- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
PHILIP TARLOW Αθήνα από καρδιάς
Με αφορμή την έκθεσή του (και το εξώφυλλό μας) ο ζωγράφος Philip Tarlow θυμήθηκε για την A.V. ιστορίες από τα παλιά
Ο Αμερικανός ζωγράφος («γεννήθηκα στο Μπρούκλιν αλλά οι παππούδες μου ήταν Εβραιορώσοι από το Κίεβο») έζησε στην Αθήνα από το 1963 ως το 1979 – περίοδο που ήταν παντρεμένος με τη Μαρίνα Καραγάτση. Σήμερα επισκέπτεται συχνά την Αθήνα τόσο για να βλέπει τα εγγόνια του, τα παιδιά του γνωστού ηθοποιού Δημήτρη Τάρλοου, όσο και για τις ελληνικές εκθέσεις του. Εξάλλου η Αθήνα είναι η πρωταγωνίστρια στη νέα του δουλειά – λουσμένη σε ένα υπέροχο φως, απόκοσμα «γαλήνια» και αριστοκρατική.
Η ζωή σας όταν μένατε στην ΑΘήνα; Ήρθα και σχεδόν αμέσως έγινε η χούντα – ξυπνήσαμε ένα πρωί και το ραδιόφωνο έπαιζε στρατιωτική μουσική. Η Μαρίνα είπε: «πραξικόπημα». Ήμουν ένας Αμερικάνος με αντιαμερικανικά αισθήματα. Αυτή η εμπειρία ήταν ένα μάθημα που ενίσχυσε τα αποθέματα της ανθρωπιάς μου.
Παρεμπιπτόντως, τα ελληνικά σας είναι πάρα πολύ καλά. Όταν ήρθα δεν ήξερα ούτε μία λέξη. Ένα βράδυ καθόμασταν εδώ στο Κολωνάκι σε ένα καφέ με τον Άγγελο Δεληβοριά, τον Σακελλαράκη και άλλους και μου λέει ο Άγγελος, ύστερα από 3-4 φορές που η παρέα είχε κάνει τον κόπο να μιλήσει στα αγγλικά: «Τώρα, Φίλιππε, τέρμα τα ψέματα. Αν θες να είσαι στην παρέα μας, πρέπει να μάθεις ελληνικά».
Τι ζωγραφίζατε τότε; Έμενα στο Κολωνάκι και το ατελιέ μου ήταν πάνω από τους Αέρηδες στην Πλάκα, αλλά ζωγράφιζα τοπία της Άνδρου, όπου πέρναγα με τη Μαρίνα τα καλοκαίρια, και τον Πειραιά. Την Αθήνα άρχισα να τη ζωγραφίζω όταν έφυγα και η εικόνα της είχε κατασταλάξει πια μέσα μου. Πέρυσι το χειμώνα θέλησα συνειδητά να μαζέψω νέο υλικό. Πιάσαμε ένα διαμέρισμα με τη γυναίκα μου και σηκωνόμασταν στις 6-7 το πρωί. Τριγυρνούσαμε στην πόλη με μια φωτογραφική μηχανή και μπλοκ σημειώσεων. Το έργο με την Πανεπιστήμιου είναι από ένα χειμωνιάτικο πρωινό – ο ήλιος μόλις έβγαινε, φύσαγε ο βοριάς, ο αέρας ήταν καθαρός και οι σκιές σαν ξυράφι. Οι μόνοι που υπήρχαν εκείνη την ώρα στο μεγάλο δρόμο ήταν οι άνθρωποι που περίμεναν το λεωφορείο. Και αυτό είναι για μένα «η ποίηση της καθημερινότητας» (σ.σ. ο τίτλος της έκθεσης).
Η αμερικάνικη θεματολογία σας; Η ζωγραφική αρχίζει πάντα από μια συγκίνηση. Στο Κολοράντο, όπου το σπίτι μου είναι στην ύπαιθρο, πηγαίνω στο ποτάμι μέσα σε ένα φοβερό τοπίο και ζωγραφίζω εκεί – αυτή είναι η έμπνευσή μου.
