Ρόζα Μπότσαρη
Πορτραίτο της Ρόζας Μπότσαρη
Εικαστικα

Ρόζα Μπότσαρη: Η καλλονή κόρη του αγωνιστή Μάρκου Μπότσαρη

Η φτώχεια, ο πόλεμος, η απουσία του πατέρα της, η αρπαγή της από τους Τούρκους, ο τίτλος της πρώτης «κυρίας επί των τιμών» της βασιλικής αυλής, ο αταίριαστος γάμος και το ιστορικό πορτραίτο
125052-280643.jpg
Έλενα Ντάκουλα
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ρόζα Μπότσαρη: Η Ελληνίδα Καλλονή της Βαυαρικής Αυλής - Η μοναδική Ελληνίδα που έχει ενταχθεί στην «Πινακοθήκη των Καλλονών» στο Ανάκτορο του Nymphenburg στο Μόναχο

Ενα νέο απόκτημα, ιδιαίτερης καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας, προστέθηκε πρόσφατα στα εκθέματα του Μουσείου Φιλελληνισμού, το οποίο ομορφαίνει ουσιαστικά και μεταφορικά την πολύτιμη συλλογή του, που ξεπερνά τα 4.500 αντικείμενα. Πρόκειται για το πορτραίτο της καλλονής του 19ου αιώνα, Αικατερίνης (Ρόζας) Μπότσαρη, κόρης του ένδοξου αγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης, Μάρκου Μπότσαρη, φιλοτεχνημένο το 1841 από τον κορυφαίο Γερμανό ζωγράφο Joseph Karl Stieler (1781-1858), κατόπιν παραγγελίας του μεγάλου φιλέλληνα Λουδοβίκου Α', βασιλιά της Βαυαρίας. 

Η «γέννηση» του πίνακα οφείλεται στον θαυμασμό που έτρεφε ο Λουδοβίκος για το κάλλος, τις τέχνες –θεωρείτο μαικήνας των τεχνών– αλλά και το γυναικείο φύλο. Υποδεχόμενος τη νύφη του, βασίλισσα Αμαλία, στο Μόναχο, εντυπωσιάστηκε τόσο από την ομορφιά της Πρώτης Κυρίας επί των Τιμών που τη συνόδευε, της Αικατερίνης (Ρόζας) Μπότσαρη, που ανέθεσε αμέσως στον ζωγράφο Stieler να φιλοτεχνήσει το πορτραίτο της, προκειμένου αυτό να ενταχθεί στην «Πινακοθήκη των Καλλονών» στο Ανάκτορο του Nymphenburg στο Μόναχο, το οποίο σήμερα λειτουργεί ως μουσείο. Ο Stiler τη ζωγράφισε με τη φορεσιά τύπου Αμαλίας, το εντυπωσιακό κοντογούνι της οποίας φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Η έκθεση με τις 36 προσωπογραφίες, οι οποίες δημιουργήθηκαν μεταξύ 1827-1850, περιλάμβανε τις πιο όμορφες γυναίκες της αριστοκρατίας και της μεσοαστικής τάξης του Μονάχου. «Η Ρόζα Μπότσαρη ήταν η μόνη Ελληνίδα ανάμεσά τους», όπως ανέφερε, σε άπταιστα ελληνικά, ο Γερμανός Πρέσβης στην Ελλάδα κ. Andreas Kindl, στον σύντομο χαιρετισμό του, στη τελετή των αποκαλυπτηρίων. «Σήμερα θα λέγαμε ότι η Ρόζα ήταν η Μις Ελλάδα του 19ου αιώνα!» συμπλήρωσε χαριτολογώντας.

Η εν λόγω εκδήλωση πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τους απογόνους της οικογένειας Μπότσαρη. Η Ρόζα και η Μαρίλια, κόρες του Κίτσου Μπότσαρη, μικρανιψιού του ήρωα της Επανάστασης, αποκάλυψαν το έργο, ενώ λίγο πριν η νεαρή Ρόζα αφηγήθηκε, μέσα από τη σύντομη αλλά μεστή ομιλία της, την ιστορία της προγόνου της. Η δε ομοιότητά μαζί της ήταν η έκπληξη της βραδιάς. 

