Φωτογραφια

Ο Robert McCabe είναι ερωτευμένος με την Ελλάδα

«Αναμνήσεις & μνημεία του Αιγαίου» στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Ξεφυλλίσαμε μαζί το άλμπουμ των αναμνήσεών του. 

Ηρώ Παρτσακουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 594
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γεννήθηκε στο Σικάγο το 1934 και ξεκίνησε να φωτογραφίζει το 1939 με μια Kodak Brownie και φιλμ Verichrome. Στην Ελλάδα ήρθε για πρώτη φορά το 1954. Λάτρεψε τα τοπία, τους ανθρώπους, την αληθινή ζωή και λίγο αργότερα ερωτεύτηκε μια Αθηναία. Από τότε επέστρεψε πολλές φορές για να φωτογραφίσει το απέραντο μπλε, τους νησιώτες, την ιστορία και την ελληνική γη που τόσο αγάπησε και σήμερα επιστρέφει ξανά με την έκθεση φωτογραφίας «Αναμνήσεις & μνημεία του Αιγαίου».

Στο πλαίσιο της έκθεσης «Κυκλαδική Κοινωνία 5.000 χρόνια πριν», το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης παρουσιάζει από τις 8 Δεκεμβρίου την έκθεση του γνωστού φωτογράφου, που περιλαμβάνει δύο ενότητες με διαφορετικό θέμα αλλά με κοινό στοιχείο τις ελληνικές θάλασσες και το ρόλο που διαδραμάτισαν στις κοινωνίες των ανθρώπων του Αιγαίου ανά τους αιώνες. Η πρώτη ενότητα παρουσιάζει πτυχές της ζωής στο Αιγαίο τις δεκαετίες του 1950 και του 1960.  Τότε που η καθημερινότητα κυλούσε χωρίς ηλεκτρισμό, δρόμους, αυτοκίνητα, τηλέφωνα, τρεχούμενο νερό και οχηματαγωγά πλοία. Τότε που οι υποδομές που είχαν στη διάθεσή τους οι άνθρωποι δεν διέφεραν πολύ σε σχέση με το αρχαίο παρελθόν. Η δεύτερη ενότητα παρουσιάζει παραθαλάσσιους αρχαιολογικούς χώρους, με φωτογραφίες μεταξύ του 1954 και του 1955, όταν οι χώροι αυτοί ελάχιστα είχαν αλλάξει σε σχέση με τις περιγραφές των περιηγητών που επισκέφθηκαν την Ελλάδα τον 19ο αιώνα. Τα πιο πολλά από τα σημεία αυτά  έχουν μακρά ιστορία, κάποια ως θρησκευτικοί χώροι, άλλα ως εμπορικά κέντρα και άλλα για τη στρατηγική τους σημασία.


Ποια είναι η πιο ζωντανή σας ανάμνηση από την εποχή που τραβήξατε αυτές τις φωτογραφίες;

Οι φωτογραφίες αυτές τραβήχτηκαν σε μία περίοδο 25 χρόνων, επομένως δεν ξεχωρίζω κάποια συγκεκριμένη ανάμνηση ως την «πιο ζωντανή». Η ερώτηση, όμως, ξυπνά πολλές ζωντανές αναμνήσεις: Όταν νομίζαμε ότι θα βουλιάξουμε στο μικρό επιβατηγό πλοίο που πήραμε από Ρόδο για Κρήτη – λίγους μήνες αργότερα μάθαμε ότι το πλοίο χάθηκε σε μια τρικυμία κάνοντας ακριβώς την ίδια διαδρομή. Την ανάβαση στην Αρχαία Θήρα από το μονοπάτι της Περίσσας, το μεσημέρι μιας ανυπόφορα καυτής μέρας. Το δήμαρχος της Ίου να κοιμάται στο πάτωμα, για να κοιμηθεί κάποιος επισκέπτης στο κρεβάτι του. Την περιέργεια των παιδιών, που έβλεπαν ξένους τόσο σπάνια. Τον ιερέα σε ένα πανηγύρι στην Άνω Μερά στη Μύκονο, που μου έφερνε κάθε λίγο κι από ένα άλλο ποτήρι κρασί, ενώ εγώ προσπαθούσα να φωτογραφίσω (γι’ αυτό βγήκαν άραγε τόσο καλές οι φωτογραφίες;). Τη μηχανή του καϊκιού που έσβησε στις 2.00 το πρωί κοντά στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο, όπου το 480 π.Χ. είχε βυθιστεί το ένα τρίτο του περσικού στόλου…

