Φωτογραφια

Κάτοικος Μουσείου: Ο Νίκος Βατόπουλος και η σχέση του με την Αθήνα μέσα από 40 φωτογραφίες

Η έκθεση στο Καφέ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου «αποτελεί ένα νεύμα της πολυεπίδεδης στρωματογραφίας της Αθήνας»

Έλενα Ντάκουλα
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Νίκος Βατόπουλος - «Κάτοικος Μουσείου»: 40 έγχρωμες και ασπρόμαυρες φωτογραφίες του συγγραφέα και δημοσιογράφου στο Καφέ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, σε επιμέλεια της Ίριδας Κρητικού.

Το νεοκλασικό κτίριο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου με το επιβλητικό κεντρικό ιωνικό πρόπυλο και τα τέσσερα αγάλματα να διακοσμούν τη στέψη του, προϊδεάζει από την πρώτη στιγμή τον επισκέπτη για τους θησαυρούς που κρύβει στα σπλάχνα του. Μία επίσκεψη δεν είναι ποτέ αρκετή και σίγουρα πρέπει κάποιος να διαθέσει πολλή ώρα, ώστε να περιηγηθεί στους χώρους και να θαυμάσει τα εκθέματά του. Και όταν, εντυπωσιασμένος αλλά αποκαμωμένος, θέλει για λίγο να ξεκουραστεί, το Cafe, κρυμμένο μέσα στις φυλλωσιές, στην εσωτερική αυλή του Μουσείου, προσφέρεται ως η πιο ιδανική λύση. 

Στο πλαίσιο των πολυποίκιλων δράσεων του Μουσείου και των άοκνων προσπαθειών της Αιμιλίας Κουγιά, τα τελευταία χρόνια ο χώρος του Cafe λειτουργεί και ως χώρος τέχνης, δίνοντας βήμα έκφρασης σε καλλιτέχνες αλλά και εικαστικά ερεθίσματα στο κοινό που συνδυάζει έτσι το τερπνόν μετά του ωφελίμου.

Εκεί «εγκαταστάθηκε» από τις αρχές Ιουλίου, ο «Κάτοικος Μουσείου», μία έκθεση με 40 έγχρωμες και ασπρόμαυρες φωτογραφίες του συγγραφέα και δημοσιογράφου Νίκου Βατόπουλου, του ανθρώπου που μας έχει μάθει να βλέπουμε την Αθήνα με άλλο μάτι, που μας παρακινεί να βγούμε έξω, να περπατήσουμε στους δρόμους της Αθήνας, αναζητώντας την αστική της ταυτότητα και εμβαθύνοντας σε αυτήν.

Χώρος, θέμα και τίτλος της έκθεσης βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία και αλληλοσυμπληρώνονται. «…Για τους παλιούς Αθηναίους, ένα ήταν το Μουσείο», σημειώνει ο Νίκος Βατόπουλος. «Και όταν έλεγαν "Μουσείο" εννοούσαν το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο που έδωσε το όνομά του στην περιοχή, και έγινε το "Μουσείο" με τους ωραίους δρόμους του, μια γειτονιά περιζήτητη». 

Νίκος Βατόπουλος: Λίγα λόγια για τον συγγραφέα και δημοσιογράφο

Ο ίδιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Πατήσια, εκεί απόκτησε τα παιδικά του βιώματα και εκεί ένιωσε, για πρώτη φορά, την έλξη που ασκούσαν πάνω του ορισμένα κτίρια. Αισθάνθηκε ότι δημιουργήθηκε ανάμεσά τους μία σχέση συναισθηματική που διατηρήθηκε αναλλοίωτη στον χρόνο και όπως ομολογεί, ακόμη και σήμερα επισκέπτεται όσα απ' αυτά δεν έχουν κατεδαφιστεί, ανανεώνοντας έτσι τον μεταξύ τους... δεσμό.

Από την ηλικία των 15 ετών άρχισε να φωτογραφίζει την Αθήνα αλλά και ταυτόχρονα να συγκεντρώνει αποκόμματα άρθρων από τον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, σχετικών με την πόλη, δημιουργώντας ένα πολύτιμο αρχείο ιδιαίτερης συλλεκτικής αξίας. 

