- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Νίκος Κεσσανλής και Χρύσα Ρωμανού: Ένας μεγάλος έρωτας
Amour: Μια φωτογραφική έκθεση στο Σπίτι της Κύπρου
Η έκθεση Amour είναι η φωτογραφική αφήγηση της παθιασμένης σχέσης ανάμεσα σε δυο κορυφαίους εικαστικούς καλλιτέχνες της γενιάς του ‘60, τη Χρύσα Ρωμανού και τον Νίκο Κεσσανλή. Η Ρωμανού και ο Κεσσανλής ήταν θείοι του φωτογράφου Δημήτρη Τσουμπλέκα στην οικογένεια του οποίου ανήκει το αρχείο των φωτογραφιών. Ο Δημήτρης Τσουμπλέκας και η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου επιμελούνται την έκθεση, βασισμένοι στο φωτογραφικό αρχείο των δύο ζωγράφων, αναψηλαφώντας το σύμπαν της συντροφικότητας.
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου λέει: «Ο Δημήτρης είχε ήδη δουλέψει μία σειρά δικών μου πορτρέτων που εκτέθηκαν στη Θεσσαλονίκη με τίτλο "Amour". Μας απασχολούσε από κοινού το θέμα του έρωτα ως επίμονης περιπέτειας, το πώς μεγαλώνεις και πώς γερνάς πλάι στον άλλο, έτσι όπως το θέτει ο Αλαίν Μπαντιού, και ο Δημήτρης συνέχισε να βλέπει παντού εκφάνσεις αυτής της συλλογιστικής. Οι φωτογραφίες του Νίκου έδωσαν βάθος και περιπλοκότητα στους προβληματισμούς μας για τον χρόνο και την ερωτική σχέση».
Χρύσα και Νίκος: Μια απόπειρα κοινού βιογραφικού σημειώματος*
Ο Νίκος Κεσσανλής (1930-2004) γνωρίζει τη Χρύσα Ρωμανού (1931-2006) στα χρόνια που φοιτούν και οι δυο τους στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ξανασυναντιούνται το καλοκαίρι του ‘61, παντρεμένοι ήδη και οι δυο τους με άλλους, όταν η Χρύσα φτάνει στο Παρίσι με την Κασσιμάτειο υποτροφία. Ο Νίκος ζει ήδη στο Παρίσι ως αναγνωρισμένος καλλιτέχνης της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας (κάτοχος του βραβείου Μοντιλιάνι και του Premio Lissone, καθώς και του τιμητικού επαίνου στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο, μεταξύ άλλων). Συστήνει τη Χρύσα στον κύκλο του: ανάμεσά τους ο Jean Tinguely, ο Mimmo Rottella, ο Pol Bury, ο Marcel Broodthaers, ο Francois Arman και ο Christo πριν φύγει για τις ΗΠΑ. Παρά τις περιορισμένες οικονομικές τους δυνατότητες, ταξιδεύουν συνεχώς για να δουν εκθέσεις και νέα μέρη.
Το 1965 η Χρύσα και ο Νίκος παίρνουν αμφότεροι διαζύγιο και αποφασίζουν να ζήσουν μαζί. Η Χρύσα ήδη δουλεύει στο ισόγειο της Rue de l'Ouest, στο σπίτι του Νίκου, απλώς ανεβαίνει έναν όροφο για να μείνει μαζί του. Όπως σε όλη τη μετέπειτα ζωή τους, μοιράζονται την κατοικία τους αλλά διατηρούν χωριστό εργαστήριο. Το 1966 η Χρύσα ερωτεύεται τη Νορμανδία και πείθει τον Νίκο να αγοράσουν μια ετοιμόρροπη αγροικία 150 τετραγωνικών η οποία με πολλή προσωπική εργασία και τη βοήθεια ενός εργάτη της περιοχής μεταμορφώνεται σε εξοχική κατοικία. Από εκεί θα περάσουν η Μάγδα Κοτζιά, ο Τσουκαλάς και οι τρεις αδερφοί Ζουράρι, ο Κούνδουρος, ο Πουλατζάς, η Άλκη Ζέη και ο Σεβαστίκογλου, ο Θόδωρος Πάγκαλος, ο Άγγελος Ελεφάντης, ο Νίκος Πολίτης, ο Κωστής Μοσκώφ.
