Εικαστικα

Ο άλλος Δημήτρης Παπαϊωάννου, των κόμικς και του τολμηρού ερωτισμού

Η πρώιμη Τέχνη του πλέον αγαπημένου Έλληνα καλλιτέχνη μέσα από τα ξεχωριστά, νεανικά σχέδιά του
Γιάννης Χ. Παπαδόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 929
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Πριν τον θρίαμβο, ο μάγος της εικόνας που ακούει στο όνομα Δημήτρης Παπαϊωάννου, ήταν ένα ταλέντο με φλογερό πενάκι και ασίγαστη φαντασία

Τον ξέρετε. Είναι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Αυτό που λογικά δεν ξέρετε είναι ότι πριν συμβούν όλα αυτά που ήδη ξέρετε: η Ομάδα Εδάφους, η «Μήδεια», οι Ολυμπιακοί της Αθήνας, το «Δύο», το «The Great Tamer», ο «Εγκάρσιος προσανατολισμός» και τόσα άλλα, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου εμφανίστηκε στα καλλιτεχνικά πράγματα κάνοντας κόμικς. Ήταν δεκαεπτά χρονών όταν εμφανίστηκε στις σελίδες του περιοδικού κόμικς Βαβέλ, αρχικά με ένα γελοιογραφικό κόμικς και κατόπιν με ένα εικαστικό και έναν πρόλογο από τον δάσκαλό του Γιάννη Τσαρούχη.

Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 δημοσίευσε πολλά κόμικς στα περιοδικά Βαβέλ και Παρά Πέντε, αναπτύσσοντας το δικό του προσωπικό στιλ, το οποίο συνδυάζει πολλές αναφορές και μια αναπολογητική χρήση ζωγραφικής και ποιητικής γλώσσας. H σημαντική έκθεση «Wow! Pow! Bam!» τον περασμένο Ιούνιο στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, αφιερωμένη στα κόμικς και τη σχέση τους με τη ζωγραφική, στην οποία συμμετέιχε και ο ίδιος με παλαιότερες και νέες δουλειές του, ήρθε να μας θυμίσει τον Δημήτρη Παπαϊωάννου των κόμικς. Με αυτήν την αφορμή συναντηθήκαμε μαζί του.

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και οι ιστορίες των κόμικς του

― Μέχρι να δω την έκθεση στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη με ενοχλούσε που δεν μπορούσα να κατατάξω κάπου τα κόμικς σας. Δεν μπορούσα να τα προσδιορίσω ειδολογικά. Εσείς τα βαφτίζετε κάπως;

Όχι, φυσικά και όχι. Τον Λουστάλ τον ξέρεις;

― Φυσικά.

Τι είδος κάνει; Όχι, δεν τα βαφτίζω κάπως. Δεν είναι δική μου δουλειά αυτό. Ο Λουστάλ με είχε γοητεύσει πολύ. Ο τρόπος της αφήγησής του.

― Πότε ξεκινήσατε να φτιάχνετε κόμικς;

Από πολύ μικρός. Έχω κρατήσει, από το δημοτικό ακόμα, κόμικς που έφτιαχνα με τη Σαμάνθα τη Μάγισσα, το οποίο τότε ήταν και μια σειρά στην τηλεόραση (σ.σ. «Η μάγισσα», σειρά του NBC, 1964-1972). Είχα μια δασκάλα αγγλικών, την κυρία Καραφύλη, η οποία με ενθάρρυνε. Τα έβγαζα φωτοτυπίες, τα έδενα σε τεύχη και τα κυκλοφορούσα στους συμμαθητές μου. Αστείο πράγμα. Σαν να τα έφτιαξε άλλος άνθρωπος. Ένα φεμινιστικό τεύχος, όπου έκαναν –και καλά– απεργία οι γυναίκες. Κάτι τέτοια. Αυτά ήταν κάπως σατιρικά και γελοιογραφικά. Με τον ίδιο τρόπο συνέχισα στα σχολικά μου χρόνια, μια και είχαμε μια μαθητική εφημερίδα στην οποία έκανα –τρομάρα μου!– art direction και δημοσίευα κόμικς και σχέδια, έφτιαχνα αφίσες κ.λπ.