Έχετε πει: «Για μένα οι πιο πετυχημένες φωτογραφίες είναι αυτές που αναπαριστούν μία μορφή ποίησης […] τέτοιες φωτογραφίες μπορούν να προκαλέσουν στις ψυχές μας πολλά περισσότερα απ’ όσα μπορεί το άμεσο οπτικό περιεχόμενο της φωτογραφίας». Βλέποντας αυτές τις φωτογραφίες σήμερα ποιες είναι οι σκέψεις και τα συναισθήματά σας;

Ενώ πολλές από τις φωτογραφίες της έκθεσης έχουν χαρακτήρα ντοκουμέντου, πολλές έχουν ποιητικό περιεχόμενο για μένα. Η ποίηση σε μια εικόνα είναι ένα πολύ προσωπικό πράγμα, έτσι κάθε θεατής πρέπει να αποφασίσει τι είναι ποιητικό για εκείνον. Πάντως για μένα η εικόνα των δύο αγαπημένων μου φίλων να κάθονται σε ένα ερείπιο του αρχαίου τείχους στην Αρχαία Θήρα αγναντεύοντας τους αμπελώνες κοντά στην Περίσσα είναι ποιητική. Οι φίλοι έφυγαν, οι αμπελώνες έχουν αντικατασταθεί από τσιμεντένιες βίλες και διαμερίσματα. Ένας χαμένος κόσμος. Πολύ συγκινητικό. Επίσης πολύ συγκινητική για μένα είναι η φωτογραφία του φύλακα του αρχαιολογικού χώρου στην Αρχαία Θήρα, του Γιώργου Σιγάλα, που κατευθύνεται με τα πόδια στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου, επιστρέφοντας πίσω στο χωριό μετά τη δουλειά. Πέρασε πολλές μοναχικές ημέρες μόνος με το σκύλο του στην κορυφή εκείνου βουνού και η αφοσίωση στη δουλειά του ήταν εμφανής. Μια άλλη φωτογραφία που με συγκινεί είναι εκείνη με τους χορευτές σε ένα πανηγύρι στη Μύκονο.  Ακινητοποίησε μια τέλεια στιγμή στο χορό, τόσο διαχρονική, όσο οι αγκαλιασμένες φιγούρες στην Πομπηία. Ποιητική βρίσκω επίσης τη φωτογραφία των επιβατών της οικονομικής θέσης στο κατάστρωμα του ατμόπλοιου Δέσποινα. Απηχεί τη φωτογραφία «Τhe steerage» του Στίγκλιτς, αλλά χωρίς την ταξική συνείδηση.

«Αναμνήσεις & μνημεία του Αιγαίου» Mύκονος 1955. Σε ένα πανηγύρι στην Άνω Μεριά.

Mύκονος 1955. Σε ένα πανηγύρι στην Άνω Μεριά.

Σ’ αυτές βλέπετε το νεότερο εαυτό σας ή τον τρόπο που αντιλαμβανόσασταν, τότε, τον κόσμο;

Μια σειρά σκέψεις μού έρχονται στο νου. Η πρώτη είναι γιατί δεν είχα πάρει μαζί μου περισσότερο φιλμ! Όμως, ο κόσμος των ελληνικών νησιών μού φαινόταν τόσο σταθερός τότε, τόσο ανθεκτικός στην αλλαγή, που με έκανε να πιστεύω, αφελώς, ότι θα μπορούσα να επιστρέφω κάθε χρόνο και να φωτογραφίζω όποτε θέλω αυτά τα απίστευτα μέρη. Κάθε φορά που ανακαλύπταμε ένα παρθένο χωριό, με τη δική του ξεχωριστή κουλτούρα και παραδόσεις, που δεν το είχε επισκεφτεί ποτέ πριν κάποιος ξένος, αισθανόμασταν σαν εξερευνητές στον Αμαζόνιο. Όσο για το πώς αντιλαμβανόμουν εγώ τότε τον κόσμο στις πρώτες μου επισκέψεις το 1954 και το 1955, συνειδητοποιώ πόσο λίγο αντιλαμβανόμουν τον τρόπο που λειτουργούσε ο κόσμος. Παρακολουθούσα μαθήματα, όπου οι καθηγητές παρουσίαζαν διάφορες υποθέσεις, αλλά δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να τις αξιολογήσω παρά μόνο πολύ αργότερα.  

