- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τζο Κόλμαν: Ο αιρετικός ζωγράφος μιλάει για τη ζωή και το έργο του
Τζο Κόλμαν: Με αφορμή τη νέα του μονογραφία, αποφάσισε να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη από το Παρίσι
Η πρώτη φορά που είδα από κοντά έργα του Τζο Κόλμαν, ήταν το 2019 στο Bowery, στη Νέα Υόρκη, στην Andrew Edlin Gallery, κοντά στο παλιό σπίτι του Ουίλιαμ Μπάροουζ και του Ζαν Μισέλ Μπασκιά. Οι πίνακές του, τόσο λεπτομερείς και μελετημένοι, κρύβουν μέσα τους πολλούς κόσμους, που ο θεατής ανακαλύπτει κάθε φορά που εστιάζει σε διαφορετικά τους σημεία. Η καριέρα του Τζο Κόλμαν, που ξεκίνησε γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1970, περιλαμβάνει παραστάσεις όπου εμφανιζόταν ντυμένος ως τρελός ιεροκήρυκας και «ανατιναζόταν» επί σκηνής, «spoken word», αυτοεκδόσεις «underground» κόμικς και βέβαια πίνακες ζωγραφικής, που σήμερα κοσμούν τις συλλογές των διάσημων φίλων και «αδελφών ψυχών» του, όπως του Τζιμ Τζάρμους, του Ίγκι Ποπ, του Τζόνι Ντεπ και του Λεονάρντο Ντι Κάπριο.
Με αφορμή τη νέα του μονογραφία, «A Doorway to Joe: The Art of Τζο Κόλμαν», που κυκλοφορεί τώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες από τον εκδοτικό οίκο Fantagraphics, ο Τζο Κόλμαν συμφώνησε να μιλήσουμε τηλεφωνικά, κατά την επιστροφή του στη Νέα Υόρκη από το Παρίσι, για τη ζωή και το έργο του μέχρι σήμερα.
Τζο Κόλμαν: Τολμηρός ζωγράφος, προκλητικός εικονογράφος, περφόρμανς. Ο αιρετικός καλλιτέχνης μιλάει για όλα στην Athens Voice
— Η νέα σας μονογραφία, «A Doorway to Joe: The Art of Τζο Κόλμαν», είναι ένας εμπεριστατωμένος οδηγός για το έργο σας, που καλύπτει πέντε δεκαετίες. Ποιο ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσετε ένα τέτοιο, εφ’ όλης της ύλης πρότζεκτ;
Συμπεριλαμβάνονται και μερικά έργα από την παιδική μου ηλικία, οπότε καλύπτει κάτι παραπάνω από πέντε δεκαετίες. Η ιδέα βρισκόταν στο πίσω μέρος του μυαλού μου εδώ και αρκετό καιρό, όμως ήταν το 2016, όταν με προσέγγισε ο Γκρεγκ Εσκαλάντε (ένας από τους ιδρυτές του περιοδικού Juxtapoz) ο οποίος ήθελε να διοργανώσει μία έκθεση με δικά μου έργα στην Begovich Gallery, στο California State University Fullerton, έξω από το Λος Άντζελες. Έτσι, εγκαινιάστηκε μία αναδρομική έκθεσή μου εκεί, η οποία συμπεριλάμβανε έργα δανεισμένα από συλλέκτες, και θέλησαν να φτιάξουν έναν κατάλογο για αυτήν. Ήθελαν το βιβλίο να καλύπτει μεγαλύτερο εύρος από την ίδια την έκθεση.
Όταν τελείωσε η έκθεση, όμως, ο εκδοτικός οίκος που είχε αναλάβει αρχικά τον κατάλογο, μου φάνηκε πως δεν ήταν άξιος ενός τέτοιου πρότζεκτ, οπότε το ανέλαβα ο ίδιος και για πολλά χρόνια συνεχίσαμε να προσθέτουμε έργα, με αποτέλεσμα το βιβλίο να γίνει μεγαλύτερο. Ο μάνατζέρ μου, Mark Gottlieb, άρχισε να ψάχνει για εκδοτικό, και η Fantagraphics Books αμέσως προσφέρθηκε να το αναλάβει. Μου φάνηκε εξαιρετική ιδέα, γιατί είχαν κάνει και το πρώτο βιβλίο με ζωγραφιές μου, το «Cosmic Retribution», και τελικά το έκαναν μαζί με τον αγαπημένο μου φίλο, Άνταμ Πάρφρεϊ, που ήταν τότε με τον εκδοτικό Feral House. Πάντοτε προσπαθώ να δουλεύω με φίλους μου.