Τα κόμικς μου τότε ήταν συνδεδεμένα με τη γελοιογραφία κατά κάποιον τρόπο κι όχι με κάτι άλλο. Όταν ήμουν δεκαέξι-δεκαέξι μισό, γνώρισα τον Τσαρούχη κι έγινα ανεπίσημα μαθητής του. Αυτό άλλαξε τη ζωή μου – η οποία είχε ήδη μετακινηθεί νωρίς από την παιδικότητα στην εφηβεία με την πρώτη ερωτική μου εμπειρία στα 13.

Με τον Τσαρούχη επιχείρησα ζωγραφική με αυγό, που είναι η τεχνική της αγιογραφίας, κι έφτιαξα ένα κόμικς το οποίο παραμένει αδημοσίευτο ως τώρα, με τον τίτλο «Κένταυρος», που ολοκλήρωσα λίγο αργότερα, στην ηλικία των δεκαεπτά. Αυτό το κόμικς δυστυχώς το έχω σε κακής ποιότητας σκαναρίσματα (είχε πουληθεί). Θα ψάξω να το βρω να το αρχειοθετήσω σε υψηλή ανάλυση. Ήταν ένα κόμικς από το οποίο κανείς μπορεί να καταλάβει πολλά για μένα.

― Γιατί;

Νομίζω ότι εμπεριέχει πολλά από αυτά που θα γίνω αργότερα.

― Όπως;

Είναι ευαίσθητο, εμποτισμένο με την ελληνική εμπειρία, ομοερωτικό – μ’ έναν λιγότερο απροκάλυπτο τρόπο από τα επόμενα κόμικς μου. Είναι μελαγχολικό.

Δυστυχώς το έχω σκαναρισμένο από slides, είναι δηλαδή η ποιότητα γάμησέ τά, κάκιστη. Μπορεί να το επεξεργαστώ κάπως και να σου δώσω μερικές εικόνες. Αυτή ήταν η αρχή. Ήταν κόμικς με ιστορίες και εικόνες κάπως «βυζαντινοτσαρουχικές». Kάποια στιγμή πήγα στη Βαβέλ μ’ ένα απ’ αυτά τα κόμικς και το δημοσίευσαν. Ο Τσαρούχης έγραψε για να με τιμήσει ένα μικρό σημείωμα, προλογίζοντάς το. Δημοσιεύτηκε αυτό και μετά άρχισα να κάνω τα κόμικς με το προσωπικό μου ύφος, αυτό που ξέρετε. Δημοσίευσα την πρώτη μου μεγάλη ιστορία, ήταν 16 σελίδες και απροκάλυπτα ομοερωτική και αναρχική, που λέγεται «Ποιος μιλάει;» (σ.σ.: περιοδικό Παρά Πέντε, τχ.19) και από κει και πέρα επειδή είδα ότι αυτό έκανε γκελ, ένιωσα ότι υπήρχε μια πλατφόρμα – εμένα μ’ ενδιαφέρει να υπάρχει μια πλατφόρμα για να δουλεύω. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν ζωγράφιζα τόσα χρόνια, ένιωθα ότι το περιβάλλον του μάρκετ των εικαστικών ήταν μια πλατφόρμα που δεν μ’ ενδιαφέρει.

― Τώρα έχει αλλάξει αυτό;

Όχι, απλώς πλέον είμαι εξήντα ετών. Το θέατρο υπήρξε για μένα μια σούπερ πλατφόρμα με τεράστια διεισδυτικότητα στους συνανθρώπους μου και την είχα την επαφή με τη γενιά μου και τώρα πια, προς μεγάλη μου απόλαυση, με γενιές πολύ νεότερες από εμένα. Άρα δεν έχει και τόση σημασία πια. Έτσι κι αλλιώς τώρα δεν θα φτιάξω νέα θεατρική δουλειά, για δύο χρόνια τουλάχιστον. Οπότε η πρόταση της Δάφνης (Ζουμπουλάκη) ήταν μια ευχάριστη ευκαιρία για βόλτα στο αρχείο μου, και να ’μαι στο περιβάλλον μιας γκαλερί. Επίσης η έκδοση με τα σχέδια που έκανα στην Ανάφη είναι πολύ σημαντική για μένα γιατί βρήκαν τα γυμνά αυτά τρόπο να υπάρξουν σε αυτήν την πλατφόρμα και να τα έχει ο κόσμος. Το γεγονός ότι υπάρχει το Instagram και μπορούσα να τα μοιραστώ όταν τα πρωτοέκανα ακούγεται αστείο αλλά είναι σημαντικό για μένα. Δεν με φτιάχνει αυτό που δημιουργώ να είναι αποκλεισμένο σε περιορισμένη θέαση. Θέλω να μοιράζεται.

