- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μια απογοητευτική επίσκεψη στη νέα Εθνική Πινακοθήκη
Πριν από λίγες μέρες ο δρόμος με έφερε στην εντυπωσιακή είσοδο της Βασιλέως Κωνσταντίνου. Σύντομα όμως, η εξιδανίκευση άρχισε να υποχωρεί.
Εθνική Πινακοθήκη: Εντυπώσεις από την επίσκεψη στο νέο κτίριο και την έκθεση «Δημοκρατία»
Με την ιδιότητα κάποιου που έζησε για χρόνια στην Αθήνα αλλά λείπει πια εδώ και πολύ καιρό, οι σύντομες επισκέψεις μου στην πόλη τα τελευταία χρόνια ήταν συχνά γεμάτες με απρόσμενους θριάμβους. Από το εθνικά… αναπάντεχο που συνολικά εκπροσωπούν το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και η Στέγη Ωνάση μέχρι το σταθερά εκθαμβωτικό Μουσείο της Ακρόπολης και κάποιες καταπληκτικές εκθέσεις στο Καπνεργοστάσιο, η πολιτισμική ανάκαμψη της Αθήνας στα μάτια μου έμοιαζε κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή.
Με αυτές τις εικόνες στο μυαλό, είχα εδώ και καιρό το παράπονο ότι δεν είχα προλάβει ακόμα να επισκεφθώ το ανακαινισμένο κεντρικό κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης. Φέτος το καλοκαίρι όμως ήταν η σειρά του, πόσο μάλλον όταν η περιοδική έκθεση «Δημοκρατία», με αφορμή τα 50 χρόνια από την αποκατάσταση του πολιτεύματος, εφάπτεται με τα περισσότερα από τα ενδιαφέροντά μου.
Κάπως έτσι, πριν από λίγες μέρες, ο δρόμος με έφερε επιτέλους στην εντυπωσιακή είσοδο της Βασιλέως Κωνσταντίνου, ενός πράγματι σύγχρονου και καλαίσθητου κτιρίου. Σύντομα όμως, η εξιδανίκευση της Αθήνας άρχισε να υποχωρεί κι από πολύ νωρίς η εμπειρία έμοιαζε να είναι διαφορετική από τις επισκέψεις σε αντίστοιχους χώρους.
Για αρχή, η τιμολογιακή πολιτική της Εθνικής Πινακοθήκης μού είναι ακατανόητη. Το κόστος επίσκεψης στην περιοδική έκθεση είναι ίδιο με το κόστος επίσκεψης στη μόνιμη έκθεση. Κάτι τέτοιο δεν δικαιολογείται ούτε από το μέγεθος των δύο εκθέσεων, μια και η μόνιμη είναι κυριολεκτικά διπλάσια, αλλά ούτε και από το είδος της συγκεκριμένης περιοδικής έκθεσης, μια και τα περισσότερα έργα είναι Ελλήνων δημιουργών και δεν πρόκειται για κάποια πανάκριβη παραγωγή από το εξωτερικό. Για κάποιον που έχει ήδη δει τη μόνιμη έκθεση, το να καταβάλει εκ νέου το ακριβώς ίδιο αντίτιμο για να δει μια σημαντικά μικρότερη έκθεση είναι απλά παράλογο.
Ως προς το κύριο σώμα της έκθεσης, τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Από τη μια, η επιλογή των έργων ήταν καλή, με έναν πραγματικά φρέσκο αέρα. Ήταν, για μένα, η πρώτη φορά που είδα μια έκθεση για τη Δικτατορία και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας να αποφεύγει τα μεταπολιτευτικά κλισέ, να μην δίνει χώρο σε κομματικές μυθολογίες και να εστιάζει στο ατομικό τραύμα της στέρησης της ελευθερίας – κι ήταν αυτή η εστίαση που κατέστησε πιο ευκρινές το κοινό βίωμα με την Ισπανία και την Πορτογαλία. Καταπληκτική ήταν και η ιδέα της συμπερίληψης ενός χρονολογίου, υπό την επιμέλεια του Κωστή Κορνέτη, το οποίο εξηγεί… χειροπιαστά τι σημαίνει «αποκατάσταση του πολιτεύματος». Από την επαναλειτουργία κομμάτων μέχρι την επανακυκλοφορία εφημερίδων.
