- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τα άγρια νιάτα του Μπόρις Τζόνσον
Από τον Κάμερον στον Χιου Γκραντ όλοι πέρασαν από τον φακό του Dagydd Jones στις μεγάλες κραιπάλες των πάρτι του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης στα 80s.
Ο Dagydd Jones φωτογραφίζει τις απίστευτες κραιπάλες των φοιτητών της Οξφόρδης στα 80s πολλοί από τους οποίους είναι σήμερα διάσημοι ηθοποιοί ή πρωθυπουργοί.
«Οxford, The Last Hurrah!” (σε ελεύθερη μετάφραση «Oξφόρδη, το τελευταίο ζήτω!») είναι ο τίτλος του φωτογραφικού άλμπουμ έχει κυκλοφορήσει στην Βρετανία ο φωτογράφος Dafydd Jones από τις εκδόσεις ACC Art Books. Δείχνει τους τότε πλούσιους και μετά διάσημους φοιτητές σε σκηνές απείρου κάλλους στην διάρκεια των πάρτι που διοργάνωναν στην χρυσή δεκαετία του 80 μέσα και έξω από τους χώρους του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
To ξεκίνημα ήταν ίσως και η εμβληματικότερη στιγμή στην καριέρα του πολυβραβευμένου φωτογράφου Dafydd Jones, όταν, από τη νύχτα ως το ξημέρωμα ακολουθούσε με την κάμερά του τον «έκλυτο» βίο των μετέπειτα εκπροσώπων του βρετανικού κατεστημένου και μάλιστα στην έδρα του, στο περίφημο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
«Είχα πρόσβαση σε αυτόν που για πολλούς ήταν ένας… μυστικός κόσμος», λέει ο Jones. «Διάβαζες γι’ αυτόν στα μυθιστορήματα, έπαιρνες μια γεύση στις αίθουσες των κινηματογράφων, αλλά δεν τον ζούσες. Εγώ τον έζησα και τον φωτογράφισα».
Δεκαετία του ’80. Το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης ήταν ένα συνονθύλευμα άψογα ραμμένων κοστουμιών και ακριβών φορεμάτων, συνώνυμο του πλούτου, της δύναμης και των προνομίων. Για πολλούς από τους νεαρούς φοιτητές του το μέλλον ήταν προδιαγεγραμμένο. Και λαμπρό. Μπόρις Τζόνσον, Ντέιβιντ Κάμερον, Χιου Γκραντ… Γνωστοί, διάσημοι, εκφραστές της Βρετανικής κουλτούρας, εκφραστές της εξουσίας. Όλοι όμως υπήρξαν νέοι, χωρίς έγνοιες, με αστείρευτο κέφι και προδιάθεση για «ευγενείς» κραιπάλες. Στο φόντο ένα από τα διασημότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του πλανήτη. Τα πάντα ήταν αφορμή για πάρτι. Η Θάτσερ γίνεται πρωθυπουργός της Βρετανίας, ο Ρέιγκαν πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και κάπου εκεί στην αλλαγή του κόσμου, το μέλλον βουτούσε με τα ρούχα σε σιντριβάνια και ποτάμια, κυνηγούσε ρομάντζα και έπινε μέχρι τελικής πτώσης σε ολονύχτια πάρτι.
The Last Hurrah. Οικεία πρόσωπα της υψηλής κοινωνίας της Βρετανίας στο «χείλος» της ενηλικίωσης. Με κριτική αλλά και στοργική ματιά, ο Jones αποθεώνει τη βρετανική εκκεντρικότητα. Από τα εντυπωσιακά πέτρινα κτήρια με τις μαρμάρινες διακοσμήσεις, σε πρωινά σκεπασμένα με ομίχλη δίπλα στο ποτάμι. Η Οξφόρδη των ‘80s στην πιο όμορφη μορφή της και οι φοιτητές της στην πιο αυθεντική και ακατέργαστη εικόνα τους. Είναι η εποχή του «Τελευταίου ‘Ζήτω’», όπως την περιγράφει ο φωτογράφος, για τις ανώτερες τάξεις της Βρετανίας.
Μπορεί να μην ήταν φοιτητής στην Οξφόρδη ο Jones, αλλά εργαζόταν από τα 16 του στη βιβλιοθήκη Μπόντλιαν, τη βασική βιβλιοθήκη έρευνας του Πανεπιστημίου - μια από τις παλαιότερες στην Ευρώπη και δεύτερη μεγαλύτερη στην Αγγλία. «Ήταν σκοτεινή και σκονισμένη αλλά απέπνεε γαλήνη και ρομαντισμό και ένοιωθες και ένα ρίγος, αυτό που διαπερνά κάποιον πριν από μια τεράστια ανακάλυψη, περπατώντας στους διαδρόμους της», γράφει στον πρόλογο του άλμπουμ. Λίγο πριν «εγκαταλείψει» τους χώρους του πανεπιστημίου για να σπουδάσει Τέχνη, ο Jones, για μικρό διάστημα, καθάριζε και τα τζάμια των κτηρίων του.