Παντρεύονται στο δημαρχείο του Παρισιού στις 13 Ιουλίου 1968, ενώ έχει ήδη φουντώσει ο Γαλλικός Μάης. Την ίδια χρονιά τα σοβιετικά τανκς εισβάλουν στην Πράγα και το ΚΚΕ διασπάται − η Χρύσα και ο Νίκος περνούν στο ΚΚΕ Εσωτερικού και αφοσιώνονται στη δημιουργία αντιδικτατοριακών αφισών. Το 1970 εκθέτουν μαζί στη Γκαλερί Bonino της Νέας Υόρκης και στην Apollinaire του Μιλάνου.
Τα επόμενα χρόνια ο Νίκος επινοεί τις «Φαντασμαγορίες της ταυτότητας». Μ' έναν μπερντέ, τρία κεριά και τρεις προβολείς, «ζωγραφίζει» πορτραίτα με μοναδικό υλικό του το φως. Η Χρύσα απαντά στην αμερικανική ποπ αρτ με τη μέθοδο του κολλάζ, κόβοντας και ενσωματώνοντας στο έργο της λεπτομέρειες από τα φωτογραφικά ρεπορτάζ περιοδικών.
Όμως στη φόρμα του κολλάζ προσθέτει ένα νέο περιεχόμενο, την καταγγελία.
Τον Ιανουάριο του 1982 οι δυο καλλιτέχνες επιστρέφουν για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Το σπίτι τους στα Βριλήσσια χτίζεται όπως το σπίτι της Νορμανδίας, με τη μέθοδο της προσωπικής εργασίας και της αποσπασματικότητας. Εκείνη την περίοδο ο Κεσσανλής δίνει τις δικές του εξωστρεφείς μάχες ως καλλιτέχνης και πρύτανης της ΑΣΚΤ.
Μάχες με υπουργούς για να εξασφαλίσει κονδύλια που θα του επιτρέψουν να λύσει το μόνιμο στεγαστικό πρόβλημα της Σχολής Καλών Τεχνών και να δημιουργήσει ένα μόνιμο εκθεσιακό χώρο αφιερωμένο στη σύγχρονη ζωγραφική. Μάχες και με ένα δύσκολο υλικό που τον γοητεύει, το τσιμέντο. Λίγο πριν τελειώσει η πρυτανική θητεία του, το καλοκαίρι του 1996, μπαίνει στο ατελιέ κι αρχίζει να ξαναδουλεύει τα περίφημα «Τσιμέντα» του. Την ίδια εποχή η Ρωμανού δουλεύει αθόρυβα τα πλεξιγκλάς της. Ως το τέλος της ζωής τους ζουν μαζί και ταξιδεύουν, συμμετέχουν σε εκθέσεις και υποδέχονται φίλους στο σπίτι των Βριλησσίων, συζητώντας και διαφωνώντας με πάθος.
*Η απόπειρα κοινού βιογραφικού σημειώματος βασίζεται σε εκτενή βιογραφικά κείμενα του Ανταίου Χρυσοστομίδη για τους δυο ζωγράφους που γράφτηκαν στη δεκαετία του ‘90 και συμπεριλήφθηκαν σε καταλόγους αναδρομικών εκθέσεών τους.