Πώς θα περιγράφατε την Ελλάδα του ’50 και του ’60;

Η Ελλάδα ήταν πολύ φτωχή, πολύ φιλόξενη και ανέγγιχτη, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Ήταν πολύ φωτογενής, χωρίς τουρίστες. Τα νησιώτικα χωριά ήταν συνήθως ερημωμένα, καθώς οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά, αλλά η κουλτούρα των νησιών ήταν σχεδόν ανέπαφη, με τη δική τους αρχιτεκτονική, μουσική, ποίηση, χορό, κεντήματα, κουζίνα, γιορτές, πανηγύρια κ.λπ. Οι οικονομίες τους βρίσκονταν σε ισορροπία με τη γη τους, ενώ το νερό και οι αλιευτικοί τους πόροι ήταν καλά συντονισμένοι με τα εμβάσματα από ναυτικούς και μετανάστες. Πραγματικά δεν υπήρχε κάτι να μη σ’ αρέσει. 

Αν επισκεπτόσασταν ξανά σήμερα αυτά τα μέρη, τι θα φωτογραφίζατε;

Θα φωτογράφιζα μόνο το αυθεντικό. Δεν θα έβγαζα τουρίστες και τουριστικές εγκαταστάσεις. Θα επέλεγα τοπία χωρίς τουριστική υποδομή, τους ντόπιους στην καθημερινότητά τους και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. 

Οι δεσμοί σας με την Ελλάδα παραμένουν δυνατοί; Θα λέγατε ότι σήμερα έχουμε παντελώς χάσει κάτι από αυτά που δείχνουν οι φωτογραφίες σας;

Είμαι συνδεδεμένος με την Ελλάδα περισσότερο από ποτέ και περνώ εδώ περισσότερο χρόνο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Πράγματι, αυτό που χάνεται είναι η αυθεντικότητα, οι μοναδικές τοπικές κουλτούρες, που αναπτύσσονται και ακμάζουν εδώ και εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες χρόνια. 

Φωτογραφίζετε την Ελλάδα και τους ανθρώπους της εδώ και πολλά χρόνια, τι έχετε μάθει γι’ αυτό τον τόπο;

Έμαθα ότι η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα με μικρό πληθυσμό, με πλούσια όμως φυσική ομορφιά, μεγάλη ιστορία και μεγάλο πολιτισμό. Με ενδιαφέροντες ανθρώπους και όμορφες θάλασσες που είναι παραπάνω από αρκετές για μια ζωή, ειδικά αν λάβουμε υπόψη τις τρομακτικές καταγραφές του αριθμού επισκεπτών στα νησιά. Οι Έλληνες παντρεύτηκαν τη θάλασσα εκατοντάδες χρόνια πριν και αυτός ο γάμος παραμένει ανέπαφος. Αυτή η σχέση έχει προξενήσει το ενδιαφέρον μου και τώρα δουλεύω ένα βιβλίο με φωτογραφίες που την καταγράφουν. Έχω διασχίσει τρεις φορές τον Ατλαντικό πάνω σε ελληνικά εμπορευματικά φορτηγόπλοια και μπόρεσα να καταγράψω τη ζωή στα πλοία. Έχω επίσης καταγράψει τη ζωή σε καΐκια, γιοτ, ψαρόβαρκες, λέμβους και ατμόπλοια – και σε λιμάνια κάθε πιθανού μεγέθους και σχήματος. Όταν επισκέφτηκα την Κάσο, το 1965, το «λιμάνι» για εκείνους που ταξίδευαν στον Πειραιά ήταν ένας γλιστερός βράχος από τον οποίο πηδούσες σε μία μικρή λέμβο. Μόλις ανακάλυψα ότι το έχω τραβήξει σε μία φωτογραφία. 

«Αναμνήσεις & μνημεία του Αιγαίου» Πύλος 1955. Ο Piet de Jong, σπουδαίος εικονογράφος της αρχαιολογίας και αρχιτέκτονας, εργάζεται στο μουσείο της Χώρας σε υλικό από την ανασκαφή στο Παλάτι του Νέστορος, υπό τη διεύθυνση του Carl Blegen.