Οι συλλέκτες μου και οι άνθρωποι που φτιάχνουν τα βιβλία μου είναι κάτι σαν οικογένεια για εμένα, και πολλούς από αυτούς τους τιμώ με πορτραίτα, ειδικά όταν πεθαίνουν.
Τα πορτραίτα του Ίντιαν Λάρι και του Άνταμ Πάρφρεϊ, για παράδειγμα, συμπεριλαμβάνονται και τα δύο μέσα σε αυτό το νέο βιβλίο.
— Ποιες ήταν μερικές από τις δυσκολίες που αντιμετωπίσατε στην προσπάθειά σας να κατηγοριοποιήσετε τη δουλειά σας σε έναν τόσο συμπεριληπτικό τόμο; Ήταν δύσκολο το να περιοριστείτε στα πιο εμβληματικά ή ουσιώδη έργα, διατηρώντας παράλληλα και κάποια συνοχή;
Συμβαίνουν διάφορα πράγματα σε αυτόν τον κατάλογο. Υπάρχει κάποια σχετική χρονολογική σειρά, αλλά μερικές φορές τα έργα χωρίζονται σε θεματικές ενότητες. Υπάρχουν ξεχωριστές ενότητες με τους συγγραφείς, τους καλλιτέχνες ή τους μουσικούς. Τα θρησκευτικά έργα και εκείνα που καταπιάνονται με το τσίρκο είναι επίσης σε ξεχωριστές ενότητες. Το ίδιο και τα έργα που ασχολούνται με τον κινηματογράφο, όπως εκείνο με θέμα την ταινία «Henry: Portrait of a Serial Killer» ή εκείνο με την τηλεόραση.
— Η σύζυγός σας, Γουίτνεϊ Ουόρντ, σας περιέγραψε κάποτε ως το «περιπλανώμενο φάντασμα της παλιάς Αμερικής», ένα απόφθεγμα που, κατά τη γνώμη μου, συνοψίζει με ακρίβεια το έργο σας. H Whitney απεικονίζεται σε πολλούς από τους πίνακές σας. Εμπνέεστε συχνά από εκείνη;
Ο πρώτος πίνακας που βλέπεις όταν ανοίγεις το βιβλίο, είναι ένας με εκείνη, στην έξοδο κινδύνου, στο διαμέρισμά μας στο Μπρούκλιν, την οποία έχει μετατρέψει σε μικρό κήπο. Εμπνέομαι συνεχώς από τη Γουίτνεϊ. Είμαστε μαζί εδώ και περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα και γνωριζόμαστε πολύ καλά μεταξύ μας. Απεικονίζεται σε περισσότερους πίνακες από οποιονδήποτε άλλο, εκτός από εμένα τον ίδιο. Νομίζω πως η ορθογραφία στους πίνακές μου, και η στίξη μου, έχουν βελτιωθεί εξαιτίας της.
Βλέπει τους πίνακές μου καθώς δημιουργούνται, καθώς εξελίσσονται. Δεν προσχεδιάζω τους πίνακές μου, οπότε μαθαίνω καθώς ζωγραφίζω. Είναι ένα ταξίδι.
Ένας πίνακας μπορεί να μου πάρει και χρόνια, καθώς δουλεύω μια τετραγωνική ίντσα τη φορά και αυτή η τετραγωνική ίντσα μεγαλώνει, σιγά-σιγά, και βλέπεις το έργο να υλοποιείται από το μηδέν —από το λευκό καμβά. Αυτό βιώνει και εκείνη. Γιατί ξέρει τη δουλειά μου καλύτερα από οποιονδήποτε. Ξέρει την κάθε λεπτομέρεια που προσθέτω, το νόημα πίσω από κάθε σκηνή, σχήμα ή εικόνα.