Θα επιστρέψει τρία χρόνια αργότερα, αυτή τη φορά για να δουλέψει στη φοιτητική εφημερίδα. Άρχισε να φωτογραφίζει τα πάρτι και τις κοινωνικές εκδηλώσεις του πανεπιστημίου. «Παρά το γεγονός πως οι πρώτες φωτογραφίες μου δεν κολάκευαν ιδιαίτερα το αντικείμενό τους, οι προσκλήσεις να φωτογραφίσω διάφορα δρώμενα στο πανεπιστήμιο πλήθαιναν. Ευτυχώς, στους περισσότερους από αυτούς που απαθανάτιζα άρεσε το γεγονός ότι φαίνονταν απλά σε τρελό κέφι».
Οι αλλαγές κατά την τρίχρονη απουσία του, στον ενδυματολογικό κώδικα του Πανεπιστημίου, ήταν εμφανείς. Στην πολιτική ο άνεμος φυσούσε προς τα δεξιά και η διάσημη τηλεοπτική μεταφορά της νουβέλας «Επιστροφή στο Μπράιντσχεντ» (Brideshead Revisited) του Έβελυν Γουώ το 1981, επανέφερε τους ευγενείς - που νοσταλγούσαν τις παλιές καλές μέρες των «άγριων νιάτων» (όπως ονόμαζε ο Τύπος τους μποέμ νεαρούς αριστοκράτες τη δεκαετία του ’20) - στο προσκήνιο δίνοντάς τους προορισμό μαζί με τη χαμένη τους αίγλη. “Παρατήρησα πως οι φοιτητές δεν έμοιαζαν πια με μακρυμάλληδες του δρόμου», λέει ο Jones. «Ξαφνικά, οι ακριβές τουαλέτες, τα κοστούμια, τα παπιγιόν ήταν στη μόδα… ήταν λίγο μετά την εκλογή της Μάργκαρετ Θάτσερ, και οι έχοντες ευνοούνταν περαιτέρω από γενναιόδωρες μειώσεις φόρων και άρχιζαν να ανακτούν την αυτοπεποίθηση και το χαμένο τους γόητρο».
Η γοητευτική ανεμελιά του Γουώ πλημμυρίζει τις φωτογραφίες του Jones, με τους κοστουμαρισμένους φοιτητές να κοιμούνται στο γκαζόν μετά από ολονύχτιες περιπτύξεις ή να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους στο όνομα της Θάτσερ και του Ρέιγκαν. Ωστόσο, παρά την προφανή έλλειψη αυτογνωσίας, στο βλέμμα των φωτογραφημένων υπάρχει διάχυτη η αμηχανία και ο δισταγμός που φέρνει το βάρος της υπεροχής, σαν η κοινωνική συνειδητότητα να παρεισδύει στις παρέες. Όπως γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου ο Richard Ovenden, βιβλιοθηκονόμος σήμερα στη Μπόντλιαν, «ο κόσμος που αποτυπώνεται στις σελίδες αυτού του άλμπουμ έχει χαθεί… ο σημερινός τρόπος διασκέδασης έχει διαφορετικό χαρακτήρα. Πιο χαρούμενος ίσως αλλά με λιγότερη αλαζονεία απέναντι στο δικαίωμά της καλοπέρασης».
Ο Jones φωτογράφιζε επί 12 χρόνια τις κραιπάλες των ανέμελων οξφορδιανών, από το 1976 έως το 1988. Η δουλειά του τού άνοιξε πολλές πόρτες. Ως φωτογράφος κοσμικών δούλεψε για μεγάλα περιοδικά, όπως το Tatler, το Vanity Fair και το Times. Κοιτάζοντας πίσω τη διαδρομή του και εκείνες τις νύχτες που τροφοδότησαν την καριέρα του, τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. «Δεν περνούσαν όλοι καλά στην Οξφόρδη», θυμάται, με μια διάθεση ενδοσκόπησης. «Σε κάποιες φωτογραφίες φαίνεται αυτό. Αλλά βλέποντάς τις ξανά σήμερα, μου βγάζουν έναν ρομαντισμό και μια νοσταλγία που δεν περίμενα να νοιώσω. Τις έχουν περιγράψει «εορταστικές», τις έχουν περιγράψει «τρυφερές». Τείνω να συμφωνήσω και με τους δυο αυτούς χαρακτηρισμούς.
«Oxford: The Last Hurrah Hardcover», εκδ. ACC Art Books