Η μπάντα - αποκάλυψη από την Καβάλα συστήνεται κι ανυπομονεί να σας δει live
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
![Tehom: Είδα τα τρένα για το Άουσβιτς να περνούν από Βασιλίσσης Όλγας Στρατόπεδο Άουσβιτς I. Credits: Renée Revah](/images/1920x937/1/jpeg/files/2025-01-29/renee-revah-tehom.jpeg)
Tehom: Είδα τα τρένα για το Άουσβιτς να περνούν από Βασιλίσσης Όλγας
![4754-202316.jpeg 4754-202316.jpeg](/images/120x120/3/jpeg/sites/default/files/contributor/4754-202316_0.jpeg)
Δρόμοι, άνθρωποι, στιλ, ιδέες, τάσεις, γεύσεις, ήχοι, τέχνη και urban μητροπολιτικό πρόσημο. Μια καθημερινή ανταπόκριση με όλα τα νέα και σφραγίδα 100% Θεσσαλονίκη.
Αυτό το εφιαλτικό παραμύθι δεν ξεκινά με Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη γυρισμένη, αλλά με μαύρη κλωστή. Μαύρη κλωστή δεμένη, στην ανέμη του θανάτου περιπλεγμένη, δώσε της Tehom παραμύθι απώλειας να κινήσει και μια θλιμμένη ιστορία απώλειας να αρχινίσει.
Στις 9 Απριλίου του 1941 οι Γερμανοί μπήκαν στη Θεσσαλονίκη. Από τις πρώτες μέρες εγκαινιάζουν τα αντριεβραϊκά μέτρα, με αποτέλεσμα ο Αλβέρτος Ρεβάχ να κλείσει το μαγαζί που διατηρούσε στην Πλατεία Εμπορίου και να δραπετεύσει στην Αθήνα, όπου με τη βοήθεια καλών φίλων του γίνεται εργοδηγός στα μεταλλεία του Λαυρίου. Στις 15 Μαρτίου αναχωρεί από τον παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης το πρώτο τρένο του θανάτου για τα στρατόπεδα Μπίρκεναου και Άουσβιτς της Πολωνίας, όμως μακριά από τη θηριωδία που εξελίσσεται, ο Αλβέρτος περνάει δυο χρόνια στο Λαύριο, σχετικά καλά, ήρεμος και προστατευμένος από τους Ιταλούς φίλους του. Όχι για πολύ: όταν η Ιταλία συνθηκολογεί και συντάσσεται με τους συμμάχους, τον Σεπτέμβριο του 1943, οι Γερμανοί τον συλλαμβάνουν, αν και μετά από λίγες μέρες κράτησης ο Αλβέρτος δραπετεύει και πάλι. Φτάνει με τα πόδια στην Αθήνα και βρίσκει τους δυο παλιούς του φίλους, Νίκο και Ευάγγελο Παπαδόπουλο, που χωρίς δεύτερη σκέψη τον κρύβουν σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Κολωνάκι, Κορνεάδου 50 και Μαρασλή.
Ο Ρεβάχ μαθαίνει ότι οι δικοί του μεταφέρθηκαν από τη Θεσσαλονίκη μαζί με άλλους 45.000 Εβραίους, αλλά πιστεύει, όπως όλοι πίστευαν, ότι στάλθηκαν για καταναγκαστική εργασία στην Ανατολική Ευρώπη, που λόγω του πολέμου έχει ανάγκη από εργατικά χέρια για να συνεχίσει να δουλεύει η βαριά εργοστασιακή παραγωγή της. Έτσι νομίζει ο Ρεβάχ, και γι' αυτό, όταν οι Γερμανοί φεύγουν από την Αθήνα, θέτει έναν και μόνο στόχο ζωής: να οργανώσει την επιστροφή των δικών του. Με δάνεια αγοράζει στρώματα, κουβέρτες, ρούχα, φαγητό και κάθε μέρα συγκεντρώνει οτιδήποτε βρίσκει σε εκείνη την καθημαγμένη Αθήνα. Μερικούς μήνες μετά το όνειρο τελειώνει, όταν ο Αλβέρτος μαθαίνει ότι λιγοστοί κατάφεραν να επιβιώσουν από τη φρίκη των στρατοπέδων. Μεταξύ αυτών είναι και ο Χάιμ Μπενβενίστε που γλίτωσε επειδή πριν τον πόλεμο και την άνοδο των Ναζί στην εξουσία ήταν υπάλληλος στη δούλεψη του Γερμανικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη, ένεκα άπταιστων Γερμανικών. Από τον Μπενβενίστε ο Ρεβάχ πληροφορείται τον θάνατο όλης της οικογένειάς του: της μητέρας του Σολ Βενέτσια, των αδελφών του Όλγας, Λίνας και Ισσάκ, καθώς και άλλων συγγενών... cut.