― Καταλαβαίνω ότι τότε αντιλαμβανόσασταν τη διαδικασία του «φτιάχνω ένα κόμικς και το δημοσιεύω» ως έναν τρόπο επικοινωνίας.

Εννοείται. Κατ’ αρχάς μου άρεσαν τα κόμικς, έπαιρνα τη Βαβέλ, ήταν μέρος της πολιτιστικής τροφής μου. Το βασικότερο ήταν πως αισθάνθηκα ότι μπορώ να επικοινωνήσω άμεσα με τη δική μου γενιά και να κάνω μια τέχνη προσβάσιμη, όπου το «original», το πρωτότυπο, είναι το τυπωμένο και είναι φτηνό. Αυτό έχει σημασία. Τα κόμικς είναι μια λαϊκή τέχνη.

― Αναφέρατε πριν την εισαγωγή που είχε γράψει ο Γιάννης Τσαρούχης σ’ εκείνο το κόμικς που λεγόταν «Ευρύμαχος» (Βαβέλ, τχ. 32). Είχε δημιουργήσει μια ίντριγκα τότε όλο αυτό.

Βέβαια, βέβαια. Γιατί ο Τσαρούχης είχε αρκετή άγνοια για την κουλτούρα των κόμικς, είχε μια γενικότερη αντίληψη και προφανώς δεν ήξερε ότι υπήρχαν ήδη ποιητικά και ζωγραφικά κόμικς και θεωρούσε κακοσχεδιασμένα τα κόμικς των superheroes της Μάρβελ, ενώ είναι θαυμάσια. Εκείνο όμως στο οποίο ήθελε να επιστήσει την προσοχή ήταν η αναπολογητική συμπερίληψη της ζωγραφικής και της ποιητικής γλώσσας. Αυτό νομίζω ότι τον συγκίνησε τον Τσαρούχη. Και ναι, δημιούργησε λίγη φασαρία, αλλά και τι μ’ αυτό;

― Τότε ήσασταν 17. Πώς νιώθει ένα παιδί σ’ εκείνη την ηλικία, που δημοσιεύεται το κόμικς του με εισαγωγή από τον Τσαρούχη και στο επόμενο τεύχος δημοσιεύεται μια έντονη αντίδραση από τον Αρκά;

Δεν έγινε και τίποτα φοβερό. Με τα τωρινά μου μυαλά δεν θα δεχόμουν να μου γράψει εισαγωγή στο πρώτο μου κόμικς. Περιττό. Τότε ήταν φυσικό για μένα. Τον αγαπούσα πολύ, με αγαπούσε πολύ. Δεν σκέφτηκα ότι με αυτόν τον τρόπο θα κέρδιζα κάτι. Διάβασα και την αντίδραση και προχώρησα. (γέλια)

― Μακάρι να αντιδρούσαμε όλοι τόσο ψύχραιμα.

Δεν υπήρχαν σόσιαλ μίντια τότε. Αυτή η αντίδραση υπήρξε στους αναγνώστες της Βαβέλ. Δεν ήταν για να γίνει της πουτάνας. Αυτοί που ενδιαφερόντουσαν τη διάβασαν και όλοι συνεχίσαμε τις ζωές μας. Σε αυτούς απευθυνόταν. Μωρέ, ξέρεις, τα πράγματα τότε ήταν πολύ διαφορετικά. Ήταν μια στιγμή που η ποπ κουλτούρα ακόμα αγωνιζόταν να εδραιωθεί, να αποκτήσει κύρος. Ακόμα και σήμερα, αυτό το κορίτσι, τη Σάττι, τη βρίζανε ότι είναι υποκουλτούρα. Λες και δεν είμαστε σε μια εποχή που έχουν απολύτως διευρυνθεί τα όρια και απενοχοποιηθεί τα πάντα –όχι πάντα με καλά αποτελέσματα, κατά τη γνώμη μου–, αλλά πάντως είναι όλα οκέι. Θεματοφύλακες της ποιότητας, cheer up, darlings. Η ποιότητα βρίσκεται παντού και το trash επίσης. Υπάρχει άπειρο trash στη σύγχρονη κατοχυρωμένα επίσημη τέχνη.

