Φωτογραφια

Συγγενείς εξ αίματος

Όπως τα παλιά ρούχα δίνουν μια στοργή στο δέρμα, έτσι και οι παλιές φωτογραφίες αφήνουν μια στοργή στο βλέμμα

Σταυρούλα Παναγιωτάκη
ΤΕΥΧΟΣ 599
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όπως τα παλιά ρούχα δίνουν μια στοργή στο δέρμα, έτσι και οι παλιές φωτογραφίες αφήνουν μια στοργή στο βλέμμα. Η γιαγιά μου που γελάει στη κορυφή ενός βράχου, η μαμά μου στη θάλασσα συντροφιά με τις φίλες της, οι πτυχές ενός υπέροχου φουστανιού την ώρα που ένα αιφνίδιο αεράκι σηκώνει ελαφρά τις άκρες του, ένα πικ-νικ στο ανθισμένο λιβάδι. Πάντα έτσι είναι οι παλιές φωτογραφίες. Και τώρα που έχω μπροστά μου τις επιχρωματισμένες παλιές φωτογραφίες από τη νέα έκθεση της Πόπης Τσουκάτου είναι σαν να ξεφυλλίζω το δικό μου οικογενειακό άλμπουμ. Η έκθεση (σε επιμέλεια Σταύρου Καβαλλάρη) έχει τίτλο «Consanguinity», που σημαίνει ομαιμοσύνη ή πιο απλά συγγένεια εξ αίματος. Είναι φωτογραφίες κυρίως οικογενειακές αλλά και άλλες από το ευρύτερο συγγενικό και φιλικό της περιβάλλον, των δεκατιών ’50 και ’60. Τις συνέλεξε στη διάρκεια δύο χρόνων και μετά τις επιχρωμάτισε για να τους δώσει μια καινούργια ζωή. Το περίεργο με αυτή την έκθεση είναι ότι ενώ δεν αναγνωρίζουμε κανένα από τα πρόσωπα που βλέπουμε, την ίδια στιγμή είμαστε σίγουροι ότι κάπου υπάρχει και ένας δικός μας συγγενής. 

Consanguinity, ο τίτλος της έκθεσης. Είναι όλες οι «ηρωίδες» συγγενείς εξ αίματος;

Οι περισσότερες είναι στην πραγματικότητα συγγενείς εξ αίματος. Αλλά και αυτές που δεν είναι στην ουσία τις νιώθω δικές μου γιατί είναι μητέρες, γιαγιάδες, παππούδες στενών μου φίλων. Όταν ξεκίνησα πριν δύο χρόνια το project δεν είχα σκοπό να χρησιμοποιήσω άλλες πέραν του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος. Συζητώντας με φίλες μου για το θέμα που δούλευα θέλησαν να μου δώσουν παλιές φωτογραφίες συγγενικών τους προσώπων.

Μπορείτε να μας συστήσετε κάποιες από τις κυρίες που βλέπουμε;

Θέλω να σας συστήσω τη θεία μου την Άννα, αδελφή της μητέρας μου (λουόμενη με κόκκινη πετσέτα). Αννούλα την έλεγα πάντοτε. Καταγωγή από τον Πόντο, ήρθε μαζί με την οικογένειά της –τρία αγόρια και τέσσερα κορίτσια– το 1922 μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Πρόσφυγες ξεριζωμένοι από τον τόπο τους, ξεκίνησαν από το μηδέν αφού άφησαν πίσω τους πλούτη, σπίτια και δουλειές. Όμως ήταν δημιουργικοί, ιδιοφυείς, επιχειρηματικά μυαλά, με βαθύ πολιτισμό και τελικά τα κατάφεραν. Η Αννούλα ήταν φεμινίστρια χωρίς να το ξέρει. Ανεξάρτητη, δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της. Επίμονη, ήθελε πάντα να γίνεται το δικό της. Ό,τι έβαζε στο μυαλό της το πετύχαινε. Τρεις μήνες μετά το γάμο της ξέσπασε ο πόλεμος. Ο αγαπημένος της Λεωνίδας δεν ξαναγύρισε. Εγώ την έζησα χρόνια αργότερα, όταν η λήθη είχε σκεπάσει την απώλεια. Ήταν μια γυναίκα ζωντανή και πάντα  η ψυχή της παρέας. Δύσκολος χαρακτήρας αλλά αγαπητή από άντρες και γυναίκες. Δούλευε από μικρή γιατί δεν ήθελε να έχει εξάρτηση από κανέναν. Δεν άντεχε την καταπίεση και τον περιορισμό. Έφυγε απο το πατρικό και ζούσε μόνη της. Δυναμική, δραστήρια, είχε μέσα της τσαγανό. Της άρεσε το θέατρο και οι εκδρομές. Είχε γυρίσει όλη την Ελλάδα. Τα ταξίδια της στο εξωτερικό ήταν τακτικά και προγραμματισμένα. Δύο το χρόνο! Και από παντού είχε φωτογραφίες. Ντυμένη πάντα με γούστο. Το στιλ ήταν μέσα της. Το έβλεπες στα καπέλα που φορούσε, στην πόζα που έπαιρνε, στις τσάντες που κρατούσε. Η Αννούλα έφυγε απο τη ζωή, που τόσο αγαπούσε, ήρεμα. Το τελευταίο της βράδυ έδειχνε στη γυναίκα που τη φρόντιζε φωτογραφίες από τα ταξίδια της. Αυτά τα άλμπουμ κληρονόμησα. Για μένα είναι μια αμύθητη περιουσία. 