— Πάντοτε σας ενδιέφερε το μακάβριο και οι πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Έχετε ζωγραφίσει εκκεντρικά πορτραίτα κατά συρροή δολοφόνων, φρενοβλαβών και διαβόητων ιστορικών προσώπων. Υπάρχει κάτι το εγγενώς σκοτεινό στην αμερικανική κουλτούρα;
Θα έλεγα πως υπάρχει κάτι το εγγενώς σκοτεινό στην ανθρώπινη φύση, αλλά τυγχάνει να είμαι Αμερικανός και υπάρχει μια συγκεκριμένη χροιά στο σκοτάδι που απεικονίζω. Η Αμερική ιδρύθηκε από ανθρώπους που ήθελαν να ξεφύγουν από θρησκευτικές διώξεις, σε σημείο που ιδρύθηκε σχεδόν από θρησκευτικούς φανατικούς. Υπάρχει ένα είδος τρέλας στην Αμερική που είναι μοναδικό. Είναι ένας νέος κόσμος, σε αντίθεση με την Ευρώπη, οπότε δεν έχει περάσει όσα έχετε περάσει εσείς. Υπάρχει ένα σκοτάδι που φαίνεται να την καταβροχθίζει αυτή τη στιγμή, το οποίο βρίσκω εντυπωσιακό. Πάντα υπήρχε αυτό το σκοτάδι στην Αμερική, αλλά τώρα μοιάζει σχεδόν να υποκύπτει σε αυτό. Στην Ευρώπη, ο φασισμός έχει αντιμετωπιστεί πολλές φορές, όμως στην Αμερική είναι κάτι καινούριο.
— Μερικές φορές, άλλοι καλλιτέχνες, όπως ο Τζορτζ Γκρος, αλλά και συγγραφείς, όπως ο Τζακ Μπλακ ή ο Χάντερ Σ. Τόμσον, γίνονται αντικείμενο των έργων σας. Τι σας συνδέει με αυτές τις προσωπικότητες;
Έχει να κάνει και πάλι με τις «αδελφές ψυχές». Βρίσκω κάτι στη δουλειά τους που μου «μιλάει» και που καταλαβαίνω σε βάθος. Επιλέγω να τους τιμήσω, γιατί είναι οι μέντορές μου. Γι αυτό ζωγραφίζω τα πορτραίτα τους. Ο Τζακ Μπλακ ήταν πολύ πριν από την εποχή μου, όμως γνώρισα τον Ουίλιαμ Μπάροουζ, όταν έφτιαχνα το εξώφυλλο για μια επανέκδοση του βιβλίου του Μπλακ, «You Can’t Win». Ο Μπάροουζ αγαπούσε αυτό το βιβλίο. Στο πρώτο του έργο, «Τζάνκι», χρησιμοποίησε κάποιους από τους χαρακτήρες που δημιούργησε ο Μπλακ. Εκείνος ήταν άστεγος και διαρρήκτης, και το βιβλίο είναι η αυτοβιογραφία του. Ήταν επίσης επαγγελματίας κλέφτης και ναρκομανής. Ήταν ακριβώς η ειδικότητα του Μπάροουζ, αλλά και η δική μου, καθώς είχα και εγώ τις εμπειρίες μου με τα ναρκωτικά.
Ανέκαθεν μου άρεσε ο τρόπος που έγραφε ο Χάντερ Τόμσον. Το βιβλίο του «Hell’s Angels» μου άρεσε περισσότερο απ’ όλα, αλλά δεν τον είχα γνωρίσει πριν την πρεμιέρα του «Fear and Loathing in Las Vegas», στην οποία ο Τζόνι Ντεπ κάλεσε εμένα και τη Γουίτνεϊ να παρευρεθούμε. Περάσαμε μια τρελή νύχτα με τον Χάντερ. Ένιωσα την ανάγκη να τον ζωγραφίσω πρόσφατα. Χρησιμοποίησα πολλά αληθινά προσωπικά του αντικείμενα.