Το ιστορικό πορτραίτο της Ρόζας Μπότσαρη

Στα αρχεία του Nymphenburg υπάρχουν στοιχεία δεύτερης αναπαραγωγής του πορτραίτου της Ρόζας από τον Stieler, υψηλότερης μάλιστα αξίας από εκείνης του πρώτου. Η Εταιρεία για τον Ελληνισμό και Φιλελληνισμό (ΕΕΦ) και το Μουσείο Φιλελληνισμού στην Αθήνα απέκτησαν το εν λόγω έργο τέχνης τον Δεκέμβριο 2024, με αγορά από τον οίκο Cypria Auctions, σημειώνοντας παγκόσμιο ρεκόρ για την υψηλότερη αξία κατακύρωσης έργου του διάσημου προσωπογράφου Stieler.

Όπως ανέφερε ο ιδρυτής και πρόεδρος της ΕΕΦ και του Μουσείου Φιλελληνισμού κ. Κωνσταντίνος Βελέντζας, το έργο συνδέεται άμεσα με το φιλελληνικό κίνημα και η σπουδαιότητά του σχετίζεται με τρία ιστορικά πρόσωπα: με τον Φιλέλληνα, φανατικό ελληνιστή και συλλέκτη έργων τέχνης βασιλιά Λουδοβίκο Α' της Βαυαρίας (1786-1868), τον Φιλέλληνα ζωγράφο Josef Karl Stieler (1781-1858) και τον Μάρκο Μπότσαρη (1790-1823), ο θάνατος του οποίου προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση και ανέπτυξε φιλελληνικούς πόλους ανά τον κόσμο.

Για τον Λουδοβίκο Α' δήλωσε χαρακτηριστικά: «Επί βασιλείας του, το Μόναχο αναδείχτηκε καλλιτεχνικά με την ανέγερση πολλών νεοκλασικών και νεο-ουμανιστικών κτηρίων, με πρότυπο την αρχιτεκτονική της αρχαίας Ελλάδας. Ένα από αυτά είναι τα Προπύλαια του Μονάχου, το μοναδικό μνημείο, διεθνώς, αφιερωμένο στην Επανάσταση του 1821». Εκφράζοντας την αγάπη του για την Ελλάδα, ο Λουδοβίκος τάχθηκε ανοικτά και ενεργά υπέρ της ελληνικής υπόθεσης, χρηματοδοτώντας τον αγώνα, γράφοντας άρθρα και ποιήματα (άλλοτε επώνυμα και άλλοτε ανώνυμα), στέλνοντας εθελοντές και εξοπλισμό. Λέγεται ότι όταν πληροφορήθηκε τη θριαμβευτική νίκη του Γεωργίου Καραϊσκάκη στη μάχη της Αράχωβας, αναφώνησε ευτυχής: «Ανεστήθη η Ελλάς μου». Αξίζει δε να αναφερθεί η πρόνοια που έδειξε προς τα ορφανά παιδιά των αγωνιστών. Τριάντα εξ αυτών μεταφέρθηκαν στο Μόναχο, για να σπουδάσουν δωρεάν σε ανώτατες σχολές, προκειμένου να είναι σε θέση να αναλάβουν ανώτερα και ανώτατα αξιώματα στον κρατικό ιστό του τότε νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους. Ανάμεσα τους, οι γιοι του Μ. Μπότσαρη, ο γιός του Αλ. Σούτσου, του Καραϊσκάκη, του Α. Μιαούλη.

Ο ζωγράφος Josef Karl Stieler σπούδασε στη Βιέννη και διαμορφώθηκε ως μεγάλος κλασικιστής καλλιτέχνης στο Παρίσι, στο εργαστήριο του Φρανσουά Ζεράρ, μαθητή του Ζακ-Λουί Νταβίντ. Εχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους πλέον εξέχοντες προσωπογράφους, διεθνώς. Έχει φιλοτεχνήσει, μεταξύ άλλων τα πορτραίτα του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, της βασίλισσας Αμαλίας, του Μπετόβεν. 