Πύλος 1955. Ο Piet de Jong, σπουδαίος εικονογράφος της αρχαιολογίας και αρχιτέκτονας, εργάζεται στο μουσείο της Χώρας σε υλικό από την ανασκαφή στο Παλάτι του Νέστορος, υπό τη διεύθυνση του Carl Blegen.

Τι πιστεύετε για τη σχέση του σύγχρονου Έλληνα με την πολιτιστική του κληρονομιά;

Δεν μπορώ να γενικεύσω. Νομίζω ότι κάθε Έλληνας που γνωρίζω αλληλεπιδρά διαφορετικά με το ελληνικό παρελθόν, είναι μία σχέση που φτάνει από το πάθος μέχρι την αδιαφορία.  

Από όλα τα μέρη της Ελλάδας που έχετε επισκεφτεί και φωτογραφίσει, ποιο ήταν αυτό που προκάλεσε αυτό το βαθύ δέσιμο με τη χώρα;

Το Αιγαίο Πέλαγος και η όμορφη, γοητευτική Αθηναία που παντρεύτηκα.

Με μια δυο λέξεις, τι σημαίνει Ελλάδα για εσάς;

Με μία μόνο λέξη: σπίτι. 

Μία σκέψη για τις δύσκολες στιγμές της χώρας και για το πώς μπορούμε να βγούμε από αυτή την κατάσταση;

Όταν ήρθα για πρώτη φορά εδώ, θυμάμαι ένα συχνό επαναλαμβανόμενο μοτίβο: η Ελλάδα είναι μία όμορφη χώρα, αλλά φτωχή, και τότε ο ομιλητής θα ένωνε δύο δάχτυλα για να αποτυπώσει την έλλειψη χρημάτων. Τότε η Ελλάδα ευημερούσε, αλλά τώρα φλερτάρει ξανά με την ένδεια. Ένα μέρος της λύσης είναι να στηρίξουμε τους επιχειρηματίες που θα δώσουν δουλειά στον κόσμο, ειδικά τις επιχειρήσεις που θα φέρουν ξένο συνάλλαγμα στη χώρα. Ένα άλλο μέρος της λύσης θα ήταν να μελετήσουμε ποιες διεθνείς εταιρείες θα μπορούσαν να έχουν πλεονεκτήματα αν δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα, πηγαίνοντας στη συνέχεια στο εξωτερικό να εμπορευθούν τα εξαιρετικά γνωρίσματα της χώρας. Σε αυτούς τους καιρούς, η Ελλάδα θα πρέπει να προστατεύσει τις αρχαιότητες και τους αρχαιολογικούς χώρους που δεν έχουν ακόμα ανασκαφεί, την παραδοσιακή κατασκευή ξύλινων καϊκιών, που απειλούνται θανάσιμα από κάποια γελοία ευρωπαϊκά προγράμματα, την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, τη γεωργία των νησιών της, τα πέτρινα μονοπάτια και γεφύρια στα νησιά και την ηπειρωτική Ελλάδα (η Πάτμος άθελά της κατέστρεψε ένα τουριστικό αξιοθέατο κλείνοντας ένα αρχαίο πέτρινο μονοπάτι, που κατά τη γνώμη μου πρόσφερε την πιο όμορφη βόλτα στον κόσμο, πάνω από μία παρθένα ακτογραμμή που έκοβε την ανάσα. Τώρα έχει γίνει δρόμος και χώρος στάθμευσης). Πρέπει να προστατευθούν επίσης η Πλάκα, τα Αναφιώτικα και παρόμοιες γειτονιές άλλων ελληνικών πόλεων και φυσικά οι παραλίες και οι ακτές. 

«Αναμνήσεις & μνημεία του Αιγαίου» Λίνδος, Ρόδος. 1954. Ερείπια της ελληνικής στοάς στην Ακρόπολη.

Λίνδος, Ρόδος. 1954. Ερείπια της ελληνικής στοάς στην Ακρόπολη.

Robert McCabe

Πορτραίτο του φωτογράφου


Info: «Robert McCabe - Αναμνήσεις & μνημεία του Αιγαίου», 8/12 - 19/1, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Νεοφύτου Δούκα 4, Βασιλίσσης Σοφίας & Ηροδότου 1, 2107228321-3

Περισσότερες πληροφορίες στο guide της Αthens Voice εδώ.