Εικαστικα

Εμφυλιοπολεμικές υστερίες στο ΕΜΣΤ

Συνυπάρξεις με άποψη ή προσωπικές στρατηγικές; Η ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια επισκέφθηκε το κτίριο και σχολιάζει.

Νάντια Αργυροπούλου
ΤΕΥΧΟΣ 527
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο συνεχής ευαγγελισμός και μια απλή αναγγελία

«Σκεφτόμουν ότι τώρα ξέρω πώς είναι το να αναδύεται ένα μουσείο ως μεγαλύτερο αλλά και καλύτερο μέσα από την εξαιρετικά επώδυνη διαδικασία της δημιουργίας του νέου κτιρίου του. Τώρα ξέρω τι σημαίνει όταν αρχιτέκτονας, διοικητικό συμβούλιο, διευθυντής και επιμελητές βρίσκονται συντονισμένοι και με σωστές προτεραιότητες. Όταν μια τέτοια δομή ανοίγει, μια εντύπωση μεταμόρφωσης κυριαρχεί σε πραγματικό χρόνο... ο πολιτιστικός μεταβολισμός της πόλης μοιάζει να επιταχύνεται αισθητά, καθώς μάλιστα όσοι μιλούν επιβεβαιώνουν διαδοχικά τη σημασία της τέχνης για την κοινωνία».

Ένα άρθρο για την πολύ πρόσφατη συνέντευξη τύπου με θέμα το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Αθήνα (16/5/2015) θα μπορούσε να αρχίζει έτσι. Το απόσπασμα είναι ωστόσο από το άρθρο της Roberta Smith στην εφημερίδα «The New York Times» (30/4/2015) με αφορμή τα θυρανοίξια του νέου κτιρίου του Whitney Museum of American Art πριν λίγες μέρες. Θα μπορούσε να γραφτεί κάτι ανάλογο στα καθ’ ημάς;

Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια που διάλεξε και ο αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης στην παραπάνω συνέντευξη ανταποκρινόμενος σε ερώτηση για την εργασία εθελοντών στο Μουσείο – «θα σας απαντήσω όχι σαν να ζούμε στο Μανχάταν αλλά στην Ελλάδα του 2015». Σωστά. Η έμφαση, λοιπόν, στην «Ελλάδα» και στο «σήμερα».

Αν και δεν κληθήκαμε για να γιορτάσουμε θυρανοίξια αλλά για να γίνουμε «ευαγγελιστές» καλών νέων, η πρόσκληση στο εντυπωσιακό κτίριο και στην υπόσχεση κάποιου τέλους στην περιπέτειά του ήταν εξαιρετικά σημαντική για τη χώρα, στην παρούσα συνθήκη ειδικότερα. Αν εξαιρέσει όμως κανείς τα μιντιολαγνικά παραλειπόμενα της ημέρας εκείνης, όχι ο μεταβολισμός αλλά ούτε καν ο σφυγμός της κοινωνίας, ή έστω μιας κρίσιμης μάζας, δεν φαίνεται να άλλαξε στο ελάχιστο.

Και οι λόγοι είναι πολλοί, σπουδαίοι, διαχρονικού χαρακτήρα και κυρίως παρόντες με τρόπο εξαιρετικά πιεστικό και αναφορά σε περισσότερους από τους λίγους σχετικά ανθρώπους που συναντώνται συνήθως γύρω από τα εικαστικά δρώμενα.

image

Το "συναρπαστικό φάντασμα"

Δεν υπήρξα οπαδός του εθνικού «οράματος» για το κτίριο του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Έτσι, αν και σταθερά προσηλωμένη στη σημασία των στοιχειωμάτων, δεν αναγνώρισα «το συναρπαστικό φάντασμα» που είδε ο υπουργός σε σχέση με την πολυετή κατασκευή του. Διατύπωσα επανειλημμένα και δημόσια την άποψη ότι το κτίριο-ως-ιερό-δισκοπότηρο έκανε κακό στην ίδια την υπόθεση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και την αδήριτη ανάγκη ίδρυσης και λειτουργίας του.