Οι επιρροές σας; Η πρώτη επιρροή στην τέχνη μου ήταν ο Τσαρούχης, τον οποίο γνώρισα το ’69. Ήταν πάντα είρων μαζί μου, αλλά με την καλή έννοια. Δεν μου έλεγε ας πούμε «Μπράβο Τάρλοου! Ωραίο έργο», αλλά «Αχ! Αν μπορούσα να κάνω κι εγώ να κάνω κάτι τόσο καλό…». Πήγαινα συχνά στο ατελιέ του παρατηρώντας τον την ώρα που ζωγράφιζε. Με φώναζε σπιούνο επειδή κοιτούσα πολύ προσεχτικά τα χρώματα και τα εργαλεία του. Τον ρωτούσα «Πώς το έβγαλες αυτό το χρώμα;» ή «Αυτό το φόντο πώς το έφτιαξες;». Στην ερώτηση με το φόντο δεν μου απαντούσε ποτέ. Μου έλεγε κάτι το οποίο είναι πια και η δική μου αρχή: «Το πιο σημαντικό στοιχείο σε ένα έργο είναι το φόντο. Αυτό πρέπει να το βρεις μόνος σου». Από τους Έλληνες, με επηρέασαν ακόμα η τότε πεθερά μου, η ζωγράφος Νίκη Καραγάτση, και ο Γιώργος Μανουσάκης. Σήμερα θεωρώ εξαιρετική τη video art, καταπληκτικό εργαλείο στα χέρια μας τα ψηφιακά μέσα, αλλά όχι και την conceptual art – αυτή «δεν με πιάνει».
Η σχέση σας με τη Νίκη Καραγάτση; Βγαίναμε πολύ συχνά έξω και ζωγραφίζαμε. Δεν ήξερε να οδηγεί και έτσι έπαιρνα εγώ το αυτοκίνητο. Της άρεσε πολύ να πηγαίνουμε σε ένα τσίρκο Γ’ κατηγορίας που ερχόταν τότε κάπου στο Φάληρο. Ένα τσίρκο από την Ανατολική Ευρώπη σκέτο αριστούργημα για την έμπνευση μας. Ζωγραφίζαμε εκεί επιτόπου. Όταν η Νίκη πήγαινε σε μια έκθεση έβρισκε πάντα κάτι καλό να πει στον καλλιτέχνη, ακόμα και αν δεν της άρεσε το σύνολο. Του έλεγε ας πούμε: «Μου αρέσει πολύ όπως έκανες αυτό το παπούτσι». Μας εμψύχωνε όλους. Στο Φασιανό όταν δεν μπορούσε να μπει στη Σχολή Καλών Τεχνών τού έλεγε «Να συνεχίσεις, είσαι πολύ καλός ζωγράφος».
Σήμερα τι εικόνα σάς δίνει η ΑΘήνα; Λυπάμαι παρά πολύ για τα τόσα ωραία κτίρια που έχουν αφεθεί στην τύχη τους, όπως λυπόμουν τότε που ζούσα εδώ για εκείνα που γκρέμιζε η χούντα. Ήμουνα εκεί την ώρα που έπεφτε το θερινό θέατρο στο Φάληρο – κάποτε το είχα ζωγραφίσει.
Ακούγεστε διχασμένος ανάμεσα στην παλιά και τη νέα εικόνα… Αυτό συμβαίνει πια στο μυαλό μου και στην καρδιά μου: ζω μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια, μια Αθήνα που την άνοιξη μύριζε ολόκληρη λεμονιές, που οι καλλιτέχνες ήταν ενωμένοι με έναν τρόπο που σήμερα δεν υπάρχει. Όταν επιστρέφω όλα αυτά μου λείπουν. Αυτή η έκθεση είναι τρόπον τινά σαν την αυτοπροσωπογραφία μου – αντικατοπτρίζει την εικόνα που έχει η καρδιά μου για την Αθήνα, μια εικόνα που έχει χαθεί. Τα μόνα στοιχεία που έχουν παραμένει αμετάβλητα είναι η ζωντάνια της πόλης και το φως της.
Το πιο αγαπημένο σας σημείο από τη νέα εποχή; Tο Μουσείο της Ακρόπολης, στο οποίο πήγα για πρώτη φορά πέρσι τα Χριστούγεννα. Μάλιστα χθες το βράδυ με πήρε τηλέφωνο ο Μιχάλης Φωτιάδης. Έχω να τον δω πενήντα χρόνια, δεν τον θυμάμαι πια καλά. Με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει «Έχετε πάει στο Μουσείο της Ακρόπολης;» και του απαντάω «Φανταστικό».
Info
«H ποίηση της καθημερινότητας», έως 31/10, Σκουφά 4, 210 3643.025