Φωτογραφια

Η Ιωάννα Σακελλαράκη φωτογραφίζει τις μοιρολογίστρες της Μάνης

Mία παράδοση που «ξεθωριάζει» στον χρόνο, μέσα από τον φακό της βραβευμένης ελληνίδας φωτογράφου
Μάνος Νομικός
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
H Ιωάννα Σακελλαράκη φωτογραφίζει την απώλεια, τις τελευταίες μοιρολογίστρες της Μάνης και τους ανθρώπους του Νότιου Καυκάσου

Το μοιρολόι, το θρηνητικό τραγούδι για τους νεκρούς, κατά την πρόθεση ή την κηδεία τους, αποτελεί κομμάτι της μακραίωνης λαϊκής παράδοσης της Ελλάδας και των Βαλκανίων, με τις ρίζες του να πηγαίνουν πίσω ακόμα και στην εποχή του Ομήρου. Ο Αχιλλέας θρηνεί τον Πάτροκλο στην Ιλιάδα. Τα βρίσκουμε σε παραλλαγές σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, από την Ήπειρο μέχρι τα νησιά, μοιρολόγια επαινετικά, αλληγορικά, καταθλιπτικά, ενώ στην περιοχή της Μάνης έχουν καλλιεργηθεί ιδιαίτερα, με κάποιες γυναίκες να το ασκούν σαν λειτούργημα.

Η φωτογράφος Ιωάννα Σακελλαράκη ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια στις Βρυξέλλες αλλά μέσα από ένα προσωπικό βίωμα και απώλεια, πέρασε χρόνο στη Μάνη ακολουθώντας και «αιχμαλωτίζοντας» φωτογραφικά τις μανιάτισσες μοιρολογίστρες. Αποτέλεσμα η πολυβραβευμένη σειρά φωτογραφιών και προσωπική έκθεση με τίτλο «The Truth is in the Soil» («Η Αλήθεια βρίσκεται στο Χώμα»), έτοιμη να ταξιδέψει στο Τόκυο και τη Βόρεια Ιρλανδία μέσα στο 2021 μετά το Βερολίνο. 

Η Ιωάννα Σακελλαράκη μίλησε στην ATHENS VOICE για τις μοιρολογίστρες της Μάνης, την απώλεια και ένα διαφορετικό ταξίδι στον Νότιο Καύκασο. 

«Σπούδασα δημοσιογραφία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και έπειτα συνέχισα με ένα Μάστερ στις Ευρωπαϊκές Αστικές Κουλτούρες. Τα χρόνια που ακολούθησαν ολοκλήρωσα τις φωτογραφικές σπουδές μου στις Βρυξέλλες όπου διαμένω τα τελευταία χρόνια και συνέχισα με ένα Μάστερ στη Φωτογραφία στο Royal College of Art στο Λονδίνο όπου συνεχίζω με το διδακτορικό μου.

Καθώς πραγματοποιούσα μια σειρά ερευνητικών έργων σχετικά με τον αστικό σχεδιασμό, την αρχιτεκτονική και την πολιτιστική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με το υπόβαθρό μου στη δημοσιογραφία, άρχισα να δημιουργώ οπτικές αφηγήσεις γύρω από τη μνήμη και την επικράτεια με έμφαση σε αρχιτεκτονικά ερείπια και ιστορικά τοπία. Για τα επόμενα χρόνια, δούλεψα μια σειρά προσωπικών πρότζεκτ με έντονο ενδιαφέρον στη σχέση μεταξύ της φωτογραφίας και των παγκόσμιων και κοινωνικών συστημάτων εξουσίας, τόσο σε ιστορικά όσο και σε σύγχρονα πλαίσια.