Με κάποιο μοναδικά ελληνικό τρόπο έπνιγε την προοπτική του, εγκλώβιζε τις στρατηγικές του, απομυζούσε την ενεργητικότητα των ανθρώπων που δούλευαν με καλή πρόθεση γι’ αυτό, συντηρούσε μια πλασματική και αχρείαστη στην τέχνη αίσθηση «ευταξίας» και έδινε στην πολιτεία ένα πρόσχημα για το «καλώς έχειν» της σχέσης της με το σύγχρονο πολιτισμό.

Πίστευα ότι στην πορεία για ένα μόνιμο χώρο το «μειονέκτημα» της έλλειψης στέγης, ήταν το συγκριτικό, ιστορικό πλεονέκτημά μας για ένα μουσείο ελεύθερο, νομαδικό, τολμηρό, ένα μουσείο πρόσφυγα, ανοιχτό σε πειραματισμούς, κοντά στο σύγχρονο σε όλες τις εκφάνσεις του, μέσα στην κοινωνία, σε συνεργασίες και με συνυπάρξεις, με άποψη και χωρίς εξισορροπιστικές ή προσωπικές στρατηγικές, ένα μουσείο ως αλλαγή παραδείγματος για τον 21ο αιώνα. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα γενναίο και ενδιαφέρον για ευρύτερες κριτικές πλατφόρμες πολιτικοκοινωνικό πείραμα, σε εποχές μάλιστα που θεσμικά μεγαθήρια ενδύονται παγκοσμίως την περιβολή «του δρόμου» και διανθίζουν τη διαχείριση χιλιάδων τετραγωνικών με εναλλακτικά project spaces και άλλα ευρήματα του είδους.

image

«Δώστε μου ένα εργαστήριο και θα ξεσηκώσω τον κόσμο» τιτλοφορείται ένα άρθρο του Bruno Latour. Ακόμη και αν αυτή δεν είναι παρά μια ακόμη επιστημονική άποψη αβέβαιης πολιτιστικής εφαρμογής, έχω τη δυσάρεστη εντύπωση ότι οι εξελίξεις στο μουσείο δικαίωσαν σε ένα βαθμό τουλάχιστον ανάλογες ανησυχίες. Σκοπιμότητες και λαϊκισμοί περίσσεψαν διαχρονικά ενώ το πρόγραμμα του ΕΜΣΤ, θύμα της τερατώδους έμφασης στο κτιριακό του μέλλον, αν και φιλότιμα παρόν και με καλές στιγμές, υπήρξε συγκριτικά εσωστρεφές, στρατηγικά ασαφές, σχετικά αδύναμο και χωρίς σημαντικό διεθνή λόγο ή την κριτική παρουσία της διεθνούς επιμελητικής κοινότητας. Έτσι αυτό το ίδιο πολυπόθητο μέλλον, με ειρωνική διαστροφή, κατανάλωσε και τους οραματιστές του, ενώ για άλλη μια φορά η συζήτηση για το χαρακτήρα και τη στρατηγική του μουσείου ως ζωντανού οργανισμού εκφυλίστηκε σε οπαδικές, εμφυλιοπολεμικές υστερίες για το γήπεδο και τον προπονητή, αδικώντας όλους και όλα.

