτικούς και γεωγράφους, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μιας νέας αντίληψης: η Μεσόγειος αντιμετωπίζεται ως ενιαία γεωγραφική και πολιτισμική οντότητα. Φωτογραφίζοντας τα «πέριξ» της για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, ο Μπουασονά επικύρωσε μεταξύ άλλων τους γεωπολιτικούς μετασχηματισμούς και της Ελλάδας αλλά και των Βαλκανίων. Σκηνές από την καθημερινότητα απλών ανθρώπων, μνημεία και τοπία προς αποκρυπτογράφηση προσκαλούν τους επισκέπτες σε μια ταξιδιωτική εμπειρία σε τόπους που πλέον έχουν διαμορφωθεί με τρόπους που τότε ακόμη φάνταζαν μυθικοί.
Η συνεπιμελήτρια της έκθεσης για λογαριασμό του MOMus-Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, ιστορικός της τέχνης Αρετή Λεοπούλου συμπληρώνει:
«Το φωτογραφικό έργο του Μπουασονά υπήρξε στρατηγικής σημασίας για τις ελληνικές εθνικές επιδιώξεις στις αρχές του 20ού αιώνα και συνάμα στέκει ως ένα αισθητικά άρτιο καλλιτεχνικό έργο ενός -εντυπωσιακά δραστήριου για μισό αιώνα- φωτογράφου. Η έκθεση αυτή, όπως και η ελληνική έκδοσή της, είναι επίσης ένα ακόμη σημαντικό βήμα στην ολοκλήρωση της τεκμηρίωσης του αρχείου Μπουασονά του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, του οποίου θεματοφύλακας είναι το MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο της συστηματικής και πολυετούς προσπάθειάς του να προβάλει την πολυδιάστατη (πολιτικά, καλλιτεχνικά και ιστορικά) δυναμική του φωτογραφικού έργου του. H φωτογραφική αυτή πορεία -βασισμένη και στις περιηγήσεις του φωτογράφου στη Μεσόγειο, έχει επιχειρηθεί επιμελητικά και μουσειογραφικά να είναι εύληπτη στον εκθεσιακό χώρο μέσα από φωτογραφικά έργα, αλλά και πολυμεσικές εφαρμογές».
Οι 6.000 «ελληνικές» φωτογραφίες του Μπουασονά, μέρος του πλούσιου αρχείου ζωής του που περιλαμβάνει περισσότερες από150 χιλιάδες εικόνες, είναι μια απίστευτη καλλιτεχνική και εθνική μας παρακαταθήκη. Στρέφοντας τον φακό του σε όλες τις πτυχές της ελληνικής κοινωνίας της εποχής, φωτογραφίζοντας φύση και ανθρώπους, ο ελβετός φιλέλληνας με τις λήψεις του κατάφερε να αποτυπώσει τη ζωή, προσδίδοντας δίπλα στο φολκλόρ που αποτύπωναν οι διηγήσεις ανάλογων περιηγητών μια αιφνιδιαστικά νεωτερική σύζευση. Το χθες μας μυθολογήθηκε ψύχραιμα και νεωτερικά χωρίς εξειδανίκευση, μα και με απίστευτο ιστορικό βάθος ως προς την παράδοση που κατέγραψαν οι εικόνες. Αναμφίβολα είναι μια αληθινά συγκινητικά μεγαλειώδης έκθεση, αφιερωμένη σε έναν «ξένο», που όμως μας είδε καλύτερα και πιο ψύχραιμα από ό,τι οι πρόγονοί μας, που ήταν διχασμένοι για τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουν. Το είδε, το είπε, το έκανε: Η απάντηση που έδωσε στο προαιώνιο ερώτημα ο Φρεντ Μπουασονά με την κάμερά του ήταν πολύ κοντά σε αυτό που πολλά χρόνια μετά έγραψε ο συγγραφέας και διανοούμενος Χρήστος Βακαλόπουλος: «Το μέλλον θα συναντήσει το παρελθόν στην ιδανική του μορφή».
«Ο Φρεντ Μπουασονά και η Μεσόγειος. Μια φωτογραφική Οδύσσεια», MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης (Αποθήκη Α’, Προβλήτα Α’, λιμάνι Θεσσαλονίκης)
8 Σεπτεμβρίου 2022 – 8 Ιανουαρίου 2023
Εγκαίνια: 8 Σεπτεμβρίου 2022, ώρα: 18:00
Πηγές φωτογραφιών της έκθεσης
Κέντρο Εικονογραφίας της Βιβλιοθήκης της Γενεύης (Centre d’iconographie de la Bibliothèque de Genève): Tα έγγραφα, τα αρνητικά και οι φωτογραφίες των στούντιο της οικογένειας Μπουασονά έχουν συλλεχθεί από τέσσερις γενιές φωτογράφων, ξεκινώντας το 1864 από τον Ανρί-Αντουάν Μπουασονά (Henri-Antoine Boissonnas, 1833-1889) και συνεχίζοντας μέχρι το 1980 από τον Γκαντ Μπορέλ (Gad Borel). Αυτές οι συλλογές αποκτήθηκαν από τον Δήμο της Γενεύης το 2011 και αργότερα μεταφέρθηκαν στο Κέντρο Εικονογραφίας της Βιβλιοθήκης της Γενεύης (Centre d’iconographie de la Bibliothèque de Genève), όπου έχουν γίνει εκτεταμένες εργασίες για την αποκατάσταση, την καταγραφή και τη συντήρηση των εικόνων. Οι φωτογραφίες έχουν ψηφιοποιηθεί, αναδιοργανωθεί και ορισμένες είναι πλέον διαθέσιμες στο διαδίκτυο, στο: bge-geneve.ch/iconographie.
Η Τρικόγλειος Βιβλιοθήκη (Συλλογή Τρικόγλου): Το κληροδότημα του Ιωάννη (Γιάγκου) Τρικόγλου (Αλεξάνδρεια 1888-Αθήνα 1966) έγινε αποδεκτό από το ΑΠΘ το 1963. Η συλλογή έχει καταλογογραφηθεί και στο μεγαλύτερο τμήμα της ψηφιοποιηθεί. Η συλλογή περιλαμβάνει 14.012 βιβλία, 3.500 έργα τέχνης (χαλκογραφίες, πίνακες ζωγραφικής, φωτογραφίες κ.λπ.), έγγραφα και λευκώματα, καθώς και το προσωπικό του αρχείο. Ο Ιωάννης Τρικόγλου ήταν Έλληνας δεύτερης γενιάς από την Αίγυπτο και επιφανής έμπορος. Υπήρξε μέλος της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου από το 1947 ως το 1957. Ο Ιωάννης Τρικόγλου υπήρξε ο τελευταίος ιδιωτικός χορηγός του Μπουασονά. Γνωρίστηκαν στο Παρίσι το 1920 και ο Τρικόγλου χρηματοδότησε τα τελευταία ταξίδια του φωτογράφου στην Ελλάδα και στην Αίγυπτο. Ως συλλέκτης φωτογραφιών, απέκτησε και διατήρησε μια μοναδική συλλογή φωτογραφιών του Μπουασονά στην Ελλάδα.
Μουσειογραφικός σχεδιασμός – Οπτική ταυτότητα: Kottage Design Agency
Ξεναγήσεις στην έκθεση: Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου, 9 & 23 Οκτωβρίου, 6 & 20 Νοεμβρίου, 4 & 18 Δεκεμβρίου, ώρα 12:00. Δηλώσεις συμμετοχής στο τηλ. 2310 566716 (Τρίτη - Σάββατο 11:00-17:00) και στο email info.photography@momus.gr.