Ο οπλαρχηγός και καπετάνιος των Σουλιωτών Μάρκος Μπότσαρης ήταν γιος του ήρωα Κίτσου Μπότσαρη και της Χρυσούλας Παπαζώτου-Γιώτη. Θεωρείτο στρατιωτική ιδιοφυΐα και ένας από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης με τη φήμη του να ξεπερνά τα ελληνικά σύνορα. Ο πρόωρος και ηρωικός του θάνατος στο Κεφαλόβρυσο της Ευρυτανίας, σε συνδυασμό με την ανδρεία, τις ηγετικές του ικανότητες, την αυταπάρνηση και την ευγένεια του χαρακτήρα του, συνέτειναν στο  να αναδειχθεί σε πρότυπο του ιδανικού ήρωα. Όπως ανέφερε ο κος Βελέντζας, «ο Μάρκος Μπότσαρης, ο οποίος ταυτίστηκε στη διεθνή κοινή γνώμη με τον Λεωνίδα της Σπάρτης, αποτελεί την κεντρική φυσιογνωμία που ενέπνευσε τη Φιλελληνική τέχνη και τον Φιλελληνισμό διεθνώς». Υμνήθηκε με ποιήματα, θεατρικά και μουσικά έργα, αλλά και αποτυπώθηκε σε πίνακες ζωγραφικής και ενδεικτικά αναφέρονται τα παρακάτω. 

Όταν ο λόρδος Βύρων επισκέφθηκε τον τάφο του Μπότσαρη στο Μεσολόγγι, ορκίστηκε ότι θα δώσει και τη ζωή του για την ελευθερία της Ελλάδος. Ο Ιούλιος Βέρν, στο μυθιστόρημά του «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα», χαρακτηρίζει τον Μπότσαρη ως τον «Λεωνίδα της σύγχρονης Ελλάδος», ο Βίκτωρ Ουγκώ τον απαθανατίζει στο ποίημα «Τα κεφάλια του σαραγιού» στη συλλογή «Τα Ανατολίτικα», ο Διονύσιος Σολωμός του αφιερώνει το ποίημα «Εις Μάρκο Μπότσαρη» και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης αναφέρεται στον θάνατο του ήρωα στο ποίημα «Η τελευταία νυξ της ζωής του Μάρκου του Μπότσαρη». Ο Ζακυνθινός μουσικός Παύλος Καρρέρ συνέθεσε την όπερα «Μάρκος Μπότσαρης», από την οποία ιδιαίτερα δημοφιλής είναι η άρια του Μάρκου «Εγέρασα, μωρές παιδιά», γνωστή και ως «Γερο-Δήμο». O Αμερικανός Φιλέλληνας ποιητής, Fitz-Greene Halleck, ο αποκαλούμενος, από τους βιογράφους του «Αμερικανός Μπάυρον», έγραψε το 1825 το ποίημα «Μάρκος Μπότσαρης» που αγαπήθηκε πολύ από το κοινό της Νέας Υόρκης. Ο ζωγράφος Ludovico Lipparini, σε πίνακά του που φιλοξενείται στο Δημοτικό Μουσείο της Τεργέστης, απεικονίζει τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη, ενώ σε πολλά μέρη της Ελλάδος και του εξωτερικού έχει δοθεί, τιμητικά, το όνομά του, όπως στον σταθμό Botzaris στο μετρό του Παρισιού (γραμμή 7, 19ο διαμέρισμα) ή σε μια πλατεία στο Στρασβούργο.

Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν παντρεμένος με τη Χρυσούλα Καλογήρου, την αποκαλούμενη «Μάρκαινα», με την οποία είχαν αποκτήσει 5 παιδιά, ένα αγόρι και 4 κορίτσια. Μία από τις κόρες, η πανέμορφη Αικατερίνη, έμεινε στην ιστορία ως Ρόζα, λόγω του ρόδινου χρώματος του προσώπου της που έμοιαζε με αληθινό τριαντάφυλλο. 