― Υποκρύπτει κάτι αυτή η αντίδραση που περιγράψατε απέναντι στη Σάττι;

Τη μαλακία του κόσμου. Τι να υποκρύπτει; Ο κάθε μαλάκας θα πει τη γνώμη του. Όπως κι εγώ.

― Στο συγκείμενο της Βαβέλ, όταν ξεκινήσατε εσείς, το περιοδικό δεν είχε κάνει ακόμα «άνοιγμα» στο λεγόμενο εικαστικό κόμικς. Εσείς τι αναφορές είχατε για να κάνετε τέτοια κόμικς;

Μόνο τη ζωγραφική. Εγώ γενικά, καλώς ή κακώς, είμαι ένας αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, παρ’ ότι είχα δασκάλους και σπούδασα. Αλλά δεν σπούδασα σκηνοθεσία, δεν σπούδασα χορογραφία, δεν σπούδασα κόμικς. Οπότε με ό,τι είχα πραγματικά, έκανα ό,τι μπορούσα. Από παλιά έγραφα, ευτυχώς όμως δεν την προχώρησα αυτήν την τέχνη… (γέλια)

― Γιατί ευτυχώς;

Ε, δεν ήμουν καλός… από μικρός έγραφα κι έτσι είχα να μοιραστώ κάποια πράγματα. Από πολύ μικρός ζωγράφιζα. Την εποχή που έκανα τα κόμικς, σπούδαζα στην Καλών Τεχνών. Το είχα μόλις σκάσει από το σπίτι μου. Στα δεκαοκτώ το έσκασα από το σπίτι μου, στα δεκαεννιά ήμουν φοιτητής στην Καλών Τεχνών.

Κυκλοφορούσα στα Εξάρχεια. Ήμουν ένας αυτοσυντήρητος νέος, ανοιχτά ομοφυλόφιλος. Απ’ τους ελάχιστους τότε. Και δίψαγα, όπως πάντα, όπως ακόμα και τώρα στην ηλικία που είμαι, για έκφραση. Ήθελα να τα λέω. Να λέω τι νομίζω και τι ζω. Ό,τι ζωγραφικό εργαλείο είχα το χρησιμοποίησα στα κόμικς.

Φυσικά όντας με τους φωτισμένους συμφοιτητές που είχα, πλούτισα. Ήμουν συμφοιτητής με τον Ζάφο Ξαγοράρη, ο οποίος με επηρέασε με τη βιαιότητα των μαυρόασπρων μουντζούρων του. Αυτός προς τον εξπρεσιονισμό, εγώ το πήγα προς πανκ μεριά. Αλλά ήμασταν κολλητοί και επηρεάζαμε ο ένας τον άλλον. Είχα και μια ικανότητα να ζωγραφίζω από μνήμης. Τα περισσότερα κόμικς μου είναι από μνήμης. Υπάρχει ένα που εκτίθεται τώρα, «Η γη στο σχήμα της καρδιάς», στο οποίο υπάρχουν μονάχα τρεις εικόνες όπου είχα μπροστά μου αυτό που ζωγράφισα. Όλο το υπόλοιπο από μνήμης. Έχω φωτογραφική μνήμη. Αυτό που βλέπω μπορώ εύκολα να το αποτυπώσω μετά από κάποιες μέρες. Είναι αυτό το κόμικς, όπως και τα περισσότερα κόμικς μου, μια σύνθεση πραγμάτων που έχω ζήσει κι έχω δει ή έχω φανταστεί ενώ ζω μια εμπειρία.

― Είναι όμως κυριολεκτικά μια σύνθεση αυτό το κόμικς. Άναυδος διαπίστωσα στην έκθεση ότι το κάθε καρέ είναι δουλεμένο ξεχωριστά σε ένα άλλο κομμάτι ακουαρέλας και μόνο ύστερα συνέθεσαν όλα μαζί τις σελίδες του κόμικς.