Υπάρχει ένα αληθινό φιαλίδιο κοκαΐνης στην κορνίζα, όπως και κάλυκες από όπλα που είχε χρησιμοποιήσει και κάρτες μέλους του.
Μου αρέσει να χρησιμοποιώ αυτά τα φετιχιστικά στοιχεία, που περιέχουν το πνεύμα του θέματος ή της αφήγησης ενός έργου. Γιατί ανήκαν και χρησιμοποιούνταν από το πρόσωπο που έχω ζωγραφίσει, και περιέχουν ακόμα και το DNA του.
— Παρατηρώντας τα έργα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, γίνεται ξεκάθαρο ότι η Καθολική εικονογραφία έχει υπάρξει ένα από τα κυρίως θέματα της δουλειάς σας. Φυσικά, αντιδράτε σε αυτήν, όπως εξηγεί και η Rebecca Lieb σε ένα κείμενό της στο βιβλίο, όπου σας συγκρίνει με τον Ζορίς-Καρλ Υσμάν. Όμως, αν δούμε έργα τέχνης από τον 11ο και τον 12ο αιώνα, τα επίπεδα βίας δεν είναι και πολύ χαμηλότερα, σε σύγκριση με τη δική σας δουλειά. Έχουν αυτές οι επιρροές σχέση με τη χριστιανική ανατροφή σας;
Είναι κάπως σαν να διαστρεβλώνω τη θρησκευτική μου ανατροφή, όμως τα πιστεύω που μου έχει εμφυσήσει η Καθολική μου διαπαιδαγώγηση παραμένουν ισχυρά. Είδα την υποκρισία της θρησκείας. Παρόλα αυτά, η δραματουργία της, οι τελετές της και οι λειψανοθήκες, όλα αυτά τα θαυμαστά πράγματα, μου φαίνεται πως έχουν μεγάλη αξία. Επίσης, η ιδέα της πίστης. Όμως, η δική μου πίστη είναι στο χρώμα, στη στιγμή, γιατί δεν ξέρω αν υπάρχει Θεός —όμως έχω πίστη. Ένιωσα πως έπρεπε να βρω το κομμάτι που έλειπε από την πίστη με την οποία μεγάλωσα.
Ποιος είναι εκείνος που μαρτύρησε τον Άγιο, που κάρφωσε τον Χριστό στο Σταυρό; Ποιος είναι εκείνος που διέπραξε αυτή τη φρικαλεότητα, γιατί και η δική του ζωή έχει νόημα. Ο ένας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον άλλο. Οπότε, αυτό είναι το κομμάτι που λείπει από τον Καθολικισμό μου, το οποίο αποκαλύπτω. Δεν λέω πως δεν υπάρχει Θεός. Απλά δεν πιστεύω σε καμία από τις θρησκείες που βλέπω γύρω μου και δεν πιστεύω πως πρέπει να γνωρίζουμε τι συμβαίνει μετά τον θάνατο. Αυτό το μυστήριο είναι απλά ένα μυστήριο, και τα έμβια όντα δεν χρειάζεται να ξέρουν τι πραγματικά είναι ο θάνατος. Ακόμα και αν το θέλουμε.
— Το διαμέρισμα και ατελιέ σας, το «Odditorium», έχει περιγραφεί ως ένα «ιδιωτικό μουσείο θεαμάτων με αντικείμενα που ιχνηλατούν τις προσωπικές σας εμμονές με το έγκλημα, το τσίρκο, τις λειψανοθήκες και τις θρησκευτικές εικόνες». Με ποιο τρόπο χρησιμοποιείτε τα αντικείμενα που συλλέγετε στο έργο σας;
Δεν έχουν χρησιμοποιηθεί όλα τα αντικείμενα που έχω στο «Odditorium» σε έργα μου, αλλά πολλά από αυτά έχουν. Κάποιες φορές εμπνέουν ένα έργο, όπως το γράμμα του Άλμπερτ Φις που χρησιμοποίησα για έρευνα όταν έφτιαχνα το πορτραίτο του. Όλα σχετίζονται με τη δουλειά μου. Μερικές φορές τόσο άμεσα που γίνονται μέρος των έργων, όπως όταν στερεώνω αντικείμενα στην κορνίζα, που σχετίζονται με το θέμα. Η υπόθεση Άλμπερτ Φις είναι πολύ ενδιαφέρουσα και υποδεικνύει αυτή την τρέλα ή το σκοτάδι της Αμερικής. Στο τέλος του γράμματος που έστειλε στη μητέρα της Γκρέις Μπαντ (του τελευταίου του θύματος, ενός παιδιού), λέει:
«Δεν την βίασα, ενώ θα μπορούσα αν ήθελα. Πέθανε παρθένα».