Περνώντας τα χρόνια, η ευαισθησία της ματιάς διατηρήθηκε αλλά το άγουρο βλέμμα του έφηβου έγινε πολύ πιο βαθύ, πιο διεισδυτικό και μέσω αυτού σώζονται σήμερα σπαράγματα εξαιρετικής αθηναϊκής ομορφιάς που αναδεικνύουν την αστική παρακαταθήκη που υπάρχει στην Ελλάδα, με την οποία λίγοι ασχολούνται και πολλοί απαξίωσαν στο παρελθόν. 

Όπως ανέφερε η επιμελήτρια της έκθεσης, κα Ιρις Κρητικού «η ομορφιά αυτή είναι τεμαχισμένη και διασκορπισμένη στην πόλη και δυσκολευόμαστε να την διακρίνουμε. Οι φωτογραφίες του Νίκου μάς δηλώνουν ότι αυτή υπάρχει ακόμη και αυτό είναι που μας χαροποιεί. Η έκθεση αποτελεί ένα θησαύρισμα όψεων, προσόψεων, συμβάντων και μικρών λεπτομερειών που έχει να κάνει με την περιοχή». Μεσοπολεμικές πολυκατοικίες με την πατίνα του χρόνου χαραγμένη στις όψεις τους, αρχιτεκτονικά στοιχεία πάνω σε προσόψεις, κοσμητικές λεπτομέρειες κτιρίων, θραύσματα ενός τεχνητού πολιτισμού, καλούν τον θεατή να δει προσεκτικά, να θαυμάσει την τέχνη τους και ν' αφήσει την φαντασία του να σχεδιάσει το όλον.

Τα κείμενα και οι φωτογραφίες του Νίκου Βατόπουλου είναι αδιάψευστοι μάρτυρες της εμμονής του με τον αστικό πολιτισμό αλλά και της γοητείας που ασκεί πάνω του η πολυφωνία και οι αντιθέσεις της Αθήνας, τα αστικά ερείπια και τα υπολείμματα της αστικής ζωής που ξεπηδούν μέσα απ' αυτά και αφήνουν την φαντασία να τρέξει στους ανώνυμους κατοίκους της προπολεμικής ή μεταπολεμικής περιόδου που έμεναν εκεί, αναδεικνύοντας την παρουσία τους αλλά και την συμβολή τους στην εξέλιξη της πρωτεύουσας. 

Χωρίς να νιώθει νοσταλγός του παρελθόντος, διασώζει εικόνες και μνήμες από την ζωή που άφησε τα ίχνη της στην πόλη, δείχνοντας μία ιδιαίτερη ευαισθησία σ' αυτό που υπήρξε και σ' αυτό που έχει μείνει και που όλα μαζί συγκροτούν μία ενιαία αφήγηση. Νιώθει πικρία γι' αυτά που χάθηκαν και μακάρι να είχαν τότε οι άνθρωποι την πρόνοια να σκεφθούν τι σήμαινε για το μέλλον εκείνη η απαξίωση. Αλλά με το βλέμμα στραμμένο μπροστά τονίζει την υποχρέωσή μας στο ν' αφήσουμε πλούσιο υλικό στους ανθρώπους του μέλλοντος που θα θελήσουν ν' ασχοληθούν και να μελετήσουν το σήμερα.

Όταν η Ίρις Κρητικού του έκανε, πριν μήνες, την πρόταση για το θέμα της συγκεκριμένης έκθεσης, την αποδέχθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. «Το θέμα αυτό με ιντριγκάρει πάρα πολύ, με αφορά βαθιά, με συγκινεί γιατί έχει να κάνει όχι μόνο μ' αυτή την περιοχή, αλλά γιατί έχει να κάνει με την Αθήνα και το πώς αυτή οργανώνεται γύρω από το Μουσείο, γιατί η Αθήνα χωρίς το Μουσείο δεν είναι Αθήνα» αναφέρει ο Νίκος Βατόπουλος στη σύντομη παρουσίαση της έκθεσης και συμπληρώνει. «Η έκθεση αυτή αποτελεί ένα νεύμα της πολυεπίδεδης στρωματογραφίας της Αθήνας και θέλει να θυμίσει το βάθος αυτής της περιοχής, την ιστορική της ταυτότητα, την αστική της διαδρομή και τη σημασία που έχει για την Αθήνα, εστιάζοντας σε λεπτομέρειες που είναι ικανές να αναπαραστήσουν στη φαντασία ή στη μνήμη μας το ανάπτυγμα της περιοχής». 