Γεννήθηκε στον Κακόλακκο Παγωνίου, ορεινό χωριό στον νομό Ιωαννίνων, ανάμεσα στο 1818 και το 1820, με πιθανότερη εκδοχή το 1819. Τα παιδικά της χρόνια ήταν δύσκολα και τα πρώτα χρόνια της ζωής της την βρήκαν, μαζί με την μητέρα της και τις αδελφές της, αιχμάλωτη των Τούρκων αρχικά στα Γιάννενα και έπειτα στη Λάρισα και στη Δράμα. Το 1822, ο πατέρας της, ύστερα από ανταλλαγή Ελλήνων ομήρων με Τούρκους αιχμαλώτους,  φυγάδευσε όλη την οικογένεια στην Αγκόνα της Ιταλίας, ζητώντας τη βοήθεια της εκκλησίας και της ελληνικής κοινότητας της πόλης, η οποία ανέλαβε μαζί με τον μητροπολίτη Ιγνάτιο τα έξοδα διαβίωσής τους. Φοίτησε στο ελληνικό σχολείο και λέγεται ότι εκεί απέκτησε το παρωνύμιο που την έκανε γνωστή ως Ρόζα, που επικράτησε του βαφτιστικού της ονόματος.

Ο απρόσμενος θάνατος του πατέρα της το 1823, σε ηλικία μόλις 33 ετών, τον κατέταξε μεταξύ των πλέον εμβληματικών ηρώων της νεοελληνικής ιστορίας, αλλά ταυτόχρονα σήμανε μια σειρά δυσκολιών για την οικογένειά του, η οποία στα μέσα της επανάστασης επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν αρχικά στη αγγλοκρατούμενη τότε Κέρκυρα και αργότερα στη Ζάκυνθο, όπου η εκπαίδευση των παιδιών συνεχίστηκε με δάσκαλο τον αγωνιστή, φιλόσοφο και ιστορικό Γεώργιο Τερτσέτη. 

Μετά την απελευθέρωση επέστρεψαν στο Μεσολόγγι, υπό την προστασία του μικρότερου αδελφού του Μ.Μ., Κώστα. Ο πόνος που προκλήθηκε από τον θάνατο της 18χρονης κόρης Αναστασίας, συνετέλεσε στο να αποφασίσει η Μάρκαινα να μετακομίσει με τις κόρες της στην Αθήνα, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης αλλά και μόρφωσης για αυτές. Ο γιος, Δημήτρης, σπούδαζε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Μονάχου, με έξοδα του βαυαρικού κράτους. 

Αν και τα οικονομικά της οικογένειας δεν ήταν καθόλου ανθηρά, το ένδοξο όνομα αλλά και ο σεβασμός που είχε ένας ολόκληρος λαός προς το θρυλικό πρόσωπο του Μάρκου Μπότσαρη, ήταν η μεγάλη κληρονομιά που τους άφησε, πολύτιμο εχέγγυο για εκείνη και τα αδέλφια της, προκειμένου σημαντικοί άνθρωποι της εποχής να τα αγκαλιάσουν με φροντίδα. Ενδεικτικά, μόλις έμαθε ο ιεραπόστολος John Hill, ιδρυτής της φημισμένης σχολής θηλέων Χιλλ, ότι η Ρόζα βρισκόταν στην Αθήνα, της ζήτησε να φοιτήσει στο σχολείο, τιμής ένεκεν, χωρίς να πληρώνει δίδακτρα. Εκτός από τις γνώσεις απέκτησε, ήλθε σ’ επαφή με την αστική τάξη της Αθήνας, μια και οι συμμαθήτριές της προέρχονταν από επιφανείς οικογένειες της πόλης. Η δε Σοφί ντε Μπαρμπουά, γνωστή ως Δούκισσα της Πλακεντίας, υπήρξε δασκάλα της για τη γαλλική γλώσσα. 

Η Ρόζα δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της. Μεγάλωσε και έζησε χωρίς τη φυσική του παρουσία αλλά αυτός, ως ζωντανός θρύλος, ήταν συνέχεια παρών στη ζωή της, μέσα από την αγάπη του κόσμου και τις τιμές που του απέδιδε ένας ολόκληρος λαός. 