Και είχε υπογραμμίσει τη λέξη «παρθένα». Κατά τη διάρκεια της δίκης, έλεγε συνέχεια πως δεν την «ατίμασε». Λες και το να την κόψει κομμάτια και να την φάει δεν ήταν ατιμωτικό. Όμως, στα πλαίσια της αμερικανικής χριστιανικής κουλτούρας, τα λόγια του σχεδόν βγάζουν νόημα. Όλοι οι Άγιοι και οι Μάρτυρες πεθαίνουν με φρικιαστικό τρόπο, και αυτό τους αγιοποιεί. Το τρομερό αμάρτημα εδώ είναι το σεξ. Υποδεικνύει, με όλη του την ύπαρξη, αυτή την τρέλα της Αμερικής.
— Παρότι το στυλ σας είναι μοναδικό και άμεσα αναγνωρίσιμο, οι επιρροές του Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου, του Ιερώνυμου Μπος, του Ότο Ντιξ και του Τζορτζ Γκρος είναι φανερές στο έργο σας. Σας εμπνέουν ακόμα οι Μεγάλοι Ζωγράφοι; Υπάρχουν τάσεις σήμερα, ή ορισμένοι σύγχρονοι καλλιτέχνες των οποίων τη δουλειά θαυμάζετε;
Ακόμα βρίσκω έμπνευση στους Μεγάλους Ζωγράφους. Ήμουν πρόσφατα στο Παρίσι, όπου είδα μια έκθεση του Βαν Άικ. Είχαν αποκαταστήσει τη «Μαντόνα του Καγκελάριου Ρολίν» και ήταν πολύ εντυπωσιακή. Ανέκαθεν θαύμαζα τη δουλειά του Βαν Άικ. Υπήρχαν και κάποια από τα μικρότερα έργα του στην έκθεση στο Λούβρο. Στο Βέλγιο, είχα δει παλαιότερα το «Πολύπτυχο της Γάνδης» το οποίο αναφέρεται επίσης και ως «Η λατρεία του μυστικού Αμνού».
Αποφεύγω, όσο μπορώ, να βλέπω τις σημερινές τάσεις στην τέχνη. Ακόμα και όταν είχα την μπάντα μου, ποτέ δεν πήγαινα να ακούσω άλλες μπάντες. Νομίζω πως είναι κακό να βλέπεις τους συγχρόνους σου. Το μόνο ενδιαφέρον που έχω σε κάτι σύγχρονο, κάτι που συμβαίνει σήμερα, είναι οι ταινίες. Ο κινηματογράφος επηρεάζει τη ζωγραφική μου, περισσότερο απ’ ότι την επηρεάζει η σύγχρονη τέχνη.
— Έχετε υπάρξει και ηθοποιός στο παρελθόν, σωστά;
Υπήρξα και ηθοποιός, σε μία μεταφορά της ιστορίας της Φλάνερι Ο' Κόνορ, «Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος», όπου έπαιζα τον Misfit. Υποδύθηκα επίσης τον Χάρβεϊ Γουαϊνστάιν, στη ταινία της Άσια Αρτζέντο, «Scarlet Diva». Ήταν η πρώτη που ξεμπρόστιασε τον Γουαϊνστάιν στο σινεμά και αυτό ήταν ιδιαίτερα θαρραλέο εκ μέρους της. Το γεγονός ότι μου ζήτησε να υποδυθώ αυτό το ρόλο και να συμμετάσχω σε αυτό το ψυχόδραμα μαζί της ήταν μεγάλη μου τιμή. Είναι εκπληκτικός άνθρωπος και μου αρέσουν πάρα πολύ οι ταινίες της. Όπως μου αρέσουν, φυσικά, και οι ταινίες του πατέρα της, του Ντάριο. Ήταν και εκείνος στο σετ όταν γυρίζαμε το «Scarlet Diva» και εκεί τον γνώρισα πρώτη φορά. Μου είπε για την ερμηνεία μου: «Είναι ένα μικρό διαμάντι σε φιλμ, Τζο Κόλμαν». Με συγκίνησε που είπε κάτι τέτοιο. Το βρήκα πολύ κολακευτικό.