Αποκαλεί το Μουσείο «Κιβωτό» της Αθήνας, όνομα με ουσιαστική αλλά και συμβολική σημασία. Δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην αισθητική ιστορία που συγκροτήθηκε σ' αυτή την περιοχή στον 20ο αιώνα, η οποία αποτέλεσε τη διαφυγή της παλιάς πόλης προς τα νέα οικόπεδα των Πατησίων, οργανωμένα γύρω από τις μεγάλες δωρεές των Ηπειρωτών και κυρίως της Ελένης Τοσίτσα και που μέχρι την δεκαετία του '70 διατηρούσε μία ιδιαίτερη αίγλη, αποτυπωμένη στα απλά αλλά και περίτεχνα αρχιτεκτονήματά της που όλα μαζί διηγούνται το αθηναϊκό παραμύθι του τοπωνυμίου «Μουσείο».

Φεύγοντας από την έκθεση ηχούν για αρκετή ώρα στα αυτιά μου τα λόγια και οι προβληματισμοί του Νίκου Βατόπουλου για το πώς θα είναι η πόλη μας στο όχι και πολύ μακρινό μέλλον. Όπως ο ίδιος πιστεύει, είναι πολύ πιθανόν, ακόμη και κτίρια της δεκαετίας του '50 ή '60 (δείγματα του μοντερνισμού της εποχής) τα οποία σήμερα προσπερνάμε αδιάφορα ή βανδαλίζουμε, ελαφρά τη καρδία και που σε μερικά χρόνια θα γίνουν 100 ετών, θα προκαλούν συγκίνηση και νοσταλγία στις νεώτερες γενιές γιατί γι' αυτούς θ' αντιπροσωπεύουν μία ζωή που έχει παρέλθει. 

Συνεπώς, επιβάλλεται να φερθούμε διαφορετικά ώστε να μην στερήσουμε από τις επόμενες γενικές, αυτά που στέρησαν οι προηγούμενες από εμάς, όταν γκρέμισαν και κατέστρεψαν σημαντικά δείγματα της αστικής Αθήνας.

Λίγα λόγια για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι το μεγαλύτερο Μουσείο της Ελλάδος και ένα από τα σημαντικότερα του κόσμου. Αριθμεί πάνω από 11.000 εκθέματα και διαθέτει πολύτιμες και σπάνιες συλλογές που καλύπτουν την περίοδο από την 6η χιλιετία π.Χ. μέχρι και τον 4ο αιώνα μ.Χ. Προέρχονται από την Ελλάδα, την Κύπρο, την Αίγυπτο, την Ιταλία και άλλες περιοχές και αποτελούν ένα πανόραμα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, των πολιτιστικών του επιτευγμάτων, καθώς και των επαφών του στην ανατολική Μεσόγειο

Στεγάζεται σε νεοκλασικό κτίριο το οποίο οικοδομήθηκε σε οικόπεδο που δώρισε ειδικά γι' αυτό τον σκοπό (Μουσείο) η Ελένη Τοσίτσα.

Ο θεμέλιος λίθος του Μουσείου μπήκε το 1866, σε σχέδια του Lange και η ομάδα που ανέλαβε την πραγματοποίησή τους αποτελείτο από τους Π. Κάλκο, Αλ Ραγκαβή, Γ. Μεταξά, Εμμ. Μανιτάκη, Γ. Σκουζέ και Π. Ευστρατιάδη. Το 1888 ο Τσίλλερ ανέλαβε την επίβλεψη των εργασιών και έκανε τροποποιήσεις στα αρχικά σχέδια.