Έτσι τα έκανα πάντα. Επειδή είμαι και τσαπατσούλης και επειδή θέλω το πινέλο μου να τρέχει ελεύθερο, δεν μπορώ να δουλέψω σε πλαίσιο – αυτό εκφράζεται και σε μια χορογραφία μου που λέγεται «Primal mater», η οποία έχει ένα πλαίσιο για ένα σώμα. Πρέπει να είμαι ελεύθερος και μετά τα κόβω και τα βάζω στο πλαίσιο. Και μάλιστα τα έκοβα θεόστραβα μέσα στην προχειρότητά μου.

― Γιατί λείπει το σενάριο από το κόμικς που εκτίθεται στην έκθεση; Εννοώ το λέτερινγκ.

Γιατί δεν μ’ ενδιαφέρει. Θέλω να πω, μ’ ενδιαφέρει όταν θα είναι τυπωμένο το κόμικς. Δεν μ’ αρέσει η σκέψη ότι κάποιος θα πάει στην γκαλερί, θα στηθεί μπροστά στον τοίχο και θα διαβάζει τις εικονίτσες. Προτιμώ απλώς να τις βλέπει.

― Δεν είναι όμως αδιαχώρητα αυτά τα δύο (σενάριο και σχέδιο) σ’ ένα κόμικς;

Όχι ακριβώς. Κατ’ αρχάς, έτσι κι αλλιώς, τώρα που τα μαζεύω όλα αυτά και τα επιμελούμαι και θα τα μεταφράσω και θα τα κάνω restoration, θα δούμε τι θα γίνει… θέλω να επισκεφτώ τα κείμενα ξανά. Γιατί αυτό που λέω, και το ντεκουπάρισμα της ιστορίας αλλά και ο ρυθμός, με βρίσκουν σύμφωνο, αλλά είναι μερικές εικόνες και μερικές φράσεις που τις έκανα βιαστικά και θέλω να τα ξανακοιτάξω. Ας πούμε στο «Η γη στο σχήμα της καρδιάς», και είχε πολλή πλάκα αυτό, η τελευταία τελευταία εικόνα είναι καινούργια. Δεν φαίνεται, και είμαι πολύ περήφανος που δεν φαίνεται. Μετά από τριάντα χρόνια μιμήθηκα τον τότε εαυτό. Αναρωτιόμουν: θα τολμήσεις να το κάνεις; Και το έκανα και ήταν ολόιδιο, το στιλ και η γκάμα. Είχα κάνει μια μαλακία στην πρώτη βερσιόν που δεν άντεχα να τη βλέπω.

― …αυτή που έτρεχε στο νερό κρατώντας τη βαλίτσα και έγραφε «Τ Ε Λ Ο Σ» πάνω στα βήματα στο νερό;

Ναι! Αυτήν. Την έβρισκα κακόγουστη, δεν άντεχα να τη βλέπω και έκανα αυτή τη μικρή διόρθωση. Είμαι πολύ περήφανος που την έκανα γιατί υπάρχει αυτό το δίλημμα: «Πρέπει να επέμβεις στη δική σου ιστορία;» Ναι, μπορείς να κάνεις ό,τι θες. Εφόσον εσύ είσαι ο αρχηγός, «κάνε ό,τι θες αγοράκι μου». Κι έτσι, λοιπόν, μερικά από τα κείμενα και μερικές από τις εικόνες που έγιναν πρόχειρα για να τελειώσει το κόμικς θέλω να τα επιμεληθώ για να έχω μια οριστική μορφή τους που να υποστηρίζω. Ένας ακόμη λόγος που δεν θέλω να δεσμευτώ έχοντας τα κείμενα μέσα στις εικόνες.