Όμως δεν επαναπαύθηκε στις δάφνες της ωραίας γυναίκας ή της κόρης ενός ήρωα. Επιδίωξε την καλλιέργειά της, μέσω της εκπαίδευσης, επιθυμώντας να φανεί αντάξια του ονόματος που της κληροδοτήθηκε. Η στάση ζωής και η παιδεία της, σε συνδυασμό με την απαράμιλλη ομορφιά, την προσωπικότητά της και το «βαρύ» όνομα που κουβαλούσε, την έκαναν να κερδίζει την συμπάθεια και την εκτίμηση όλων όσοι την συναναστρέφονταν, αλλά και τη βασίλισσα Αμαλία να την επιλέξει ως Κυρία επί των Τιμών, όταν οργάνωνε τον οίκο της, ο οποίος θα λειτουργούσε σύμφωνα με το βαυαρικό εθιμοτυπικό. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που προσελήφθη στη βασιλική αυλή και εκτός από μια θαυμαστή θέση εργασίας απέκτησε οικονομική ικανότητα δυσεύρετη για τις γυναίκες της εποχής της.

Ένας από τους ρόλους της ήταν να συνοδεύει τη βασίλισσα σε επίσημες εκδηλώσεις και δραστηριότητες, καθώς και σε επισκέψεις στις διάφορες βασιλικές αυλές της Ευρώπης. Όπως προαναφέρθηκε, το ταξίδι της στο Μόναχο, το 1841, της χάρισε μια θέση στην Πινακοθήκη με τις ωραιότερες γυναίκες εκείνων των χρόνων.

Στη συνέχεια, το πρόσωπό της αποτυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό διακοσμητικών και χρηστικών αντικειμένων, όπως σε κοσμήματα, μαντήλια, αγαλματίδια, σερβίτσια από πορσελάνη. Η Ρόζα Μπότσαρη έγινε σύμβολο ομορφιάς της εποχής. Αξίζει δε ν’ αναφερθεί ότι το 1856 μια ποικιλία τριαντάφυλλου, λευκής απόχρωσης, που καλλιεργήθηκε στη Δαμασκό, έλαβε προς τιμήν της την ονομασία «Rosa Botzaris», παραπέμποντας στην εκπάγλου καλλονής γυναίκα με το ελληνικό προφίλ και το μελαγχολικό βλέμμα. Το 1844 ο Λουδοβίκος την τίμησε με χρυσό σταυρό.

Στη βασιλική Αυλή η Ρόζα Μπότσαρη έμεινε 6 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων έζησε μια παραμυθένια ζωή, εντυπωσιάζοντας με την ομορφιά, το «παράστημα της αμαζόνας», αλλά και την καταγωγή της τους ξένους επισκέπτες τους παλατιού, και γοητεύοντας όλη την Ευρώπη, όταν συνόδευε τη βασίλισσα Αμαλία στα ταξίδια της. 

Όταν το 1845 παντρεύτηκε τον Φαναριώτη στρατιωτικό Γεώργιο Καρατζά, η ζωή της άλλαξε, αρχής γενομένης με την απομάκρυνσή της από το παλάτι. Ο γάμος της με τον αυταρχικό και αυστηρό Φαναριώτη χαρακτηρίστηκε αταίριαστος και η ίδια δεν κατάφερε να ευτυχίσει μέσα σ’ αυτόν. Απέκτησαν 4 παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Η πρωτότοκη κόρη της, Αμαλία, πέθανε σε πολύ νεαρή ηλικία, γεγονός που οδήγησε την Ρόζα σε βαθιά μελαγχολία. Ο θάνατος της δεύτερης κόρης, της 18χρονης Ευφροσύνης ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Πέθανε έναν χρόνο αργότερα, το 1875, στην ηλικία των 57 ετών.

Ήταν η ίδια χρονιά που έφυγε από τη ζωή και η βασίλισσα Αμαλία.

 

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

Δειτε περισσοτερα