Δεν θα διανοηθώ να μπω εδώ στη δημόσια συζήτηση για τις εξελίξεις και αλλαγές στο ΕΜΣΤ: ποτέ ένα τόσο σημαντικό θέμα δεν αντιμετωπίστηκε με τόση περίσσια σαχλαμάρας από όλες τις πλευρές. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ο ανοικονόμητος λόγος που καταναλώθηκε έκανε τουλάχιστον απεχθές το θέμα του πολιτισμού για το ευρύτερο κοινό, αδίκησε τελικά την ίδια την κ. Καφέτση στις κορόνες υποστήριξής της και ανέδειξε εν πολλοίς ως επιπόλαιους όσους ασχολούνται με τα εικαστικά, ειδικότερα καθώς η ελεύθερη, ανοιχτή συζήτηση που όφειλε να έχει γίνει εγκαίρως για την ταυτότητα και λειτουργία του μουσείου, δεν υπήρξε στην πραγματικότητα αίτημα προτεραιότητας κανενός.

«Η ελληνική γραμμή» και η διάστασή της

Με διάθεση ανεξήγητης αισιοδοξίας, θα ήθελα να χρησιμοποιήσω την αναφορά του Νίκου Ξυδάκη στην «ελληνική γραμμή» (αποσυνδέοντάς την προσωρινά από τον αυτόχειρα Περικλή Γιαννόπουλο), για να επισημάνω τα κοινά στοιχεία που εντόπισα ανάμεσα στους ομιλητές στη συνέντευξη τύπου για το ΕΜΣΤ και να σημειώσω τα πιθανώς θετικά χαρακτηριστικά μιας κοινής «ελληνικής διάστασης» η οποία ανοίγεται πάνω στη γνώση και την κατανόηση.

• Το μουσείο πρέπει να ανοίξει το συντομότερο δυνατό, όπως συνομολογήθηκε το Σάββατο. Όλοι πρέπει να κάνουν ό,τι τους αναλογεί γι’ αυτό συμπεριλαμβανομένης και της ιδρυτικής διευθύντριας κ. Καφέτση, σε μια κίνηση γενναιόδωρης κατάφασης εκ μέρους της, κίνηση αντάξια της επίμονης, πολύχρονης και σεβαστής εργασίας της.

Έτσι ίσως πάψουμε να υπνοβατούμε όλοι μέσα στα μπετά του και σκεφτούμε πιο καθαρά και υπεύθυνα την ουσία της κοινωνικής ταυτότητας και δημόσιας λειτουργίας του.

• Αν και η κοινή ανάγκη πιέζει, το μουσείο πρέπει να ανοίξει με συγκεκριμένη θέση για το χαρακτήρα του, με μουσειολογική-μουσειογραφική μελέτη και αν όχι με όλα τα υλικά και έργα του πάντως με τα δραστικά στοιχεία που θα δηλώνουν ευφυώς και υπεύθυνα τι θα ήθελε να είναι μέσα στον 21ο αιώνα και εντός ενός απολύτως συνδεδεμένου κόσμου. Ο κάθε εμπλεκόμενος θα κριθεί από την ικανότητά του να επινοήσει και να ενεργοποιήσει αυτά τα στοιχεία, η δε ελληνική πολιτεία από την ικανότητά της να μην εμπλακεί παρά εξασφαλίζοντας την ευημερία του μουσείου και προστατεύοντας την ελευθερία του.

• Οι δημόσιοι φορείς, όπως άλλωστε συμβαίνει παντού, πρέπει να έχουν διοικήσεις που να προκύπτουν μέσα από διεθνείς διαγωνισμούς (ή ανάλογες προσκλήσεις ενδιαφέροντος) και ίσως ενίοτε και τη διάκριση καθηκόντων που να επιτρέπει τη μέγιστη διοικητική, καλλιτεχνική και οικονομική ανάπτυξή τους. Και σε αυτό το σημείο μουσείο και πολιτεία συμφώνησαν, όπως φάνηκε από τις δηλώσεις υπουργού και διευθύντριας ενώπιον όλων. Ωστόσο ο πρώτος μόλις διόρισε νέο διευθυντή στο Εθνικό Θέατρο, ενώ η διευθύντρια του ΕΜΣΤ ανέλαβε πριν λίγους μήνες μετά από μια αντίστοιχη πολιτική πρόσκληση. Ακριβώς όπως είχε αναλάβει και η προκάτοχός της. Είναι φανερό ότι μέχρι η ελληνική πολιτεία να δημιουργήσει το πλαίσιο και ικανές συνθήκες για την ιδανική και δοκιμασμένη διεθνή πρακτική προέχει η συνεννόηση, η διάκριση ρόλων και ο συντονισμός δράσεων, και τελικά ο αλληλοσεβασμός στις περιπτώσεις διαφωνίας.

