- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Γιώργης Γερόλυμπος εκθέτει τη σειρά φωτογραφιών «Mare Liberum» στην Γκαλερί Σκουφά
Του λείπει η θάλασσα, γιατί μας λείπει η θάλασσα. Όλοι οι Θεσσαλονικείς εν Αθήναις το παθαίνουμε αυτό το στερητικό, αλλά ο Γιώργης Γερόλυμπος μάλλον είχε κι έναν ακόμα λόγο για να επιστρέψει στο νερό, μέσω της νέας του δουλειάς. Από το 2007 που επισκέφτηκε το Φαληρικό Δέλτα στα χώματα ως και το φωτογραφικό λεύκωμα «Ορθογραφίες», όπου δέκα χρόνια αργότερα αποτελεί τη φωτογραφική αφήγηση της πορείας κατασκευής του ΚΠΙΣΝ, βυθίστηκε σε έναν στέρεο κόσμο. Εργοτάξια, γερανοί, σίδερα, τρύπες μέσα στη γη, χάος, βοή, σιδηροκατασκευές, γυαλιά, ιδρώτας και εκσκαφείς. Η φωτογραφική ματιά του Γερόλυμπου και η παρακολούθηση για μια συνεχόμενη δεκαετία on progress της μετάβασης από το ημιτελές, που κάθε μέρα μέσω μηχανικών και συνεργείων έπαιρνε μορφή, ώσπου να καταλήξει στο πρόσωπο του μεγάλου έργου που άλλαξε την Αθήνα και αποτελεί το εμβληματικότερο τοπόσημο του Αττικού νότου, αποτελεί μια από τις συγκλονιστικότερες καταθέσεις και μανιφέστα για τον τρόπο που δουλεύει αλλά και σέβεται τον F. Evans: Try for a record of emotion rather than a piece of topography.
Ήθελε διάλειμμα; Ήθελε παύση; Ήθελε από τη στέρεη μορφή των υλικών να περάσει στη ρευστότητα του νερού, τις μνήμες και το απροσπέλαστο του ορίζοντα; Κοινώς, νοστάλγησε και λίγο τη Θεσσαλονίκη και τα βιώματά μας εκεί; Mare Liberum! Στη νέα του δουλειά ο Γερόλυμπος εμπνέεται τον τίτλο από τον Ολλανδό πατέρα του Διεθνούς Δικαίου Ούγκο Γκρότιους, που εγκαθίδρυσε τον θεσμό των Χωρικών Υδάτων. Αλλά και από μια προσωπική αίσθηση πως η θάλασσα, πέραν των εθνικών και εμπορικών σημάνσεων ή της εκμετάλλευσης, ανήκει επίσης, ίσως και απόλυτα, ολοκληρωτικά στον ταξιδιώτη που τη διασχίζει.
Μακριά από τη συνθήκη του ίνσταγκραμ ή την προσέγγιση του Καββαδία για τις «γραμμές των οριζόντων», η ποιητική συνθήκη της νέας έκθεσης του Γερόλυμπου εντοπίζεται στο διφορούμενο των νερών. Αυτός έχει την πολυτέλεια αλλά και το αναφαίρετο δικαίωμα να την κοιτά και να ονειροπολεί, να νοσταλγεί ή να ονειρεύεται. Να ανασύρει προσωπικές μνήμες και να κάνει όνειρα. Την ίδια στιγμή, όμως με τα κάργκο που διαμετακομίζουν εμπορεύματα ή τους εραστές που τραβούν αναμνηστικά ενσταντανέ, πρόσφυγες τη διασχίζουν βυθισμένοι σε συνθήκη απόλυτου κινδύνου. Αυτό το αμφίσημο και το διττό του νερού, αυτή η διαφορετική επικαιρότητα, συναισθηματική νηνεμία ή μεταφυσική και αληθινή τρικυμία, που ξεφεύγει από τις μετεωρολογικές προβλέψεις ή τα δελτία νηολογίου, δίνουν στον Γερόλυμπο την ευκαιρία που έψαχνε. Όχι μόνο απεμπλέκεται λυτρωτικά από τα εργοτάξια και τη στεριά, αλλά δραπετεύοντας στα άπειρα νερά του ελληνικού γαλάζιου ανασυνθέτει τον εαυτό του και διοργανώνει το «υλικό» του: το εικαστικό αποτέλεσμα εκτός από τον ίδιο προσφέρει και στον καθένα την ευκαιρία να φτιάξει ή να δει το δικό του παραμύθι. Ή εφιάλτη. Γιατί αν στην προηγούμενη δουλειά του για το Νιάρχος πίσω από το μεγάλο έργο ήταν οι άνθρωποι που επέβαλλαν και την κλίμακα του τοπίου του, στο «Mare Liberum» είναι το τοπίο που επιβάλλει την αξία των κάδρων του: τόσο απόντες και αόρατοι, αλλά και τόσο εδώ, αρκεί να τους «δεις» και να τους τοποθετήσεις στην εικόνα. Ή για να παραφράσω και τον κοινό αγαπημένο μας Evans: try to see a piece of emotion rather than a piece of... sea.