― Σε ό,τι αφορά τα κόμικς, ποιες οι επιρροές σας;

Νομίζω ο Jean Marc Reiser μ’ έναν τρόπο κρυφό με έχει επηρεάσει πολύ, όπως και ο Copi. Είναι από τους δύο πολύ αγαπημένους μου, δεν μοιάζουν καθόλου μ’ εμένα. Ο Copi μ’ έχει επηρεάσει στον ρυθμό και στις παύσεις του και στον μοναδικό τρόπο με τον οποίο εμπεριέχει το παράλογο. Ο Reiser μ’ έχει επηρεάσει στον τρόπο με τον οποίο το μελάνι πρέπει να φαίνεται ότι το έχεις φτύσει πάνω στο χαρτί. Σε κάποιες εικόνες μου αυτό είναι εμφανές αλλά κρυμμένο κάτω από το δικό μου στιλ. Μ’ έχει επηρεάσει πολύ ο Liberatore στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται μια αναγεννησιακή φωτοσκίαση σάρκας, που είναι σαν Μικελάντζελο. Κάπου είχα διαβάσει ότι χρησιμοποιεί και υλικά μέικ απ.

― Και κραγιόν.

Και κραγιόν, ναι (γέλια). Ακόμη και τώρα στα σχέδια που έκανα στην Ανάφη, έλεγα από μέσα μου: «Για δες. Ο Tanino». Μ’ έχει επηρεάσει ο Jacques de Loustal στην ατμόσφαιρα και στην κινηματογραφικότητα της αφήγησης. Στα νεανικά μου χρόνια η Claire Bretécher. Οι υπόλοιπες επιρροές μου νομίζω πως είναι ζωγραφικές. Στο δισέλιδο της Μασσαλίας, στο «Η γη στο σχήμα της καρδιάς», είναι σαν να θέλω να μεταμορφωθώ σε Χόκνεϊ και μετά να μεταμορφωθώ ξανά σε μένα. Τον λατρεύω τον Χόκνεϊ. Είναι ένας καλλιτέχνης που με έχει συγκινήσει πολύ, τον έχω στην τριάδα Τσαρούχης-Κουνέλης-Χόκνεϊ. Αυτοί οι τρεις με έχουν επηρεάσει βαθιά.

― Τώρα φτιάχνετε κόμικς;

Όχι, όχι δεν κάνω. Αλλά την τεχνική της αφήγησης τη χρησιμοποιώ. Πρόσφατα έφτιαξα κάποιες εικόνες που πλαισίωσαν ένα αφιέρωμα που μου έκανε το Dust Magazine, αλλά και στο βιβλίο Sketches for Life με σχέδια από την Ανάφη. Είναι μια τεχνική, ένας τρόπος αφήγησης που χρησιμοποιώ κρυφά. Πολλές φορές και στο προσωπικό μου Instagram μπορεί κάποιος να παρατηρήσει έναν τρόπο αφήγησης που έχει να κάνει με το πώς διαβάζεται μια σελίδα. Η περιπέτεια του βλέμματος πάνω στη σελίδα.

Έχω πολύ περίσσευμα μέσα μου για να κάνω κόμικς, αλλά δεν αισθάνομαι ότι υπάρχει η πλατφόρμα.

― Γιατί δεν υπάρχει;

Δεν υπάρχει. Ποιο περιοδικό κόμικς παίρνεις;

― Κανένα.

Αυτό είναι η πλατφόρμα. Το περιοδικό. Τι; Να κάνω κόμικς για να κάνω εκδόσεις; Δεν είναι το ίδιο.

― Μπορείτε να το κάνετε σε ένα άλλο περιοδικό. Όχι απαραίτητα κόμικς θεματολογίας. Θέλετε, όπως καταλαβαίνω, να βρει το κοινό του, το κοινό των κόμικς, που κατανοεί την τέχνη και τις λειτουργίες της.

Ναι. Και το οποίο την αγαπά αυτήν την τέχνη. Όπως υπάρχει το κοινό του θεάτρου, που πάει στις παραστάσεις για να τις δει. Αυτή είναι η πλατφόρμα του... τα θέατρα και τα φεστιβάλ. Εκεί προτείνουν κάποιοι τη δουλειά τους. Αντίστοιχα και το περιοδικό κόμικς είναι μια πλατφόρμα όπου οι κομίστες προτείνουν τη δουλειά τους. Να βάλω μια προσωπική ιστορία, λίγο πιο σκληρή ή με εικόνες σεξ ή μελαγχολική, σε ένα περιοδικό π.χ. πόλης... τι νόημα έχει; Τι δουλειά έχει ένας άνθρωπος να μας εκμυστηρεύεται το μακρύ του και το κοντό του εκεί που διαβάζουμε τα νέα; Δεν υπάρχει πλατφόρμα.