Φωτογραφια

Όταν ο Γιάννης Μπεχράκης μιλούσε για το Πούλιτζερ

«Για μένα δεν υπήρχε κάποια δύσκολη στιγμή. Οι δύσκολες στιγμές ήταν για τους πρόσφυγες»

Χρύστα Ντζάνη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τον Απρίλιο 2016, η ομάδα φωτογράφων της Thompson Reuters που κάλυπτε την προσφυγική κρίση στην Ελλάδα, αποτελούμενη από τους Γιάννη Μπεχράκη, Άλκη Κωνσταντινίδη και Αλέξανδρο Αβραμίδη, κέρδισε το κορυφαίο δημοσιογραφικό βραβείο Pulitzer στην κατηγορία Breaking News.

© ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΛΤΑΣ / INTIME NEWS

Ο Μπεχράκης μας είχε κάνει την τιμή να βγει δύο μόλις μέρες μετά την ανακοίνωση στην εκπομπή κάναμε τότε στο ραδιόφωνο Πολίτης 1076, στην Κύπρο. Ξανακούγοντας σήμερα το απόσπασμα, με αφορμή τον θάνατο, χθες, του πιο κορυφαίου ίσως Έλληνα φωτορεπόρτερ διεθνώς, ανακαλώ τα ίδια συναισθήματα που μας είχε δημιουργήσει τότε στα λίγα λεπτά που τα είπαμε «στον αέρα»: Ένας ντροπαλός, ευγενικός, ευγνώμων άνθρωπος, με πίστη στην ανθρωπότητα, παρόλο που μέσα από τη δουλειά του αντίκριζε σχεδόν καθημερινά το πιο σκληρό της πρόσωπο. Είναι ενδεικτικό ότι το βραβείο, για το οποίο απαιτήθηκαν θυσίες, ξενύχτια και φλερτ με τα προσωπικά του όρια, το είχε αφιερώσει «στους Έλληνες που έδειξαν την αγάπη τους στους πρόσφυγες, οι οποίοι έγιναν φάρος αλληλεγγύης και πολιτισμού σε όλο τον κόσμο».

© ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΛΤΑΣ / INTIME NEWS

Παραθέτω εδώ αυτούσια τη συνέντευξη:

«Με το τιμ του Reuters κάναμε πολύ δυνατή δουλειά, αφοσιωθήκαμε και για πάνω από 10 μήνες καλύπταμε τα γεγονότα στην Ελλάδα, και στα νησιά και στη Βόρεια Ελλάδα. Κάναμε προσωπικές θυσίες, αλλά για μας και για μένα προσωπικά, αυτό που μας ενέπνευσε ήταν ότι αισθάνθηκα πως είμαι η φωνή των προσφύγων και αυτών των κατατρεγμένων και ταυτόχρονα τα μάτια όλου του κόσμου. Οπότε για μας ήταν ένα βαρύ φορτίο, αλλά το κάναμε με πολύ πάθος και πολλή αγάπη κι αφοσίωση».

 

«Ήταν συγκλονιστικό. Βγαίνανε οι άνθρωποι από τις βάρκες και σηκώνανε τα χέρια τους και παραδινόντουσαν σε μένα. Δεν ξέρανε αν είμαστε Αστυνομία»

 

 

«Δουλέψαμε πολύ. Εγώ άρχισα να καλύπτω σιγά σιγά το γεγονός αρχές Μαΐου (σ.σ.: του 2015) από την Κω και την Ειδομένη, όπου τότε ερχόντανε μια ή δυο βάρκες την ημέρα στην Κω. Και μάλιστα θυμάμαι ότι πήγαινα σε κάποια παραλία στην Κω, η οποία ήταν περίπου 5 ή 6 χιλιόμετρα και είχα ένα τζιπ και πήγαινα πάνω κάτω και αφουγκραζόμουνα -γιατί ήταν βράδυ, τελείως σκοτάδι- τον ήχο της μηχανής των φουσκωτών. Και μπορεί από τις 12 η ώρα κάποια στιγμή στις 3 ή στις 4 να ερχότανε μία βάρκα κι αν την προλάβαινες.

Τις περισσότερες φορές θυμάμαι, ειδικά τον πρώτο καιρό στην Κω, ότι ήμουνα ο μόνος ή αν υπήρχε άλλος ένας συνάδελφος, που ήμασταν εκεί και τους περιμέναμε. Ήταν συγκλονιστικό. Βγαίνανε οι άνθρωποι από τις βάρκες και σηκώνανε τα χέρια τους και παραδινόντουσαν σε μένα. Δεν ξέρανε αν είμαστε Αστυνομία».