• Το ΕΜΣΤ εκκολαύθηκε «στο νου, στις καρδιές και στα μάτια» των ανθρώπων και «είναι πυκνωτής σχέσεων», όπως με λυρισμό περιέγραψε ο Νίκος Ξυδάκης. Η Κατερίνα Κοσκινά υπερθεμάτισε και σκιαγράφησε ένα μουσείο απολύτως ανοιχτό στην κοινωνία, στη δημόσια θέα και συμμετοχή και σε πολλαπλές συνέργειες. Μένει μάλλον στην άμεσα ενδιαφερόμενη καλλιτεχνική κοινότητα (με όλους όσοι τη συνθέτουν) αλλά και στις ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες άλλωστε αποτέλεσαν ιστορικά υλικό κριτικής σκέψης για τη μουσειακή πρακτική, να ενδιαφερθούν ειλικρινά για ένα μουσείο ζωντανό και ζωτικό.

image

Πιστεύετε στους αγγέλους;

Η εμφυλιοπολεμική τακτική που κυριαρχεί στο δημόσιο λόγο τελευταία δεν έχει κανένα από τα μεταιχμιακά χαρακτηριστικά μιας πραγματικά ενδιαφέρουσας διαφοράς απόψεων. Είναι προπαγανδιστική, μονότονη, αποβλακωτική και ως τέτοια επικίνδυνη. Όχι για την κουλτούρα αλλά για τη ζωή και την αξία της.

Η πραγματικότητα, σε άλλα πολιτιστικά σύμπαντα, έχει ήδη αλλάξει δραστικά όχι μόνο τις μεθόδους και το χρόνο αλλά την ίδια την έννοια και υπόσταση του «μουσείου», έχει διεγείρει την αίσθηση συλλογικής ευθύνης τοποθέτησής του στο συμφραζόμενο δημοκρατικών πολιτικών. Χρησιμοποιεί το παράδειγμα της πιο προηγμένης επιστήμης για να ανακαλύψει ζωογόνους σπινθιρισμούς και να δοκιμάσει νέες πρακτικές επικοινωνίας, να δημιουργήσει παιδαγωγικές ριζοσπαστικής επινόησης και να φανταστεί «περίπου αντικείμενα» ως αγγέλους-μεσολαβητές (με την έννοια της βαθιά ανθρωπιστικής θεωρίας του Michel Serres).

Εμείς εδώ διαγκωνιζόμαστε ακόμη και μάλιστα με αφορμή την κρίση και όρους υπερβατικούς για την πατρότητα της «πολιτικής τέχνης» και έτσι, για τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από τη στείρα χειραγώγηση των έργων της.

Ο εμφανώς παραμελημένος και μάλλον παρεξηγημένος όρος «σύγχρονης» στον τίτλο του ΕΜΣΤ μένει να ερμηνευτεί από όλους και για όλους, και αυτό, αν και γεγονός κατώτερο πιθανώς ενός ευαγγελισμού, είναι ωστόσο η απλή αναγγελία μιας στοιχειώδους και επείγουσας ανάγκης στην οποία πρέπει να έχει λόγο το μουσείο.

image

image

image

Γιαννούλης Χαλεπάς, «Άγγελος», 1933

Μαύρο μολύβι σε χαρτί τηλεγραφήματος κολλημένο σε πράσινο χαρτόνι, 32χ21 εκ. (από τη βιβλιογραφία Γουλάκη - Βουτυρά)