 Ομως η ιστορία του, αρχίζει λίγα χρόνια νωρίτερα. Το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο ιδρύθηκε στην Αίγινα το 1829, επί διακυβέρνησης Καποδίστρια, και στεγαζόταν στις αίθουσες του Ορφανοτροφείου, με έφορο τον Κερυκυραίο λόγιο, Ανδρέα Μουστοξύδη. Μόλις η πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους μεταφέρθηκε στην Αθήνα προέκυψε η ανάγκη χώρου φύλαξης των αρχαιοτήτων. Με διάταγμα του 1834 ορίστηκε ως "Κεντρικό Μουσείο" το Θησείο, το οποίο είχε παύσει ν' αποτελεί χριστιανικό ναό. Γρήγορα όμως γέμισε και έτσι άρχισαν να χρησιμοποιούνται και άλλοι χώροι και μνημεία, όπως η Βιβλιοθήκη του Αδριανού, η Στοά του Αττάλου, το Ωρολόγιον του Κυρρήστου. Οταν και αυτοί ήταν υπερπλήρεις παραχωρήθηκε μία αίθουσα του Πανεπιστημίου και αργότερα διατέθηκαν αίθουσες του Βαρβακείου και του Πολυτεχνείου. 

Η ανάγκη εύρεσης κατάλληλου χώρου ήταν πλέον επιτακτική. Κατατέθηκαν μελέτες και προτάσεις, ως προς την θέση της οικοδομής (Πανεπιστημίου, Κεραμεικός, δίπλα στην Ακρόπολη) και σχέδια γνωστών αρχιτεκτόνων, αλλά τίποτα απ' όλα αυτά δεν τελεσφόρησε, για οικονομικούς κυρίως λόγους. Η λύση δόθηκε το 1866, όταν η Ελένη Τοσίτσα δώρισε στο ελληνικό κράτος, οικόπεδο δίπλα στο Πολυτεχνείο, το οικόπεδο του οποίου είχε η ίδια παραχωρήσει στο κράτος, λίγα χρόνια νωρίτερα.

Για την κατασκευή του Μουσείου χρησιμοποιήθηκαν πέτρες από το λατομείο των Πινακωτών στον λόφο του Λυκαβηττού, μάρμαρα από τον Υμηττό, την Πεντέλη και τον Κοκκιναρά. Μεγάλο μέρος των εξόδων κάλυψε ο πλούσιος ομογενής από την Ρωσία, Δημήτρης Βερναδάκης και αργότερα ο γιός του, Νικόλαος.

Με την ολοκλήρωσή του το Μουσείο άρχισε να δέχεται τις αρχαιότητες που φυλάσσονταν σε διάφορα μέρη στην Αθήνα καθώς επίσης και ευρήματα ανασκαφών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας αλλά και των ξένων Αρχαιολογικών Σχολών.

 Με την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου τα εκθέματα αποσύρθηκαν, εγκιβωτίστηκαν και θάφτηκαν στα υπόγεια του Μουσείου αλλά και σε διάφορα σημεία της πόλης. Στο κτίριο φιλοξενήθηκαν υπηρεσίες που είχαν μείνει "άστεγες", λόγω της γερμανικών επιτάξεων (Κρατική Ορχήστρα, το Κεντρικό Ταχυδρομείο).

Μετά το πέρας του πολέμου, το Μουσείο άνοιξε ξανά, τα εκθέματα τοποθετήθηκαν στην θέση τους και διευθυντής ανέλαβε ο Χρήστος Καρούζος.

Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο δέχεται χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο, απ' ολόκληρο τον κόσμο. Διαθέτει πλούσιο φωτογραφικό αρχείο και βιβλιοθήκη με πολλές σπάνιες εκδόσεις, σύγχρονα εργαστήρια συντήρησης μεταλλικών αντικειμένων, κεραμικής, λίθου, εργαστήρια εκμαγείων, οργανικών υλών.

Στους χώρους του φιλοξενούνται περιοδικές εκθέσεις και διοργανώνονται αρχαιολογικές διαλέξεις.

Info
Διάρκεια έκθεσης: Ως 20 Σεπτεμβρίου 2022
Η είσοδος για το Καφέ είναι ελεύθερη
Επιμέλεια: Ίρις Κρητικού
Συντονισμός: Αιμιλία Κουγιά