Γιώργης Γερόλυμπος, Mare Liberum, 19/9 ως και 12/10, Γκαλερί Σκουφά (Σκουφά 4). Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση στο Guide της Athens Voice
Γιατί φωτογραφίζεις; Όχι αυτό το συγκεκριμένο θέμα της έκθεσης, γενικά και συνολικά μιλάω, ερώτηση υπαρξιακή, αν μου επιτρέπεις...
Υπαρξιακή και καίρια. Είμαι επαγγελματίας φωτογράφος αρχιτεκτονικής εδώ και πολλά χρόνια ξεκινώντας από το 1995. Φωτογραφίζω κτίρια, ιδιωτικά και δημόσια, μικρά σε μέγεθος ή μεγάλα σε όγκο και αποστάσεις. Από την αρχή της πορείας μου αντελήφθην ότι για να κρατήσω το ενδιαφέρον αλλά και την εστίασή μου απέναντι σε αυτό που κάνω θα πρέπει να φωτογραφίζω και για τον εαυτό μου. Για να μείνω ισορροπημένος θα έπρεπε να κάνω φωτογραφία που να με ζει και φωτογραφία για την οποία ζω.
Και γιατί εμμένεις περισσότερο σε τοπία, όγκους, χώρους κι όχι σε πρόσωπα; Γενικά αποφεύγεις τις βοές και την κίνηση, το έντονο «νταλαβέρι» με τους ανθρώπους, ή ιδέα μου είναι; Μια εύκολη εξήγηση είναι σίγουρα και η αρχιτεκτονική σου ιδιότητα, συνομιλείς πιο εύκολα με τους χώρους και τους όγκους, αλλά για πες εσύ...
Θυμάμαι ένα καθηγητή μου να λέει ότι «κάθε φορά που φωτογραφίζουμε δεν κάνουμε τίποτα παραπάνω από το να βγάζουμε ένα αυτοπορτρέτο». Σίγουρα η αρχιτεκτονική διαμόρφωση που έχω και από το σπίτι και λόγω σπουδών έπαιξε ρόλο αλλά ακόμα περισσότερο τα τοπία και οι χώροι που κοιτάζω κατ' αρχήν και φωτογραφίζω στη συνέχεια είναι τόποι που επιθυμώ να βρίσκομαι, αποφεύγοντας, όπως όλοι μας άλλωστε, μέρη όπου νιώθω άβολα.