Στην πιο πρόσφατη μακροπρόθεσμη φωτογραφική μου έρευνα, «The Truth is in the Soil», εξετάζω το συλλογικό πένθος και τους τελετουργικούς θρήνους των τελευταίων μοιρολογιστρών στη χερσόνησο της Μάνης. Στο σταυροδρόμι της παράστασης και του συναισθήματος, εστιάζω στο πώς το πένθος εντάσσει σύγχρονα καθεστώτα της ματιάς, της ανάγνωσης και του συναισθήματος γύρω από το θέμα του θανάτου στην Ελλάδα σήμερα. Θα έλεγα πως η Ελλάδα είναι μια συνεχής έμπνευση και συνάντηση στο έργο μου, αλλά ο τρόπος που απεικονίζεται είναι φανταστικός. Είναι σαν αυτή η ιδέα της πατρίδας να είναι ένας τόπος που ο θεατής γνωρίζει έξω από τη μνήμη, μια χώρα περιέργειας όπου ο θάνατος είναι μια συνάντηση μέσω της οικογένειας, της θρησκείας, της μυθολογίας και του εαυτού».

«Μετά το θάνατο του πατέρα μου, πριν από τέσσερα χρόνια, ο οποίος ξύπνησε μνήμες για τον τρόπο που αντιμετωπίζεται ο θάνατος στην Ελλάδα, επέστρεψα στην πατρίδα μου και ακολούθησα τη συμπεριφορά της μητέρας μου, ως πιστός που αναζητά καταφύγιο στο ευρύτερο σύστημα των θρησκευτικών παραδόσεων και τις πολιτιστικές πεποιθήσεις, σε μια κοινωνία που λειτουργεί σε αυτή τη βάση.

Η δουλειά αυτή αφορά τη μνήμη αλλά και την απώλεια μνήμης, το πως τα δύο θέματα αλληλοσυνδέονται πλήρως όταν βιώνονται μέσα από μια εμπειρία θλίψης. Ήθελα να μιλήσω για το τι χάνεται, τα κομμάτι των αναμνήσεων που ανακατασκευάζονται, όπως ακριβώς εμφανίζεται στο μυαλό μας μια εικόνα ενός χαμένου ανθρώπου μετά το χαμό του. Όταν κοιτάζουμε μια φωτογραφία, οτιδήποτε θυμόμαστε ή ξεχνάμε είτε για το άτομο αυτό είτε για μια ανάμνηση αποτελεί πάντοτε ένα ενδεχόμενο ή μια μυθοπλασία, αλλοιωμένη από την πληροφορία της εικόνας. Με αυτόν τον τρόπο μια φωτογραφία λειτουργεί από μόνη της. Είναι στη φύση της φωτογραφίας να συλλαμβάνει αυτό που θα μείνει για πάντα στο μέλλον ή ανήκει ήδη στο παρελθόν.

Το documentary κομμάτι της δουλειάς μου, όπως τα πορτρέτα των μοιρολογιστρών, είναι σε ασπρόμαυρη αναλογική φωτογραφία μιας και δημιουργεί ένα πέρασμα στο ιστορικό και πολιτισμικό κομμάτι του έργου μου, δημιουργώντας μια εικόνα απώλειας. Οι παραδόσεις του θρήνου της Μάνης χρονολογούνται από την αρχαιότητα και τους χορούς των ελληνικών τραγωδιών. Η δουλειά μου συλλαμβάνει αυτή την αφήγηση ενώ παράλληλα εξυμνεί το ιστορικό τελετουργικό. Η έμπνευσή μου από τους αρχαίους μύθους και τραγωδίες με κάνει να αναρωτηθώ σε ποιο βαθμό βλέπουμε τους εαυτούς μας ως κομμάτι της ιστορίας και ευρύτερης παράδοσης καθώς και πώς το πένθος μπορεί να γίνει μια πολιτιστική εμπειρία απώλειας σήμερα. Το έγχρωμο κομμάτι του πρότζεκτ αναδομεί και επαναπροσδιορίζει αυτή την εικόνα σε ένα σύγχρονο πλαίσιο σκέψης γύρω από τη θεματολογία του θανάτου και τη συστημική αυτή μορφή του πένθους.