Το ζεύγος Κεσσανλή μιλάει για το σπίτι του. (Το βίντεο προβλήθηκε στην ΕΡΤ το 1995)
Η Χρύσα στις πόλεις
Με τη χρήση που έχουμε επιφυλάξει στις φωτογραφίες, οι γυναίκες που φωτογραφίζονται σε μητροπόλεις, παραλίες, δάση, μπροστά σε μνημεία, ποτάμια, ή απόκρημνες βουνοκορφές φαντάζουν τρομερά κοινότοπο θέμα. Φέρνουν στο νου Κινέζες με selfie sticks και κορίτσια όλο χυμούς που παίρνουν ύφος αυτοθαυμασμού μπροστά στις κάμερες. Ή ζευγάρια που φωτογραφίζουν ο ένας τον άλλον στο ίδιο ακριβώς σημείο επειδή δεν έχουν κάποιον να τους απαθανατίσει αγκαλιασμένους μπροστά στον καθεδρικό ναό μιας ξένης πόλης. Mια γυναίκα περπατάει, σκαρφαλώνει, γέρνει σε μια γέφυρα, ξαπλώνει στο χορτάρι. Μια γυναίκα κάθεται στο παγκάκι με σταυρωμένα πόδια, καπνίζει, κοιτάζει τον ουρανό. Και λοιπόν;
Ο τρόπος που ο Νίκος Κεσσανλής φωτογράφιζε επί χρόνια τη Χρύσα Ρωμανού δεν έχει ούτε μακρινή σχέση με τα συνήθη λάφυρα διακοπών που φέρνουν τα ζευγάρια στην επιστροφή τους από ένα ταξίδι. Με την πρώτη ματιά αντιλαμβανόμαστε την εμμονική προσήλωση του φακού σε κάτι μυστηριώδες, έκκεντρο και αλλόκοτο. Για να το προσεγγίσουμε πρέπει να ξεχάσουμε ό,τι ξέρουμε, ό,τι έχουμε μάθει να θεωρούμε φωτογραφικό πορτραίτο. Και να εξοικειωθούμε με μια σειρά χαρακτηριστικών που διαφοροποιούν εκ βάθρων τη φωτογραφία διακοπών μετατρέποντάς τη σε αξιέραστη ιστορία.
(...) Η Σιμόν ντε Μποβουάρ θα μας μάλωνε. Θα έλεγε ότι η μυθική αντιμετώπιση της γυναίκας ως Άλλου, η σεξουαλική εξιδανίκευση, ευθύνεται για την καταδυνάστευση του γυναικείου φύλου ανά τους αιώνες. Μια φεμινίστρια της γενιάς της θα ήταν δύσπιστη μπροστά στην απεικόνιση της γυναίκα ως μούσας, θεότητας των νερών, σειρήνας και δύστροπης μάγισσας. Η Αστάρτη, η Ευριδίκη, η Πηνελόπη, η Βεατρίκη, η Ιζόλδη, η αθώα Λόττε του Βέρθερου και η δυστυχισμένη Άννα Καρένινα, η Μπαμπέτ της Κάρεν Μπλίξεν που μαγειρεύει θεσπέσια, η ξανθιά καλλονή του Χίτσκοκ και η μελαχρινή του Αντονιόνι με τους κρεπαρισμένους κότσους, τους ανασηκωμένους γιακάδες και τις γόβες, όλες τους επωμίστηκαν το ανδρικό βλέμμα, την ανδρική αξίωση να γοητεύουν, να φοβίζουν και να τυραννούν.
Περιέργως, ο Κεσσανλής δε μυθοποιεί τόσο, όσο καταγράφει. Σε αρκετές
φωτογραφίες απομυθοποιεί κιόλας. Αξίζει τον κόπο να δούμε πώς ακριβώς συμβαίνει αυτό: Η Χρύσα δεν είναι καλόβολη ως φωτογραφικό θέμα. Σκυθρωπή, αυστηρή, σε περισυλλογή, εκνευρισμένη, μουτρωμένη, κρυώνει μέσα στη γούνα της, τρέχει μακριά από το φωτογραφικό θέμα ή γυρνάει την πλάτη στον φωτογράφο.
(...) Η Χρύσα στις φωτογραφίες διακατέχεται από υπαρξιακή αγωνία. Τις σπάνιες φορές που κοιτάζει το φακό μάς απευθύνει το ερώτημα: "τι θέλεις;", "γιατί είμαστε εδώ;", "τι κάνουμε τώρα;" ή "γιατί βασανιζόμαστε έτσι;". Μπροστά στο αστρονομικό ρολόι της Πράγας η τσάντα της δείχνει πιο βαριά απ' όσο πιθανότατα είναι. Στα δάση της Νορμανδίας βαδίζει με μαλλιά λυτά και ηλεκτρισμένα σαν τη μισότρελη Νατζά του Μπρετόν. Αλλού ο κότσος της και τα κλασικά αμάνικα φορέματα υπαινίσσονται κάτι στιβαρό, αυστηρό, αλλά διάπυρο − καθόλου εγκλωβισμένο στην ενδυματολογική πειθαρχία.