Κάποια στιγμή, μεταξύ των προσφύγων, βρέθηκε ένας Κούρδος που τον είχε συναντήσει λίγους μήνες νωρίτερα, όταν κάλυπτε τον πόλεμο στη Συρία: «Θυμάμαι, ήμουν στην περιοχή του Κομπάνι το Νοέμβριο του ’14 και δούλεψα αρκετά με τους πρόσφυγες. Και κάποια στιγμή στην Κω ακούω κάποιον να φωνάζει «Yiannis Yiannis, I’m here!». Του λέω «Ποιος είσαι εσύ;» και μου λέει «Δεν με θυμάσαι; Είμαι Κούρδος από τη Συρία και τα κατάφερα, είμαι εδώ».

© ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΜΠΟΥΚΟΣ / INTIME NEWS

Για το αν υπήρξαν στιγμές που σκέφτηκε να παρατήσει τη φωτογραφική και να σπεύσει να βοηθήσει και για τις δυσκολίες της αποστολής του:

«Δεν είναι πολύ εύκολο, το λέω και στα παιδιά, πρέπει να κρατάμε μια απόσταση, να είμαστε τόσο συναισθηματικά συνδεδεμένοι γιατί μπορεί να βάλεις και τα κλάματα. Η δουλειά μας είναι να είμαστε τα μάτια σας, τα μάτια ενός 1 δισεκατομμυρίου ανθρώπων που παίρνουν τις φωτογραφίες του Reuters. Προφανώς υπήρξαν και στιγμές που όλοι οι συνάδελφοι βοηθήσαμε κάποιον που το χρειαζόταν.

«Για μένα δεν υπήρχε κάποια δύσκολη στιγμή. Οι δύσκολες στιγμές ήταν για τους πρόσφυγες. Η δουλειά μου ήταν να καταγράψω τις δυσκολίες αυτών των ανθρώπων, πιστεύοντας ότι κάτι θα γίνει. Και έγινε. Από κει που δεν υπήρχε κανένας δημοσιογράφος και κανένας εθελοντής, γέμισαν τα νησιά κι η Ειδομένη με εθελοντές, κόσμος απ’ όλο τον κόσμο έστειλε τρόφιμα, ρούχα, ακόμη κι από το υστέρημά του. Οπότε στο τέλος γίναμε η φωνή των προσφύγων και κάνανε αυτά που έπρεπε να κάνουνε». 

Για το συναίσθημα του να καλύπτει, μετά από πολλά χρόνια στις εμπόλεμες ζώνες, την οικονομική κρίση στην Ελλάδα:

«Πάντα έλεγα ότι ο εφιάλτης μου θα είναι να καλύψω μια καταστροφή στην Ελλάδα και δυστυχώς από το 2010 που γύρισα στην Ελλάδα από το εξωτερικό καλύπτω την κρίση στην Ελλάδα, όπως και στην Κύπρο - τον Μάρτιο του ’13 ήμουν στην Κύπρο. Προφανώς όταν καλύπτεις μια τέτοια κατάσταση στην ίδια σου τη χώρα κι έχεις εσύ ο ίδιος η οικογένεια και οι φίλοι σου πρόβλημα από αυτή την κατάσταση είναι πολύ πιο δύσκολο».

Και τέλος, για την εμπειρία του το 2000, όταν σε μια αποστολή στη Σιέρα Λεόνε, κρύφτηκε στην ζούγκλα για να σωθεί από τα πυρά ενόπλων που τον τραυμάτισαν ελαφρά στο πόδι, ενώ δίπλα του σκοτώθηκε ο Αμερικανός δημοσιογράφος Κέρτ Σορκ και στρατιώτες που τους συνόδευαν:

«Αυτά συμβαίνουν στη δουλειά μας, υπάρχει ο κίνδυνος. Αλλά δεν είναι ο κίνδυνος το πιο σημαντικό πράγμα. Οι άνθρωποι που έχασα εγώ και θεωρώ αδέρφια μου, πραγματικά το λέω και μπορεί να ακούγεται λίγο σκληρό αυτό, πέθαναν κάνοντας αυτό που θέλανε και η θυσία τους δεν πήγε χαμένη, πιστεύω».