Με ποιο κριτήριο επιλέξατε τις συγκεκριμένες κυρίες;

Το κριτήριο της επιλογής μου ήταν βαθιά προσωπικό. Ήθελα οι φωτογραφίες να μου μιλάνε. Να μου ξυπνάνε μια ανάμνηση. Να μου διηγούνται μια ιστορία. Να μου θυμίζουν τις παλιές εποχές.

Γιατί πιστεύετε ότι οι φωτογραφίες αυτών των δεκαετιών, του ’50 και ’60, έχουν μια αισθητική και μια τεχνική λήψης που τόσο μας συγκινεί ακόμα;

Οι παλιές φωτογραφίες μάς συγκινούν γιατί έχουν μια αθωότητα. Δεν αναζητούν το ύφος. Δείχνουν απλά, χωρίς σκηνοθεσία, πώς ήταν η ζωή. Ποιος ήταν ο χώρος που ζούσαν οι πρωταγωνιστές αυτών των μικρών ιστοριών. Πώς ντύνονταν. Πώς διασκέδαζαν. Πώς στέκονταν μπροστά στο φακό. Ακόμα και η επιτηδευμένη πόζα έχει μια αθωότητα. Όλα αυτά  πριν το ναρκισσισμό των selfies. Γι’ αυτό οι παλιές φωτογραφίες μπορούν να αγγίξουν την αιωνιότητα μέσα από την αποτύπωση μιας στιγμής. Και γι’ αυτό γίνονται κομμάτι του εαυτού μας. Άλλωστε βαθιά μέσα μας όλοι αναζητούμε αυτή την αθωότητα. Έτσι τείνουμε κάθε μια ιστορία να την κάνουμε δική μας.

Ποια απ’ όλες τις φωτογραφίες σάς συγκίνησε περισσότερο;

Μια φωτογραφία της αδελφής μου, που δεν ήξερα ότι υπήρχε και τη βρήκα τελείως τυχαία. Έχει ημερομηνία 21.3.1957. Απόκριες. Χορεύει μπλουζ με ένα νέο άνδρα. Λάμπει ολόκληρη. Είναι ο πρώτος της έρωτας που, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή της, δεν τον παντρεύτηκε. Πίσω από τη φωτογραφία με το δικό της ιδιότυπο γραφικό χαρακτήρα διαβάζω «Ένα μικρό εμπόδιο στο δρόμο της λησμονιάς». Η φωτογραφία δεν της επέτρεπε να τον ξεχάσει... Κι αυτή τη μύχια σκέψη δεν μου την είχε εκμυστηρευτεί ποτέ!

Γιατί μόνο γυναίκες; Υπάρχουν και άνδρες;

Με αυτό το project δεν θέλω να κάνω ηθογραφία της εποχής. Υπάρχουν φωτογραφίες και ανδρών και γυναικών. Δεν παίρνω θέση για τα συμβαίνοντα. Αναδεικνύω την εποχή. Δεν κριτικάρω θετικά ή αρνητικά. Απλά συνδέω με το χρώμα τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες. Αυτός είναι και ο ρόλος του χρώματος που χρησιμοποιώ. Οι άνθρωποι και οι ιστορίες συνδέονται με την επίχρωση.

Τι προσδίδει το χρώμα σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία;

Το χρώμα λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μιας αλυσίδας ιστοριών. Και με αυτό τον τρόπο γίνονται κοινή, συλλογική μνήμη.

Πώς προέκυψε η ιδέα της έκθεσης;

Ο καθένας μας ψάχνει στο παρελθόν τις ρίζες του και την πιο ειλικρινή έκφραση αυτών που τον συγκινούν σήμερα. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η  αθωότητα εκείνης της εποχής φέρνει νοσταλγία. Μας δίνει και μια αίσθηση ζεστασιάς. Η νοσταλγία είναι και ένα μέσο για να διατηρήσουμε την ταυτότητά μας. Προσωπικά η δουλειά αυτή ήταν και μια ευκαιρία προσωπικής συμφιλίωσης με το παρελθόν και αποδοχής μιας άλλης εποχής και νοοτροπίας. Ο υπαρξιακός αυτός τρόπος προσέγγισης του παρελθόντος αναδεικνύει την κάθε στιγμή ως μοναδική και ανεπανάληπτη. Όπως είπε ο Humphrey Bogard στην Casablanca, «θα έχουμε πάντα το Παρίσι». Θα έχουμε κάτι το οποίο αξίζει να το νοσταλγούμε και που θα είναι πάντα δικό μας. Θα είναι ο δικός μας προσωπικός θησαυρός.

Ιnfo: Πόπη Τσουκάτου, «Consanguinity». Εγκαίνια 31/1 έως 18/2. Γκαλερί 7, Σόλωνος 20 & Βουκουρεστίου, Κολωνάκι. Επιμέλεια έκθεσης: Σταύρος Καβαλλάρης.