Για τον μέσο επισκέπτη, ήταν μάλλον ασαφής η πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει για να κατανοήσει καλύτερα την έκθεση καθώς στα περισσότερα σημεία τα έργα προηγούνταν μιας γενικόλογης και υπέρμετρα αφαιρετικής αφήγησης
Από την άλλη, η ποιότητα των έργων δεν ήταν ικανή να αναπληρώσει την προβληματική ροή της αφήγησης. Για τον μέσο επισκέπτη, ήταν μάλλον ασαφής η πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει για να κατανοήσει καλύτερα την έκθεση καθώς στα περισσότερα σημεία τα έργα προηγούνταν μιας γενικόλογης και υπέρμετρα αφαιρετικής αφήγησης. Το πρόβλημα ήταν ακόμα πιο εμφανές σε θεματικές όπως η Διέγερση η οποία, αν και περιέχει σπουδαία και μάλλον άγνωστα στο ευρύ κοινό έργα, μοιάζει πλήρως αποκομμένη τόσο από τις υπόλοιπες θεματικές όσο και από το γενικό θέμα της έκθεσης. Αντίστοιχα ζητήματα προκύπτουν και στον χώρο προβολής υλικού από το τηλεοπτικό αρχείο της ΕΡΤ, όπου ο επισκέπτης δεν λαμβάνει απολύτως καμία πληροφορία για το τι παρακολουθεί. Αρκετοί μπορεί να γνωρίζουν τι υπήρξε το Μεγάλο Τσίρκο και τι σηματοδότησε η Οδός Ονείρων αλλά πολύ περισσότεροι δεν είχαν καν γεννηθεί τότε – πιθανότατα ούτε και ο γονείς τους.
Συνολικά η έκθεση δεν είναι κακή αλλά, κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος, δεν είναι μια έκθεση συμβατή με τις προσδοκίες που γεννά η νέα εποχή της Εθνικής Πινακοθήκης αλλά και συνολικά της Αθήνας. Είναι μια έκθεση που, παρά τους επιμέρους νεωτερισμούς, εξακολουθεί να απευθύνεται, με μια αφαιρετική αυτοαναφορικότητα, σε ένα στενό κοινό όσων συνήθως πηγαίνουν σε περιοδικές εκθέσεις, αποτυγχάνοντας να εναρμονιστεί με την ανοιχτότητα που επιβάλει ένα κτίριο στολίδι σε μια πόλη που έχει ξεκινήσει να εκπαιδεύει τους επισκέπτες της στο να ζητούν περισσότερα. Όλα τα παραπάνω όμως είναι υποκειμενικά κι αυτό είναι τελικά κι εκείνο που ανατροφοδοτούν αυτές οι εκθέσεις: τη διαφορετικότητα των απόψεων και των συναισθημάτων.
Υπάρχουν όμως και οι αντικειμενικές διαστάσεις μιας τελικά απογοητευτικής επίσκεψης στην Εθνική Πινακοθήκη. Αμέσως μετά το τέλος της επίσκεψής μας στην έκθεση, κινηθήκαμε με ενθουσιασμό προς το κατάστημα του μουσείου. Με τα περισσότερα μέλη της παρέας να ζούμε στο εξωτερικό, αυτή ήταν η ευκαιρία μας σε αυτό το ταξίδι να πάρουμε μαζί μας ένα κομμάτι τέχνης από την πατρίδα, να κάνει παρέα σε όλα τα άλλα μικρά και μεγάλα αντικείμενα της ελληνικής μας υπόστασης που έχουν προστεθεί στα γραφεία και στα δωμάτιά μας.
Το κατάστημα του μουσείου της Εθνικής Πινακοθήκης είναι απογοητευτικό, κρύο, παρωχημένο
Τελικά, δεν πήραμε τίποτα, ούτε μια αφίσα, ούτε ένα μαγνητάκι. Το κατάστημα του μουσείου της Εθνικής Πινακοθήκης είναι απογοητευτικό, κρύο, παρωχημένο. Σαν να μεταφέρθηκε αυτούσιο από τη μίζερη παλαιότερη εκδοχή του σε ένα λαμπερό κτίριο του 21ου αιώνα, σαν κανείς υπεύθυνος να μην γνωρίζει τι είδους χρυσορυχεία αποτελούν τα καταστήματα των μουσείων για τη βιωσιμότητα των μουσείων. Εκδόσεις που δεν αφορούν το μαζικό κοινό, εξωφρενικά μικρή ποικιλία αναμνηστικών, περιορισμένη σύνδεση του καταστήματος με τα εκθέματα του κτιρίου – σχεδόν τίποτα για την περιοδική έκθεση, πλην ενός ογκώδους καταλόγου.
Κατά την έξοδό μας από την Εθνική Πινακοθήκη, κοντά στο τέλος του ωραρίου επίσκεψης στον χώρο, μέλη του προσωπικού αγωνιούσαν υψηλόφωνα και από κάποια απόσταση για το αν κάποιοι τουρίστες που χάζευαν το κτίριο θα έμπαιναν τελικά – με αυτή τη γνωστή αγωνία κάποιου που απλώς θέλει να τελειώσει τη δουλειά και να πάει σπίτι. Ανθρώπινο, αλλά όχι ταιριαστό με τον χώρο. Ή μάλλον όχι ταιριαστό με αυτό που ήλπιζα να έχει αφήσει πίσω της η Εθνική Πινακοθήκη, αυτή τη διάχυτη αίσθηση ότι πάνω από όλα ένα κρατικό μουσείο παραμένει μια δημόσια υπηρεσία, με μικρούς και μεγάλους, όσο και παράδοξους, ιδιοκτήτες που αξιολογούνται από τον εαυτό τους και μόνο.