Οι πεποιθήσεις της κοινωνίας γύρω από τη θλίψη εξελίσσονται πάντα καθώς ο θάνατος φέρνει μια βαθιά ρήξη στις πεποιθήσεις, τους ρόλους και την ταυτότητα. Στη δουλειά μου, οι γυναίκες φαίνονται απομονωμένες από τα τοπία, αποσυνδεδεμένες και απομονωμένες μέσα στους δικούς τους χώρους, όπως και όλοι σε αυτήν την περίοδο πανδημίας. Οι κρυμμένες σιλουέτες τους διαμορφώνουν την απουσία μέσω μιας αφηρημένης φόρμας, επανασυναρμολογώντας τις ταυτότητές τους ως μια διαδικασία της απώλειας στην πράξη της επαναδιαπραγμάτευσης των ορίων της θλίψης και της εκπροσώπησης. Το έργο μου επανεξετάσει τη θνησιμότητα μέσω αυτής της πορείας, αναχώρησης σε ένα νέο τοπίο: έναν χώρο φαντασίας και απώλειας».

«Στη Μάνη ταξίδεψα 4 φορές σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα για την πραγματοποίηση του πρότζεκτ. Επισκέφτηκα διαφορετικές τοποθεσίες, αλλά μεγάλο κομμάτι του έργου μου επικεντρώθηκε σε χωριά της Μέσα Μάνης. Είναι ένα πολύ αξιόλογο μέρος με βαθιές παραδόσεις, όμορφα τοπία και φιλόξενους ανθρώπους. Δεν έχω καταγωγή από τη Μάνη και αρχικά ήταν δύσκολο να διεισδύσω στην καθημερινότητα του τόπου και κατά συνέπεια των γυναικών. Συνάντησα κάποιες από τις γυναίκες μέσω γνωστών τους. Συνήθως ήταν γνωστές στον μικρό κοινωνικό περίγυρο των χωριών που επισκέφτηκα και πολλές φορές οι ιστορίες ντόπιων με οδηγούσαν σε αυτές. Συνήθως ερχόμουν σε επαφή με άλλα μέλη της οικογένειάς τους όπως τα παιδιά ή εγγόνια τους μιας και οι ίδιες είναι μεγάλης ηλικίας και η άμεση επικοινωνία μαζί τους ήταν πιο εύκολη με τη μεσολάβηση των κοντινών τους προσώπων».

«Οι περισσότερες θεματολογίες μου στο παρελθόν προέρχονται από περιόδους που έζησα σε διαφορετικές τοποθεσίες λόγω σπουδών ή δουλειάς. Δημιουργώντας μια σειρά αφηγήσεων πάνω στη συλλογική  μνήμη και ταυτότητα, το ενδιαφέρον μου γύρω από την αστική εγκατάλειψη με ώθησε κάθε φορά στο να εστιάσω στο πως η εικόνα ενός ερειπίου και μιας καταστροφής μαρτυρά την αινιγματική σχέση μεταξύ θανάτου και επιβίωσης, απώλειας και ζωής, καταστροφής και διατήρησης, πένθους και μνήμης. Για παράδειγμα, το 2014, πέρασα 9 μήνες στη Γεωργία, στο Νότιο Καύκασο ως μέρος του ευρωπαϊκού προγράμματος Youth Without Borders, το οποίο ακολούθησα στο πλαίσιο των εργαστηρίων δημιουργικής γραφής και φωτογραφίας που οργάνωσα για Internally Displaced People (IDPs) που ζούσαν σε οικισμούς σε όλη τη χώρα ως αποτέλεσμα των δύο κυμάτων εκτοπισμού που προκλήθηκαν από βίαιες συγκρούσεις με τη Ρωσία το 1991- 1992 και το 2008.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο άρχισα να ένα έργο με τίτλο “Caucasian Land”, μέρος του οποίου πραγματοποιήθηκε στα επίμαχα εδάφη της Αμπχαζίας και επίσης στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ του Νότιου Καυκάσου. Η πολυπλοκότητα της ιστορίας και της γεωπολιτικής ταυτότητας σε αυτούς τους τόπους μαζί με τα γλωσσικά εμπόδια δημιούργησαν μια δύσκολη και ασυνήθιστη εμπειρία την οποία εν τέλη εκτίμησα πολύ λόγω των γνώσεων που απέκτησα από αυτές τις περιοχές και τους ανθρώπους τους».

ioannasakellaraki.com

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου