Εικαστικα

Με το Βλέμμα του Γιάννη Μετζικώφ

Ο σπουδαίος ζωγράφος, σκηνογράφος και ενδυματολόγος μιλάει για τη ζωή του, με αφορμή την έκθεση «Το βλέμμα» στην Ελληνοαμερικανική Ένωση
Έλενα Ντάκουλα
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

«Δεν υπάρχει συναίσθημα που το βλέμμα να μην εξωτερικεύει κάπως. Ακόμη και στην ιστορία της τέχνης που διδάχτηκα, το βλέμμα ήταν πάντοτε το ζητούμενο του ζωγράφου». Ο λόγος του Γιάννη Μετζικώφ, χειμαρρώδης, γεμάτος πάθος και συναίσθημα και συνάμα μειλίχιος, γλαφυρός, με μια γαλήνια σοφία αλλά και μια παιδικότητα, σε ταξιδεύει στα μαγικά μονοπάτια της τέχνης και του θεάτρου. Συναντηθήκαμε στο διαμέρισμά του στην Πλάκα, με τη μοναδική θέα της Ακρόπολης. Αφορμή η ατομική του έκθεση «Το βλέμμα», που φιλοξενείται αυτό τον καιρό στην Ελληνοαμερικανική Ένωση σε επιμέλεια της Ίριδας Κρητικού, με 140 αδημοσίευτα σχέδια, την οποία χαρακτηρίζει ως μια «εξομολόγηση».

Ο Γιάννης Μετζικώφ, ο «μάγος των ψευδαισθήσεων», όπως τον αποκαλούσε η αγαπημένη του δασκάλα, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, αποτελεί μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Ανήγαγε την ενδυματολογία σε υψηλή τέχνη, με τα εκατοντάδες θεατρικά κοστούμια του, για παραστάσεις κάθε είδους, να αποτελούν πραγματικά έργα τέχνης. Έχει συμμετάσχει σε σημαντικές εκθέσεις εντός και εκτός Ελλάδος και το εικαστικό του έργο χαίρει διεθνούς αναγνώρισης. Το 2023 η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε για το βιβλίο του «Ενδύματα και διηγήματα».

Ο πατέρας του, αστυνομικός με καταγωγή από τα Χανιά, βρισκόταν με μετάθεση στην Αθήνα, όταν γνώρισε την αστή, ντελικάτη μέλλουσα σύζυγό του, με καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Μετά τον γάμο τους εγκαταστάθηκαν σ’ ένα φτωχό και απομονωμένο χωριό των Χανίων.

«Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που ήταν ένα ακροζύγισμα ανάμεσα στην ομορφιά της Κρήτης, στην οποία αναφερόταν διαρκώς ο πατέρας μου, και στη δυσφορία της μητέρας μου για τον συγκεκριμένο τόπο, γιατί πίστευε ότι η Κρήτη, εκτός από τη φυσική της ομορφιά, δεν μπορούσε, εκείνα τα μεταπολεμικά χρόνια, να προσφέρει και πολλά στα παιδιά που ήθελαν να σπουδάσουν. Αυτή ακριβώς η διαμάχη ήταν που με συνόδεψε όλα τα χρόνια της ζωής μου».

Στην Κρήτη οφείλεται το επίθετο Μετζικώφ: «Δεν έχει καμία σχέση με αυτό στο οποίο παραπέμπει· ούτε με Ρωσία ούτε με αριστοκρατικές οικογένειες κ.λπ. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια, η Κρήτη είχε ποντάρει στη ρωσική βοήθεια και, φιλοφρονητικά, με τη σκέψη και ελπίδα ότι θα έρθουν οι Ρώσοι να τους σώσουν από το τούρκικο μαχαίρι, βάφτιζαν τα παιδιά τους με ρώσικα ονόματα. Ο Μετζικώφ ήταν ένας στρατηγός του Ορλώφ και αυτό το όνομα έδωσαν στον πατέρα μου».

Η Κρήτη σημαίνει πολλά γι’ αυτόν. Μέσα στις κάμαρες του σπιτιού τους «συναντήθηκε» για πρώτη φορά, με την τέχνη. Μικρό παιδάκι, παρατηρούσε τις θείες του και τις παρέες γυναικών που μαζεύονταν για να περάσουν το απόγευμά τους πλέκοντας τα κοπανέλια, μαθαίνοντας να ράβουν (με δασκάλα τη μητέρα του), υφαίνοντας στον αργαλειό και μεταμορφώνοντας με τα δάχτυλά τους τα βρόμικα μαλλιά σε λεπτές κλωστές, που μετά έβαφαν και κρεμούσαν στην αυλή για να στραγγίξουν. Αυτές οι μνήμες έχουν αφήσει ανεξίτηλα ίχνη μέσα του και υπήρξαν πολύτιμες και καθοριστικές για τη μετέπειτα πορεία του. Από εκείνη την ηλικία καταγράφτηκε στο υποσυνείδητό του ότι «τα ανθρώπινα χέρια είναι πολύτιμα κι αυτό που έφτιαξαν θα επιβραβευτεί».

Με την επιμονή της μητέρας του, εγκατέλειψαν το νησί και εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά, σ’ ένα σπίτι πλάι στη θάλασσα, στην περιοχή των επαύλεων που είχε χτίσει ο Τσίλλερ, κι εκεί «για πρώτη φορά ανακάλυψε την ομορφιά μιας σκηνογραφικής ατμόσφαιρας που διασφάλιζε τότε ο μαγευτικός Πειραιάς, πριν αρχίσουν οι κατεδαφίσεις». Σ’ ένα πέτρινο κτίσμα, που υπάρχει ακόμη, απέναντι από το νησάκι του Παρασκευά, ήταν το πρώτο του ατελιέ, απ’ όπου έβλεπε ένα «καμπαναριό που κρεμόταν σαν σκουλαρίκι στο πέλαγος». Ο Τσαρούχης είχε πει ότι η τέχνη του Μετζικώφ δεν θα ήταν αυτή που είναι αν δεν είχε επηρεαστεί από το φως του Πειραιά.

Αποφοιτώντας από το γυμνάσιο, αποφάσισε να κυνηγήσει το όνειρό του να γίνει ζωγράφος. Όταν το άκουσε η μητέρα του, του «έπιασε με τρυφερότητα το χέρι» και του είπε: «Αγάπη μου, είναι χριστιανικό αυτό το πράγμα που θέλεις να κάνεις;». H αντίδρασή της δεν τον πτόησε, και με την πάροδο των χρόνων την κατανόησε πλήρως, γιατί, όπως λέει, «οι άνθρωποι έβγαιναν από έναν πόλεμο εξαιρετικά σκληρό. Τα δε εικαστικά τούς ήταν κάτι το άγνωστο, έτσι ήταν μαθημένοι».

Φοίτησε στην ΑΣΚΤ, έχοντας στο τμήμα ζωγραφικής δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη και στο τμήμα σκηνογραφίας τον Βασίλη Βασιλειάδη. Στο θέατρο πήγε για πρώτη φορά ως φοιτητής. Και, όπως ομολογεί, «τότε, δεν ήμουν βαθιά στο θέατρο, αλλά μπορούσα ν’ αναγνωρίσω μερικά σπουδαία πράγματα από τη γοητεία του. Φεύγοντας εκείνο το βράδυ, δεν ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι είχα δει κάτι που ήταν ψέματα. Αυτή η πολύ παιδική μου θέση απέναντι στο θέατρο με βασάνιζε πάρα πολύ και με βασανίζει ακόμη. Δηλαδή, δεν μπορώ να πω ότι το θέατρο είναι ένα ψέμα, με την έννοια που το λέμε για οτιδήποτε άλλο. Ίσως γιατί η τέχνη περνάει και δίνει άλλη υπόσταση στα πράγματα. Είναι τρομερό το ότι οι θεατές μπορούν να βλέπουν μια παράσταση και να βουρκώνουν. Μόνο η τέχνη έχει αυτή τη δύναμη. Να προκαλεί συναίσθημα, ταυτίσεις και να λειτουργεί μέσα σου θεραπευτικά».

Η συζήτηση συνεχίστηκε για την αξία της τέχνης στη ζωή. «Αναρωτιέμαι πόσο άδειες θα ήταν οι ζωές μας αν έλειπε η τέχνη απ’ αυτές. Τι θα κάναμε χωρίς ένα τραγούδι, ένα ποίημα, μια λέξη, μια πινελιά χρώμα. Η αληθινή τέχνη πατάει πάνω σε μια άλλη ανθρώπινη ανάγκη. Όταν γυρνάμε σπίτι κουρασμένοι και βάζουμε μια ωραία μουσική, αυτό υπαγορεύεται από την εσωτερική ανάγκη μας να χαλαρώσουμε, να ηρεμήσουμε...

»Πώς θα ήταν οι ζωές μας, οι οποίες ούτως ή άλλως είναι προδιαγραμμένες και όλοι γνωρίζουμε τη θλιβερή μας κατάληξη, χωρίς την τέχνη; Αυτόν τον τρόμο του τέλους μόνο με την τέχνη μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε, να πάρουμε δύναμη, και αυτή είναι η μόνη που μένει όταν οι άνθρωποι φεύγουν. Η ομορφιά της, μέσα από τα ανθρώπινα επιτεύγματα, είναι αχανής.

»Η τέχνη έχει μονάχα μία γλώσσα, είναι πάνω από τον χρόνο και πάνω από τη μιζέρια. Είναι εχθρός της λογικής και η ομορφιά της κρύβεται μέσα στο ανερμήνευτο, στο αδιευκρίνιστο. Τα ωραιότερα πράγματα αποκλίνουν από τα μαθηματικά στερεότυπα και αρχίζουν να γίνονται αναφορές στο όνειρο, σ’ αυτά που μόνο η φαντασία μπορεί να προσεγγίσει. Ο ρόλος της είναι να φτάσει μέσα στον μυχό των αισθημάτων σου. Στην τέχνη δεν μπορείς να πεις ψέματα. Πρέπει να της δώσεις όλη την αλήθεια της ψυχής σου, την προσωπική σου βάσανο. Δεν χωράει η επίφαση, το ψεύτικο. Οι άνθρωποι είμαστε πολύπλοκα και σκοτεινά όντα. Και αν παράγουμε τέχνη, την παράγουμε μέσα απ’ αυτή την αδιάλυτη πολυπλοκότητά μας. Αν προσπαθήσεις να την εκλογικεύσεις, θα την υποβιβάσεις. Όταν βλέπουμε ένα όμορφο ανθισμένο λουλούδι, δεν μας προσφέρει τίποτα το να γνωρίζουμε ποια λιπάσματα χρησιμοποιήθηκαν. Αρκεί να το θαυμάσουμε. Ζούμε μέσα σ’ ένα θαύμα, και αυτό διδάσκω: “Θαύμασε το θαύμα της ζωής”».

Αναμφισβήτητα, η ομορφιά σχετίζεται άμεσα με την τέχνη και, όπως λέει, «η ομορφιά είναι ένα σοβαρό κεφάλαιο, με πολλές έννοιες, αλλά είναι θέμα παιδείας και είναι στο χέρι του καθενός να εκπαιδεύσει τα μάτια του και κατ’ επέκταση την ψυχή του για ν’ αποκαλύψει και ν’ ανακαλύψει την ομορφιά. Πολλοί άνθρωποι, λόγω έλλειψης παιδείας, αδυνατούν να το κάνουν, και αυτή την αδυναμία εκμεταλλεύονται οι στρατηγικές του marketing, προσπαθώντας να πείσουν ότι η ομορφιά βρίσκεται στα φουσκωμένα χείλη, στα τονισμένα μήλα του προσώπου. Η επικερδέστερη βιομηχανία διεθνώς είναι η βιομηχανία της στύσης, που στοχεύει να κάνει τους ανθρώπους να ξεπερνάνε τα όριά τους. Μπορούμε να δούμε και ν’ αξιολογήσουμε ως όμορφο όχι απαραίτητα ένα πολύ ακριβό ρολόι, αλλά τα σταυρωμένα χέρια της μάνας μας που μας μιλάει με τόση αγάπη».

Όμως η τέχνη εμπεριέχει και τη ματαιοδοξία, η οποία, ως κινητήρια οικονομική δύναμη, συμβάλλει στη δημιουργία της. «Η ματαιοδοξία είναι ένα φρικτό ελάττωμα, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι, αν έλειπε, η τέχνη θα θριάμβευε όπως έχει θριαμβεύσει. Ούτε πυραμίδες θα υπήρχαν ούτε τα παλάτια ούτε ο Παρθενώνας ούτε οι Βερσαλλίες».

Αν και το σημείο εκκίνησής του είναι η ζωγραφική, που ποτέ δεν εγκατέλειψε, τον κέρδισε η συγγένισσά της, όπως την αποκαλεί, η σκηνογραφία. Αλλά «η τέχνη είναι μία. Είναι ο βασικός κορμός της ανάγκης της έκφρασής μας, ο οποίος φυτρώνει μέσα μας και μας καταλαμβάνει ψυχή τε και σώματι».

Ο Γιάννης Μετζικώφ είναι ένας βαθιά φιλοσοφημένος άνθρωπος, παθιασμένος με την τέχνη και μ’ όλα τα πράγματα με τα οποία καταπιάνεται. «Αυτό το πάθος μού διασφάλισε τη χαρά της ζωής. Μέσα απ’ αυτό που κάνω ευτύχησα. Δεν έχω να γκρινιάξω για τίποτα. Δεν κουβαλάω μέσα μου δυσαρέσκεια, αλλά την ευχαρίστηση των συνεργασιών. Ίσως ακούγεται επαρμένο, αλλά εμένα στο θέατρο με αγαπάνε όλοι. Δεν μου έχει τύχει ποτέ να τσακωθώ, να προσβάλω... Από πολύ νωρίς κατάλαβα ότι μια αγκαλίτσα τα διορθώνει όλα. Η ζωή στο θέατρο είναι μια συμβίωση, και μάλιστα ενός μεγάλου έρωτα. Αν δεν υπάρχει ο έρωτας, δεν μπορεί να παραχθεί το υπέροχο αυτό πράγμα που λέγεται παράσταση και που είναι κοινόχρηστο αποτέλεσμα πολλών διαφορετικών ειδικοτήτων, όπως ορίζει η συλλογικότητα, αλλά είναι και το προσωπικό τρόπαιο του καθενός που δούλεψε. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, μόνο φίλους έχω κάνει. Με τους σκηνοθέτες, αν είναι άνθρωποι που διαφαίνεται η μεγαλοσύνη τους, ταπεινώνεις όποιο μπόι θέλεις να υψώσεις μπροστά τους, γιατί ο σκοπός είναι να φύγεις και να ’χεις πάρει απ’ αυτούς. Από το θέατρο εισέπραξα τα ωραιότερα πράγματα που μπορεί να πάρει ένας άνθρωπος. Μ’ έκανε να ζω ωραία, μου έδωσε δύναμη και, πάνω απ’ όλα, πολύ μεγάλη γνώση γύρω από το πόσο πολύπλευροι είμαστε, καθώς μελετάω τους χαρακτήρες μέσα στα κείμενα».

Συνεργάστηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες (Κακογιάννη, Βολανάκη, Τσακίρη, Κούνδουρο, Βουτσινά κ.ά.), οι οποίοι τον δίδαξαν και τον επηρέασαν, και δεν ξεχνά πόσα οφείλει σ’ αυτούς. «Πατέρα» του θεωρεί τον Γιώργο Μιχαηλίδη, ο οποίος του έδωσε την ευκαιρία για την πρώτη του δουλειά, στην παράσταση «Κρίμα που είναι πόρνη» του Τζον Φορντ. «Αν μου το ζητήσετε, χωρίς καμία υπερβολή, μπορώ να σας μιλάω μερόνυχτα για τις συνεργασίες μου και για τις υπέροχες ώρες που έχω ζήσει με αξιόλογους ανθρώπους. Οι συμβουλές τους ήταν πολύτιμες. Μεγαλώνοντας, τις συνάντησα ξανά σ’ ένα δεύτερο ή τρίτο επίπεδο και η εκτίμησή μου γι’ αυτούς έγινε ακόμη βαθύτερη».

Πάντα θυμάται την κουβέντα της Ειρήνης Παπά «στο θέατρο προσπάθησε να δουλεύεις όπως οι λαϊκοί τεχνίτες» και δεν ξέχασε ποτέ τη φράση της «ό,τι κάνει λεφτά κάνει λίγο», αναφερόμενη στα δώρα που μερικοί άνθρωποι είναι πρόθυμοι να προσφέρουν, όχι όμως ανιδιοτελώς.

Ο Γιάννης Μετζικώφ, επί σειρά ετών, διδάσκει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Έρχεται σε καθημερινή επαφή με τους νέους και από τα λεγόμενά του φαίνεται το πόσο τους νοιάζεται. «Πρέπει να είμαστε στοργικοί με τους νέους. Υπολείπεται η ζωή τους της δικής μας ζωής. Γύρω μας υπάρχει μια ευτέλεια, μια αναζήτηση άσκοπου πλουτισμού καθώς και μια αλλοίωση των συναισθημάτων, και τα social media έχουν μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό. Από την άλλη όμως, είναι γοητευτικό το ότι μπορούν να πατήσουν ένα κουμπί και να δουν τι ρεύματα τέχνης υπάρχουν στη Μογγολία. Σ’ έναν νέο που τώρα ξεκινά θα έλεγα: “νιώσε, συγκινήσου, τόλμα, διεκδίκησε, αμφισβήτησε, αξίζει να τρέξεις με ορμή πίσω από το όραμά σου, όσο ανέφικτο κι όσο ουτοπικό κι αν μοιάζει”.

» Ζούμε σε μια εποχή που τα συναισθήματα εκφράζονται με καρδούλες, likes και αυτοκόλλητα. Τα social media προτρέπουν συνεχώς τους ανθρώπους να μοιραστούν κάτι με τους άλλους. Αλλά ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι; Οι ανύπαρκτοι; Που δεν τους γνωρίζουν καν; Που δεν τους συνδέει τίποτα μαζί τους; Βρισκόμαστε σ’ έναν κόσμο που βρίθει παραδοξότητας. Κάποτε, το αμφίδρομο του βλέμματος μπορούσε να δημιουργήσει μια σχέση, είτε ερωτική είτε φιλική ή απλά μια σχέση συμπάθειας. Τώρα, ένα μηχάνημα φιλτράρει τις αντιδράσεις. Προχθές άκουσα κάποιον που έλεγε “ζωγραφίζω στον υπολογιστή” . Έμεινα με την απορία και αναρωτιόμουν :  μέχρι πού φτάνει η δεξιότητα του υπολογιστή; Μπορεί να αγγίξει την προσέγγιση του απείρου που ορίζει το ανθρώπινο συναίσθημα; Καταβάλλουμε τεράστια προσπάθεια να βγούμε από την ανθρώπινή μας ιδιότητα. Δίνουμε στον υπολογιστή μεγαλύτερη αξία απ’ αυτή που έχει οποιοδήποτε άλλο μηχάνημα. Αρχίζει και εκλείπει ο παράγων άνθρωπος. Έχετε δει με πόση αγένεια αντιμετωπίζονται οι ηλικιωμένοι στις τράπεζες; Σε μια χώρα που οι ηλικιωμένοι είναι περισσότεροι από τους νέους, έχουμε φτάσει στο σημείο αυτοί να μην μπορούν να εξυπηρετηθούν.

»Φυσικά, αν ξεκινούσα τώρα, θα είχα να καταπιαστώ με διαφορετικά υλικά, θα ήταν μια άλλη τέχνη απ’ αυτήν που κάνω, θα ήταν μια άλλου είδους περιπέτεια. Δεν είμαι σίγουρος αν είναι ευκολότερη ή δυσκολότερη, αλλά σίγουρα είναι εντυπωσιακότερη. Και κανείς δεν μπορεί να σταματήσει την εξέλιξη».

Μια τάση της εποχής είναι να παίρνουν πολλοί σκηνοθέτες ένα κλασικό έργο και να το αλλάζουν ή να το διαφοροποιούν, τάση την οποία ο ίδιος αντιμετωπίζει μ’ ένα ιδιαίτερο σκεπτικό. «Υπάρχει ένα συναρπαστικό στοιχείο που εμείς οι άνθρωποι πρέπει να εμπιστευόμαστε, και αυτό λέγεται χρόνος. Ο χρόνος καταφθάνει σαν μια απαξιωτική βροχή που τα πλένει όλα και τα κάνει όπως πρέπει να είναι. Αν κάτι δεν αξίζει να μείνει, ο χρόνος θα φροντίσει γι’ αυτό. Κακό θέατρο δεν υπάρχει. Κακό μπορεί να είναι το εγχείρημα. Είναι όμως πολύ βαρύτερο το να απαγορεύσεις τον πειραματισμό σ’ έναν καλλιτέχνη από το να τον αφήσεις να το κάνει».

Οφείλει πολλά στις γυναίκες και, όπως λέει, σαν σύζυγος αλλά και πατέρας δύο κοριτσιών, τρέφει πολύ μεγάλη αγάπη στο γυναικείο φύλο. Ακόμη και τα σκυλιά που έχει στο σπίτι είναι θηλυκά. «Από ένα διασταύρωμα της τύχης, πέρασα όλη μου τη ζωή ανάμεσα σε γυναίκες και έχω πλήρη συνείδηση του πόσο μεγάλος ρυθμιστής είναι στις ζωές των ανθρώπων. Ο Θεός δεν κάνει λάθος. Κάτι ήξερε όταν ψιθύρισε στο αυτί της “Εσύ θα διακονείς τη ζωή, θα την πηγαίνεις παρακάτω”. Είμαι ευτυχισμένος που βρίσκομαι ανάμεσα σε γυναίκες, όχι μόνο επειδή με νταντεύουν, ούτε επειδή δεν μ’ αφήνουν να κάνω το οτιδήποτε στο σπίτι όταν προσπαθώ να δείξω τον μοντέρνο μου χαρακτήρα», λέει χαριτολογώντας.

Μιλήσαμε για το ένδυμα, το θέατρο, τους ηθοποιούς. «Το ένδυμα είναι πρωτίστως μια τεράστια κοινωνιολογική και δευτερευόντως μια αισθητική ιστορία, που το καθιστά σχεδόν το κέντρο της οικονομικής δύναμης του πλανήτη, μια ο κλάδος αυτός συμπεριλαμβάνει αναρίθμητες ειδικότητες. Όμως, εκτός από την πρακτικότητά του, έχει χιλιάδες άλλα πράγματα να μας πει. Προδίδει τις προθέσεις του ανθρώπου που το φοράει, γιατί μ’ αυτό αποκτά μια ταυτότητα, διαφοροποιείται από τους άλλους ή και επιβάλλεται. Το ένδυμα είναι η τέχνη της ετερότητας μεν αλλά και της ταυτότητας δε. Ο άνθρωπος μπαινοβγαίνει στα ρούχα του αλλάζοντας ρόλους, και στον ηθοποιό αυτό είναι εμφανέστατο. Το πιο γοητευτικό στοιχείο του θεάτρου είναι ότι είναι ζώσα τέχνη. Είναι η πιο λαϊκή ανάμεσα στις τέχνες. Μοιάζει με τη ζωή και ωθεί τους ανθρώπους να μυηθούν στην αλήθεια. Τα μοναδικά εργαλεία που κουβαλάει ο καλλιτέχνης είναι τα χέρια του, τα πόδια του, η φωνή του. Εκφράζεται με το πάσχον σώμα. Και όσο πιο βαθιά βιώνει έναν ρόλο, τόσο καλύτερος ηθοποιός είναι».

Ο έρωτας, ο οποίος καθημερινά αναμετριέται με τον θάνατο, υπήρξε η κινητήριος δύναμη στη ζωή του. «Πώς θα πας στο θέατρο αν δεν έχεις ερωτευτεί, αν δεν έχεις πενθήσει, αν δεν έχεις πικραθεί; Αυτές είναι οι παρακαταθήκες σου, με τις οποίες πας στο θέατρο κατάφορτος και τις ακουμπάς».

Του ζήτησα ένα σχόλιο για την Αθήνα και με την απάντησή του ίσως συμφωνήσουν πολλοί. «Η Αθήνα κατοικείται από ανθρώπους που δεν την αγαπούν. Έχει γίνει οικονομικό αποκούμπι πάρα πολλών και όχι χωρίς πολιτικές αποφάσεις. Αυτή η αστυφιλία ερήμωσε την επαρχία και χωριά που είναι εστίες μεγάλης ομορφιάς, γεμίζοντας την πόλη πολυκατοικίες, με ανθρώπους να κατοικούν σε συρτάρια».

Και η απάντησή του στην τελευταία ερώτηση, για το αν νιώθει γεμάτος και ικανοποιημένος απ’ όσα έχει καταφέρει μέχρι τώρα, φέρνει ένα χαμόγελο στα χείλη του και επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά τη γλυκύτητα, την τρυφερότητα αλλά και την ταπεινότητα που διαθέτει αυτός ο ωραίος άνθρωπος και καταξιωμένος καλλιτέχνης. «Αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά όταν νιώθω ότι μ’ αγαπάνε. Έχω μια παιδικότητα. Θέλω να μου λένε ότι μ’ αγαπάνε, ότι τους άρεσε ή δεν τους άρεσε κάτι. Σαν να ενθαρρύνουν ή να επιβραβεύουν ένα μικρό παιδάκι για την καθαρογραμμένη του έκθεση». 

Info
Η έκθεση στην Ελληνοαμερικανική Ένωση (Μασσαλίας 22) θα διαρκέσει έως τις 22 Ιανουαρίου 2025 και πλαισιώνεται από παράλληλες δράσεις και ξεναγήσεις. Δείτε περισσότερες πληροφορίες στο City guide της Athens Voice.