Θυμάμαι την Αμερική από ακτή σε ακτή όπως τη φωτογράφισες σε εκείνο το παλιότερο οδοιπορικό σου. Θυμάσαι τις θάλασσες εκείνες; Και πόσο κοντά ή μακριά βρίσκονται από τις νέες σου θάλασσες, ελληνικές κατά βάση. Και τεχνικά -άλλο φως, άρα υποθέτω άλλοι ειρμοί και προδιαγραφές- αλλά και συναισθηματικά-καλλιτεχνικά;
Η απόσταση είναι τεράστια και ακόμα μεγαλύτερη μεταφορικά παρά κυριολεκτικά. Εκείνες οι θάλασσες, όπως τουλάχιστον τις είδα στο ταξίδι της Αμερικής, Ατλαντικός, Κόλπος του Μεξικού και Ειρηνικός, ήταν άχρωμες, χωρίς έντονο διαχωρισμό μεταξύ ουρανού και νερού. Περισσότερο θα τις περιέγραφα ως «θάλασσα προς χρήση» εμπορικής εκμετάλλευσης ή μεταφορών, όχι προς θέαση υπό την έννοια ότι δεν συγκράτησαν το βλέμμα μου. Δεν μπορώ να βγάλω, βεβαίως, από την εξίσωση ότι άλλη σχέση έχω με τον δικό μου τόπο και εντελώς διαφορετική με έναν ξένο που επισκέφθηκα για μικρό χρονικό διάστημα.
Λες: «Κοιτάζοντας τη θάλασσα, νιώθω, επιστρέφουμε στον τόπο μας. Εκεί, είμαστε ελεύθεροι». Βλέπω: ένα σάπιο πλεούμενο γεμάτο απελπισμένους πρόσφυγες να επιχειρεί καταδρομικά πέρασμα σε μια άλλη ήπειρο, εγκαταλείποντας την πατρίδα του. Επίτηδες παραθέτω εσένα κοντράστ με το μεταναστευτικό, Γιώργη: Μήπως τελικά τα μέρη, τα συναισθήματα και οι στιγμές που βιώνει ο καθένας μας είναι αυτά που οριοθετούν τη σχέση μας με κάθε τι, αλλά τη διαφορά μεταξύ εφιάλτη και παράδεισου, κόλασης και γαλήνης την καθορίζει μόνο το βίωμα της στιγμής;
Ακριβώς έτσι, δεν θα άλλαζα τίποτα απολύτως στη διατύπωσή σου. Ο καθένας μας βιώνει τον κόσμο και το εύρος του συναισθήματος μεταξύ ονείρου και εφιάλτη με εντελώς προσωπικό τρόπο. Αυτό που κάνουν οι δημιουργοί οποιουδήποτε αντικειμένου συμπεριλαμβανομένης και της φωτογραφίας είναι να ερμηνεύουν τον κόσμο μια δεδομένη στιγμή ή χρονική περίοδο και να θέτουν την άποψή τους υπόψη του κοινού το οποίο αποφασίζει να την αποδεχθεί ή να την απορρίψει. Όποιος εξ ημών εκθέτει τη δουλειά του δημόσια οφείλει να είναι έτοιμος και για την επιβράβευση και για την αποδοκιμασία.
Βλέπω εικόνες ταρκοφσκικής αισθητικής από το Μάλεμε, μυστηριώδη αχαρτογράφητα και αραχνοΰφαντα α λα Ντέιβιντ Λιντς κάδρα στον Σιγγιτικό. Σε άλλες εικόνες σου ο ορίζοντας α λα Ιβ Κλάιν Μπλου στο Οίτυλο Μάνης εναλλάσσεται με αγγελοπουλικές αμμοθύελλες, λουόμενοι στον καυτό ήλιο του Ιονίου, χμ Μάρτιν Παρ (;) διαδέχονται βροχερά νερά και προάγγελο καταιγίδας στην Κύμη. Μπορεί να τα βλέπω και αυθαίρετα όμως, οπότε πες μου κάποιους από τους καλλιτέχνες που θεωρείς συγγενείς σου και κατά κάποιο τρόπο σε επηρέασαν...
Οι αναφορές μου είναι πολλές και οι εκλεκτικές συγγένειες που, θα ήθελα τουλάχιστον, να είναι εμφανείς αρκετές. Ξεκινούν από τον Kazimir Malevich και τη Ρώσικη Πρωτοπορία, συνεχίζονται με το Μοντέρνο κίνημα τόσο στη ζωγραφική και τον κινηματογράφο όσο και στη φωτογραφία και καταλήγουν σε πολύ πιο σύγχρονους δημιουργούς όπως οι Lewis Baltz, Joel Sternfeld, Edward Burtynsky και Andreas Gursky. Στη σειρά Mare Liberum βασική αναφορά υπήρξαν οι θαλασσογραφίες του William Turner και η μαυρόασπρη φωτογραφική ενότητα του Hiroshi Sugimoto.