Όταν γέρνει στις γέφυρες, ο κόσμος κλείνει σαν δαχτυλίδι, όπως το θέλει o Οκτάβιο Παζ.
(...) Καθόλου δεν σχετίζεται η απεικόνισή της με το χώρο της επιθυμίας, με το φετίχ και το σεξ. Αν ήταν έτσι, τότε οι φωτογραφίες του Κεσσανλή θα ήταν στημένες, θα ήταν "όμορφες". Αντίθετα, αποπνέουν τρομερή αίσθηση ελευθερίας και μια σκανδαλιστική δόση τυχαίου. Έτσι είσαι, μοιάζει να μονολογεί, έτσι σε φωτογραφίζω. Αλλά και: σε θέλω όπως είσαι.
(...) Στον Κεσσανλή το πρόσωπο της γυναίκας του γίνεται τοπίο, γίνεται πόλη. Με τις γέφυρες των φρυδιών, τις λίμνες των ματιών, την υδροροή του λαιμού, την αψίδα της ωμοπλάτης.
Ως συγγραφέας που διδάσκει νέους συγγραφείς, προσπαθώ να αφουγκραστώ και να μεταδώσω τους άπιαστους κανόνες της αφηγηματικότητας, κυρίως όσους δεν περιλαμβάνονται στα εγχειρίδια. Μπροστά σε αυτές τις φωτογραφίες τα χάνω. Εδώ και χρόνια έχω το προνόμιο να τις κοιτάζω και να αναρωτιέμαι γιατί ως τώρα δεν συσσωματώθηκαν για να διηγηθούν καλύτερα την ιστορία τους. Αναρωτιέμαι επίσης πώς γίνεται, πώς ακριβώς το έκανε αυτό ο Νίκος. Με τι ανάλαφρο χέρι στόχευε. Ήξερε τι ακριβώς έκανε όταν φωτογράφιζε; Ήξερε γιατί το έκανε; Και η Χρύσα; Τι ήξερε; Και τι φανταζόταν;
(...) Τώρα που μοντέλο και φωτογράφος δεν ζουν πια, αγωνίζομαι να καταλάβω πώς μια ηρωίδα κερδίζει την αιωνιότητα, χωρίς καν τη φιλοδοξία να γίνει ηρωίδα. Είναι το βλέμμα; Η δύναμη του μοτίβου; Η σταδιακή εξοικείωση; Όχι, είναι η ειλικρίνεια. Ο φωτογράφος είναι ειλικρινής, το μοντέλο είναι ειλικρινές επίσης. Κάτι κυτταρικό, κάτι που οφείλουμε στις αρχέγονες αφηγήσεις γύρω από τη φωτιά, μας επιτρέπει να διακρίνουμε την ειλικρίνεια της πρόθεσης, να τη διαχωρίζουμε από το μελό, τη σοβαροφάνεια, τον ναρκισσισμό. Ένας άντρας φωτογραφίζει τη γυναίκα του. Στη φωτογραφία δεν είναι μόνη της, είναι και οι δύο. Εκείνος που κοιτάζει κι εκείνη που (δεν) εγκαταλείπεται αδιαμαρτύρητα στο βλέμμα. Δεν είναι ούτε καν οι δυο τους. Είμαστε όλοι εμείς που κοιτάζουμε τον Νίκο να κοιτάζει τη Χρύσα. Ως αναγνώστες και θεατές ταυτιζόμαστε και πάσχουμε όταν η αφήγηση μας συμπαρασύρει και μας ρουφάει σε μια ιδιωτική σκηνή. Σε μια σκηνή που γίνεται δική μας.
Αποσπάσματα από κείμενο της Αμάντας Μιχαλοπούλου
Επιμέλεια: Δημήτρης Τσουμπλέκας και Αμάντα Μιχαλοπούλου
Έρευνα και αρχειοθέτηση: Άννα Τσουμπλέκα
Συντονισμός: Μαρία Ραγιά
Χορηγός επικοινωνίας: Athens Voice
Δείτε πληροφορίες για την έκθεση στο Guide της Athens Voice