— Μία από τις εισαγωγές του βιβλίου είναι από τον μουσικό και προσωπικό σας φίλο εδώ και χρόνια, Τομ Γουέιτς. Τα λόγια του, μου θύμισαν στίχους από τραγούδια του. Επηρεάζει ακόμα η μουσική το έργο σας;
Μου άρεσε πολύ το κείμενο του Τομ. Εμπνέομαι από τη μουσική, όπως εμπνέομαι και από τις ταινίες. Παίζω μουσική όταν ζωγραφίζω, οπότε έχει σημαντικό αντίκτυπο στη δουλειά μου. Αυτός είναι και ο τρόπος με τον οποίο ζωγραφίζω κάποια θέματά μου. Για παράδειγμα, έπαιζα δίσκους του Χανκ Γουίλιαμς όταν εμπνεύστηκα να ζωγραφίσω το πορτραίτο του. Ο Χανκ Γουίλιαμς υπέφερε από πόνους στη σπονδυλική στήλη και έγινε ναρκομανής εξαιτίας αυτού. Η μουσική που ακούω τώρα είναι έργα του Εντγκάρ Βαρέζ και ραδιόφωνο βραχέων κυμάτων, που χρησιμοποιούνταν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να μεταφέρει η κυβέρνηση μηνύματα σε στρατολογημένους κατασκόπους. Είναι περισσότερο ήχοι, καμιά φορά υπάρχουν και ομιλίες που δεν βγάζουν κανένα νόημα, αλλά ακούγεται σχεδόν σαν μηνύματα που έρχονται από το υπερπέραν.
— Οι εκρηκτικές σας παραστάσεις και το «alter-ego» σας, ο Professor Mombooze-o, έχουν υπάρξει αναπόσπαστα μέρη της καλλιτεχνικής σας περσόνας. Στο σημερινό κόσμο, οι παραστάσεις που δίνουν έμφαση στο σοκ παρεξηγούνται και ο κόσμος του τσίρκου έχει σταδιακά εξαφανιστεί, τουλάχιστον από το Coney Island, όπου κάποτε ανθούσε. Ποιες είναι οι σκέψεις σας πάνω σε αυτό; Είναι δυσκολότερο να είσαι επαναστάτης και περιθωριακός σήμερα;
Δεν κάνω παραστάσεις εδώ και χρόνια. Η τελευταία παράσταση έγινε όταν πέθαναν οι γονείς μου, και έκανα κι έναν πίνακα για αυτό. Ο Mombooze-o προέρχεται από τους γονείς μου, καθώς είναι η Μητέρα (Mom) από τη μία και ο Booze-o από την άλλη, που είναι ο πατέρας μου. Είναι, λοιπόν, η μητέρα και ο πατέρας μου σε ένα. Υποδύθηκα, έκτοτε, ρόλους, αλλά στο σινεμά. Καμιά φορά κάνω και «spoken word», αλλά πιο σπάνια. Έτσι, η ανάγκη μου να κάνω παραστάσεις έχει πια φιλτραριστεί σε αυτά.