Η θάλασσα, λες, ανήκει σε αυτόν που την ταξιδεύει. Μακριά και απελευθερωμένη από οποιαδήποτε κτητικότητα εθνική, τοπική, ή ιδιωτική, πέρα από κάθε χρήση για βιοπορισμό, αρκεί να την κοιτάς ή να πλανιέσαι με το βλέμμα κατά μήκος της γραμμής του ορίζοντα. Μου θυμίζει πολύ...Θεσσαλονίκη αυτό! Έζησες κι ανεβαίνεις τακτικά, οπότε θα μπορούσες να συγκρίνεις τα αθηναϊκά νερά με τα νερά - θέα του Όλυμπου απέναντι;
Μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, η σχέση μου με τη θάλασσα έχει διαμορφωθεί μέσω αυτής. Γνωρίζεις καλά, όπως όλοι μας, ότι στη Θεσσαλονίκη όπου και να είσαι βλέπεις τη θάλασσα, είτε στα αριστερά είτε στα δεξιά σου η θάλασσα είναι πάντα εκεί σαν να αποτελεί μια εσωτερική πυξίδα που δεν σε αφήνει να χαθείς. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία σύγκριση μεταξύ του Θερμαϊκού και του Σαρωνικού. Ο Θερμαϊκός είναι μια λίμνη, άδεια από σκάφη και προορισμούς στους πρόποδες ενός βουνού που κυριαρχεί επ' αυτής. Ο Σαρωνικός, αντιθέτως, είναι μια θάλασσα γεμάτη από σκάφη και τις πορείες τους, πλοία της γραμμής και τη ρότα τους, εμπορικά στη ράδα, αναψυχής παντού κοντά και μακριά από τις ακτές. Στην Αθήνα η θάλασσα σε ταξιδεύει με την κάτοψή της, στη Θεσσαλονίκη με την όψη της.
Πώς βρίσκεις το θέμα; Σε τριβελίζει καιρό μια ιδέα ή αστραπιαία δέχεσαι ένα ερέθισμα και προχωράς; Και πόσο παλιό στο μυαλό σου ήταν το πρότζεκτ Mare Liberum;
Με βρίσκει αυτό καθώς, και πάλι όπως ισχύει με όλους μας, υπάρχουν θέματα που με αφορούν έντονα και παραμένουν στη σκέψη μου μονίμως. Τα επανεπισκέπτομαι διαρκώς και κατ' αυτόν τον τρόπο εξελίσσονται κομμάτι-κομμάτι ως τη στιγμή που είναι ώριμα και αδύνατον πλέον να προσπεραστούν. Από εκείνη τη στιγμή και πέρα ξεκινούν σταδιακά να μετατρέπονται σε φωτογραφίες με μία σχεδιασμένη και προγραμματισμένη διαδικασία που συμπεριλαμβάνει προεπισκόπηση τόπων, καταγραφή χαρακτηριστικών και εκτέλεση βάσει σχεδίου. Η εν λόγω ενότητα ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2000 από τα Κύθηρα και ήρθε ως ανάγκη μετά από πολυετές διάστημα σε σκληρά τοπία, χωμάτινα και εσωτερικά, μετά από περιπλανήσεις σε αστικά τοπία αλλά και παραμονή στο εξωτερικό. Με λίγα λόγια, μου είχε λείψει η θάλασσα.
Πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα σε αυτό που λέμε αρτίστικη φωτογραφία; Και πόσο παρεξηγημένα, ειδικά στον καιρό του ίνστα όπου πλέον όλοι στην «γκαλερί» του είναι καλλιτέχνες;
Στέφανε, είναι ένα ζήτημα που επανέρχεται κάθε φορά που συμβαίνει στον κόσμο μια μεγάλη τεχνολογική ή κοινωνική αλλαγή: φόβος για το καινούργιο που μπαίνει στη ζωή μας επιθετικά και χωρίς μέτρο μέχρι να ισορροπήσει και να πάρει το σωστό μέγεθος και σημασία. Με την εφεύρεση της φωτογραφίας ο κόσμος προέβλεψε το τέλος της ζωγραφικής... Η ζωγραφική δεν έπαθε τίποτα, μάλλον απελευθερώθηκε και εξελίχθηκε σε απερίγραπτα επίπεδα. Μετά το έγχρωμο φιλμ σε σχέση με το μαυρόασπρο, μετά η ψηφιακή εποχή και ούτω καθεξής. Εν γένει, όσο πιο εύκολο το μέσο τόσο πιο δύσκολο το καλό αποτέλεσμα, δεν παραγνωρίζουμε τη σκληρή εις βάθος δουλειά και προσήλωση ενός επαγγελματία οδηγού της F1 επειδή, ταυτόχρονα, όλοι μας οδηγούμε αυτοκίνητο.
Αναλογικό ή ψηφιακό; Τι προτιμάς; Και γιατί;
Θεωρώ ότι αυτή η συζήτηση ολοκληρώθηκε εδώ και καιρό, αν και πάλι οφείλω να υπενθυμίσω ότι επανέρχεται κάθε φορά που υπάρχει τεχνολογική αλλαγή, πρώτα με τη νταγκεροτυπία, μετά με τις γυάλινες πλάκες, το μ/α φιλμ, το έγχρωμο φιλμ και τώρα με τους ψηφιακούς αισθητήρες, και είναι απολύτως λογικό: περνάμε χρόνια εξοικείωσης με ένα μέσο και όταν έρχεται η ώρα της μετάβασης αγνοούμε το καινούργιο και φοβόμαστε την αλλαγή. Ένα φιλμ έπιανε 7 από τους 10 τόνους από το λευκό στο μαύρο και παρήγαγε ένα τύπωμα μάξιμουμ 1,2 μέτρων. Οι τελευταίοι ψηφιακοί αισθητήρες πιάνουν 14 τόνους και αποδίδουν αρχεία 1GB, οπότε... Με την επόμενη τεχνολογική αλλαγή, ποιος ξέρει προς ποια κατεύθυνση τρισδιάστατη ή ολογραφική, η συζήτηση θα επανέλθει εκ νέου για «το τέλος της φωτογραφίας...»
Θα μπορούσες να ανήκεις στο δυναμικό ενός φωτοπρακτορείου που κάνει ρεπορτάζ πόλης; Να σουτάρεις πολιτικές συναντήσεις, αστικά συμβάντα στους δρόμους, περιπολικά, ασθενοφόρα, διαδηλώσεις, πανικούς, τα συνήθη της Αθήνας, δηλαδή...
Με μεγάλο σεβασμό προς τους φωτορεπόρτερ ως επαγγελματίες και ιδιαίτερη αγάπη προς συγκεκριμένους που τους εκτιμώ βαθύτατα, όχι, δεν θα μπορούσα να ανήκω σε πρακτορείο, καθώς κάνω κάτι εντελώς διαφορετικό, οπότε επίτρεψέ μου να το περιγράψω: το φωτορεπορτάζ είναι για τη φωτογραφία ότι η δημοσιογραφία για τη γραφή, αντίστοιχα η "καλλιτεχνική" ή προσωπική φωτογραφία παραπέμπει στη λογοτεχνία και αν είναι πραγματικά πολύ καλή στην ποίηση. Ως παθιασμένος αναγνώστης και της καθημερινής δημοσιογραφίας και της λογοτεχνίας δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς τη συντροφιά της μίας ή της άλλης αλλά την ίδια στιγμή δεν θα τις συνέκρινα ποτέ, άλλο το ένα άλλο το άλλο.
Για το τέλος: ποιες από όλες είναι η πιο αγαπημένη σου θάλασσα; Μια ελληνική και μια ξένη...
Η ξένη θάλασσα που με μαγνήτισε ήταν το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, το σημείο που συναντιούνται ο Ατλαντικός και ο Ινδικός Ωκεανός. Η ελληνική, από την άλλη μεριά, είναι η δική μου, ο τόπος που μεγάλωσα, το νερό που ταξιδεύω, η λιμνοθάλασσα του Διαπόρου.