Ταξιδεύω με τα βαγόνια του θανάτου, συντροφιά με τις αναμνηστικές φωτογραφίες της οικογένειας…
Το Tehom, μια βιβλική εβραϊκή λέξη που σημαίνει αρχέγονο βάθος, είναι η ιστορία της παραπάνω οδυνηρής απώλειας που βίωσε ο Ρεβάχ και διηγήθηκα εν τάχει. Μια απώλεια, που μετουσιωμένη σε έκθεση εντός της οποίας περιπλανιέμαι στους ορόφους και τους διαδρόμους του ΜΙΕΤ, εξιστορείται από τη Ρενέ Ρεβάχ, εγγονή του Αλβέρτου. Ο μίτος ξεκινά να ξετυλίγεται την ποιητική στιγμή κατά την οποία η Ρενέ συναντά τον παππού της εκείνη ακριβώς τη στιγμή της συντριβής, που μαθαίνει από τον Μπενβενίστε πως η οικογένειά του έχει αφανιστεί. Η Ρεβάχ του υπόσχεται να τον οδηγήσει στον τόπο του εγκλήματος, τον οποίο ο ίδιος μέχρι τον θάνατό του δεν βρήκε ποτέ το κουράγιο να επισκεφτεί. Θα το κάνει η Ρενέ. Για εκείνον. Και αυτή η επίσκεψη στο ΜΙΕΤ θα σας κουρελιάσει την καρδιά.
«Σήμερα ξεκινώ για το ταξίδι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτές είναι οι πρώτες φωτογραφίες. Όπως βλέπεις, υπάρχουν ελάχιστες ανοιχτές και μακρινές λήψεις των στρατοπέδων, γιατί η φύση έχει κατακλύσει τα πάντα. Ακόμα και πρώην κρατούμενοι, που επισκέπτονται το στρατόπεδο μετά από τόσα χρόνια, ομολογούν πως δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τα σημάδια του παρελθόντος».
Η Ρεβάχ έκανε δύο διαδοχικά ταξίδια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Μπίρκεναου και Άουσβιτς. Σε κάθε βήμα της διαδρομής της εκεί, μιλά στο πρώτο πρόσωπο και απευθύνεται νοερά στον παππού της, είναι σαν να του στέλνει φωτογραφίες και να μοιράζεται μαζί του τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Καρτ ποστάλ από παλιές γαίες θανάτου, πνιγηρές εικόνες ασφυξίας και τέλους, κλειστοφοβικά καρέ που λίγο αν σταθείςαπέναντί τους κρατώντας την ανάσα σου, θα ακούσεις την Joy Division να οδηγεί τους άτυχους στο μαύρο λιβάδι με υπόκρουση χαρούμενους υποτίθεται σκοπούς.
«Νιώθω σαν λαγωνικό που ψάχνει ίχνη χρόνου. Από τους τοίχους του θαλάμου αερίων ξεπροβάλλουν μυριάδες μορφές. Μη φοβάσαι. Αυτό το παιχνίδι το έπαιζα παιδί, λέγεται το παιχνίδι της σκιάς, αλλά μην ξεχνάς πως η σκιά προϋποθέτει φως. Σε αυτόν τον φρικτό τόπο τα κτίρια έχουν μνήμη. Ο χρόνος έχει ζωγραφίσει ανθρώπινες ιστορίες. Ψάχνω για σημάδια ζωής στους παγωμένους τοίχους και ανακαλύπτω κρυμμένς φράσεις και ζωγραφιές. Η Άνια (η ξεναγός) μου είπε πως οι κρατούμενοι έφτιαχναν στους κοιτώνες σχέδια, με εντολή των Ες-Ες, έτσι ώστε, όταν στο στρατόπεδο γινόταν επιθεώρηση, όλα να δείχνουν ιδανικά… Πες μου, πώς γίνεται η ομορφιά και ο θάνατος να έχουν το ίδιο πρόσωπο;»
Με φωτογραφίες, βίντεο και κείμενα, η Ρεβάχ συνθέτει εικαστικά μια αφήγηση της επώδυνης διαδρομής της οικογένειάς της από τη Θεσσαλονίκη στο Άουσβιτς. Ακολουθεί τα ίχνη τους, στο σκοτεινό βαγόνι του τρένου που τους μετέφερε στα στρατόπεδα, στο γκρίζο τοπίο του Μπίρκεναου, στους διαδρόμους, στις σκάλες, στους κοιτώνες του Άουσβιτς και στους τοίχους των θαλάμων αερίων. Η αφήγησή της είναι συγκλονιστική.
«Ένας περαστικός άντρας ανοίγει τη βαριά σιδερένια πόρτα του βαγονιού με λοστό και τα πόδια του βυθίζονται στη σκόνη. Κοιτάζω τον φόβο κατάματα και κρεμάω υφάσματα στα παράθυρα για να τα διαπεράσει ο άνεμος και ν’ αποκτήσουν ζωή. Άγγελοι και δαίμονες φτερουγίζουν στο βαγόνι καθώς ξεσπάει μια νυχτερινή μπόρα και το φως που τρυπώνει από τις λιγοστές χαραμάδες χάνεται. Μόνο οι αστραπές φωτίζουν αποσπασματικά τον χώρο και οι σιδερένιες πόρτες βροντούν. Τρομαγμένα έντομα μπλέκονται στα μαλλιά μου και το χώμα πλημμυρίζει. Προβάλλω την παιδική σου μορφή στον τοίχο και προσεύχομαι. Είσαι τώρα στην αγκαλιά της μάνας σου και ταξιδεύετε μαζί».
Ένα λευκό πλεκτό ύφασμα, κειμήλιο της οικογένειας, είναι το νήμα που διατρέχει συνεκτικά το σύνολο και η Ρεβάχ το σκηνοθετεί έντεχνα αποδίδοντάς του διαφορετικές σημασίες. Το συναντώ απλωμένο μέσα στο βαγόνι που μετέφερε τους δικούς της στο Άουσβιτς. Συμβολικά εκπροσωπεί «το πνεύμα της οικογένειας». Έπειτα το βρίσκω χρωματισμένο με το κυανό αποτύπωμα του θανατηφόρου αερίου Κυκλώνα Β και πιο πέρα μπλεγμένο στα κλαδιά ενός δέντρου πάνω από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου. Στο τέλος της διαδρομής μου στην έκθεση το βλέπω να απλώνεται μέσα στο νερό μιας λίμνης, να τυλίγεται στο σώμα μιας γυμνής γυναίκας και να την παρασύρει στο βυθό της.
«Πάμε στο δάσος με τις λευκές σημύδες; Να γίνουμε λαγοί, να ανοίξουμε τρύπες στη γη που ξερνάει αντικείμενα- δαχτυλήθρες, πλεκτά λουλούδια, πολύχρωμα κουμπιά, φούξια σκουλαρίκια και κοσμήματα από φίλντισι. Αν θέλεις, μπορούμε να διασχίσουμε το στρατόπεδο σαν τα ελάφια, που αναγνωρίζουν όλα τα περάσματα από τα συρματοπλέγματα. Μπορούμε να μεταμορφωθούμε σε τρυποκάρυδους και να πελεκίσουμε την αγχόνη που βρίσκεται στον θάλαμο αερίων. Να έρθουμε και τη νύχτα που είμαστε μόνοι μας, να ακούσουμε τα πρώτα τιτιβίσματα των πουλιών το ξημέρωμα. Να χαθούμε στην πυκνή ομίχλη που κάνει τον ήλιο χλωμό, θαμπό, ανίσχυρο, και να βρέξουμε τα παπούτσια μας στην αγωμένη λάσπη. Ν’ ακούοσυμε το θρόισμα των δένδρων και να τρέξουμε στα ξερά φύλλα. Ν’ ανοίξουμε ένα λαγούμι, να μας τραβήξει στον πυρήνα της η βαρύτητα της μνήμης. Να γίνουμε ένα με τη φύση».
«Η αφήγηση της Ρεβάχ», παρατηρεί ο επιμελητής της έκθεσης Κωστας Αντωνιάδης, ομότιμος καθηγητής φωτογραφίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, «εκπορεύεται από μια ενδιάμεση μνήμη, ένα απόσταγμα εικόνων που διαμορφώθηκαν από τις αφηγήσεις της οικογένειάς της και τις μαρτυρίες αυτών που επέστρεψαν ζωντανοί. Ως "μετα-μάρτυρας" η ίδια, επεξεργάζεται το παρελθόν και μετουσιώνει το κληρονομημένο τραύμα σε μια τελική σκηνή εξαγνιστικής ανάδυσης του σώματος από το νερό της λίμνης, κενοτάφιο των ανθρώπων που δολοφονούνταν κατά χιλιάδες καθημερινά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης». Βγήκα στη Βασιλίσσης Όλγας μουδιασμένος.
Ρενέ Ρεβάχ, Tehom, έως τις 16 Απριλίου στο Παράρτημα του ΜΙΕΤ στη Θεσσαλονίκη (Βίλα Καπαντζή – Βασιλίσσης Όλγας 108).
Την έκθεση συνοδεύει ομότιτλη δίγλωσση έκδοση από τις Εκδόσεις ΚΑΠΟΝ και η εμπειρία της εμπλουτίζεται με έναν ακουστικό ταξίδι μέσω QR κωδικών, που προσφέρει στους επισκέπτες την ευκαιρία να περιηγηθούν βιωματικά μέσα από την αφήγηση της ίδιας της Ρενέ Ρεβάχ.
Δειτε περισσοτερα
Στιγμιότυπα κατακτητών 1941- 1944 - Η συλλογή Ασσαέλ: Παρουσίαση της έκθεσης που φιλοξενείται στο Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
O Δημήτρης, o Θανάσης, o Ιωάννης, o Τάσος και ο Χριστόφορος μιλούν για τη δημιουργία του γκρουπ τους, τη μουσική τους, τα social media και τα επόμενα σχέδιά τους.
Ένας δρόμος με σπουδαία ιστορία που κουβαλάει μια βαριά κληρονομιά
Μια μέρα γεννηθήκαμε, μια μέρα θα πεθάνουμε, το θέμα είναι τι κάνουμε στο ενδιάμεσο
«Αν και είχαμε χωρίσει, είχα τα κλειδιά του σπιτιού του. Ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη με αεροπλάνο για να του αφήσω ένα τριαντάφυλλο»