Τέτοιου είδους παραστάσεις, όπως αυτές με τον Professor Mombooze-o που έκανα κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, είναι πάντα προβληματικές. Ήμουν επηρεασμένος από τον Βιεννέζικο Ακτιονισμό του Όττο Μούελ, του Χέρμαν Νιτς και του Γκούντερ Μπρους, από τη δεκαετία του 1960. Πιστεύω πως υπάρχει ανάγκη για τέτοιου είδους σκανδαλώδεις παραστάσεις. Δεν το βλέπω να συμβαίνει σήμερα, αλλά τώρα το χρειάζονται περισσότερο από ποτέ, εξαιτίας της Πολιτικής Ορθότητας και όλων αυτών των σκουπιδιών. Χρειάζεται και μία άλλη φωνή εκεί έξω. Κάποιος νεότερος καλλιτέχνης θα πρέπει να το ξεκινήσει. Πάντα ήταν δύσκολο να είσαι επαναστάτης και περιθωριακός, αλλά ίσως σήμερα να είναι ακόμα δυσκολότερο. Σε δύσκολες στιγμές, όμως, ο κόσμος χρειάζεται κάτι τέτοιο.
Εγώ καταγράφω τις δικές μου εμπειρίες και κρατάω ένα καθρέφτη απέναντι στο Τέρας. Είναι εντυπωσιακό αυτό που συμβαίνει και η ταχύτητα με την οποία κινούνται τα πράγματα. Μέρος αυτού έχει να κάνει με την τεχνολογία, όμως ο κόσμος μοιάζει να περιστρέφεται πιο γρήγορα γύρω από τον άξονά του. Υπάρχει αυτή η θεωρία της επιτάχυνσης και είναι αλήθεια. Όταν επιταχύνει με αυτούς τους ρυθμούς, μοιάζει πως κάποια στιγμή θα ανατιναχτεί.
— Έχετε επισκεφτεί ποτέ την Ελλάδα και την Αθήνα ειδικότερα;
Έχω επισκεφτεί την Ελλάδα πολλές φορές και μου αρέσει πολύ. Έχω πάει σε αρκετά νησιά, όπως την Ύδρα, τη Σίφνο, τη Μήλο, αλλά το πιο ενδιαφέρον ήταν η Σαντορίνη.
Πήγαμε στο Ακρωτήρι, όπου λέγεται πως βρισκόταν η Ατλαντίδα, κάτι το οποίο ήταν σημαντικό για τη Γουίτνεϊ και εμένα, καθώς μέντιουμ μας έχουν πει πως αγαπιόμαστε από την εποχή της Ατλαντίδας. Σύμφωνα με τα μέντιουμ, σε μια προηγούμενη ζωή ήμουν γιατρός που πειραματιζόταν με τη μετάλλαξη και η Γουίτνεϊ ήταν η νοσοκόμα μου, οπότε είχαμε μια παράνομη σχέση. Όταν επισκεφτήκαμε το Ακρωτήρι, είδαμε τα ερείπια της προϊστορικής πόλης και ένα από τα σπίτια αισθανθήκαμε πως ήταν το δικό μας. Οι τοιχογραφίες εκεί ήταν επίσης σημαντικές για εμένα, καθώς αισθάνθηκα πως ίσως ήμουν ένας από εκείνους που τις φιλοτέχνησαν. Όλα αυτά συμπεριλαμβάνονται σε ένα νέο μου πίνακα, η επίσκεψη στο Ακρωτήρι και οι τοιχογραφίες με τις οποίες ένιωσα πως είχα κάποια σύνδεση.
Πήγαμε επίσης στο Μαντείο των Δελφών και το Μουσείο των Βασιλικών Τάφων της Βεργίνας. Επισκεφτήκαμε και τον τόπο όπου γεννήθηκε ο σουρεαλιστής ζωγράφος Τζόρτζιο ντε Κίρικο, στο Βόλο, στη χερσόνησο του Πηλίου, και είδαμε το τρενάκι που ζωγράφιζε τόσο συχνά, το οποίο πηγαίνει από το Βόλο στις Μηλιές.
Στην Αθήνα, αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήταν η επαναστατική καλλιτεχνική σκηνή στα Εξάρχεια, όπου οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με γκράφιτι.
Μοιάζει λίγο με τη Νέα Υόρκη κατά τη δεκαετία του 1980, ή το Βερολίνο και αυτό μου άρεσε πάρα πολύ.